Κυριακή 21 Οκτωβρίου 2012

ΤΟ ΓΕΦΥΡΙ ΤΟΥ ΔΡΙΝΟΥ



 Έκανα συνήθως την νυχτερινή βάρδια στον νοσοκομείο.
Καθόμουν  ανάμεσα στα κρεβάτια με τα πόδια απλωμένα σε μια καρέκλα.
Με το αριστερό χέρι κρατούσα το χέρι της  Λίτσας και στο δεξί το βραβευμένο μυθιστόρημα του  Ίβο Άντριτς  «Το Γεφύρι του Δρίνου».

Φαίνεται ότι όσο παρέλυε το σώμα της τόσο όλη η  εναπομείνασα δύναμη μεταφερόταν στο  αριστερό της χέρι.

Το χέρι μου μούδιαζε από την πίεση.

Κάποια στιγμή της έδωσα ένα μασούρι γάζες για να ελευθερώσω το χέρι μου.
Το κατάλαβε και τις άφησε.
Της ξανάδωσα το χέρι μου.

Θυμάμαι ένα ταξίδι μας με το αυτοκίνητο .
Περνάγαμε από την Κατάρα  πηγαίνοντας   προς τα Τρίκαλα.

Σε κάθε στροφή του δρόμου μου  έλεγε για τις διασταυρώσεις προς  χωριά που εμείς τα γνωρίζαμε μόνον ως ταμπέλες.

Ένα βράδυ του  ΄47 πέρασαν  το ποτάμι.
Χιόνιζε και το νερό ήταν παγωμένο.
Έδεσαν ένα σχοινί στις δύο όχθες και περνούσαν κρατώντας το.
Στην μέση του ποταμιού βάρυνε η χλαίνη , πάγωσε το σώμα της και έκανε να αφεθεί. Κάποιος από πίσω φώναξε: «Πιάστε το μικρό».
Την έπιασε από τον γιακά κάποιος την ώρα που την έπαιρνε το ποτάμι.

Χορεύανε σε ένα πλάτωμα έξω από το Μέτσοβο ως το πρωί για να μην παγώσουν.

Κάποια φορά της ρίχτηκε ένας λοχαγός του πυροβολικού.
Έβγαλε το πιστόλι από τη μέση και του το κόλλησε στο κούτελο.
Δεν ήθελε σχέσεις αν δεν τελείωνε ο πόλεμος.

Η Λίτσα πέρασε την Πίνδο  με ένα πολυβόλο Μπράουνινγκ στην πλάτη…. Χειμώνα και περπατώντας τις νύχτες.

Παντρεύτηκε τον Πέτρο στην Τασκένδη.

Όταν γύρισαν  αυτή έπιασε δουλειά σε ένα υφαντήριο και ο Πέτρος δούλευε  «μαστορούλι» στην οικοδομή.

Κάποια φορά γινόταν ο γάμος ενός από τα  ανίψια της. Την κάλεσαν στον γάμο που θα γινόταν στην Καρδίτσα αλλά της είπαν ότι δεν είχε θέση στο αυτοκίνητο για τον Πέτρο.

-«Χωρίς τον Πέτρο δεν πάω πουθενά» τους είπε.

Δεν μίλαγε πολύ ούτε το συζήταγε πολύ.

Κάποτε που ήρθε στην Κέρκυρα πήγαμε για έναν καφέ στην πλατεία.
Ψάχναμε για τραπέζι και πέσαμε πάνω σε μια παρέα συνομηλίκους της «συνταξιούχους της αντίστασης».
Ξέρετε… αυτούς τους αντιστασιακούς των κομμάτων  που παρελαύνουν καμαρωτοί.
Καθίσαμε μαζί τους. 
Συστηθήκαμε.
-«Σε ποιος τάγμα πολέμησες συναγωνιστή;» ρώτησε τον διπλανό της η Λίτσα.
-«Εεεε! Πάω να πάρω τσιγάρα και έρχομαι.» απάντησε.
-«‘Εσύ συναγωνιστή που ήσουν;»
-«Στο εφεδρικό του ΕΛΑΣ…. Πάω στην τουαλέτα και έρχομαι».
-«Εσύ συναγωνιστή;».
-«Συγνώμη δεν ακούω καλά…. μου πέσανε οι μπαταρίες από το ακουστικό… πάω μέχρι το σπίτι να βάλω μπαταρίες και έρχομαι».

