Παρασκευή 18 Μαρτίου 2011

Παναγιώτης Περιστέρης, έφυγε ένας σπουδαίος άνθρωπος





Με πήρε τηλέφωνο απόγευμα και μου ζήτησε να συναντηθούμε «για κάτι σοβαρό».
Βρεθήκαμε αργότερα στην κοφινέττα και μου είπε ότι σκέφτηκε να οργανώσουμε ένα συνέδριο για τον Γεράσιμο Σπαταλά.
«Δικός μας» μου λέει «του σοσιαλιστικού ομίλου».
Συμφώνησα αμέσως. Ο Γεράσιμος Σπαταλάς ήταν σπουδαίος διανοούμενος του εργατικού κινήματος τον 20ο αιώνα. Είχε μεταφράσει για πρώτη φορά στα Ελληνικά όλο το έργο του Σαίξπηρ. Είχε ιδρύσει τον «μαύρο γάτο» στην Αθήνα και είχε γράψει και σπουδαία ποιήματα, μεταξύ αυτών και τον «κόρακα» που μου άρεσε ιδιαιτέρως.
Η «αριστοκρατία» θα ήθελε πολύ να μείνει για πάντα ξεχασμένος .
Καταγόταν από τους Σιναράδες της Κέρκυρας και το σχέδιο του Παναγιώτη είχε ως εξής: Θα οργανώναμε ένα συνέδριο για τον Γεράσιμο Σπαταλά με την συμμετοχή γνωστών ακαδημαϊκών (μιας και είχε βραβευθεί από την ακαδημία Αθηνών). Θα πηγαίναμε στους Σιναράδες και θα εντοιχίζαμε μια αναμνηστική μαρμάρινη πλάκα στον τοίχο του σπιτιού που είχε γεννηθεί. Θα τυπώναμε ένα φυλλάδιο με αναφορά στο έργο του και στην πολυτάραχη ζωή του.

Όλα είχαν ετοιμαστεί στην εντέλεια και έμενε να πάμε στους Σιναράδες για τον εντοιχισμό της αναμνηστικής πλακέτας.
Φτάσαμε στο χωριό το σούρουπο αφού περάσαμε από το μαρμαράδικο που μας είχε έτοιμη την πλακέτα.
Ώσπου να γυρίσουμε να καφενεία του χωριού και να βάλουμε τις αφίσες είχε νυχτώσει. Πήραμε το στενό ανηφοράκι προς το σπίτι του Σπαταλά. Μια γερόντισσα μάζευε βιαστικά την μπουγάδα της μπροστά από την πόρτα του σπιτιού. Απλώσαμε την μπαλαντέζα και ανοίξαμε τις τρύπες με το τρυπάνι. Άρχισε να βρέχει και ο Παναγιώτης φοβόταν ότι θα μας σκοτώσει το ρεύμα.
Βιδώσαμε βιαστικά την μαρμάρινη επιγραφή «Σε αυτό το σπίτι γεννήθηκε ο συγγραφέας Γεράσιμος Σπαταλάς 1887-1971» μαζέψαμε τα εργαλεία και μέσα σε καταρρακτώδη βροχή πήραμε τον λιθόστρωτο κατήφορο.
Γλιστράει ο Παναγιώτης, με συμπαρασύρει και φτάσαμε κουτρουβαλώντας και βλαστημώντας στον κεντρικό δρόμο.
Γυρίσαμε στην Κέρκυρα λασπωμένοι μούσκεμα και αμίλητοι.
Σε λίγες μέρες γινόταν το συνέδριο και είχαμε πολλά ακόμα να κάνουμε.

