Κυριακή 27 Μαΐου 2018

Αρετή




Η Αρετή Βασιλάκη δεν ζει πια.

Πέθανε ένα βράδυ πριν από μερικά χρόνια στον ύπνο της σε ηλικία  ογδοήντα τεσσάρων χρόνων.

Οφείλω ένα μνημόσυνο.

Υπάρχει σοβαρός λόγος.

Την Αρετή την έβλεπα κάθε πρωί να ζαλώνεται και να φεύγει για το χτήμα.

Την είχα δει τόσες πολλές φορές που δεν μπορούσα να διανοηθώ ότι θα ερχόταν μια μέρα που θα ξυπνούσα και δεν θα την έβλεπα να κάνει την γνωστή ιεροτελεστία έξω από την πόρτα της.

Έδενε κάτι σχοινιά στην μέση , στους ώμους , στην πλάτη και γύρω από τα βυζιά της με έναν τρόπο που ξέρουν καλά οι παλιές Κερκυραίες χωριάτισσες.

Ήταν κάτι σαν τα σακίδια που κουβαλάνε σήμερα  οι εκδρομείς οι μαθήτριες και οι αναρχικοί.

Αυτά τα σχοινιά κρατούσαν τα πάνινα δέματα που μέσα υποθέτω ότι είχε ότι χρειαζόταν για μια ολόκληρη μέρα στο χωράφι.

Το φαγητό της . Τα εργαλεία της . Το φαί για τα ζωντανά.

Στο τέλος έπαιρνε και το ξύλινο ραβδί της και ξεκίναγε.
Αν την έβλεπαν οι αγρότες του κάμπου της Θεσσαλίας με τα θηριώδη τρακτέρ θα γελούσαν.

Το χτήμα της δεν ήταν παρά  ένα στρέμμα κηπευτικά και αμπέλια , ένα κοτέτσι και καμιά εικοσαριά ρίζες ελιές.

Έλειπε όλη μέρα.

Ερχόταν το βράδυ τον ανήφορο ζαλωμένη.

Στα νιάτα της λένε ήταν η πιο κρυστάλλινη φωνή του χωριού.

Έκανε και τα μαλλιά της ρίτσικα και πέφτανε στο μέτωπο με χάρη.

Είχε κάψει πολλές καρδιές.

Η Αρετή πέθανε ένα βράδυ στον ύπνο της σαν πουλί.

Θυμάμαι ένα βράδυ την είχα περάσει από ανάκριση.

«Για λεζάμινα ήρθες ωρέ Σταμάτη;» με ρώτησε με απορία .

Μου είπε για το γενεαλογικό της δέντρο όσο μπορούσε να θυμηθεί.

Τη μάνα της τηνε λέγανε Μαριετίνα .
Τη νόνα της τηνε λέγανε Αρετή.
Τη μάνα τσι νόνας της τηνε λέγανε κιαυτήνε Μαριετίνα.

Φτάσαμε μέχρι μιαν Αρετή που πρέπει να έζησε κάπου στις αρχές του 1800.

Ένα βράδυ την ακούσαμε να τραγουδάει στην κουζίνα μοναχή της.

Το συνήθιζε που και πού αλλά αυτή τη φορά τραγούδαγε με την καρδιά της .

Μαζευτήκαμε για παρέα.

Κάποια στιγμή όρχησε να μας τραγουδά ένα τελείως άγνωστο τραγούδι .

Έμοιαζε με νανούρισμα.

Οι στίχοι διαδέχονταν ο ένας τον άλλον .

Δεκαπεντασύλλαβοι.

Κάποια στιγμή ανατρίχιασα.

Ο Ερωτόκριτος αλλά με ανακατεμένους τους στίχους.

«Του Κύκλου τα γυρίσματα π΄ ανεβοκατεβαίνου
Και του τροχού π΄ώρες  ψηλά κι΄ώρες στα βάθη πηαίνου.»

