Ο Κ ήταν ο ήρωας του Κάφκα στο αριστούργημα του «Ο Πύργος».
Ο Κ φτάνει σε μια πόλη που ζει στην σκιά ενός μυστηριώδους
Πύργου.
Το ίδιο και ο Κλίχας.
Ο Κλίχας ήταν ο ήρωας της δικής μας ιστορίας.
Είχα γράψει έναν επικήδειο για αυτόν πριν από χρόνια και
κάπου το είχα καταχωνιασμένο στα έγκατα του
σκληρού μου δίσκου.
Η αλήθεια είναι ότι τον είχα ξεχάσει μέσα στην οχλαγωγία .
Μου τον θύμισε ένας φίλος.
Έψαχνε κάτι που είχα
γράψει για αυτόν πριν από χρόνια.
Γράφω ξανά σήμερα μετά δεκατρία χρόνια. Τώρα έρχεται
στο νου μου πιο αχνά και πιο καθαρά, όπως συμβαίνει πάντα με όλους τους μύθους.
Ο Κλίχας ήταν άνθρωπος της πιάτσας.
Εργάτης του ποδαριού και άνεργος εναλλάξ.
Κοντός , ξερακιανός γύρω στα 50 με χαλασμένα δόντια και
μονίμως οργισμένος με το «σύστημα».
Έβγαζε πύρινους λόγους για τα κακώς κείμενα.
Μιλούσε με χειρονομίες και έκανε και τις ανάλογες
γκριμάτσες.
Ο Κλίχας ήταν μονίμως αδικημένος , οργισμένος και ζητούσε να
πάρει εκδίκηση.
Η ανεργία, οι δημόσιες τουαλέτες , οι δρόμοι, το νοσοκομείο
, τα πάντα.
Μίλαγε και νόμιζες ότι ήταν στα όρια εμφράγματος.
Ένας αδιαφανής και σκοτεινός μηχανισμός τον κατέτρεχε.
Δεν μίλαγε ποτέ για συγκεκριμένα πρόσωπα.
Ο μηχανισμός ήταν κάτι
σκοτεινό και ακαθόριστο.
Το όνειρό του ήταν να γίνει οδοκαθαριστής.
Του αρκούσε και μια θέση εποχιακού με την επιδίωξη να μονιμοποιηθεί
κάποτε.
Ο Κ ήταν μια περίπτωση ανθρώπου που χρειαζόταν βοήθεια.
Μια ελάχιστα πιο δίκαιη και πιο οργανωμένη κοινωνία θα
μπορούσε να τον κρατήσει στην ζωή.
Ο Κ ήταν με τον τρόπο
του μια ζωντανή καταγγελία της αδικίας ,
της γραφειοκρατίας και της εξουσίας.
Ήταν τόση η ένταση με την οποία ζούσε την ασχήμια που δεν
μπορούσε να δει τίποτα όμορφο γύρω του.
Συμβαίνει σε πολλούς όταν είναι να τους καταπιεί το τέρας.
Θυμάμαι μια φορά στα νιάτα μου μια ανάλογη περίπτωση μιας
οργισμένης κοπέλας.
Κοίταζα το ηλιοβασίλεμα και τόλμησα να της πω κάτι για την
αίσθηση που μας δημιουργεί.
-«Καλά δεν βλέπεις τα καλώδια της ΔΕΗ στη μέση;» μου
απάντησε.
Δυστυχία.
Υπάρχουν άνθρωποι που δεν μπορούν να δουν τίποτα όμορφο στον
κόσμο.
Έτσι συμβαίνει πάντα πριν την κατάρρευση.
Τον Κ τον αγαπούσα και τοξερε.
Υπήρχαν πολλοί που τον κουρδίζανε για να γελάσουν.
Πάντα υπάρχουν και αυτοί.
Ένα βράδυ του Αυγούστου κατέβαινα προς τον Αγιαντώνη.
Ο Κ ανέβαινε.
Συναντηθήκαμε έξω από τον Άγιο Φραγκίσκο.
-«Κερνάς μια μπύρα;»
-«Δεν πίνω μπύρα..αν θες κρασί.»
Εκνευρισμένος κάνει μια χειρονομία.