Μείναμε μόνοι … εγώ η Λίτσα και πεντέξι καπουτσίνοι.

Κοιταχτήκαμε και χαμογελάσαμε.

Ξημέρωνε Πάσχα και δεν αισθανόμουν το αριστερό  μου χέρι μου πλέον.
Κόντευα νε τελειώσω το «γεφύρι του Δρίνου».

Η δύναμη του χεριού της Λίτσας ολοένα και δυνάμωνε.

Δεν άνοιγε τα μάτια της καθόλου.

Οι  ασθενείς του θαλάμου και οι συγγενείς απορούσαν που έβλεπαν κάποιον να προσέχει την πεθερά του.

Δεν συνηθίζεται.

Θα ανέβαζα μια καλύτερη φωτογραφία της Λίτσας  αλλά δεν πάει πουθενά χωρίς τον Πέτρο.


Δευτέρα 15 Οκτωβρίου 2012

Η ΚΡΥΦΗ ΓΟΗΤΕΙΑ ΤΗΣ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΤΑΞΗΣ


Καθόμαστε με τον Μιχάλη και κοιτάμε τον απέναντι τοίχο αμίλητοι. 
Φοράμε ματαίως την εργατική μας περιβολή.
Εμφανίζονται ξαφνικά δύο γνωστές  εκδιδόμενες τσιγγάνες.
-«Αν μου δώσεις είκοσι ευρώ κάθομαι να με γαμήσεις.»  Λέει η μια του Μιχάλη.
Την κοιτάει με εκείνο το απερίγραπτο  και κουρασμένο βλέμμα του.
-«Άμα  μου δώσεις είκοσι ευρώ κάθομαι και εγώ να με γαμήσεις.» της απαντάει.

Σηκώνομαι και φεύγω για το σούπερ μάρκετ αμίλητος.

Η Υπάλληλος των φρούτων με γλυκοκοιτάζει. 
Κολακεύομαι. 
Σκέφτομαι «έχω ακόμα πέραση» .
Στο ταμείο ρωτάω   την Ανθούλα που έχω θάρρος μαζί της.
-«Μην τσιμπάς… - μου λέει- …έτσι κοιτάει όσους είναι ντυμένοι με ρούχα της δουλειάς… αν πιάσεις γκόμενο την σήμερον ημέρα που να δουλεύει είναι σαν να έπιασες τον πρώτο λαχνό.»
Φεύγω απογοητευμένος. Στο δρόμο σκέφτομαι «τα χρόνια εκείνα τα παλιά» της μεταπολίτευσης που ήμουν νέος.

Οι  συνομήλικοι συνάδελφοι μου , στο τέλος της ημέρας έπλεναν τα χέρια τους με μεγάλη επιμέλεια. Χρησιμοποιούσαν ειδικές κρέμες και βουρτσάκια για να σβήσουν όλα τα σημάδια της  εργατικής τους καταγωγής. Ήταν η εποχή που ήταν της μόδας να είσαι  υπάλληλος γραφείου , τουλάχιστον.
Δεν συνέβαινε το ίδιο με τους χώρους της αριστεράς. Εδώ ήταν της μόδας να είσαι όσο ποιο εργάτης γινόταν. Ένα μεροκάματο να έκανες σε βαφτίζανε εργάτη. Η αριστερά αποτελούταν κατά βάση από επιστήμονες , διανοούμενους, και φοιτητές που λάτρευαν την εργατική τάξη.

Τότε συγκατοικούσα με έναν  άξεστο χωριάτη που είχε έρθει στην Αθήνα και έγινε εργάτης στο πρώτο μεροκάματο του στην οικοδομή. Καλό παιδί αλλά ανυπόφορος. Τον γούσταραν όλες οι γυναίκες της «διανόησης».  Κάθε μαλακία που ξεστόμιζε γινόταν  «πηγαίο απόφθεγμα προερχόμενο από την σοφία και το ένστικτο της εργατικής τάξης». Είχε μάθει απέξω και δύο τρία «τσιτάτα» από το «κράτος και επανάσταση». Τον ονόμαζαν με δέος «ο Προλετάριος».

Ο «Προλετάριος» σηκωνόταν το πρωί και πριν ανοίξει το μάτι του πήγαινε στην κουζίνα και έτρωγε με μια κουτάλα ρεβίθια που τα είχε μαγειρέψει την προηγούμενη μέρα.
Μου γυρίζανε τα άντερα ανάποδα.
Μια μέρα τον βρήκα στο κρεβάτι καθιστό να κόβει τα νύχια του. Δίπλα στο κρεβάτι βλέπω ένα «πατάκι» , ένα μικρό μεταλλικό τρίποδο που χρησιμοποιούν οι κιθαρίστες της κλασικής κιθάρας για να βάζουν το πόδι τους.
-«Μαθαίνεις κιθάρα;» ερωτώ.
-«Τι λες τώρα;» Με ρωτάει απορημένος.
-«Αυτό τότε τι το θέλεις;»
-«Ααα! …. Δεν ξέρω τι είναι… το βρήκα εδώ απέξω…  στα σκουπίδια και το πήρα για να δένω τα κορδόνια μου.
    
Τότε γνώρισα μια του «οικονομικού της νομικής». Είχε χωρίσει πρόσφατα και έψαχνε να καλύψει το κενό. Ήθελε κάτι εργατικό, γρέτζο και πριμιτίβο,   για να ξεχάσει τον  «επιστήμονα».
Αγόρασα, αφελώς,  δύο εισιτήρια για την λυρική σκηνή το σαββατόβραδο.
Γούρλωσε τα μάτια. «Αυτά είναι αστική τέχνη.» μου είπε.

Ανέλαβε να με φέρει σε επαφή με τον «εργατικό πολιτισμό».
Βρέθηκα,  ξαφνικά σε ένα καταγώγιο στον Ταύρο, να ρουφάω σαλιγκάρια με σάλτσα ανάμεσα σε ιμιτασιόν βαρέλια και απέναντι ένας μανιοκαταθλιπτικός γέρος να κοπανάει ένα ξεκούρδιστο μπουζούκι και να έχει μείνει έκθαμβη η διανόηση.

Αργά με πήγε στο σπίτι της. 
Έφυγα,  με γδαρμένη την πλάτη  αλειμμένη με μπεταντίν ,   ξημερώματα…  «να μην μας σχολιάσει η γειτονιά».
Έφτασα στο σπίτι . Ο προλετάριος κοιμόταν ανάσκελα με ανοιχτό το στόμα . Κάποιο όνειρο έβλεπε και του είχε  «σηκωθεί» κάτω από το σεντόνι.

Ξάπλωσα μπρούμυτα.

Τι τραβάμε και εμείς οι πριμιτίβοι !

Κυριακή 14 Οκτωβρίου 2012

Η ΜΥΣΤΙΚΗ ΒΟΥΗ



Υπάρχει μια τοποθεσία στο χωριό μου που λέγεται « Γιατρικιά βρύση» .
Είναι μια πηγή δίπλα στο ποτάμι, σε μια πολύ άγρια και άγνωστη στους πολλούς , περιοχή του νησιού.
Το νερό αναβλύζει  στην όχθη.  Τα παλιά χρόνια πήγαιναν από διάφορα μέρη της Κέρκυρας και έπαιρναν νερό από κείνη την πηγή γιατί έκανε καλό στο στομάχι.
Φαίνεται ότι στην υπόγεια διαδρομή του το νερό συμπαρασύρει διάφορα συστατικά τα οποία λειτουργούν θεραπευτικά στο έλκος και σε άλλες ασθένειες.

