Κυριακή 19 Σεπτεμβρίου 2010

Σκεπασμένες οι καρδιές μας από μια κουβέρτα σκούρα

Το φθινόπωρο του 1864, σαν σήμερα πριν από 146 χρόνια, ο αμερικάνικος στρατόs υπό τον συνταγματάρχη John Chivingtons και με ένα σώμα 2000 εθελοντών επιτέθηκε αιφνιδιαστικά στον μεγαλύτερο καταυλισμό των ινδιάνικών φυλών Cheyenne και Arapaho δίπλα στον ποταμό Sand Creek.

Εκείνη την εποχή οι άντρες της φυλής έλειπαν στο κυνήγι του βίσωνα πολλά χιλιόμετρα μακριά.

Η Κυβέρνηση είχε υπογράψει συνθήκη παραχώρησης εδαφών και την παραβίασε επειδή είχε ανακαλυφθεί χρυσάφι στην περιοχή.

Ήταν τέτοια η λύσσα των Στρατιωτών και των εθελοντών που έκαναν κομμάτια τα γυναικόπαιδα και τους γέρους του καταυλισμού.

Ο Carson Kit και άλλοι κατήγγειλαν την σφαγή, κατέθεσαν στο κογκρέσο και παρέδωσαν ανθρώπινα μέλη μικρών παιδιών και γυναικών τυλιγμένα σε κουβέρτες του αμερικάνικου στρατού.

Οι Ινδιάνοι αποτελούσαν εμπόδιο κατά τον ίδιο τρόπο που σήμερα αποτελεί εμπόδιο το μεγαλύτερο μέρος του παγκοσμίου πληθυσμού.

Στο παρακάτω βιντεάκι, το φημισμένο “Fiume Sand Creek”, ένα από τα καλύτερα τραγούδια του Fabrizio de André με μετάφραση δική μου για πρώτη φορά στην Ελληνική γλώσσα.
.

Τετάρτη 15 Σεπτεμβρίου 2010

1913

Δευτέρα βράδυ ώρα 10.30μμ:

Κάποιος τηλεοπτικός σταθμός προβάλει μια σχετικά άγνωστη ταινία με θέμα την ζωή ενός ταλαντούχου αγοριού, μιας φτωχής οικογένειας που ασχολείται ερασιτεχνικά με το γκολφ.
Ο Νεαρός αμερικάνος ερασιτέχνης λαμβάνει μέρος σε μια σειρά σπουδαίους αγώνες και παίρνει το παγκόσμιο πρωτάθλημα αφού αντιμετωπίζει τους καλύτερους εγγλέζους επαγγελματίες του αθλήματος.
Με εντυπωσιάζει ο τρόπος που ο σκηνοθέτης τραβάει από τα μαλλιά ένα σχετικά φτωχό σενάριο και δίνει μια αρκετά καλή ταινία. Πέραν τούτου ουδέν.
Α! Η ταινία διαδραματίζεται το 1913.

Τρίτη ώρα 1.10πμ

Κλείνω την τηλεόραση και πέφτω για ύπνο.

Ταξιδεύω στο όνειρό μου με ένα κρουαζιερόπλοιο το 1913 .

Κόσμος πολύς , φασαρία, μουσικές , σαλόνια και εγώ τριγυρνώ ανάμεσα τους χωρίς κανένας να με προσέχει. Είμαι ένα φάντασμα στον κόσμο τους. Έρχομαι από μια μελλοντική εποχή. Στο χέρι μου κρατάω μια βιντεοκάμερα.
Σκέφτομαι ότι έχω μια μοναδική ευκαιρία να κινηματογραφήσω σκηνές από την ζωή των ανθρώπων αυτής της εποχής με μια sony υψηλής ανάλυσης.
Τίποτα δραματικό δεν συμβαίνει. Δεν πρόκειται για τον Τιτανικό.
«Γράφω» την παρέα του σαλονιού που συζητάει πολιτικά σε ύφος έντονο. Αυτός με τα τσιγκελωτά μουστάκια αλά Ηρακλή Πουαρώ έχει κοκκινίσει στην προσπάθειά του να πείσει για την ορθότητα των απόψεων του. Μια μαμά έντρομη τρέχει να μαζέψει τα παιδιά που βγήκαν στο κατάστρωμα. Το ζευγάρι που φιλιέται κρυφά κάτω από την σκάλα . Τον μάγειρα στην κουζίνα που κόβει το κρέας.