«Ωρές παιδιά αυτός είναι ο Ερωτόκριτος και η Αρετούσα!»

Μας είπε ότι τοξερε από Νόνα της και εκείνη από τη δική της και χανότανε το ίχνος στα βάθη του χρόνου.

Βρήκαμε ένα στυλό γιομάτο λάδια.
Τραβήξαμε  ένα πεντάγραμμο πάνω σε ένα λογαριασμό της ΔΕΗ και γράψαμε τη βασική μελωδία και το ρεφραίν.

Η Αρετή φώναζε ότι θα τσι κόψουνε «το ρέγμα».

«Τσώπα Αρετή θα χάσουμε και τον Ερωτόκριτο!»

Έτσι που λέτε την γλύτωσε ο Ερωτόκριτος!

Ψάξαμε και μάθαμε πολλά.

Ο Ερωτόκριτος ήρθε στην Κέρκυρα γύρω στο 1600.
Ήτανε γραμμένος σε χειρόγραφα με περίτεχνες ζωγραφιές και τον είχανε στα σπίτια τους  όσοι ήρθανε από την Κρήτη πρόσφυγες και είχανε λεφτά.

Ένα τέτοιο βιβλίο τότε άξιζε μια μικρή περιουσία.

Διαδόθηκε όμως κυρίως από στόμα σε στόμα και έγινε νανούρισμα για τα παιδιά.

Έτσι ο Ρωτόκριτος και η Αρετή  τραγουδήθηκε ξανά από χορωδία επισήμως μπροστά σε πλήθος κόσμου.

Η μία  κόρη της Αρετής λέγεται και αυτή Μαριετίνα.

Άργησε να παντρευτεί και μετά το γάμο έφυγε για την Αυστραλία.

Προχτές συνάντησα μια γνωστή στο δρόμο.

Μου είπε ότι Μαριετίνα είναι καλά.

Έχει και μια κόρη που τήνε  λένε Αρετή.

Κυριακή 6 Μαΐου 2018

Η Νεσπολιά της οδού Πολυχρονίου Κωνσταντά


Οι Νέσπολες δεν αρέσουν σε όλους.

Για την ακρίβεια δεν αρέσουν στου περισσότερους.

Γνώρισα πολλούς ανθρώπους από διάφορα μέρη. Μικρασιάτες, Βλάχους, Αρβανίτες, Πόντιους, Αρμένηδες, Μακεδόνες, Πομάκους …πολλούς.

Για κάποιο λόγο δεν τις  θεωρούσαν  φρούτο άξιο λόγου.

Στις λαϊκές πουλούσαν πορτοκάλια, μήλα, κεράσια, κρπούζια, πεπόνια αλλά ποτέ Νέσπολες.

Μάλιστα τις  ονόμαζαν υποτιμητικά .. «Μούσμουλα».

Ακούς εκεί «Μούσμουλα»!

Εγώ από μικρός έμαθα από τους προγόνους μου να εκτιμώ αυτό το ανοιξιάτικο φρούτο που είναι και από  τα λίγα άλλωστε που βρίσκει κανείς την άνοιξη.

Πολύ αργότερα έμαθα ότι αυτή η προτίμηση μας εμάς των Επτανησίων  για τις Νέσπολες έχει μεγάλη ιστορία.

Όπως όλοι λοιπόν έτσι και εγώ έχω δυό Νεσπολιές στον κήπο μας .

Τις φύτεψε ο Πάππους μου αλλά καθώς μου είπε «Ουδέποτες φάγαμε μια νέσπολα από αυτές».

Το χώμα ήταν καλό. Η τοποθεσία δεν είχε κάτι το περίεργο . Η Ράτσα συνηθισμένη. Τι γινόταν και δεν καρποφορούσαν; 
Κανείς δεν ήξερε.

Οι γειτόνοι μας παρότρυναν να τις κόψουμε.