Εκεί στην όχθη του ποταμιού η οικογένειά μου είναι κάτοχος ενός κτήματος.
Πριν από λίγες μέρες υπέγραψα και ενώπιων του συμβολαιογράφου την αποδοχή  της κληρονομιάς του εν λόγω κτήματος.

Το επισκέπτομαι τακτικά τις Κυριακές . Μου αρέσει ο περίπατος στην συγκεκριμένη διαδρομή.
 Ο δήμος έχει χαράξει και ένα περιπατητικό  μονοπάτι που ξεκινάει από το Ρικίνι , περνάει από την Γιατρικιά βρύση και ανεβαίνει στο Σωκράκι.

Περνάω από τον «Ορθόλιθο» . Κοιτάω τον κατακόρυφο βράχο με τα άγρια πουλιά και σκέφτομαι ματαίως  έναν τρόπο για να ανεβώ και να κλέψω το μέλι από τις μέλισσες που εδώ και  πολλά χρόνια  συγκεντρώνουν στην κορυφή του.

Εκατό μέτρα ποιο πέρα είναι η  «Γιατρικιά  βρύση».
Σκύβω και πίνω νεράκι .

Θυμάμαι όταν ήμουν μικρός που η Νόνα μου η Βανθία με έπαιρνε μαζί της στο ποτάμι τα καλοκαίρια.  
Κουβάλαγε μερικές μεγάλες πέτρες  και τις έβαζε περιμετρικά κόντρα στη ροή του ποταμιού. Σχημάτιζε έτσι μια μικρή πισίνα .Με έβαζε μέσα να πλατσουρίζω  με ασφάλεια ενώ αυτή έκανε τις δουλειές της στον μαγικό μας κήπο.

 Έβγαζε πεπόνια , καρπούζια , καλαμπόκια, ντομάτες, φασολάκια και  όλα τα καλά.

Μια μέρα θυμάμαι την είδα να τρέχει καταπάνω μου έντρομη. Με άρπαξε από τις μασχάλες , με έβγαλε από  τα ήσυχα νερά της μικρής μου ιδιόκτητης πισίνας και άρχισε να τρέχει προς τα επάνω κρατώντας με αγκαλιά.

Φώναζε στους γειτόνους  «τρέξτε θα κατεβάσει το ποτάμι».

Χωρίς να το σκεφτούν οι  γείτονες παράτησαν τις δουλειές τους και έτρεχαν και αυτοί στον ανήφορο.

Είχαν εμπιστοσύνη στη Βανθία. Ήταν από κείνους που ήξεραν  να διαβάζουν  «τα σημάδια».

Όπως λέει  ο Καβάφης :
 «Η Μυστική  βοή  τους έρχεται
των πλησιαζόντων γεγονότων
και την προσέχουν ευλαβείς»

Μέσα σε ένα λεπτό το ήσυχο ποταμάκι μετατρεπόταν σε κόλαση.
Ορμητικά νερά που συμπαρέσυραν κορμούς δένδρων και νεκρά ζώα.
Λίγα δευτερόλεπτα να αργούσαμε θα είμαστε νεκροί.

Η Νόνα μου η Βανθία δεν εφησύχαζε όταν ο καιρός ήταν καλός και ο ήλιος έλαμπε.
Ένοιωθε  επάνω  στο δέρμα της το κακό να έρχεται.  Δεν κοίταγε προς τον Πουνέντε.  Από εκεί δεν υπήρχε κίνδυνος.
Κοίταγε προς το όρος.
Αν είχε μαύρα και χαμηλά σύννεφα στο Σωκράκι,  ήξερε . Το ποτάμι θα κατέβαζε και ας φαινόταν όλα ήσυχα.