Γυρίζω στην εποχή μας με τον ίδιο μαγικό τρόπο που βρέθηκα στο κρουαζιερόπλοιο του 1913. Διαδίδω παντού για τον θησαυρό που έχω στην κατοχή μου και δεν ενδιαφέρεται κανείς. Δεν θέλουν ούτε να δουν τα βίντεο. Απελπισία και άγχος.

Τρίτη ώρα 3.30πμ

Ξυπνάω με ένα αίσθημα ασφυξίας . Οι τοίχοι ανοιγοκλείνουν. Μετακομίζω στο σαλόνι. Τίποτα . Ξανά στην κουζίνα. Ανάβω τσιγάρο. Δεν με χωράει ο τόπος . Ντύνομαι και ανεβαίνω στην μηχανή. Γυρνάω άσκοπα στους δρόμους. Φεύγει και η τελευταία παρέα από το μόνο μπαράκι της πόλης που είναι ακόμα ανοικτό. Κλείνει τα φώτα.
Κατηφορίζω προς την παραλία. Σκέφτομαι ότι ο ΓΑΠ «είναι μια κάποια λύσις» .
Τον τοποθετείς στην θέση του υποχείριου και του προδότη και παίρνει εσύ την θέση του αριστερού πατριώτη η του τίμιου κοινωνικού αγωνιστή.
Και πάλι όμως... σε μερικά χρόνια κάποιοι διαβάτες του μέλλοντος δεν θα θυμούνται ούτε αυτόν ούτε εσένα.

Εκεί που έβγαλες την υπαρξιακή σου αγωνία από την πόρτα , να σου την πάλι από το παράθυρο .

Και ξαφνικά, μέσα στην ερημιά και στα σκοτάδια, πετάγεται ανάμεσα από τα σταθμευμένα αυτοκίνητα ένας αλητόσκυλος και μου επιτίθεται. Η αδρεναλίνη στα ύψη. Χάνω για λίγο την ισορροπία μου . Επαναφέρω την μηχανή και εκτοξεύω διάφορες μεταμεσονύκτιες βλαστήμιες στο παρανοϊκό κοπρόσκυλο που με κυνηγάει.
Πριν φτάσω στο σπίτι ήμουν πολύ καλύτερα. Τώρα σκέφτομαι ότι την γλύτωσα φτηνά. Θα μπορούσα να είχα τρακάρει με τα σταθμευμένα αυτοκίνητα και να βρισκόμουν στο νοσοκομείο.

Τελικά το «κοπρόσκυλο» «είναι μια κάποια λύσις».

Λέω να ερωτευτώ τον Παπαντρέο.
.

Τετάρτη 8 Σεπτεμβρίου 2010

Silvano ( Pietro Mascagni)

Η υπόθεση διαδραματίζεται σε ένα ψαροχώρι της νότιας Ιταλίας. Δύο νέοι ψαράδες, αδελφικοί φίλοι, αγαπούν την ίδια γυναίκα. Όταν ο ένας (Silvano) αναγκάζεται ,λόγω της φτώχειας, να γίνει Κοντραμπαντιέρης (λαθρέμπορος), ο άλλος ξεμυαλίζει την κοπέλα.
Ύστερα από απονομή χάρητος ο κοντραμπαντιέρης Silvano γυρίζει στο χωριό με σκοπό να ξαναφτιάξει την ζωή του και να παντρευτεί την αγαπημένη του. Ο «άλλος» , όμως τον υποδέχεται εχθρικά.
Η κοινωνία του μικρού χωριού δεν εγκρίνει τον διχασμό . Το πείσμα, όμως, των δύο νέων δυναμώνει. Παραμερίζουν την φιλία και το κοινό τους πάθος τους για να υποτάξουν την θάλασσα και επιδίδονται σε μια εμφύλια σύγκρουση χωρίς όρια. Ο έρωτας είναι το πρόσχημα. Το ζητούμενο είναι η επικράτηση και η συντριβή του άλλου . Η ανάδειξη και η ταπείνωση στην μικρή κοινωνία του χωριού .
Η κοινότητα των ψαράδων τους καλεί να παραμερίσουν το μίσος και να διοχετεύσουν τον δυναμισμό τους και τις φιλοδοξίες τους στην θάλασσα , την μεγάλη πρόκληση (Αl mare).