Κανείς μας δεν ήθελε παρόλο που μας έπιαναν τόπο.

Αν μας ρώταγες κανείς δεν ήξερε να σου απαντήσει στο ερώτημα «μα γιατί δεν τις κόβετε;».

Έτσι λοιπόν, μη έχοντας τι άλλο να κάνω, διακρίθηκα ως ένας από τους πιο διάσημους κλέφτες  Νέσπολας.

Κάθε άνοιξη είχα σταμπάρει τις ξένες νεσπολιές και τις επισκεπτόμουν διακριτικά.

Λόγω των πεποιθήσεων μου ουδέποτε έκλεβα με σακούλα.

Πάντα όσες χωράγανε στα χέρια μου.

Αρκετοί ιδιοκτήτες Νεσπολιών το εκτιμούσαν αυτό και με αντιμετώπιζαν φιλικά.

Υπήρξαν και οι ελάχιστοι που με καθύβριζαν και με απειλούσαν με αποκεφαλισμό.

Τους απέφευγα προκειμένου να μην καταλήξω σαν τον Ιωάννη τον Βαπτιστή.

Έτσι περνούσαν οι Απρίληδες και οι Μάηδες της μικρής μας ζωής.

Σκέφτομαι καμιά φορά να τους μετρήσω αλλά με πιάνει μια μελαγχολία αναλογιζόμενος τους εναπομείναντες και σταματάω στα μισά .

Κάποιο Μάη σαν τώρα καληώρα εκεί που έτρωγα τις κλεμμένες Νέσπολες από του Κωτσέλα ασκούμουν στο αγαπημένο μου σπορ της σκοποβολής δια του φτυσίματος σπόρων Νέσπολας.

Φαίνεται ότι κάποιος έπεσε σε μια γλάστρα  και την επομένη χρονιά να σου και φυτρώσανε δυο φυλλαράκια.

Οι ειδικοί απεφάνθησαν ότι πρόκειται περί Νεσπολιάς και μάλιστα «Μαλτέζικης από του Κωτσέλα».

Την πότιζα για καιρό μέχρι  που ήρθε ο καιρός απελευθέρωσης της από τα δεσμά.

Προκειμένου να μην μου τηνε κάψουν τα κάτουρα των σκύλων την φύτεψα στο προαύλιο του παιδικού σταθμού της γειτονιάς.

Οι Νεσπολιές μεγαλώνουν μεν  γρήγορα αλλά δεν είναι σίγουρο ότι θα καρπίσουν.

Δεν ξέρω αν η επιστήμη μπορεί να εξηγήσει αυτό το περίεργο φαινόμενο.
Γιατί δηλαδή η μια καρπίζει και η άλλη όχι.
Στο ίδιο χώμα . Από την ίδια μάνα . Από την ίδια ράτσα. Με τον ίδιο καιρό.
Περίεργα πράματα.

Πέρασαν χρόνια και η Νεσπολιά της Πολυχρονίου Κωνσταντά δεν έκανε ούτε μία Νέσπολα.

Φέτος μόλις βγήκα από το Σούπερ Μάρκετ  κοίταξα απέναντι αφηρημένος και την είδα εκεί στη γωνιά της γεμάτη καρπό.

Άφησα τα ψώνια και πέρασα απέναντι.

Το πορτόνι ήταν κλειστό.

Φώναξα την νηπιαγωγό.

Από το κούτελο και την όλη  κοψιά μου φάνηκε Ηπειρωτοπούλα.

«Μπορείτε να μου ανοίξετε παρακαλώ;»

Μου ανοίγει νομίζοντας ότι έχω έρθει για κάποιο από τα παιδιά.

Διασχίζω την αυλή.

Με ακολουθεί περίεργη.

Κόβω μερικές Νέσπολες.

«Είστε γνωστός;» ερωτά.

«Πολύ» της απαντώ.
...