Η νόνα μου η Βανθία ήξερε να διαβάζει «τα σημάδια των πλησιαζόντων γεγονότων».

Αυτά σκεφτόμουν σήμερα διαβάζοντας στο «ΠΡΙΝ» τα γραφόμενα του  Θανάση Σκαμνάκη  για τις «μυστικές βουές» που ακούει.

Υπάρχουν άνθρωποι που τις ακούν στο δέρμα τους  και τις ερμηνεύουν με την πανάρχαια γνώση.

Να τους εμπιστεύεστε.
   
Αμφιβάλουν .

Αλλά έτσι  γίνεται πάντα .

Η Σιγουριά είναι τυλιγμένη στα σύννεφα της αμφιβολίας.

Η Ανοησία προχωράει μόνη της.

Παρασκευή 12 Οκτωβρίου 2012

ANTISA CHVICHAVA



Αν ρωτήσεις έναν  έφηβο στο δρόμο  «που είναι  το τάδε μαγαζί?» :
θα σου απαντήσει  «Δίπλα στο  Base».
Αν  κάνεις την ίδια ερώτηση σε έναν μεσήλικα θα σου απαντήσει: 
«Απέναντί από του Μαρινόπουλου».
Άμα κάνεις την ίδια ερώτηση σε έναν γέρο θα σου απαντήσει : « Κοντά στον  Άγιαντώνη».

Όταν   εύχεται ένας γέρος  λέει: «Προπάντων υγεία»
Όταν  εύχεται ένας  μεσήλικας λέει :»Καλές δουλειές»
Όταν εύχεται ένας νέος  λέει : «Καλά μουνιά στο πούτσο σου».

Για τον γέρο,  στους 23 βαθμούς, «μας έκοψε το κρύο».
Για τον μεσήλικα στους  15 βαθμούς «κάνει ψύχρα».
Για  τον νέο «Έχει δροσίσει» στους 5 βαθμούς .

Για τον γέρο «άγρια χαράματα» είναι στις τέσσερις.
Για τον μεσήλικα  είναι στις οκτώ.
Για τον νέο είναι στις μία το μεσημέρι.
Έτσι γινόταν σχεδόν πάντα  με το χάσμα των γενεών.
Λέω «σχεδόν πάντα» διότι υπάρχουν και εξαιρέσεις που δεν υπέκυψαν ποτέ σε αυτούς τους  άκαμπτους νόμους.

Πέθανε  η  Αντίσα  Κβίτσαβα σε ηλικία 132 ετών.

Ετοιμάζω τα πράγματά μου να πάω στην Γεωργία για την κηδεία.
Όταν βυθίστηκε  ο Τιτανικός ήταν  29 χρονών.
Όταν  έγινε η Ρώσικη επανάσταση ήταν  32 χρονών (Το έμαθε έξι μήνες αργότερα που πήγε ο ταχυδρόμος στο χωριό της).
Συνελήφθη από το Σταλινικό καθεστώς  διότι  συνέχισε να ανάβει το καντήλι  στο εκκλησάκι του Αγίου Σεραφείμ του Σάρωφ.
 Στην κατοχή της βρέθηκε και κατασχέθηκε μικροποσότητα λουμινίων.
Παντρεύτηκε τον τρίτο άντρα της (και 28ο  «μόνιμο» γκόμενο) την ημέρα του θανάτου της  Janis Joplin.
Της επιστρέφουν τα λουμίνια  επί Γκορμπατσώφ σε σεμνή τελετή στην πλατεία του χωριού.
Την διαγράφουν από το κόμμα το «βρώμικο ’89».
Το 2000 ανακηρύσσεται αναπληρωτής γραμματέας της παράνομης επαναστατικής  αίρεσης  «Οι μικροί πολέμιοι του χρόνου και της φθοράς» (στην οποία ανήκω και εγώ ).
Παράλληλα «δουλεύει» ως  «εισοδίστρια» της  αίρεσής μας στους Anonymous.
Ως  χάκερ  των «Anonymous» πραγματοποιεί δεκάδες επιθέσεις στον κυβερνοχώρο.
Τελευταία συμμετείχε στην επίθεση εναντίων Ελληνικών  κυβερνητικών σελίδων  κατά την επίσκεψη της Μέρκελ.
Πριν πεθάνει «Κατέβασε»  την προσωπική σελίδα της Μέρκελ  και ανέβασε  στη θέση την φράση  «Πουτάνα αν σε πετύχω στον άλλο κόσμο θα σου βγάλω το μαλλί τρίχα –τρίχα.»

Μου άφησε,  στην διαθήκη της,  τον κωδικό της προσωπικής της σελίδας στο Facebook.

Φεύγω θα χάσω το αεροπλάνο.

Πέμπτη 11 Οκτωβρίου 2012

«Ο ΚΑΒΟΥΡΑΣ»



Γνώρισα πριν από χρόνια έναν Αλβανό που δούλευε σε ένα ξενοδοχείο της Κέρκυρας . Καθάριζε την πισίνα και όπως τον έβλεπαν οι καμαριέρες από ψηλά να μαζεύει τα φύλλα  στα τέσσερα τον ονόμασαν «κάβουρα».
Με τον «Κάβουρα» γίναμε φίλοι. Με κάλεσε μάλιστα στο σπιτικό του ένα βράδυ. Με κέρασε τσίπουρο  με ωραιότατα μεζεδάκια. 
Μου μίλαγε για το καθεστώς του Εμβέρ Χότζα . Ήταν έξυπνος και διαβασμένος . Μου έλεγε τα υπέρ και τα κατά.
Φεύγοντας αργά  μου είπε  να καταθέσω όσα λεφτά έχω σε μια τράπεζα  της Αλβανίας. Έδιναν-λέει- επιτόκιο  δέκα τοις εκατό το μήνα.
Του είπα ότι αυτό είναι αδύνατο.
 «Είναι σαν να σας πληρώνουν για να κάθεστε. Πάρε τα λεφτά σου πίσω  όσο είναι καιρός …θα τα χάσεις»  
Τον είδα σκεπτικό αλλά δεν τον έπεισα.
Μετά από λίγο καιρό  οι «Πυραμίδες» έφαγαν τα λεφτά των μεταναστών μέσα σε ένα βράδυ.
Οι απελπισμένοι Αλβανοί  λεηλάτησαν τις αποθήκες του στρατού , οπλίστηκαν και  κατέλυσαν το κράτος.
Εκείνες τις μέρες αποφάσισα να πάω στην Αλβανία  να κάνω ένα ρεπορτάζ για μια εφημερίδα.
Βρέθηκα στους Άγιους Σαράντα με ένα σαπιοκάικο και με ένα σακίδιο στην πλάτη.
Ριπές από παντού , μολυβένιος ουρανός , μολυβένια σπίτια και μολυβένια πρόσωπα.
Νόμιζα ότι θα είμαι μόνος. Με περίμεναν  στο λιμάνι με φρουρά, αυτοκίνητα  και διερμηνέα.
Είχε γίνει παρεξήγηση. Τους πήρε τηλέφωνο κάποιος  φίλος από την ΕΡΑ ,τους  είπε ότι θα ερχόμουν και νόμιζαν ότι ήμουν δημοσιογράφος της ΕΡΑ.
Μου μίλαγε ο αρχηγός της επιτροπής και από πέρα  ακουγόταν εκρήξεις  χειροβομβίδων. κάποιοι «ψάρευαν» στην παραλία.
Μου ζήταγε ελεημοσύνη ένα παιδάκι χωρίς χέρι.
Ακρωτηριάστηκε από χειροβομβίδα ενώ ψάρευε.
Μαύρισε η ψυχή μου.
Σταματήσαμε στο χωριό ενός από τους φρουρούς να  δει τη μάνα του και να φάμε.
Η Γριά καθόταν στο κρεβάτι.
Τράβηξε ένα κιβώτιο με χειροβομβίδες κάτω από το κρεβάτι για να καθίσω.
Μου άνοιξε την μοναδική κονσέρβα που είχε.  Σαρδέλες «Τράτα» και ένα κουτάκι πορτοκαλάδα «Φάντα».
Για τους υπόλοιπους δεν υπήρχε τίποτα.
Πεινούσα αλλά έφαγα με το ζόρι.
Αισθανόμουν πολύ άσχημα.
Υπήρχε ρεύμα αλλά όταν βράδιαζε οι δρόμοι ήταν θεοσκότεινοι.
Πυροβολούσαν τις λάμπες του δημοτικού φωτισμού χωρίς λόγο.
Φοβόμουν για την ζωή μου αλλά ποιο πολύ φοβόμουν μην χρειαστεί να χρησιμοποιήσουμε τα όπλα εναντίων απελπισμένων ανθρώπων . Αυτό δεν θα το άντεχα.
Είναι άλλο να έχεις έναν εχθρό και έναν σκοπό και άλλο να έχεις απέναντί σου μόνο την απελπισία.
Δεν είναι εδώ ο τόπος κατάλληλος για περισσότερες κουβέντες.
Στο σαπιοκάραβο της επιστροφής είχαμε μαζί μας και έναν τραυματία.
Ήταν γύρω στα σαράντα. Ξαπλωμένος δίπλα μου στον ξύλινο πάγκο. Φορούσε μια βρώμικη και φθαρμένη πυτζάμα νοσοκομείου.
 Η κοιλιά του ήταν δεμένη με ματωμένους επιδέσμους.
Θα τον έπαιρνε το ασθενοφόρο από το λιμάνι της Κέρκυρας για το νοσοκομείο.
Προσπαθούσα να αποφύγω το βλέμμα του.
Είχε κύμα και γύρω ξερνοβόλαγαν στο πάτωμα.