Η κοπέλα δεν πιστεύει ότι είναι δυνατόν να συμφιλιωθούν οι δύο άνδρες και είναι πεισμένη ότι μια τραγική κατάληξη είναι μοιραία.
Πράγματι στην τελευταία σκηνή του έργου η τελική σύγκρουση έχει σαν αποτέλεσμα τον θάνατο και την απελπισία.

Το έργο ανέβηκε για πρώτη φορά στην Ελλάδα. Ανέβηκε, επίσης (στην διάρκεια του καλοκαιριού), στο Fierri της βόρειας Αλβανίας και στη Foggia της κεντρικής Ιταλίας .

Συμμετείχαν η συμφωνική ορχήστρα των Τιράνων , και η χορωδία της Θεσσαλονίκης .
Εξαιρετικό το κόρο των Θεσσαλονικιών και ο Ιταλός Τενόρος που υποδυόταν τον Silvano.
Το κοινό τους αντάμειψε με παρατεταμένα και ενθουσιώδη χειροκροτήματα.

Συγχαρητήρια και στους δικούς μας . Ρόζα Πουλημένου (μητέρα του Silvano), Άκης Χειρδάρης (Σκηνικά ) και βεβαίως στην Κατερίνα Πολυχρονοπούλου που ως Καλλιτεχνική διευθύντρια κόπιασε για να μας δώσει αυτήν την ευκαιρία.

Μπράβο!! Εξαιρετική βραδιά!

La rigrazio tanto Signora e complimenti !!
.

Πέμπτη 2 Σεπτεμβρίου 2010

Η μάμα Ροζίνα

Η Μάμα Ροζίνα είχε καταφύγει στο μπροστινό μέρος της μηχανής ενός αυτοκινήτου. Την άκουσα να νιαουρίζει γοερά. Έσκυψα και ανάμεσα από τα ανοίγματα της μπροστινής μάσκας βλέπω δύο μικρά γατίσια , τσιμπλιασμένα και βουρκωμένα μάτια να με κοιτούν με αγωνία.
Δεν ήξερα τι να κάνω . Κτύπησα όλα τα κουδούνια της πολυκατοικίας να βρω τον ιδιοκτήτη του αυτοκινήτου . Άκουσα διάφορα πρωινά μπινελίκια και σκέφτηκα ότι δεν μπορούσα να κάνω τίποτα παρά να αφήσω το γατί στην τύχη του.
Έκανα μερικά βήματα. Ασυναίσθητα κοιτάω πίσω και βλέπω το γατί στο πεζοδρόμιο να με ακολουθεί .
Ύστερα από πολλές προσπάθειες κατάφερα να το πιάσω .
Το εγκατάστησα στο πατάρι .
Η Ροζίνα γρήγορα βρήκε παρέα έναν μαύρο και πανέμορφο γάτο τον Blacksmith, το οποίο και σπίτωσε στο πατάρι.
Με τον Blacsmith κοιμόνταν αγκαλιά αλλά τελικά «δόθηκε» σε έναν σεσημασμένο, τυχάρπαστο , βρώμικο, άσχημο , αναμαλλιασμένο και περιπλανώμενο αλητόγατο.
Ο Blacksmith παρακολουθούσε αδιάφορα την Ροζίνα να τον απατά ξεδιάντροπα.
Ύστερα Από μερικές μέρες τον έκαναν κομμάτια δύο σκυλιά που κατάφεραν και τον στρίμωξαν στο απέναντι αδιέξοδο.
Η Μάμα Ροζίνα γέννησε σε λίγο καιρό πέντε γατάκια .
Η γριά (και σοφή) γειτόνισσα μου ανέλαβε να μεγαλώσει τα δύο διότι – όπως είπε - «η Ροζίνα είναι μικρή και εάν τις τα αφήσουμε όλα δεν θα τα καταφέρει».
Σε μερικές μέρες βρήκα το ένα από τα τρία πεθαμένο . Τα δύο που έμειναν μεγάλωσαν μια χαρά. Η Μάμα Ροζίνα δεν τα άφηνε από τα μάτια της.

Σταμάτησε να τους δίνει γάλα ακριβώς την στιγμή που μπορούσαν να φάνε μόνα τους . Τους έφερνε ζωντανά σαμιαμίδια για να τα εκπαιδεύσει στο κυνήγι.
Όλα πήγαιναν καλά αλλά εμένα με έτρωγε η ανησυχία.
Όταν άρχισαν να βγαίνουν έξω φοβόμουν ότι θα τα σκοτώσουν τα αυτοκίνητα. Τα έψαχνα κάτω από τα αυτοκίνητα και στις διπλανές αυλές.
Η Μάμα Ροζίνα με παρακολουθούσε με απορία . Κάποια στιγμή αποφάσισα να της μιλήσω κινδυνεύοντας να γίνω κακός.
«Καλά αναίσθητη είσαι;»
«Δεν βλέπεις ότι κινδυνεύουν από τα αυτοκίνητα;»
Με κοίταξε βαθειά στα μάτια και μου είπε:
«Καλύτερα να ζήσουν ελεύθερα σήμερα , ακόμα και αν αύριο τα σκοτώσει ένα αυτοκίνητο, παρά να ζήσουν για πάντα στο σκοτεινό πατάρι προκειμένου να αισθάνομαι σίγουρη ότι δεν θα μείνω μόνη, έχοντας μάλιστα βιώσει την απώλεια τους».
«Έτσι και αλλιώς η ζωή είναι θέμα πιθανοτήτων»
Έτσι μίλησε η Μάμα Ροζίνα και τώρα που σας μιλάω έχει ανέβει πάνω στο πληκτρολόγιο και με κοιτά ερευνητικά .

Η Μάμα Ροντίνα, η χελιδόνα με την οποία συγκατοικώ στο χωριό, γέννησε στην φωλιά της κάτω από την ξύλινη ξεχυτή .
Συνήθως διαβάζω ανάσκελα στο μπαλκονάκι μου και στα διαλείμματα παρακολουθώ την ζωή των γειτόνων μου.
Όταν ήρθε η ώρα να πετάξουν η μάμα Ροντίνα τα άφησε δύο μέρες νηστικά και ύστερα έκανε βόλτες έξω από την φωλιά καλώντας τα να δοκιμάσουν να πετάξουν.
Από κάτω λαγοκοιμόταν ένας γάτος της γειτονιάς που αν τον πιάσω στα χέρια μου αλλοίμονο του.
Η Μάμα Ροντίνα θέτει τα χελιδονάκια μπροστά σε δύο επιλογές. Η να μείνουν στην φωλιά και να πεθάνουν στα σίγουρα από την πείνα η να δοκιμάσουν να πετάξουν και εάν τα καταφέρουν να ταξιδέψουν με το σμήνος σ’άλλη γη σ’άλλα μέρη.
Πράγματι δοκίμασαν και τα κατάφεραν εκτός από ένα το οποίο έπεσε δίπλα στο γάτο.
Πριν ο γάτος προλάβει να συνέλθει από την έκπληξη και να αρπάξει στα σουβλερά του δόντια το πουλάκι , δέχθηκε μια ομοβροντία από τασάκια, αναπτήρες, κινητά , φλιτζάνια καθώς και τις «Ανοικτές Φλέβες τις Λατινικής Αμερικής» του Εδουάρδο Γκαλεάνο, που τον πέτυχαν στο κεφάλι.
Έτσι, άλλωστε, εξηγείται και το πατροπαράδοτο μίσος των γάτων του χωριού μου για τους Λατινοαμερικάνους συγγραφείς .
Άλλη μια ευκαιρία για τον πιτσιρίκο.
Έφυγα πριν δοκιμάσει ξανά .
Μπορεί να κατέληξε στην κοιλιά του γάτου. Μπορεί και να ετοιμάζει τα πράγματα του για το μεγάλο ταξίδι του φθινοπώρου.
Ποιος ξέρει; Και γιατί να ξέρει, άλλωστε;

