Σάββατο 30 Δεκεμβρίου 2023

Η στιγμή που έπεσε το σύστημα

 Τα πάντα είναι θέμα πιθανοτήτων.

Είτε μας αρέσει είτε όχι η τύχη  καθορίζει (σχεδόν ) τα πάντα.

Αυτή είναι και η θεμελιώδης διαφορά μου με τους θρησκευόμενους όλων των  θρησκειών, των δογμάτων και των αιρέσεων της οικουμένης.

Μου λέει για παράδειγμα ο μάρτυρας του ιεχωβά της γειτονιάς μου:

«Ότι βλέπεις γύρω σου το έχει φτιάξει  ο Θεός» .

«Όχι , αγαπητέ μου..»  του απαντώ  «..ότι βλέπεις γύρω σου έχει γίνει κατά τύχη.»

 «Δεν είναι αλήθεια..» μου λέει «..η αλήθεια βρίσκεται στον λόγο του Θεού».

 «Ε! όχι  αγαπητέ μου ... η αλήθεια βρίσκεται στους sex pistols

Με κοιτάει κατάπληκτος  με το ίδιο βλέμμα που  με κοιτούν και οι φανατικοί πιστοί του απόλυτου ντετερμινισμού.

Η πεποίθηση μου περί  τυχαιότητας των πάντων μου έχει προκύψει εξ ιδίας πείρας  και πολύ πριν αποφανθεί περί τούτου η κβαντική μηχανική.

Η αρχή της αβεβαιότητας με ακολουθεί παντού από μικρό παιδί.

Όταν ήμουν νεαρός οι εφημερίδες έγραψαν ότι επίκειται το τέλος του κόσμου. Ένας μετεωρίτης κατευθύνεται προς την Γή  και θα καταστρέψει τα πάντα.

Ρώτησα έναν καθηγητή μου και μου είπε:

«Μη φοβάσαι παιδί μου. Ο μετεωρίτης κατά 70%  θα περάσει χωρίς να μας ακουμπήσει.

Στην περίπτωση, όμως, που πέσει στην Γή, κατά 70% θα καεί όλος στην ατμόσφαιρα.

Στην περίπτωση που δεν καεί όλος.  θα φτάσει στην επιφάνεια της Γής μια μικρή πέτρα.

Για να σε σκοτώσει εσένα  ειδικά πρέπει να σου πέσει στο κεφάλι.

Συνυπολογίζουμε και διαιρούμε δια τα τετραγωνικά μέτρα της επιφάνειας του πλανήτη και βρίσκουμε ότι  η πιθανότητα είναι μία στα τρία τρισεκατομμύρια.  Τόσες πιθανότητες  υπάρχουν και να σου γλιστρήσουν τα κλειδιά από το χέρι και αντί για κάτω να πέσουν ..επάνω.»

Έτσι είναι . Υπάρχουμε και θα χαθούμε εξαιτίας της τύχης.  

Για παράδειγμα :

Ξυπνάω το πρωί και δεν έχω καπνό.

Πάω να αγοράσω και το  κιόσκι είναι κλειστό λόγω ανακαίνισης.

Πηγαίνοντας στο επόμενο μου μένει από βενζίνα το μηχανάκι.

Το πάω σπρώχνοντας μέχρι το βενζινάδικο.

Βρίσκω καπνό στο επόμενο  κιόσκι και γυρνάω  πίσω παγωμένος .

Πάω να κάνω καφέ τρέμοντας και έχει τελειώσει.

Φεύγω με τις  πυτζάμες και τις παντόφλες και πάω στο σούπερ μάρκετ.

Μέσα δεν υπάρχει ψύχη ζώσα εκτός από την ταμία.

Πηγαίνω τρέχοντας στο ράφι με τους καφέδες.

Ώσπου να γυρίσω πίσω είναι στο ταμείο καμιά δεκαριά να περιμένουν στην ουρά.

Σφίγγω τα δόντια και περιμένω.

Μπροστά μου είναι μια κυρία  προχωρημένης ηλικίας.

Δεν έχει ζυγίσει τα κρεμμύδια στο μανάβικο.

Φεύγει η υπάλληλος να τα ζυγίσει.

Επιτέλους έρχεται αλλά η κυρία  δεν βλέπει τα λεφτά .