Είναι άλλο να έχεις έναν εχθρό και έναν σκοπό και άλλο να έχεις απέναντί σου μόνο την απελπισία.

Τετάρτη 10 Οκτωβρίου 2012

ΜΙΑ ΗΜΕΡΑ ΑΠΟ ΤΗ ΖΩΗ ΤΟΥ ΙΒΑΝ ΝΤΕΝΙΣΟΒΙΤΣ


Πρωί -πρωί μου έρχεται  ο μάρτυρας του Ιεχωβά που με έχει «αναλάβει».

Μόλις  έχω αγγίξει στα χείλη μου το φλιτζάνι του ζεστού καφέ για την πρώτη, ιερή γουλιά.

Μου έφερε για μια ακόμα φορά το περιοδικό «Ξύπνα».

 Έχει αφιέρωμα στην συντέλεια του κόσμου.

-«Το διάβασες το προηγούμενο»  με ρωτάει.

-«Εκείνο με το αφιέρωμα στην διαφθορά; ….το διάβασα αλλά δεν είδα βελτίωση».

-«Τι θέλεις να  πεις ;» ρωτάει.

-«Διαβάζω το «Ξύπνα»  το βράδυ και το πρωί δεν σηκώνομαι με τίποτα αγαπητέ μου … πες του εκδότη σου  , μαζί με το περιοδικό να βάλει σε σελοφάν και ένα ξυπνητήρι , καλού κακού.»

Ματαίως  περιμένω να χαμογελάσει.
   
Ξέρετε….  οι  φανατικοί έχουν  δύο κοινά γνωρίσματα . Δεν καταλαβαίνουν από χιούμορ και  επίσης  πιστεύουν ότι  είναι κάτοχοι μιας αναμφισβήτητης και απόλυτης αλήθειας την οποία έχουν υποχρέωση να την μεταδώσουν στους  «κοιμισμένους».