Κυριακή 13 Μαρτίου 2011

Οι μικροί πολέμιοι του χρόνου και της φθοράς

Σε ένα από τα μοναχικά χειμωνιάτικα ταξίδια
μου στην Αθήνα συναντηθήκαμε ξανά.
Ταξίδευα συνήθως αδέκαρος με ένα υπνόσακο και διάφορα χαρτιά στο σακίδιο.
Μετά από ένα μάλλον βαρετό πάρτι και ενώ είχα βρεθεί αντιμέτωπος με βλοσυρές εισηγήσεις και ατελείωτες συνοφρυωμένες ομιλίες πήρα το λεωφορείο για την Πάτρα. Θα έπαιρνα το βραδινό πλοίο της γραμμής για Ηγουμενίτσα και στις τέσσερις και μισή τα χαράματα θα αποβιβαζόμουν για να συνεχίσω με άλλο πλοίο για την Κέρκυρα.
Σε όλο το δρόμο έβρεχε ακατάπαυστα. Μπήκα στο πλοίο και βολεύτηκα σε έναν από τους καναπέδες του άδειου σαλονιού. Οι Νταλικέρηδες είχαν πέσει ήδη για ύπνο και άλλοι επιβάτες δεν υπήρχαν.
Κατά τις δύο έψαξα στο σακίδιο μου κάτι για να διαβάσω. Είχα πάρει από κάποιο πάγκο το βιβλίο του Θανάση «Οι μικροί πολέμιοι του χρόνου και της φθοράς».
Ο γνώριμος λόγος του που σε καθηλώνει.
Από τις πρώτες σελίδες άρχισα να βυθίζομαι
Έχει επιβληθεί -λέει- μια παγκόσμια δικτατορία του χρόνου. Τα πάντα καθορίζονται από αυτόν. Η ανθρωπότητα στενάζει κάτω από τον ζυγό του ώσπου ξαφνικά εμφανίζεται μια μικρή επαναστατική αίρεση με την ονομασία «Οι μικροί πολέμιοι του χρόνου και της φθοράς». Γυρνούν τις νύχτες και κάνουν σαμποτάζ στο ανάλγητο καθεστώς του χρόνου. Σχίζουν τις σελίδες των τηλεφωνικων καταλόγων και τις μοιράζουν στους περαστικούς. Δημιουργούν ρήγματα στο καθεστώς. Απώτερος σκοπός τους είναι η οριστική και πλήρης κατάργηση του χρόνου.
Η μεγαλειώδης μάχη των μικρών πολέμιων του χρόνου και της φθοράς συνεχίζεται ακατάπαυστα μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες.
Σηκώνω τα μάτια και κοιτάω από το φινιστρίνι. Βλέπω μικρά κίτρινα φώτα μέσα στην πρωινή ομίχλη να κινούνται. «Φτάνουμε στην Ηγουμενίτσα» σκέπτομαι.
Μαζεύω τα πράγματα μου και βγαίνω στο κατάστρωμα.
Παγώνω μεταφορικά και κυριολεκτικά.
Το πλοίο μόλις έχει αφήσει το λιμάνι της Ηγουμενίτσας με προορισμό την Αγκόνα της βόρειας Ιταλίας.
Δεν το πιστεύω.
Βρίσκω στους διαδρόμους έναν αξιωματικό. Του λέω το δράμα μου και με παραπέμπει στον λοστρόμο. «Που είχες το μυαλό σου» μου λέει. «Στους μικρούς πολέμιους του χρόνου και της φθοράς» του απαντώ . «Ποιοι είναι αυτοί;» με ρωτάει καχύποπτα.
«Που να σου εξηγώ» του λέω.
Με βόλεψε σε μια άθλια και βρώμικη καμπίνα του πληρώματος , μου έφερε και μερικά σάντουιτς που είχανε μείνει από την προηγούμενη.
Έμεινα τρία μερόνυχτα στα πέλαγα με οκτώ Μποφώρ.
Όταν επιτέλους γύρισα στην Κέρκυρα πήρα τηλέφωνο τον Θανάση και του αφηγήθηκα την οδύσσεια μου.
«Ύστερα από αυτό σε ανακηρύσσω επίτιμο μέλος των μικρών πολέμιων του χρόνου και της φθοράς» μου είπε γελώντας.