Είχα δει μια παλιά
προπολεμική φωτογραφία του Ύψου.
Ο Καρόδρομος
ήταν πιο μέσα από τη θάλασσα.
Mπορούσες
να κάνεις μπάνιο ολόγυμνος και μετά να
ξαπλώσεις στον ίσκιο των δένδρων , να
ανοίξεις τους αχινούς σου, να βάλεις το λαδολέμονο και να βουτήξεις την
μπουκιά σου. Να αποκοιμηθείς στην άκρη στη θάλασσα και να ξυπνήσεις όταν
χορτάσεις τον ύπνο.
Το 1980 ήρθα στην Κέρκυρα διακοπές. Κάναμε μπάνιο στο
Μπαρμπάτι και γυρίσαμε στον Ύψο για φαγητό αργά το απόγευμα.
Ο δρόμος ήταν από νωρίς κόλαση. Κινδύνευες να σούρθει καμιά
άδεια μποτίλια στο κεφάλι.
Το καρακιτσαριό ήταν ήδη ανυπόφορο. Αν σε αυτό προσθέσεις
την απευθείας εκκένωση των βόθρων στη θάλασσα , το χτίσιμο ξενοδοχείων απάνω στο κύμα και με την τοποθέτηση
κλιματιστικών σε κτήρια μνημεία ,
είχες μπροστά σου ένα πράμα που
ονομαζόταν «τουριστική ανάπτυξη του τόπου».
Η σύντροφός μου (που
είχε κομπόδεμα) μου πρότεινε να φάμε σε μια ψαροταβέρνα που υπάρχει ακόμα με
άλλο όνομα . Τα λεφτά μου δεν έφταναν ούτε για να γυρίσουμε στην Αθήνα. Είχα πληρωθεί βδομαδιάτικο, άδεια και επίδομα πενήντα
χιλιάδες δραχμές.
Τότε δεν είχαν
τιμοκατάλογο έξω από τα εστιατόρια, για
την ακρίβεια , δεν υπήρχαν τιμές .
Σε κόβανε με το μάτι.
Ακόμα περισσότερο δεν σε σερβίρανε αν ήσουν Έλληνας .
Ήταν αδιανόητο να
μπεις και να παραγγείλεις «μια πατάτες , μια σαλάτα και μισό κιλό κρασί». Θα βρίσκανε τρόπο να σε διώξουν.
Τα πέρνανε χοντρά από
τους εγγλέζους.
Τον Οκτώβρη φεύγανε μαζί τους και ο Ύψος ερήμωνε.
Θα ξαναρχόταν την
Άνοιξη για τις ετοιμασίες του επόμενου καλοκαιριού.
Μπήκαμε και παραγγέλνει η
φίλη μου Λαυράκια, σαλάτες , τυριά , ακριβά εμφιαλωμένα κρασιά κλπ.
Περιμέναμε και περιμέναμε να μας σερβίρουν ώσπου ήρθε
κάποιος «σεφ» και μας είπε : «Το φαγητό σας
στοιχίζει τριάντα χιλιάδες δραχμές συνολικά».
Τριάντα χιλιάδες τότε ήταν ο βασικός μηνιαίος μισθός.
«..Και ποιος σε ρώτησε ρε καραγκιόζη?» του απάντησε η τσαμπουκαλεμένη και
φραγκάτη συνοδός μου.
Αργότερα , όσο έπεφτε η δουλεία και κυρίως μετά την ένταξη της Ελλάδος στη ζώνη
του Ευρώ , τόσο και το καρακιτσαριό
γινόταν πλέον απερίγραπτο.
Ο ένας «Καραγκιόζης» για να γίνει ποιο ελκυστικός από τον
διπλανό «καραγκιόζη» έστηνε κολόνες
,τέντες , φοίνικες , ξένες σημαίες ,
γύψινα λιοντάρια και ότι μπορεί να φαντασθεί ο νους του ανθρώπου.
Περάσανε τα χρόνια , αλλάξανε οι καιροί και χτές το απόγευμα
που γύριζα από την Παλιοκαστρίτσα είπα να σταματήσω κοντά στου Τζάβρου σε ένα
ζαχαροπλαστείο να φάω ένα παγωτό που το πιθύμησα.
Πίσω μου καθόταν μια παρέα
από τον Ύψο. Συζητούσαν για την «γιορτή της Σαρδέλας» που ετοιμάζουν.
Κρατήθηκα να μην βάλω τα γέλια και γύρισα να ρωτήσω.
-«Γιορτή της Σαρδέλας στον Ύψο !? Καλά εσείς δεν έχετε
ψαράδες από πού θα τη φέρετε τη σαρδέλα? Από τον Πετριτή?».
-«Τι να κάνεις ρε φίλε? Μήπως βγει κανένα ψιλό να βγάλουμε
το χειμώνα.»
-«Γιατί δεν ψένετε
αρνιά» ερωτώ αφελώς.
-« Έχει δίκιο ρε παιδιά!..» λέει ο ένας «..θα το λέμε «Γιορτή της Σαρδέλας» αλλά θα
ψένουμε αρνιά …ποιο πολλά θα βγάλουμε …και αν μας ρωτήσει κανένας θα πούμε ότι, οι σαρδέλες στον Ύψο , είναι
μεγάλες σαν αρνιά.
Ένα παλιό σοφό ρητό
έλεγε πως «Από τον Ύψο στο Πυργί είναι ένα μονοπάτι …καιταλοιπά καιταλοιπά.
Μας ακούει και ο
κόσμος θέ μου συχώραμε !
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου