Παρασκευή 11 Ιουλίου 2025

Η Μεγαλειοτάτη

 Ήταν ένα καλοκαίρι πριν  από λίγα χρόνια που κατέφθασαν στο νησί των Φαιάκων οι πρώτοι μετανάστες από την Βόρεια Αφρική.

Ο προορισμός τους ήταν η Ιταλία όπου θα δούλευαν στην συγκομιδή της ντομάτας.

Ελάχιστοι Ιταλοί εργάτες γής θα άντεχαν να δουλεύουν όλο το καλοκαίρι κάτω από τον ήλιο για δώδεκα ώρες την ημέρα.

Οι μετανάστες κατέλυσαν μέσα στα ερείπια των παλαιών εργοστασίων στο λιμάνι και στις γειτονικές οικοδομές εν αναμονή της αναχώρησης τους για την Ιταλία.

Όπως ήταν αναμενόμενο , όπως συμβαίνει πάντα , εμφανίστηκαν οι «ανησυχούντες» νοικοκυραίοι.

Εμφανίστηκαν όμως και οι αλληλέγγυοι.

Στην σύσκεψη αποφασίστηκε πρώτα να οργανωθεί συσσίτιο  διότι ήταν νηστικοί και εξαντλημένοι.

Εισηγήτρια μια από τις ελάχιστες εναπομείνασες «Οβριές».

Στην εισήγησή της μας ενημέρωσε ότι ..«Τάχει θερίσει η πείνα τα φλιμένα».

«Έπρεπε κάτι να κάνουμε» 

Ήτανε και το «Μουλού»  που ήθελε να δούμε «ενδελεχώς»  το «ιδεολογικό πλαίσιο». Τους εξηγήσαμε ότι ώσπου να βρούμε το «ιδεολογικό πλαίσιο»  θα μας είχανε πεθάνει από την πείνα οι μετανάστες .

Έτσι μοιράστηκαν οι αρμοδιότητες.

Άλλος τις ντοματοσαλάτες.

Άλλος τα πλαστικά πιάτα μαχαιροπίρουνα και χαρτοπετσέτες. 

Οι νοικοκυρές τα ταψιά με τα γεμιστά, τους μουσακάδες το παστίτσιο ,  τα καζάνια με το σοφρίτο και την παστιτσάδα. 

Εμένα μου αναθέσανε τα ψωμιά.

Δυσβάστακτο να αγοράζεις πενήντα ψωμιά την ημέρα αλλά με παρηγορούσε που το μεσημέρι δεν χρειαζόταν να μαγειρέψω διότι έτρωγα καλά στο «εστιατόριο»  των μεταναστών κατάχαμα.

Μας είδαν και οι Μαντουκιώτησες και ερχόταν και αυτές με τα ταψιά τους.

Τρείς φορές την βδομάδα ήτανε το συσσίτιο αλλά τους δίναμε και για την επόμενη μέρα.

Κείνες τις μέρες , λοιπόν, νάσου και καταφθάνει  στο νησί και η «Μεγαλειοτάτη»  των μεταναστών για διακοπές. 

Όταν  λέμε «καταφθάνει» δεν εννοούμε  μόνη της,  με ένα σακίδιο στην πλάτη.

Εννοούμε ότι  καταφθάνει με έναν στρατό από φρουρούς, μαγείρους, νυχούδες, νταντάδες  , δασκάλους για τα παιδιά, γιατρούς, υπηρέτριες και κομμώτριες.

Κλείνει τρείς σουίτες στο πολυτελέστερο ξενοδοχείο για αυτήν.

 Κλείνει τέσσερα μπανγκαλόου για τα φορτηγά με τα ρούχα της  και δύο φορτηγά με παιχνίδια από το Τζάμπο αξίας σαράντα χιλιάδων ευρώ.

Κλείνει και τα δωμάτια του προσωπικού της.

Αναλογιζόμουν με την κοινή λογική  Τι θα τα έκανε όλα αυτά για μερικές μέρες και δεν έβγαζα νόημα.

Σκεφτόμουν ότι και όλη μέρα να μην έκανε άλλη δουλειά και να άλλαζε κιλότες πάλι δεν προλάβαινε να τις δοκιμάσει όλες.

Άσε τα κιβώτια με τα παιχνίδια των παιδιών που δεν ήταν δυνατόν να ανοιχτούν όλα.

Εν τω μεταξύ μας τελείωνανε και τα λεφτά για το συσσίτιο των μεταναστών της Μεγαλειοτάτης.

Τότε σκέφτηκα να γράψω μια ανοιχτή επιστολή προς την Μεγαλειοτάτη και να ζητήσω βοήθεια.

Η επιστολή άρχιζε με την προσφώνηση «Μεγαλειοτάτη».

Συνέχιζε, δε,  με μια περιγραφή της κατάστασης των μεταναστών της χώρας της  και  του οικονομικού αδιεξόδου της επιτροπής αλληλεγγύης.

Της ζητούσα τέλος να περιοριστεί σε δύο σουίτες των εκατόν είκοσι τετραγωνικών η κάθε μία και να μας δώσει τα χρήματα που θα εξοικονομηθούν προκειμένου να συνεχίσουμε να ταΐζουμε τους υπηκόους της.

Δεν είχα μεγάλες ελπίδες αλλά έλα που η επιστολή κυκλοφόρησε στις εφημερίδες και στο διαδίκτυο μεταφρασμένη στα Γαλλικά και δημιουργήθηκε σάλος.

Εγώ για καλό τόκανα.

Το μάθανε και τα σοσιαλιστικά κόμματα των μεταναστών και κατέθεσαν επερώτηση στην βουλή τους.

Έτσι υποχρεώθηκε ο Μεγαλειότατος να ρίξει τα μούτρα του και να πάει στην Βουλή για να εξηγήσει πόσο κάνουν οι κιλότες της Μεγαλειοτάτης και πόσο στοίχισαν οι διακοπές της.

Πέρασαν χρόνια από τότε.

Προχτές το βράδυ γύριζα   από μια συναυλία.

Σταματήσαμε και για ένα ποτό και αργήσαμε.

Ήταν αργά και τα μαγαζιά είχανε κλείσει.

Βλέπω φώτα στα «είδη προικός» του Αντώνη.

-«Τι κάνεις εδώ ρε Αντώνη τέτοια ώρα;»

-«Δεν τάμαθες; Ξανάρθε  η Μεγαλειοτάτη!» μου λέει με γουρλωμένα μάτια.

-«Καλά και εσένα σε τι σε αφορά;»

-«Την προηγούμενη φορά μου αγόρασε όλες τις μαξιλαροθήκες  για να είναι καινούργιες. Έμαθα ότι είναι στην πόλη απόψε και περιμένω μήπως ξαναπεράσει.»

- «Και μέχρι πότε θα μείνεις ανοιχτός, δηλαδή;»

-«Μέχρι τις πέντε …θα πάω μετά για μια δύο ώρες ύπνο και θα ξαναγυρίσω.»

Τάχασα!

Τότε κατάλαβα πλήρως ότι το πρόβλημα δεν ήταν κυρίως η Μεγαλειοτάτη  αλλά οι υπήκοοι της.

Οι μετανάστες  συνεχίζουν κάθε καλοκαίρι μαζεύουν ντομάτες  στα χωράφια του Σαλέντο και της Απούλια.

Ευτυχώς υπάρχει  και εκεί «επιτροπή αλληλεγγύης».

Πάνω από τα χωράφια, στην τεράστια αερογέφυρα,   έχουν κρεμάσει ένα πανό που λέει:

«Όταν κοιτάμε αφ υψηλού τους μετανάστες  να θυμόμαστε τους παππούδες μας».

Κυριακή 29 Ιουνίου 2025

Διακοπές στην Αλβανία


Είναι γνωστό ότι πηγαίνω για διακοπές πάντα εκεί που δεν πάνε οι άλλοι και πάντα κάτω από τον 42ο παράλληλο.

Δεν τον σηκώνει ο οργανισμός μας τον βορρά.

Παλιότερα γυρνάγαμε την Ιταλία με τα τρένα σαν την άδικη κατάρα.

Θυμάμαι μια φορά βρεθήκαμε στην Πάρμα και μας ήρθε η ιδέα να επισκεφτούμε το Μοναστήρι της Πάρμα.

Ο Ιταλός στην πλατεία μας είπε ότι είναι «πέντε χιλιόμετρα σε αυτή την κατεύθυνση».

Ύστερα από πέντε χιλιόμετρα μέσα στο λιοπύρι συναντήσαμε μέσα στα χωράφια μια αγρότισσα που έσερνε με το ζόρι μια αγελάδα.

Κάθιδροι ρωτάμε: «Signora , perfavoreuna domandadove il monastero di Parma

Μας έστειλε πέντε χιλιόμετρα στην αντίθετη κατεύθυνση.

Αφού εξεκολιαστήκαμε στον ποδαρόδρομο μάθαμε ότι το Μοναστήρι της Πάρμα …δεν υπάρχει  παρά μόνο στο μυθιστόρημα.

Επειδή , όμως οι τουρίστες ρωτάνε , οι ντόπιοι τους στέλνουν «πέντε χιλιόμετρα κατά κει».

Δεν σου λέει κανείς έξι χιλιόμετρα , ας πούμε .  

Σου λένε όλοι πέντε . Λες και έχουνε πάρει απόφαση σε συνέλευση.

Τώρα, λοιπόν,  που σφίξανε οι κώλοι πηγαίνουμε στην Αλβανία .

Είναι κοντά , είναι φτηνά (ακόμα) και γνωρίζεις  έναν άγνωστο κόσμο, του παραπετάσματος,   που τόνε βλέπουμε  κάθε μέρα από το παράθυρο μας  και δεν αξιωθήκαμε ποτέ να πάμε. .

Όταν λέμε «διακοπές στην Αλβανία» δεν εννοούμε τα παράλια. Εδώ η Αλβανία είναι σαν το Σιδάρι. Ομπρέλες , Ιταλοί, αντηλιακά και  ψαροταβέρνες με κατεψυγμένα ψάρια και νάιλον πατάτες.

Μιλάμε για τα ενδότερα της Αλβανίας.

Οι εικόνες είναι από διαφορετικά ταξίδια στην Αλβανία αλλά τις παραθέτω την μία δίπλα στην άλλη.

Βγαίνεις Ηγουμενίτσα και μετά την Σαγιάδα περνάς τον συνοριακό σταθμό στο Μαυρομάτη (που δεν έχει κίνηση).

Δεν καταδέχεσαι να μπεις στους Άγιους Σαράντα που κοντεύουν να γίνει η πρωτεύουσα της αρχιτεκτονικής κακογουστιάς.

Συνεχίζεις προς τα βουνά.

Βάζεις να παίζει την «Δεροπολίτισσα» για να φτιάξεις ατμόσφαιρα βουκολική  και να προσαρμοστείς  στο νέο περιβάλλον.

Στους Γεωργουσάτες σταματάς οπωσδήποτε στην ταβέρνα του «Γιοβάνη».

Αν είσαι τυχερός ( και είναι στο μενού)   θα φας προβατίνα στην  γάστρα κάτω    από τα πλατάνια.

Μιλάμε για μία κατάσταση εξωπραγματική. Πάς να πιάσεις το κόκκαλο και σου μένει στο χέρι.

Επόμενη στάση Λιμπόχοβο.

Παγωμένα νερά που πίνεις και χωνεύεις  ακόμα και τον Άδωνη.

Μαθαίνεις τα πάντα περί των Μπεκτάς και πας και για προσκύνημα στην εκκλησία που την λένε «Τεκέ».

Την επομένη συνεχίζεις προς Πρεμετή και θερμά λουτρά στην Λαγκαρίκα.

Τα θερμά λουτρά είναι σε ένα ποτάμι με παραδοσιακό τοξωτό γεφύρι που μυρίζει παντού θειάφι.

Βασικά είναι φυσικές πέτρινες βάσκες στην άκρη του ποταμιού.

Δεν μπαίνεις διότι έχεις πίεση έντεκα με εφτά και αν μπεις θα σου πέσει στο εννιά με πέντε  και δεν θα μπορείς να πάρεις τα ποδάρια σου.

Την έχεις ξαναπατήσει στην Υπάτη.

Παρακάτω είναι το Θεϊκό Λεσκοβίκι.

Εδώ το κρασί είναι αξεπέραστο. Μιλάμε ότι συναγωνίζεται επαξίως (σε διεθνείς διαγωνισμούς) τα καλύτερα Γαλλικά κρασιά.

Ανηφορίζεις τα βουνά προς την Ερσέκα.

Στην κορφή σταματάς σε ένα καφενεδάκι στην μέση του πουθενά.

Τολμάς να ζητήσεις ντεκαφεινέ εσπρέσο.

Και όμως έχει.

Στην Κορυτσά ο σκύλος του ξενοδοχείου εκτός από φύλακας στην πύλη , φυλάει και τα πρόβατα ενός τσοπάνου της  περιοχής.

«Εδώ για να ζήσεις πρέπει να κάνεις δύο δουλειές» με πληροφορούν.

Το μεγαλοπρεπές κτήριο στην κεντρική πλατεία της Κορυτσά είναι η γκαλερί της πόλης παρακαλώ.

Το βράδυ συναυλία στο παζάρι δωρεάν με κεμπάπ και κρασάκι του θεού.

Στα σούπερ μάρκετ οι τιμές είναι σχεδόν ίδιες με τις δικές μας αλλά στις λαϊκές αγορές βρίσκει καλά φρούτα και λαχανικά σε τιμές πολύ καλές.

Έτσι και αλλιώς οι Αλβανοί δεν έχουν (ακόμα) κουλτούρα σούπερ μάρκετ.

Εμείς αν μας τελειώσουν οι οδοντογλυφίδες και είναι σαββατοκύριακο  παθαίνουμε παράκρουση.

Αυτοί έχουν στο σπίτι τους ψυγείο καταψύκτες με τα πάντα δικά τους.

Επιστρέφουμε στο Λιμπόχοβο.

Το εστιατόριο του χωριού έχει τοπικά εδέσματα.

Παραγγέλνουμε τσίπουρο με μεζέ και μας φέρνουν

Ένα πιάτο κολοκυθοκορφάδες γεμιστές.

Ένα πιάτο μελιτζάνες (ντόπιες)  γεμιστές που τις κάνουν με ξύδι.

Ένα πιάτο λιωμένο τυρί.

Ένα πιάτο τυρί κρέμα.

Μια πιατέλα κοτόπιτα με την μισή κότα ψημένη από πάνω.

Πατάτες τηγανιτές και ψωμί ψημένο με λάδι, ρίγανη και σκόρδο.

Πληρώσαμε δεκαεφτάμισυ ευρώ.

Την επομένη ξεκινήσαμε για Προγκονάτ.

Το βρήκα στο χάρτη πάνω στα βουνά.

Εικοσιέξι χιλιόμετρα βορειοδυτικά από το Τεπελένι.

Στο «Κρύο Νερό» στάση για καφέ και παγωμένο ξυνόγαλο.

Στο Τεπελένι στάση για μπουρέκ. Δηλαδή τυρόπιτα η σπανακόπιτα που περιμένεις να βγει από το φούρνο.

Μετά ήρθαν οι εκπλήξεις.

Ανεβαίνοντας το δρόμο προς το ορεινό Προγκονάτ περίμενες ότι θα βρεις κατσικόδρομους.

Το χωριό έχει δέκα οικογένειες  τσοπαναραίων.

Εκεί είναι το τέλος του δρόμου.

Ο δρόμος από το Τεπελένι προς το Προγκονάτ συναγωνίζεται επαξίως τους δρόμους της Ελβετίας.

Απερίγραπτο.

Ένας ορεινός δρόμος που εξυπηρετεί το πολύ εκατό άτομα και που δεν υπάρχει στην Ελλάδα, στα ορεινά τουριστικά μέρη,  ούτε κατά διάνοια.

Αρνί στη σούβλα με πατάτες ντοματοσαλάτα και τυριά κάτω από τα πλατάνια στην πλατεία (εικοσιοκτώ ευρώ).

Ο σερβιτόρος μίλαγε απταίστως Ελληνικά.

«Που έμαθες Ελληνικά παιδί μου εδώ πάνω στα βουνά;»

«Η μάνα μου δούλευε στην Αθήνα , στην Γλυφάδα,  και εγώ γεννήθηκα  και πήγα σχολείο εκεί. Τώρα γυρίσαμε και ανοίξαμε την ταβέρνα.»

Μας έφερε και μια πιατέλα αμπουρνέλες ίδια ράτσα με τις δικές μας που πήγε και τις έκοψε εκείνη την ώρα.

Στο γυρισμό προς το Τεπελένι , στην μέση στα βουνά,  σταματάω για χέσιμο.

Όπως συμβαίνει πάντα , ακριβώς εκείνη τη στιγμή, στην μέση της απόλυτης ερημιάς , ακούω ποδοβολητά.

Ο νόμος του Μέρφυ.

Ίσα που πρόλαβα και βρακώθηκα.

Ένα τσούρμο μαυριδεροί εργάτες , Πακιστανοί νομίζω, ντυμένοι με πορτοκαλί φόρμες , καπέλα και εργατικά παπούτσια κατηφόριζαν.

Ρωτάω τον επικεφαλή που φαινόταν για Αλβανός αν μιλάει Ελληνικά .

Μίλαγε και αυτός.

Ήταν, λέει, το συνεργείο συντήρησης του δρόμου. Το καλοκαίρι φροντίζουν να είναι ο δρόμος καθαρός από καμία κατολίσθηση και τον χειμώνα, με δύο εκχιονιστικά μηχανήματα,  τον καθαρίζουν από τα χιόνια. 

Ο Χριστός και η Παναγία!!!!


 

Παρασκευή 4 Απριλίου 2025

Καφέ Μιμόζα

Translator
Εδώ μαζεύεται η αφρόκρεμα της βαθιάς Κέρκυρας.

Εργατική τάξη, ανανήψαντα πρεζόνια του ΟΚΑΝΑ, οι παροικούντες του ψυχιατρείου  και εγώ.

Εάν επιχειρούσα να γράψω για όλους θα χρειαζόμουν μερικά γιγαμπάιτ οπότε ας αρκεστούμε ενδεικτικά  σε μερικές χαρακτηριστικές φιγούρες που μου έρχονται σκόρπια στο μυαλό.

 

Ο Λευτέρης ο Μπαμπέφ

Μια μυστήρια και μοναχική φυσιογνωμία που κάθε πρωί μου κάνει μια και μόνη ερώτηση.

Αυτό γίνεται κάθε μέρα εδώ και είκοσι χρόνια.

 

Η πρώτη ερώτηση που μου έκανε πριν απο χρόνια ήταν: «Ποιος ήταν ο Μπαμπέφ».

Αιφνιδιάστηκα.

-«Ένα Γάλλος ηγέτης της Γαλλικής επανάστασης» απάντησα.

 

Κουνάει σοβαρός το κεφάλι του. «Νόμιζα πως ήταν Βούλγαρος» μου απαντάει και φεύγει.

Αποφεύγει να συνεχίσει διότι ξέρει ότι για τα πρώτα τριάντα δεύτερα δεν χρεώνω.

Έκτοτε έλαβε το παρατσούκλι «Ο Λευτέρης ο Μπαμπέφ».

 

Ο Τέλης ο Σμπερλάδος

Ο Τέλης  είναι δημοτικός υπάλληλος παντός καιρού.

Έχει ένα τίκ .

Ξαφνικά κλείνει με δύναμη τα μάτια του , στρίβει αριστερά το κεφάλι απότομα , ανοίγει διάπλατα το στόμα και μένει έτσι για λίγα δευτερόλεπτα.

Αμέσως μετά επιστρέφει στις εργοστασιακές ρυθμίσεις σαν να μην έχει συμβεί τίποτα.

Μερικοί λένε ότι το έπαθε γιατί τον είχανε βάλει υπεύθυνο για τα τασάκια και τους καφέδες στις ατελείωτες συνεδριάσεις των δημοτικών συμβουλίων και λένε ότι άκουσε τόσες μαλακίες που στο τέλος δεν άντεξε ο άνθρωπος.  

Άλλοι πάλι λένε ότι το έπαθε όταν μετακόμισε από το Καμπιέλο. Είχε πουλήσει το ερείπιο, όπου έμενε, και πήρε μια γκαρσονιέρα απέναντι από το Εργατικό κέντρο.

Δεν υπολόγισε καλά και έκτοτε είχε στα δέκα μέτρα τα μεγάφωνα του Εργατικού Κέντρου να παίζουν ριπλέι το «Πάγωσε η τσιμινιέρα»

 

Ο Μάκης ο Αναρχικός

Ο Μάκης  έχει υψηλό επίπεδο ενσυναίσθησης και χιούμορ πράγμα σπάνιο για φανατικούς πάσης φύσεως.

Με βλέπει σκεφτικό και με ρωτάει τι μου συμβαίνει.

Του εξηγώ ότι κάθε μέρα διαβάζω, θέλοντας και μη, αυτή την αγγελία στην κολόνα απέναντι μου.

Μια νοσοκόμα αναλαμβάνει ηλικιωμένους. Μπάνιο, ενέσεις , βεντούζες κλπ.

-«Με τσακίζει!» του λέω.

Φεύγει αμίλητος.

Την επομένη στην κολόνα είναι κολλημένη μια νέα αφίσα.

Από πάνω γράφει «Γκαλά όπερας» παρακάτω έχει την φωτογραφία της Μαρία Κάλλας και πιο κάτω γράφει «Κατάληψη Αντινομία».

 

Η Τσίν

Η Τσίν είναι Κινέζα και δουλεύει το Κινέζικο της γειτονιάς.

Είναι σοβαρή.

Πίνει τον καφέ της , κοιτάει τα αυτοκίνητα έξω και μου λέει σκεφτική:

-«Αυτά τα αυτοκίνητα στην Κίνα κάνουν πολλά λεφτά»

-«Επειδή είναι δυτικά;» ερωτώ αφελώς.

-«Όχι ...είναι πολλοί που κάνουν συλλογή από αντίκες.»

 

Ο Αντωνάκης ο Πασόκος

Εδώ μιλάμε για το βαθύ Πασόκ με Κερκυραϊκά χρώματα.

Λαϊκό στέλεχος του Κινήματος και της τοπική αυτοδιοίκησης.

Φοράει ρούχα που είναι αδύνατο να βρεθούν στο εμπόριο.

Πήγε να δώσει συνέντευξη σε τοπικό τηλεοπτικό σταθμό φορώντας βεραμάν παντελόνι, πορτοκαλί σακάκι, ροζ πουκάμισο , γραβάτα κίτρινη με τον Τουίτι στην μέση και λέει σοβαρός στον δημοσιογράφο:

-«Επιτέλους κύριε Ζηνιάτη, ας μιλήσουμε σοβαρά για τα προβλήματα της Κέρκυρας!»

Ο ίδιος κάποτε είχε ανακοινώσει ότι «εφέτος θα γίνουν στους ελαιώνες αεροψεκασμοί από εδάφους».

 

Ο Γιάννης ο Κουτσουμπαλόβ

 

Ετούτος είναι οπαδός του Κουτσούμπα ειδικά.

Με χαιρετάει συνωμοτικά ως εξής:

Πρώτα πρέπει να αγγίξουμε τις γροθιές μας , χτύπημα τις παλάμες μας από αριστερά , μετά από δεξιά , μετά από πάνω , ύστερα από κάτω και τέλος να αναφωνήσουμε «Κουτσούμπαλόβ!»

Ενίοτε μου ζητάει και ένα ευρώ χωρίς να έχει ανάγκη.

Επινόησα μια αποτελεσματική μέθοδο για να τον αποφύγω. Μου ζητάει ένα ευρώ και εγώ του λέω:

-«Ένα ευρώ! Κράτα πέντε να κάνεις την δουλειά σου.»

Βάζω το χέρι στην τσέπη και βγάζω την κάρτα.

-«Τί είναι αυτό;»

-«Κάρτα ...δεν έχεις πιοουές;...λυπάμαι, έτσι γίνονται οι συναλλαγές σήμερα.»

 

Ο Τάσος ο Πιτσικαμόρτης

 

Ο Τάσος είναι ο νεκροθάφτης  της γειτονιάς.

Πίνει αμίλητος ουζάκι με μεζεδάκι.

Δεν έχει πολλές κουβέντες.

Δεν τον ενδιαφέρει το ποδόσφαιρο , τα πολιτικά η ο καιρός.

Εκεί που τσιτώνεται είναι όταν ο Στάθης  ως προβοκάτορας  τον προκαλεί λέγοντας δήθεν αδιάφορα:

-«Τα μάθατε; Η κυρία Λουΐζα έβαλε βηματοδότη.»

Εκεί αρπάζεται ο Τάσος.

-«Τι αηδίες είναι αυτές ογδόντα πέντε χρονώ γυναίκα! Είναι ζωή αυτή με βηματοδότη; Ας το να πάει στο διάολο!»

 

Ο Προβοκάτορας  

 

Ο Στάθης είναι  ο προβοκάτορας του καφέ Μιμόζα.

Μπαίνει ο Τάκης με το Βουλκανιζατέρ να πιεί τον καφέ του και ο Στάθης λέει δήθεν αγανακτισμένος:

-«Είναι δρόμοι αυτοί που έχουμε; Πήγα στις Μπενίτσες και κόντεψα να σκοτωθώ μέσα στους λάκκους.»

Αγριεύει το μάτι του Τάκη.

-«Μία χαρά είναι οι δρόμοι... είχες και στο Κράτσαλο τέτοιους δρόμους;».

 

Στο «Καφέ Μιμόζα» μπορούν να συμβούν τα πάντα ανά πάσα στιγμή.

Σκέφτομαι ότι αν υπήρχε μια κρυφή κάμερα και κατέγραφε τα πάντα θα γινόταν μια εκπομπή με απίστευτη τηλεθέαση.

 

 

Σάββατο 15 Φεβρουαρίου 2025

Κ

 Ο Κ ήταν ο ήρωας του Κάφκα στο αριστούργημα του «Ο Πύργος».

Ο Κ φτάνει σε μια πόλη που ζει στην σκιά ενός μυστηριώδους Πύργου.

Το ίδιο και ο Κλίχας.

Ο Κλίχας ήταν ο ήρωας της δικής μας ιστορίας.

Είχα γράψει έναν επικήδειο για αυτόν πριν από χρόνια και κάπου το είχα καταχωνιασμένο στα έγκατα του  σκληρού  μου δίσκου.  

Η αλήθεια είναι ότι τον είχα ξεχάσει μέσα στην οχλαγωγία .

Μου τον θύμισε ένας φίλος.

Έψαχνε κάτι  που είχα γράψει για αυτόν πριν από χρόνια.

Γράφω ξανά σήμερα μετά δεκατρία χρόνια.   Τώρα έρχεται στο νου μου πιο αχνά και πιο καθαρά, όπως συμβαίνει πάντα με όλους τους μύθους.

Ο Κλίχας ήταν άνθρωπος της πιάτσας.

Εργάτης του ποδαριού και άνεργος εναλλάξ.

Κοντός , ξερακιανός γύρω στα 50 με χαλασμένα δόντια και μονίμως οργισμένος με το «σύστημα».

Έβγαζε πύρινους λόγους για τα κακώς κείμενα.

Μιλούσε με χειρονομίες και έκανε και τις ανάλογες γκριμάτσες.

Ο Κλίχας ήταν μονίμως αδικημένος , οργισμένος και ζητούσε να πάρει εκδίκηση.

Η ανεργία, οι δημόσιες τουαλέτες , οι δρόμοι, το νοσοκομείο , τα πάντα.

Μίλαγε και νόμιζες ότι ήταν στα όρια εμφράγματος.

Ένας αδιαφανής και σκοτεινός μηχανισμός τον κατέτρεχε.

Δεν μίλαγε ποτέ για συγκεκριμένα πρόσωπα.

Ο μηχανισμός ήταν κάτι  σκοτεινό και ακαθόριστο.

Το όνειρό του ήταν να γίνει οδοκαθαριστής.

Του αρκούσε και μια θέση  εποχιακού με την επιδίωξη να μονιμοποιηθεί κάποτε.

Ο Κ ήταν μια περίπτωση ανθρώπου που χρειαζόταν βοήθεια.

Μια ελάχιστα πιο δίκαιη και πιο οργανωμένη κοινωνία θα μπορούσε να τον κρατήσει στην ζωή.

Ο  Κ ήταν με τον τρόπο του  μια ζωντανή καταγγελία της αδικίας , της γραφειοκρατίας  και  της εξουσίας.

Ήταν τόση η ένταση με την οποία ζούσε την ασχήμια που δεν μπορούσε να δει τίποτα όμορφο γύρω του.

Συμβαίνει σε πολλούς όταν είναι να τους καταπιεί το τέρας.

Θυμάμαι μια φορά στα νιάτα μου μια ανάλογη περίπτωση μιας οργισμένης κοπέλας.

Κοίταζα το ηλιοβασίλεμα και τόλμησα να της πω κάτι για την αίσθηση που μας δημιουργεί.

-«Καλά δεν βλέπεις τα καλώδια της ΔΕΗ στη μέση;» μου απάντησε.

Δυστυχία.

Υπάρχουν άνθρωποι που δεν μπορούν να δουν τίποτα όμορφο στον κόσμο.

Έτσι συμβαίνει πάντα πριν την κατάρρευση.

Τον Κ τον αγαπούσα και τοξερε.

Υπήρχαν πολλοί που τον κουρδίζανε για να γελάσουν.

Πάντα υπάρχουν και αυτοί.

Ένα βράδυ του Αυγούστου κατέβαινα προς τον Αγιαντώνη.  

Ο Κ ανέβαινε.

Συναντηθήκαμε έξω από τον Άγιο Φραγκίσκο.

-«Κερνάς μια μπύρα;»

-«Δεν πίνω μπύρα..αν θες κρασί.»

Εκνευρισμένος κάνει μια χειρονομία.

-«Κρασί…ότι νάναι.»

-«Όχι όμως μέσα ..ούτε κάτω από ομπρέλες.. έξω.»

-«Έξω ..όπου θέλεις».

Πήραμε καμιά δεκαριά φέτες παντσέτα από του Δαρμανή που τότε είχε το κρεοπωλείο στην Σπηλιά.

Πήραμε από το σούπερ μάρκετ λίγο τυρί και μια μποτίλια κρασί.

Ζήτησα από τον σερβιτόρο του Μαύρου Γάτου να μου ανοίξει τον φελλό και να μου δανείσει και δύο ποτήρια κολονάτα.

Καθίσαμε στο χορτάρι απέναντι στην πλατεία.

Ξεκίνησε να μου μιλάει για την πορεία του διορισμού του στο Δήμο ως  οδοκαθαριστή.

«Τα χαρτιά» ήταν έτοιμα και «είχανε πάρει το δρόμο τους».

Μπαίνει σε λεπτομέρειες.

Υπάρχει «ένα πρόσωπο» που περνάει ο λόγος του και θα τα «σπρώξει».

«Όλο το θέμα είναι να φτάσουν στο γραφείο του προϊσταμένου της καθαριότητας.»

«Υπάρχει κάποιος γνωστός που μπορεί να πει μια κουβέντα αρκεί να φτάσουν εκεί.»

«Σε καμιά δεκαπενταριά μέρες θα έχουν ανέβει στον πρώτο όροφο.»

 

Τα ίδια μου τα είχε πει πάρα πολλές φορές.

Τον άκουγα υπομονετικά.

Από ένα σημείο και μετά δεν μπορούσα να παρακολουθήσω.

Ήταν και το κρασί.

Με ρώτησε κάτι κάποια στιγμή αλλά  είχα χάσει την συνέχεια.

Εκνευρίστηκε.

 -«Καλά τσάμπα μιλάω τόση ώρα?»

-«Έλα ρε Σπύρο μην κάνεις έτσι …λέγε …τι έλεγες?»

-«Να τα πω από την αρχή δηλαδή?»

Σηκώθηκε όρθιος για να αποδίδει καλύτερα .

Μιλούσε ασταμάτητα και κούναγε τα χέρια του σαν να πάλευε με τον αόρατο μηχανισμό.

Σαν να έβλεπες τον Πύργο του Κάφκα σε θεατρικό.

Μιλάμε για ένα ασύλληπτο ατσελεράντο  που θα το ζήλευαν όλοι οι μεγάλοι του θεάτρου.

Πάνω που έχει φορτώσει για τα καλά και όλα δέιχνουν ότι φτάνουμε στο highlight συμβαίνει το αδιανόητο.

Ανοίγουνε τα αυτόματα μπέκ ποτίσματος του κήπου και μας λούζουν.

Έβρεχε από παντού!

Ο Κλίχας δεν ήξερε κατά που να κάνει για να αποφύγει τα νερά.

Βρίζοντας άρχισε να μουντζώνει τον ουρανό, την Νομαρχία , την Μητρόπολη,  το φρούριο, τα δικαστήρια, τον ΟΑΕΔ και τέλος μην έχοντας τι άλλο να μουντζώσει μούντζωσε και το μνημείο του Ναύαρχου Ουζάκωφ.

Ανηφορίσαμε την Τένεδο προς την Μίνα .

Στου «Γκίκα» χωρίζανε οι δρόμοι μας.

Δεν τον ξανάδα.

Κάηκε.

Λογικά πρέπει να βρίσκεται στον παράδεισο τώρα.

Υπάρχει και εκεί μηχανισμός.

Έχουν Βασιλιά, Βασίλισσα και Διάδοχο. Έχουν μόνιμους Αρχάγγελους με σπαθιά , απλούς Αγγέλους πεζικάριους, αγίους , οσίες  τα πάντα.

Λένε μάλιστα ότι εκεί ο Βασιλιάς είναι μεγαλόψυχος.

Ας ελπίσουμε ότι θα δώσουν και του Κλίχα ένα γράβαλο να μαζεύει τα φύλλα που θα πέφτουν από τα δέντρα του παραδείσου.

Σάββατο 11 Ιανουαρίου 2025

Έγκλημα στο μοναστήρι

Ο Γέροντας Ευθύμιος της Ιεράς μονής Παναγίας της  Παλιοκαστρίτσας σηκώθηκε από το κρεβάτι βαριεστημένα αργά το πρωί των Χριστουγέννων.

Εκτός από τα υπόλοιπα καθήκοντα του έχει αναλάβει να ταΐζει και τις κότες  της μονής.

Βγαίνοντας από το κελί του κοιτάζει  και κάνει την καθημερινή του εκτίμηση για τον καιρό.

Καθώς προχωράει προς τα κοτέτσια βλέπει στην μέση στο παρκινγκ  της μονής  κάτι που τραβάει την προσοχή του.

Πλησιάζει και η ανάσα του κόβεται.

Ένας άνδρας ακίνητος είναι πεσμένος κάτω.

Προσπαθεί να τον σηκώσει και διαπιστώνει με τρόμο ότι ο άνδρας είναι νεκρός.

Γυρνάει τρέχοντας στο μοναστήρι και ξυπνάει  τον Ηγούμενο.

Ο αξιωματικός υπηρεσίας του τοπικού αστυνομικού τμήματος στέλνει τον μοναδικό αστυνομικό με το  μοναδικό περιπολικό .

Πράγματι ο πεσμένος άνδρας είναι νεκρός στην μέση του έρημου παρκινγκ.

Ο επιθεωρητής Γρηγορίου της διεύθυνσης εγκληματολογικού  κοιμάται με τα πόδια επάνω στο γραφείο και το στόμα ανοιχτό.

Τον βασανίζει μια χρόνια ιγμορίτιδα.

Τον ξυπνάει απότομα τον κουδούνισμα του υπηρεσιακού τηλεφώνου.

Φοράει το παλτό του και βγαίνει στο προαύλιο.

Χρειάζεται δύο χρόνια ακόμα για να συνταξιοδοτηθεί.

Η μετάθεσή του στην Κέρκυρα ήταν ότι χρειαζόταν στην ηλικία του.

Το τελευταίο έγκλημα που έγινε στο νησί ήταν πριν δέκα χρόνια όταν ο παπάς  ενός ορεινού χωριού σκότωσε την παπαδιά διότι πίστευε ότι τον απατά με τον καντηλανάφτη.

Φτάνει  στο μοναστήρι και δίνει εντολή να απομακρυνθούν όλοι από το πτώμα.

Με την πρώτη ματιά διαπιστώνει ότι  το πτώμα δεν έχει εμφανή τραύματα.

Ο μοναδικός αστυνομικός του τοπικού αστυνομικού τμήματος τοποθετηθεί ταινία σήμανσης γύρω από τον τόπο του εγκλήματος.

Το νοσοκομειακό είναι ήδη στο δρόμο.

Ο ιατροδικαστής του νοσοκομείου απεφάνθη ότι ο ηλικιωμένος άνδρας   είχε δεχθεί χτυπήματα με βαρύ αντικείμενο και έφερε κατάγματα στα πλευρά , στο χέρι και στην σπονδυλική στήλη.

Το τελευταίο χτύπημα στην σπονδυλική στήλη ήταν και το μοιραίο.

Ο επιθεωρητής Γρηγορίου προσπαθεί να συλλέξει πληροφορίες.

Ο δολοφόνος αλλά και το θύμα  είχαν μόνο ένα δρόμο για να ανέβουν στην μονή.

Κανείς δεν υπήρχε εκεί για να τους δει να ανεβαίνουν.

Την ημέρα των Χριστουγέννων το πρωί και μάλιστα σε αυτήν την ερημιά δεν  υπήρχε κανείς άλλος  εκτός από το θύμα και τον δράστη.

Γύρω από τον τόπο του φόνου δεν υπήρχε κανένα ίχνος πάλης.

Τι είχε συμβεί;

Ο επιθεωρητής Γρηγορίου βρισκόταν μπροστά σε ένα ανεξήγητο μυστήριο.

Επιστρέφει στην πόλη γεμάτος σκέψεις.

Μέχρι το μεσημέρι έχει στην διάθεση του όλα τα στοιχεία του θύματος.

Ηλικιωμένος χαμηλοσυνταξιούχος , ακτιβιστής της αριστεράς ,  συγγραφέας φανταστικών ιστοριών και γνωστός στους φιλολογικούς κύκλους  της πόλης.

Ποιος μπορεί να ήθελε τον θάνατό του.

Η μόνη εχθρός του ήταν μια επίσης ώριμη ευτραφής συγγραφέας αριστερών ρομάντζων  τύπου Αρλεκίν .

Το άλλοθι της είναι ατράνταχτο.  Την ώρα του εγκλήματος  βρισκόταν στο Έμεραλ στο Σαρόκο από όπου αγόρασε ένα κιλό  μελομακάρονα , τέσσερα  γαλακτομπούρεκα και δύο ζαμπονοτυρόπιτες.

Το υπουργείο προστασίας του πολίτη πίεζε αφόρητα να υπάρξει αμέσως αποτέλεσμα της έρευνας του εγκληματολογικού διότι διάφορες αριστερές ομάδες και οργανώσεις είχαν αρχίσει να βγάζουν ανακοινώσεις.

Έκαναν σαφείς υπαινιγμούς για   παρακρατικούς κύκλους που βρισκόταν πίσω από το έγκλημα. 

 Οι πιο ακραίοι μιλούσαν και πιθανή ανάμιξη ξένων μυστικών υπηρεσιών.

Ένας γνωστός μουσικοσυνθέτης του νότου  ετοίμαζε ένα νέο ορατόριο με τίτλο «Το ορατόριο του νεκρού αδελφού» .

Μάλιστα, επειδή η αριστερά ζούσε στην δίνη του γουόκ κινήματος,  ήταν έτοιμος , εάν το έγκλημα είχε σεξουαλικό κίνητρο να το μετατρέψει σε «Ορατόριο της νεκρής αδελφής».

Για να μην πολυλογούμε, τελικά η υπόθεση μπήκε στο αρχείο ανεξιχνίαστων εγκλημάτων και ο επιθεωρητής Γρηγορίου μετατέθηκε  στο νησάκι  Κίναρος του Αιγαίου όπου έχει μόνο μια κάτοικο.