Στη δεύτερη γουλιά του πρωινού μου καφέ εμφανίζεται  ένας γείτονας απολυμένος από κατάστημα πωλήσεων γνωστής πολυεθνικής.

Δούλευε ως προϊστάμενος.

Ως γνωστόν για να είσαι προϊστάμενος χρειάζονται δύο προϋποθέσεις. Πρώτον να είσαι δικός τους άνθρωπος και δεύτερον να μην είσαι μαλάκας.

Ο Γείτονας πληρούσε μόνον την πρώτη προϋπόθεση.

Τώρα  λέει ότι «διαφώνησαν στην στρατηγική της επιχείρησης και παραιτήθηκε».

Ψήφισε και «χρυσή αυγή».

Είναι αξιολύπητος.

Του ρίχνω μερικά πρωινά καντήλια .

Φεύγει ταπεινωμένος και επιχειρώ την τρίτη γουλιά ενός καφέ που από την πτώση της θερμοκρασίας του,  καταλαβαίνεις ότι αρχίζει να δυσανασχετεί.

Ακριβώς εκείνη τη στιγμή εμφανίζεται ένας πρώην αντινομάρχης του νομού Κερκύρας , Παξών και διαποντίων Νήσων.

Λένε πολλοί ότι επωφελήθηκε από την θητεία του ως Πασόκος και αντινομάρχης.

Δεν θέλω να το πιστέψω.

Τον συμπάθησα γιατί μας έκανε να ξεκαρδιστούμε, ως οικογένεια,  με τα καμώματά του και εμείς κάτι τέτοια δεν τα ξεχνάμε.

Εμφανίζονταν στον Corfu Chanel με πορτοκαλί σακάκι, πράσινο προς βεραμάν πουκάμισο και κίτρινη γραβάτα με στάμπα του Τουίτι στη μέση.

Έλεγε, με ύφος σοβαρόν,  στον δημοσιογράφο: 
«Επιτέλους κύριε  Ζηνιάτη!!  Ας μιλήσουμε σοβαρά για τα προβλήματα της Κέρκυρας!».
«Ναι κύριε Αντινομάρχα , αλλά στην συνεδρίαση του Νομαρχιακού είχατε πει …….»
«Τα είπα …εν τη ερήμην  του  λόγου μου κύριε Ζηνιάτη» απαντούσε.

Μου τραβάει ένα λόγο (μιάμιση ώρα)  για τα «κακώς κείμενα» διανθισμένο με εκτενή αποσπάσματα από ομιλίες του στα Νομαρχιακά Συμβούλια που τα θυμάται αυτολεξεί.

Ο Καφές πλέον έχει γίνει Ελληνικός φρέντο.

Φεύγει χωρίς να περιμένει απάντηση.

Αμέσως εμφανίζεται ένας ηλικιωμένος του ΚΚΕ.

Μόλις ήρθε από την λαϊκή με τα ψώνια στα χέρια.

Ακουμπάει τα λαχανικά και μου λέει με ύφος εμπιστευτικό ότι  τους εργαζόμενους των Ναυπηγείων Σκαραμαγκά τους καθοδηγεί το Κόμμα.

Επιστρατεύω όση γλυκύτητα μου έχει απομείνει και του λέω ότι είναι απλώς απλήρωτοι εξίμιση μήνες που αγανάκτησαν.

Με λούζει με διάφορα επίθετα .

Ξεχωρίζω το «Λικβινταριστής».

Με είχαν χαρακτηρίσει έτσι  μια φορά όταν ήμουν νέος.

Νόμιζα ότι πρόκειται για κάποια ασθένεια που συνοδεύεται από ψηλό πυρετό, σπασμούς και εξανθήματα.

Ήταν τότε που έβλεπα εφιάλτες με πυώδη σπυράκια στο κούτελό μου και αλειβόμουνα το πρωί με «Μπεταντίν».

Μεσημέριασε.

Ρίχνω τον καφέ και γυρνάω στο σπίτι εξουθενωμένος.