Την Μάμα Ρόζα μου την κουβάλησε ένα Φθινόπωρο μια Ιρλανδέζα που θα έφευγε για την πατρίδα της . Επρόκειτο για ένα Γκριφόν ιμιτασιόν (αυτά με τα μουστάκια και τα μαλλιά που πέφτουν στα μάτια τους).
«Για καμιά εικοσαριά μέρες» Μου είπε.
Γύρισε μετά από έξι μήνες.
Εντωμεταξύ η Ρόζα είχε γκαστρωθεί και γέννησε τέσσερα κουταβάκια. Δεν της άρεσε στο ξύλινο σπιτάκι που της είχα ετοιμάσει και πήγε και γέννησε βαθειά μέσα σε μια βατσουνιά δίπλα σε ένα ρέμα όπου δημιούργησε μια αυτοσχέδια σπηλιά.
Μια των ημερών έπιασε μια καταρρακτώδης βροχή . Έφυγα τρέχοντας από την δουλειά να προλάβω να μην πάρει το ρέμα τα κουτάβια μαζί με την Μάμα Ρόζα. Χώθηκα μέσα στη βατσουνιά και είδα την Ρόζα να έχει εγκαταλείψει τα τρία κουτάβια μέσα στα νερά και τις παγωμένες λάσπες.
Κάτω από την κοιλιά της είχε βάλει το ένα .
«Μήπως αυτό το ένα γεννήθηκε με κοντή ουρά;» με ρώτησε ένας φίλος κτηνίατρος.
«Που το ξέρεις;» Ρώτησα έκπληκτος.
«Σε τέτοιες ακραίες περιπτώσεις διαλέγουν το πιο γερό για να σώσουν, και αυτό συνήθως έχει κοντή ουρά» μου είπε.
Έμεινα να τον κοιτάω με ανοιχτό το στόμα.
Την Μάμα Ρόζα την συνάντησα μετά από πολύ καιρό. Ήταν στο απέναντι πεζοδρόμιο με την Ιρλανδέζα . Της έφυγε από το λουράκι διέσχισε τον δρόμο ανάμεσα από τα αυτοκίνητα και ανέβηκε επάνω μου. Με γέμισε σάλια με εκείνα τα σιχαμερά μουστάκια της.
Έκτοτε δεν την ξαναείδα.
Πέθανε ο Άνδρας της Ιρλανδέζας και μετακόμισε στην πατρίδα της.