-«Κρασί…ότι νάναι.»
-«Όχι όμως μέσα ..ούτε κάτω από ομπρέλες.. έξω.»
-«Έξω ..όπου θέλεις».
Πήραμε καμιά δεκαριά φέτες παντσέτα από του Δαρμανή που τότε
είχε το κρεοπωλείο στην Σπηλιά.
Πήραμε από το σούπερ μάρκετ λίγο τυρί και μια μποτίλια
κρασί.
Ζήτησα από τον σερβιτόρο του Μαύρου Γάτου να μου ανοίξει τον
φελλό και να μου δανείσει και δύο ποτήρια κολονάτα.
Καθίσαμε στο χορτάρι απέναντι στην πλατεία.
Ξεκίνησε να μου μιλάει για την πορεία του διορισμού του στο
Δήμο ως οδοκαθαριστή.
«Τα χαρτιά» ήταν έτοιμα και «είχανε πάρει το δρόμο τους».
Μπαίνει σε λεπτομέρειες.
Υπάρχει «ένα πρόσωπο» που περνάει ο λόγος του και θα τα «σπρώξει».
«Όλο το θέμα είναι να φτάσουν στο γραφείο του προϊσταμένου της
καθαριότητας.»
«Υπάρχει κάποιος γνωστός που μπορεί να πει μια κουβέντα αρκεί
να φτάσουν εκεί.»
«Σε καμιά δεκαπενταριά μέρες θα έχουν ανέβει στον πρώτο
όροφο.»
Τα ίδια μου τα είχε πει πάρα πολλές φορές.
Τον άκουγα υπομονετικά.
Από ένα σημείο και μετά δεν μπορούσα να παρακολουθήσω.
Ήταν και το κρασί.
Με ρώτησε κάτι κάποια στιγμή αλλά είχα χάσει την συνέχεια.
Εκνευρίστηκε.
-«Καλά τσάμπα μιλάω
τόση ώρα?»
-«Έλα ρε Σπύρο μην κάνεις έτσι …λέγε …τι έλεγες?»
-«Να τα πω από την αρχή δηλαδή?»
Σηκώθηκε όρθιος για να αποδίδει καλύτερα .
Μιλούσε ασταμάτητα και κούναγε τα χέρια του σαν να πάλευε με
τον αόρατο μηχανισμό.
Σαν να έβλεπες τον Πύργο του Κάφκα σε θεατρικό.
Μιλάμε για ένα ασύλληπτο ατσελεράντο που θα το ζήλευαν όλοι οι μεγάλοι του θεάτρου.
Πάνω που έχει φορτώσει για τα καλά και όλα δέιχνουν ότι
φτάνουμε στο highlight συμβαίνει το αδιανόητο.
Ανοίγουνε τα αυτόματα μπέκ ποτίσματος του κήπου και μας λούζουν.
Έβρεχε από παντού!
Ο Κλίχας δεν ήξερε κατά που να κάνει για να αποφύγει τα
νερά.
Βρίζοντας άρχισε να μουντζώνει τον ουρανό, την Νομαρχία ,
την Μητρόπολη, το φρούριο, τα
δικαστήρια, τον ΟΑΕΔ και τέλος μην έχοντας τι άλλο να μουντζώσει μούντζωσε και
το μνημείο του Ναύαρχου Ουζάκωφ.
Ανηφορίσαμε την Τένεδο προς την Μίνα .
Στου «Γκίκα» χωρίζανε οι δρόμοι μας.
Δεν τον ξανάδα.
Κάηκε.
Λογικά πρέπει να βρίσκεται στον παράδεισο τώρα.
Υπάρχει και εκεί μηχανισμός.
Έχουν Βασιλιά, Βασίλισσα και Διάδοχο. Έχουν μόνιμους Αρχάγγελους
με σπαθιά , απλούς Αγγέλους πεζικάριους, αγίους , οσίες τα πάντα.
Λένε μάλιστα ότι εκεί ο Βασιλιάς είναι μεγαλόψυχος.
Ας ελπίσουμε ότι θα δώσουν και του Κλίχα ένα γράβαλο να μαζεύει
τα φύλλα που θα πέφτουν από τα δέντρα του παραδείσου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου