Ήταν ένα καλοκαίρι πριν από λίγα χρόνια που κατέφθασαν στο νησί των Φαιάκων οι πρώτοι μετανάστες από την Βόρεια Αφρική.
Ο προορισμός τους ήταν η Ιταλία όπου θα δούλευαν στην
συγκομιδή της ντομάτας.
Ελάχιστοι Ιταλοί εργάτες γής θα άντεχαν να δουλεύουν όλο το
καλοκαίρι κάτω από τον ήλιο για δώδεκα ώρες την ημέρα.
Οι μετανάστες κατέλυσαν μέσα στα ερείπια των παλαιών
εργοστασίων στο λιμάνι και στις γειτονικές οικοδομές εν αναμονή της αναχώρησης
τους για την Ιταλία.
Όπως ήταν αναμενόμενο , όπως συμβαίνει πάντα , εμφανίστηκαν
οι «ανησυχούντες» νοικοκυραίοι.
Εμφανίστηκαν όμως και οι αλληλέγγυοι.
Στην σύσκεψη αποφασίστηκε πρώτα να οργανωθεί συσσίτιο διότι ήταν νηστικοί και εξαντλημένοι.
Εισηγήτρια μια από τις ελάχιστες εναπομείνασες «Οβριές».
Στην εισήγησή της μας ενημέρωσε ότι ..«Τάχει θερίσει η πείνα
τα φλιμένα».
«Έπρεπε κάτι να κάνουμε»
Ήτανε και το «Μουλού»
που ήθελε να δούμε «ενδελεχώς» το
«ιδεολογικό πλαίσιο». Τους εξηγήσαμε ότι ώσπου να βρούμε το «ιδεολογικό
πλαίσιο» θα μας είχανε πεθάνει από την
πείνα οι μετανάστες .
Έτσι μοιράστηκαν οι αρμοδιότητες.
Άλλος τις ντοματοσαλάτες.
Άλλος τα πλαστικά πιάτα μαχαιροπίρουνα και
χαρτοπετσέτες.
Οι νοικοκυρές τα ταψιά με τα γεμιστά, τους μουσακάδες το
παστίτσιο , τα καζάνια με το σοφρίτο και
την παστιτσάδα.
Εμένα μου αναθέσανε τα ψωμιά.
Δυσβάστακτο να αγοράζεις πενήντα ψωμιά την ημέρα αλλά με
παρηγορούσε που το μεσημέρι δεν χρειαζόταν να μαγειρέψω διότι έτρωγα καλά στο «εστιατόριο»
των μεταναστών κατάχαμα.
Μας είδαν και οι Μαντουκιώτησες και ερχόταν και αυτές με τα
ταψιά τους.
Τρείς φορές την βδομάδα ήτανε το συσσίτιο αλλά τους δίναμε
και για την επόμενη μέρα.
Κείνες τις μέρες , λοιπόν, νάσου και καταφθάνει στο νησί και η «Μεγαλειοτάτη» των μεταναστών για διακοπές.
Όταν λέμε
«καταφθάνει» δεν εννοούμε μόνη της, με ένα σακίδιο στην πλάτη.
Εννοούμε ότι
καταφθάνει με έναν στρατό από φρουρούς, μαγείρους, νυχούδες,
νταντάδες , δασκάλους για τα παιδιά,
γιατρούς, υπηρέτριες και κομμώτριες.
Κλείνει τρείς σουίτες στο πολυτελέστερο ξενοδοχείο για
αυτήν.
Κλείνει τέσσερα
μπανγκαλόου για τα φορτηγά με τα ρούχα της
και δύο φορτηγά με παιχνίδια από το Τζάμπο αξίας σαράντα χιλιάδων ευρώ.
Κλείνει και τα δωμάτια του προσωπικού της.
Αναλογιζόμουν με την κοινή λογική Τι θα τα έκανε όλα αυτά για μερικές μέρες και
δεν έβγαζα νόημα.
Σκεφτόμουν ότι και όλη μέρα να μην έκανε άλλη δουλειά και να
άλλαζε κιλότες πάλι δεν προλάβαινε να τις δοκιμάσει όλες.
Άσε τα κιβώτια με τα παιχνίδια των παιδιών που δεν ήταν
δυνατόν να ανοιχτούν όλα.
Εν τω μεταξύ μας τελείωνανε και τα λεφτά για το συσσίτιο των
μεταναστών της Μεγαλειοτάτης.
Τότε σκέφτηκα να γράψω μια ανοιχτή επιστολή προς την
Μεγαλειοτάτη και να ζητήσω βοήθεια.
Η επιστολή άρχιζε με την προσφώνηση «Μεγαλειοτάτη».
Συνέχιζε, δε, με μια
περιγραφή της κατάστασης των μεταναστών της χώρας της και
του οικονομικού αδιεξόδου της επιτροπής αλληλεγγύης.
Της ζητούσα τέλος να περιοριστεί σε δύο σουίτες των εκατόν
είκοσι τετραγωνικών η κάθε μία και να μας δώσει τα χρήματα που θα
εξοικονομηθούν προκειμένου να συνεχίσουμε να ταΐζουμε τους υπηκόους της.
Δεν είχα μεγάλες ελπίδες αλλά έλα που η επιστολή κυκλοφόρησε
στις εφημερίδες και στο διαδίκτυο μεταφρασμένη στα Γαλλικά και δημιουργήθηκε
σάλος.
Εγώ για καλό τόκανα.
Το μάθανε και τα σοσιαλιστικά κόμματα των μεταναστών και
κατέθεσαν επερώτηση στην βουλή τους.
Έτσι υποχρεώθηκε ο Μεγαλειότατος να ρίξει τα μούτρα του και
να πάει στην Βουλή για να εξηγήσει πόσο κάνουν οι κιλότες της Μεγαλειοτάτης και
πόσο στοίχισαν οι διακοπές της.
Πέρασαν χρόνια από τότε.
Προχτές το βράδυ γύριζα από μια συναυλία.
Σταματήσαμε και για ένα ποτό και αργήσαμε.
Ήταν αργά και τα μαγαζιά είχανε κλείσει.
Βλέπω φώτα στα «είδη προικός» του Αντώνη.
-«Τι κάνεις εδώ ρε Αντώνη τέτοια ώρα;»
-«Δεν τάμαθες; Ξανάρθε
η Μεγαλειοτάτη!» μου λέει με γουρλωμένα μάτια.
-«Καλά και εσένα σε τι σε αφορά;»
-«Την προηγούμενη φορά μου αγόρασε όλες τις
μαξιλαροθήκες για να είναι καινούργιες.
Έμαθα ότι είναι στην πόλη απόψε και περιμένω μήπως ξαναπεράσει.»
- «Και μέχρι πότε θα μείνεις ανοιχτός, δηλαδή;»
-«Μέχρι τις πέντε …θα πάω μετά για μια δύο ώρες ύπνο και θα
ξαναγυρίσω.»
Τάχασα!
Τότε κατάλαβα πλήρως ότι το πρόβλημα δεν ήταν κυρίως η
Μεγαλειοτάτη αλλά οι υπήκοοι της.
Οι μετανάστες συνεχίζουν
κάθε καλοκαίρι μαζεύουν ντομάτες στα
χωράφια του Σαλέντο και της Απούλια.
Ευτυχώς υπάρχει και
εκεί «επιτροπή αλληλεγγύης».
Πάνω από τα χωράφια, στην τεράστια αερογέφυρα, έχουν κρεμάσει ένα πανό που λέει:
«Όταν κοιτάμε αφ υψηλού τους μετανάστες να θυμόμαστε τους παππούδες μας».