Εκεί δεν υπάρχει καμία περίπτωση να γίνει  έγκλημα  εκτός αν ο ίδιος ο επιθεωρητής σκοτώσει την μοναδική κάτοικο του νησιού.

Αυτά αγαπητοί μου  φίλοι συνέβησαν σε  ένα παράλληλο σύμπαν.

Ως γνωστόν , σύμφωνα με την θεωρία των παράλληλων συμπάντων, η ιστορία συμβαίνει με πολλούς τρόπους και σύμφωνα με τις επιθυμίες  του κάθε ενός.

Εμείς όμως γνωρίζουμε μόνο την δική μας εκδοχή, του δικού μας σύμπαντος,  και αυτήν ακριβώς θα εξιστορήσω  αμέσως.

Το πρωί των Χριστουγέννων το θύμα  πηγαίνει στο μοναστήρι.

Δεν πάει να προσευχηθεί διότι η σχέση του με τα θρησκευτικά δρώμενα είναι μάλλον πλημμελής  . Απλώς του αρέσουν, κάτι τέτοιες ώρες, οι ερημιές.

Παρκάρει στο έρημο παρκινγκ και κατευθύνεται ολομόναχος προς το μοναστήρι.

Γύρω του δεν υπάρχει ψυχή.

Κρατάει στο χέρι του ένα πακετάκι κράκερ.

Ξαφνικά δέχεται από πίσω ένα δυνατό χτύπημα στο ύψος του κώλου που τον ξαπλώνει κάτω.

Βάζει το δεξί του χέρι  στην άσφαλτο , γδέρνεται και τραντάζεται μέχρι τον ώμο.

Σκίζεται το παντελόνι του   και το μπουφάν του στον αγκώνα. 

Γυρίζει όπως ήταν ξαπλωμένος και βλέπει έκπληκτος από πάνω του ένα …κριάρι.

Μην έχοντας τι άλλο να κάνει του δίνει ένα ..χαστούκι.

Το κεφάλι του κριαριού γυρνάει δεξιά , βλέπει τα κράκερ του χαμηλοσυνταξιούχου που είχαν πέσει στην άσφαλτο και πέφτει με τα μούτρα στο φαί.

Ώσπου το κριάρι να φάει τα κράκερ,  το θύμα καταφέρνει να σηκωθεί και να φύγει άρον - άρον .

Αυτά, λοιπόν,  αγαπητοί μου συμβαίνουν στο δικό μας σύμπαν.

Τα λέμε αργότερα σε κάποιο άλλο παράλληλο σύμπαν όπου στην διαδρομή για το μοναστήρι η μοναδική επιζήσασα σφήκα από το περσινό καλοκαίρι  μπαίνει από το μισάνοιχτο παράθυρο του αυτοκινήτου,  τον τσιμπάει , παθαίνει αλλεργικό σοκ, φτάνει στο νοσοκομείο κακήν κακώς και μια νοσοκόμα με ξεκούμπωτα τα τρία πρώτα κουμπιά της μπλούζας της του κάνει ένεση κορτιζόνης και του σώζει την ζωή.

Άργησα λίγο να γράψω την νέα μου νουβέλα διότι  επί δέκα πέντε  μέρες  βάζω διάφορες αλοιφές στο δεξί μου χέρι και κοιμάμαι από το ένα πλευρό.

 

Πολλά φιλιά και ευτυχές το νέο έτος.

Τρίτη 24 Δεκεμβρίου 2024

Όλα σχετικά με την Λουτσίντα


 Με την Λουτσίντα γνωριστήκαμε  σε μια στιγμή  ιδιαίτερα κρίσιμη και δραματική για αυτήν.

Πριν είκοσι τρία χρόνια ήρθε σέρνοντας ‘έξω από  εργαστήριο μου.

Την είχε πατήσει κάποιο τροχοφόρο στην μέση.

Από την μέση και πίσω ήταν σε απελπιστική κατάσταση.

Σερνόταν με τα μπροστινά της πόδια και νιαούριζε σπαρακτικά.

Ο  κτηνίατρος απεφάνθη ότι «μάλλον δεν την βγάζει».

-«Βάλε της νερό και γάλα και αν ενεργηθεί σε κάνα δύο μέρες μπορεί να την γλυτώσει.»  

Σε δύο βδομάδες η Λουτσίντα έβγαινε από την αποθήκη , πιανόταν από το παντελόνι μου και σκαρφάλωνε μέχρι τον ώμο μου όπου και καθόταν μέχρι να την κατεβάσω.

Μόλις ξεθάρρεψε ανέβαινε στο κεφάλι μου.

Είχε βάλει σκοπό να ανέβει όσο ψηλότερα γινόταν.

Δεν  με ενδιέφερε να ασχοληθώ με την ματαιοδοξία της  και αγόρασα σκούφο για να μην μου γδέρνει το κεφάλι.

Την βάφτισα «Λουτσίντα» όχι τυχαία.

Τα χρόνια τα παλιά έκανε δρομολόγια στο Ιόνιο πέλαγος ένα  πλοίο που το έλεγαν «Λουτσίντα».

Οι παλαιοί Κερκυραίοι όταν έβλεπαν κάποια γυναίκα να «κουνιέται»  στο δρόμο προκλητικά  έλεγαν : «Αυτή κουνιέται σαν την Λουτσίντα».

Πολύ αργότερα εμφανίστηκε στην πόλη μας μια συμπαθέστατη ,  περίεργη και μοναχική γυναίκα.

Βαφόταν πολύ έντονα , φορούσε πολύχρωμα ρούχα  και περπατούσε κουτσαίνοντας εξαιτίας ενός προβλήματος του ποδιού της.

Την ονόμασαν «Λουτσίντα» και έτσι την ήξεραν όλοι.

Η γατούλα μου ταίριαζε απολύτως σε όλα αυτά.

Δεν κούτσαινε πλέον,  μεν,  αλλά είχε ένα πολύχρωμο τρίχωμα .

Ακριβώς όπως η Λουτσίντα,  έτσι η δική μου Λουτσίντα έγινε γνωστή και αγαπητή παντού.

Νεαρή ακόμα «εγκαστρώθηκε με κάποιο μούλο  της περιοχής ψυχιατρείου»  καθώς μου αποκάλυψε η Λισάβω.

Ακόμα και εκεί ήταν ξεχωριστή.

Είχε στην κοιλιά την μόνο ένα γατί , πράγμα εξαιρετικά  σπάνιο για γάτες.

Δεν έφτανε αυτό,  το γατί πέθανε στην κοιλιά της και υπήρχε κίνδυνος να πάθει σηψαιμία.

Η κλινική μικρών ζώων ήθελε εκατό ευρώ.

Δεν είχα εκείνη την στιγμή και έκανα έρανο στην γειτονιά.

Έβαλαν όλοι από πέντε ευρώ και συγκεντρώθηκε το ποσόν.

Καισαρική τομή και στείρωση.

Η Λουτσίντα το πρωί ήταν μαζί μου στο εργαστήριο και το μεσημέρι  που πήγαινα σπίτι και ξάπλωνα  στον καναπέ κοιμόταν επάνω μου.

Έτσι περνούσαν τα χρόνια.

Δεν γύρναγα πλευρό για να μην την ξυπνήσω.

Θυμάμαι κάποια φορά την ξαναπάτησε κάποιος  στο ένα πόδι αλλά δεν ήταν πολύ σοβαρό και συνήρθε σχετικά  γρήγορα.

Η Λουτσίντα λόγω της συμβίωσης της με το προλεταριάτο  απέκτησε μια πολύπλευρη μόρφωση.

Λίγο με τις  φιλοσοφικές συζητήσεις  που άκουγε , λίγο που συνήθιζε να κοιμάται πάνω σε  μαρξιστικά βιβλία  που είχα σε μια πρόχειρη βιβλιοθήκη στην αποθήκη,  ήρθε σε επαφή με ανατρεπτικές ιδέες.

Ήταν τότε που μου έφερνε κάθε τόσο ποντίκια.

Είχε επηρεαστεί από την «Σκέψη του Μάο» όπου σε κάποιο απόφθεγμα του είπε : «Δεν μας ενδιαφέρει τι χρώμα έχει η γάτα, αρκεί να πιάνει ποντίκια.»

Μου είχε κουβαληθεί και παλιότερα ένα σκυλάκι που το ονόμασα «Φλού».

Έζησε δεκαεπτά χρόνια και πέθανε επάνω στον πάγκο μου.

Τον βρήκα ένα χειμωνιάτικο πρωινό.

Τον έθαψα δίπλα,  στο παρκινγκ του ψυχιατρείου.

Ήταν στην συμμορία της «Λούλας της κουτσής» και ήταν κολλητός με τον «Τζίνο του ψυχιατρείου».

Δεν ήταν όμως το ίδιο.

Ο Φλού με κοίταζε σαν να έλεγε: «Με ταΐζει …είναι ο Θεός!».

Η  Λουτσίντα  με κοίταζε σαν να έλεγε: « Με ταΐζει… είμαι Θεά».

Ο Φλου σε κοίταγε με ένα βλέμμα  γεμάτο ευγνωμοσύνη και αφοσίωση.

Η Λουτσίντα με κοίταζε με ένα βλέμμα άλλοτε χαδιάρικο,  άλλοτε θυμωμένο και άλλοτε τόσο διαπεραστικό που ανατρίχιαζα.

Τον μεσαίωνα του χριστιανισμού ο Πάπας έβγαλε το πόρισμα ότι οι γάτες είναι όργανα του σατανά και διέταξε την εξόντωση τους.

Εν συνεχεία αυξήθηκε ο πληθυσμός των ποντικών και σε συνδυασμό με την βρώμα και την έλλειψη απορρυπαντικών, εξαπλώθηκε η πανώλη και εξόντωσε τον μισό πληθυσμό της Ευρώπης.

Μαζί εξοντώθηκε από την πανώλη  και ο μισός πληθυσμός της Κέρκυρας.

Η πανώλη υποχώρησε κάποια στιγμή παντού αλλά στην Κέρκυρα τα λαμόγια της αριστοκρατίας διέδωσαν ότι έκανε το θαύμα του ο Άγιος Σπυρίδωνας .

Έτσι , που λέτε, πλούτισαν ακόμα περισσότερο μερικές οικογένειες εις βάρος των πιστών.

Δε βαριέσε!

Όταν βγήκα στην σύνταξη έκανα τελετή λήξης.

Έβαλα ένα τραπεζάκι στο πεζοδρόμιο,  δυο μπουκάλια κονιάκ , μερικά σοκολατάκια, ξηρούς καρπούς και τα λοιπά.

Στην κορύφωση της τελετής λήξης έριξα το κλειδί του εργαστηρίου στο καναλέτο υπό τα ενθουσιώδη χειροκροτήματα των γειτόνων.

Εν συνεχεία πήρα παραμάσχαλα την Λουτσίντα και πήγα σπίτι μου.

Η Λουτσίντα έμεινε στο σπίτι μία μέρα.

Την επομένη έφυγε και γύρισε στο εργαστήριο.

Μπήκε μέσα από ένα σπασμένο τζάμι και θρονιάστηκε σε μια λουδοβίκεια πολυθρόνα που είχε ξεμείνει του Μιχάλη του ταπετσιέρη. 

Έκτοτε επί πέντε χρόνια , κάθε μέρα , της πήγαινα δύο φορές την ημέρα το φαί της.

Η Λουτσίντα έζησε είκοσι τρία χρόνια.

Έκανα τον υπολογισμό ως εξής.

Ο Σπύρος , ο μπάτσος της γειτονιάς,  πέθανε πριν δεκαέξι χρόνια (σύμφωνα με την χήρα).

Συν πέντε χρόνια που ήταν κατάκοιτος.

Συν δύο χρόνια που τον θυμάμαι να παίζει με την Λουτσίντα  στην  αυλή του, μας κάνουν είκοσι τρία.

Η γηραιότερη γάτα της Κέρκυρας, κατά την  διεύθυνση προστασίας ζώων . Αν ζούσε και ένα χρόνο ακόμα θα ήταν μάλλον η γηραιότερη γάτα της Ελλάδας.

Λίγες μέρες πριν την πρωτοχρονιά του 2025   κατέπεσε.

Σταμάτησε σχεδόν να τρώει.

Έπεσε από το τοιχίο και χτύπησε το πόδι της.

Δεν έβλεπε σχεδόν καθόλου.

Συμφωνήσαμε με τον γιατρό ότι δεν είχε νόημα να υποφέρει για μερικές μέρες ακόμα.

Έτσι που λέτε.

Γράφω σήμερα λίγα λόγια για την Λουτσίντα  όχι γιατί είμαι  κανένας από τους συνήθεις «φιλόζωους»  των μικροαστικών σαλονιών.

Γράφω διότι εξαιτίας  της Λουτσίντα  κατάλαβα ότι η ύπαρξη μας είναι απολύτως συνδεδεμένη με όλα ανεξαιρέτως τα ζωντανά του πλανήτη.

Θα δημοσίευα μια νουβέλα μια νουβέλα με τίτλο «Καφέ Μιμόζα» αλλά η απώλεια της Λουτσίντα με ανάγκασε να γράψω κάτι σαν επικήδειο  και να δημοσιεύσω , κατ εξαίρεση,  μια φωτογραφία της από τότε που μου  είχε αποκαλύψει  τα πρώτα υπαρξιακά της ερωτήματα.