Η Μάμα Νίνα είναι «κλερονόμα». Ο πατέρας της φρόντισε να αγοράσει ερειπωμένα ακίνητα στην κατοχή για «ένα ντενεκέ λάδι». Προίκισε καλά τις δύο κόρες του. Η Νίνα πήρε 1500 ρίζες ελιές και μερικά ακίνητα στην Πόλη. Μαζί με τα δυο τρία ακίνητα του άντρα της έγιναν μια σεβαστή περιουσία που τους απέδιδε ένα σταθερό και ασφαλές εισόδημα.
Μένει στο γωνιακό διαμέρισμα του πρώτου ορόφου.
Στα 70 της η Νίνα ζει εκεί με τον 75χρονο άνδρα της και τον 45χρονο γιό της.
Η Οικογένεια ήταν οι πιο ήσυχοι και οι πιο παράξενοι γείτονες.
Η Νίνα έβγαινε ελάχιστα στο μπαλκόνι και μόνον για να ποτίσει τα λουλούδια της.
Δεν άκουσα ποτέ την φωνή της . Δεν την συνάντησα ποτέ στον δρόμο. Παρά την περιουσία της είχε πάντα την «κοψιά» το ντύσιμο και την συμπεριφορά της γυναίκας του χωριού.
Τον Άνδρας της τον Κώστα τον έβλεπα τακτικά στο σούπερ μάρκετ. Μιλούσαμε ελάχιστα. Καλοσυνάτος, φτωχοντυμένος και με ένα ζευγάρι γυαλιά πρεσβυωπίας που το ένα μπράτσο τους συγκρατείται όπως- όπως με ζελοτέιπ.
Ο Γιός ο Νικόλας έβγαινε μια-δύο ώρες το πρωί , ανέβαινε στο ολοκαίνουργιο σκουτεράκι του και πήγαινε σε μια γειτονική λέσχη στοιχημάτων. Δεν έπαιζε ποτέ, καθόταν μόνος σε ένα τραπέζι στην γωνία και παρακολουθούσε τις συζητήσεις των θαμώνων χωρίς να παίρνει ποτέ μέρος. Έφευγε αθόρυβα όπως ερχόταν, και ξανά στο σπίτι.
Τον έβλεπα πολλές φορές να κάθεται σε ένα γραφειάκι δίπλα στο παράθυρο με αναμμένο μόνο το φώς του γραφείου να ξεφυλλίζει βιβλία και χαρτιά .
Μερικές φορές , τα καλοκαίρια έβγαινε και στο μπαλκόνι με ένα ξεχειλωμένο σώβρακο, άσπρο με μπλε πουά, που σε έκανε να αναρωτιέσαι που το βρήκε.
Αν τύχαινε να περάσεις κάτω από το μπαλκόνι και έκανες το λάθος να σηκώσεις τα μάτια σου ψηλά έβλεπες τα γεννητικά όργανα του Νικόλα με φόντο το δειλινό.
Αυτή η καθημερινότητα της οικογένειας παρέμενε αδιαφοροποίητη για πολλά χρόνια. Οι πιο πολλοί γείτονες δεν γνώριζαν την ύπαρξη τους . Μερικοί την ένιωθαν όταν πότιζε η Νίνα τα λουλούδια της και εκτόξευαν προς τον πρώτο όροφο διάφορες βρισιές και βλαστήμιες.
Ένας νεαρός νοσοκόμος μου είπε ότι είναι «σάϊκο».
Η αλήθεια είναι ότι η οικογένεια έδειχνε να συζεί χωρίς εσωτερική επικοινωνία και σου δημιουργούσε μια εντύπωση καταθλιπτικών ανθρώπων που ζούσαν παράλληλα.
Ώσπου μια μέρα είδαμε κηδειόχαρτα κολλημένα στην είσοδο.
Ο Νικόλας …. Ανακοπή….. τέλος.

Η Νίνα δεν ξαναβγήκε ούτε στο μπαλκόνι.
Τον Κώστα τον είδα μια φορά στα απορρυπαντικά του σουπερ μάρκετ .
Μου είπε ότι η Νίνα είναι στο σπίτι και συγυρίζει κάθε μέρα το δωμάτιο του συχωρεμένου του Νικόλα.
Κάθε πρωί του ετοιμάζει το πρωινό του και το μεσημέρι δεν κάθεται στο τραπέζι αν δεν έρθει η ώρα που πάντα γύριζε ο Νικόλας από την λέσχη.
«Σε τι φταίξαμε;» μουρμούρισε σαν να μιλούσε σε κάποιον άλλο.
Δεν άντεχα άλλο τα βουρκωμένα του μάτια. Πήρα από το ράφι ένα απορρυπαντικό πιάτων με άρωμα λεμόνι και έφυγα βιαστικά.

Το σκουτεράκι του Νικόλα μένει δεμένο με αλυσίδα στην κολόνα της ΔΕΗ.
Πάνω στη σέλα του κάθετε αναπαυτικά η Ροζίνα.
Με κοιτάει ερευνητικά καθώς περνάω. Πλησιάζω και την χαϊδεύω. Σκύβω και την ρωτάω στο αυτί:
«Πες μου τι σκέφτεσαι;»
«Αναρωτιέμαι πως τα καταφέρατε και γίνατε τα αφεντικά του πλανήτη» μου λέει.
«Δεν ενδιαφερόταν κανείς άλλος για την θέση» της απαντάω και συνεχίζω το δρόμο μου με τα νύχια του απαξιωτικού της βλέμματος καρφωμένα στην πλάτη μου.