Πάει η ταμίας να τα πάρει μόνη και τους πέφτει το πορτοφόλι με τα ψηλά.

Ψάχνουν να τα βρουν και οι δύο στο  πάτωμα.

Επιτέλους ήρθε  η σειρά μου.

Χτυπάει τον καφέ αλλά έχει τελειώσει το χαρτί.

Βάζει χαρτί αλλά «πέφτει το σύστημα» .

Τόσα χρόνια  αγωνιζόμαστε  να το γκρεμίσουμε .

Τώρα βρήκε να πέσει το σύστημα;

Γυρνάω σπίτι εξαντλημένος και φτιάχνω καφέ.

Δεν πρόκειται για κάποια  εξαίρεση.

Έτσι δουλεύει  το σύμπαν .

Θέλετε και άλλο παράδειγμα;

Βγαίνω για τον βραδινό μου περίπατο.

Η πόλη δεν διαθέτει δημόσιες τουαλέτες  παρά μόνο το πρωί στην λαϊκή .

Εάν δεν γνωρίζεις τον κωδικό από τις τουαλέτες  κάποιας καφετέρια θα κατουρηθείς επάνω σου.

Στην πάνω πλατεία δεν υπάρχει ψυχή ζώσα.

Κοιτάω δεξιά, τίποτα . Κοιτάω αριστερά , τίποτα.

 Ακριβώς την στιγμή που θα πάω να κατουρήσω σε ένα δέντρο σαν το σκύλο , τότε θα περάσει η λιτανεία του Αγίου, οι μαζορέτες , το 3ο σώμα προσκόπων , το λύκειο Ελληνίδων και η Παλαιά φιλαρμονική.

Μια φορά ταξίδευα προς Καρπενήσι από την Άρτα . Μιλάμε για ένα δρόμο που δεν τον έχουν ούτε οι χάρτες της Γκούγκλ.

Στην κορφή στο Βελούχι με πιάνει κόψιμο.

Βουνοκορφές από εδώ βουνοκορφές από εκεί.

Σκέφτομαι ότι και με F16 να έρθει κάποιος θα προλάβω να βρακωθώ.

Πάω πίσω από ένα πουρνάρι.

Εκεί που κάνω την ανάγκη μου ακούω κουδούνια.

Ξαφνικά εμφανίζεται ένα κοπάδι προβατίνες, ο βοσκός, η γυναίκα του,  τα παιδιά του ,  κάποιος αλβανός και καμιά δεκαριά τσοπανόσκυλα σαν λεοντάρια .

Περάσανε από πάνω μου.

Το μικρό το τσοπανόσκυλο μάλιστα μου έριξε και μια γλυψιά στα μούτρα.

Η τύχη αγαπητέ καθορίζει τα πάντα. Μην ακούς τι σου λένε.

Μας διαβεβαιώνει και ο αγαπημένος μου ποιητής Fabrizio de Andre  στο μνημειώδες ποίημα του «Volta la carta» όπου έτσι την πάτησε και η Αγγιολίνα  που εκεί που περπατούσε  σίγουρη και αμέριμνη πάνω στα μπλε  παπουτσάκια της,  την ερωτεύτηκε ένας αστυφύλακας,   γυρνάει όμως το χαρτί και πάει ο αστυφύλακας .

Χάος!

Παρασκευή 22 Δεκεμβρίου 2023

Συνοδός

 Την Αλίκη νομίζω ότι την ήξερα από πάντα.

Η Αλίκη ήταν δύστροπο παιδί.

Η Αλίκη έλεγε πάντα  «Όχι».

Εκείνα τα χρόνια εγώ ήμουν το ακριβώς αντίθετό της.

Εγώ έλεγα πάντα «Ναι» πράγμα που μου στοίχησε πολύ ακριβά.

Το ίδιο νομίζω συνέβη και σε αυτήν.

«Καλημέρα»  να της έλεγες θα σου έφερνε αντίρρηση.

Η Αλίκη δεν ήθελε να πάει σχολείο διότι «το σχολείο προσηλυτίζει».

Η Αλίκη δεν πήγαινε στις μαθητικές διαδηλώσεις «διότι δεν ήταν πρόβατο».

Η Αλίκη δεν ήθελε να κάνει «μόνιμο δεσμό» διότι ήταν κατά των «δεσμεύσεων».

Η Αλίκη δεν ήθελε να δουλέψει διότι ήταν «κατά της μισθωτής σκλαβιάς».

Η Αλίκη δεν ήθελε να παντρευτεί διότι ήταν κατά του «αναχρονιστικού θεσμού».

Η Αλίκη δεν ήθελε να κάνει παιδιά διότι δεν ήθελε να ξοδέψει την ζωή της «μεγαλώνοντας κουτσούβελα».

Η Αλίκη δεν ήθελε να βάλει σουτιέν (τότε που τα βυζιά της ήταν ακόμα ψηλά) διότι «ήταν ελεύθερη».

Η Αλίκη αγαπούσε «όλα τα παιδιά του κόσμου» αρκεί να μην ήταν δικά της.

Περνούσαν τα χρόνια και παντού μπροστά μου έβρισκα την Αλίκη.

Με θεωρούσε υπαίτιο για την αποτυχία «όλων των επαναστάσεων όλων των εποχών» ξεκινώντας από την εξέγερση του Σπάρτακου.

Την συνάντησα ως μαθήτρια .

Την συνάντησα  έξω από το «φροντιστήριο των πανελλήνιων  εξετάσεων».

Την συνάντησα πωλήτρια σε σούπερ μάρκετ.

Την συνάντησα παντρεμένη στα πρόθυρα νευρικού κλονισμού .

Την συνάντησα «ιδιοκτήτρια μίνι μάρκετ».

Την συνάντησα ως «μαμά»  να ουρλιάζει εκτός εαυτού : «Κικήηηηηηη!!!!! Έλα αμέσως εδώ!!!!»

Την συνάντησα στην Β΄ Δ.Ο.Υ να τσακώνεται με τον υπάλληλο για τον «διακανονισμό του Φ.Π.Α.»

Περνούσαν τα χρόνια και παντού μπροστά μου συναντούσα την Αλίκη.

Πάντα η Αλίκη με ξάφνιαζε.

Άρχισαν να ασπρίζουνε οι «ρίζες» και τις έβαφε.

Στην αρχή ήταν της μόδας τα κόκκινα αργότερα το βάψιμο έγινε πιο «πλουραλιστικό».

Τότε αρχίσανε οι «ενέργειες» .

Αν δεν παραδεχόσουν αμέσως ότι «τα πάντα υπόκεινται σε μια ακαθόριστη και αναπόδεικτη, από την ταπεινή ανθρώπινη επιστήμη,  συμπαντική ενέργεια που μας καθορίζει» τότε ήσουν τουλάχιστον «κάφρος»¨.

Αργότερα ήρθε η «ζωοφιλία» , ο «ρατσισμός», η «υγιεινή διατροφή» , η γιόγκα και πάνω από όλα ο «σεξισμός».

Αν σου ξέφευγε και έλεγες , για παράδειγμα, «ωραίος κώλος » κινδύνευες να σε καταγγείλει σε όλη τη κοινωνία για «σεξιστή».

Μετά ήρθε η ποιότητα. Είχε να το λέει ότι πρώτη από όλες, στην καθυστερημένη Ελλάδα,   ήρθε με φόρεμα που αγόρασε στην Ρώμη από τα Βyoung. Καλλυντικά μόνο από την Σεφορά. Εγώ πλέον για την Αλίκη ήμουν το απολίθωμα ενός παρελθόντος που μακάρι να μην είχε υπάρξει ποτέ.

Πέρασε καιρός που είχα να συναντήσω την Αλίκη και νόμιζα ότι είχα γλυτώσει.

Αμ Δε!

Κάποια δύσκολη στιγμή βρέθηκα στο Νοσοκομείο ως συνοδός. Θα μέναμε δυο με τρείς μέρες το πολύ.

Μας πήγαν σε έναν θάλαμο τεσσάρων κρεβατιών που ήταν μόνο το ένα κρεβάτι πιασμένο και αυτό κλεισμένο με μια κουρτίνα .

« Ωραία!» .. σκέφτηκα .. «Αν δεν φέρουν κανέναν άλλον μέχρι το βράδυ θα κοιμηθώ και εγώ σαν άνθρωπος».

Πριν προλάβω να χαρώ ανοίγει η κουρτίνα και εμφανίζεται μπροστά μου η …Αλίκη.

Έκανα αρκετά δευτερόλεπτα για να την αναγνωρίσω.

Ήταν αναμαλλιασμένη, άβαφτη, με ορούς και με ένα ξεθωριασμένο νυχτικό.

«Τι θέλεις εδώ εσύ;…Θα μείνεις εδώ απόψε;» με ρωτάει με διάθεση για καυγά.

«Εδώ…. Που να πάω;… είμαι συνοδός.» απάντησα απολογητικά.

«Άκου να σου πω! …Εγώ έχω πρόβλημα με το στομάχι μου… αέρια …δεν μπορώ να μείνω όλη νύχτα με έναν άντρα στο θάλαμο.»

«Σε καταλαβαίνω αλλά τι θέλεις να κάνω; Να πηδήσω από τον τέταρτο όροφο; Η να κρεμαστώ από το παράθυρο;»

«Μην μου κάνεις εμένα τον έξυπνο!...να πάτε σε άλλο θάλαμο.»

Σκέφτηκα ότι αυτό θα ήταν μια λύση αλλά η  προϊσταμένη, δεν ήθελε να ακούσει κουβέντα για «άλλο θάλαμο».

«Δεν μπορεί αυτή η νευρασθενικιά να μας διώχνει τον κόσμο από τον θάλαμο …που να τους βάλουμε; ..Θα μείνετε εκεί και άστηνε  να λέει.»

 

Πήγαμε στο θάλαμο ως ανεπιθύμητοι και προσπάθησα να την καθησυχάσω. 

«Μην κάνεις έτσι Αλίκη μου , όλος ο κόσμος κλάνει ..θα το αντέξουμε για δυο βραδιές… δεν ήρθε και η συντέλεια του κόσμου!»

Φαίνεται ότι το μόνο που κατάφερα με τους λεπτούς μου χειρισμούς ήταν να χειροτερέψω την ήδη εκρηκτική ατμόσφαιρα.

Παρόλα αυτά η Αλίκη υποχώρησε μην μπορώντας να κάνει αλλιώς.

Στην αρχή της αξέχαστης αυτής πρώτης βραδιάς μείναμε σιωπηλοί να ακούμε την Αλίκη να μιλάει στο κινητό και να κάνει παρατηρήσεις στην υπάλληλό της .

Μετά μίλαγε για καμιά ώρα με κάποια φίλη της που της είχε αναθέσει να φυλάει κάποιον «Έκτορα»  που υποθέσαμε ότι ήταν κάποιος σκύλος η γάτος.

Κατά τις δώδεκα τσακώθηκε με την νοσοκόμα.

Στις μία σηκώθηκε να κατουρήσει.

Πέρασα ένα αξέχαστο Σαββατοκύριακο.

Τόφερε η μοίρα να κοιμηθώ με την Αλίκη στο ίδιο δωμάτιο κάτω από ανείπωτες συνθήκες που και η πιο αρρωστημένη φαντασία θα αδυνατούσε να περιγράψει.

Την Δευτέρα το μεσημέρι πήρα στα χέρια μου το πολυπόθητο εξιτήριο.

Ανάσανα!

Παρασκευή 15 Δεκεμβρίου 2023

Χριστουγεννιάτικες ιστορίες

 Αυτές τις άγιες μέρες παρακολουθώ από απόσταση την καταναλωτική φρενίτιδα που έχει καταλάβει τους (ψιλό) έχοντες.

Mε νύχια και με δόντια, προσπαθούν να με σπρώξουν και εμένα σε αυτή την πρέζα   τα κανάλια της τηλεόρασης, οι ραδιοφωνικοί σταθμοί, οι εφημερίδες και τα φέισμπουκ.

Ματαιοπονούν.

Δεν ξέρουν με ποιόν έχουν να κάνουν.

Αν ακολουθούσαν όλοι το παράδειγμα μου θα είχε καταρρεύσει το (σάπιο) καπιταλιστικό σύστημα σε ένα μήνα.

Το καλάθι του νοικοκυριού δεν με  αγγίζει.  Άλλωστε,  ουδέποτε πήρα καλάθι μπαίνοντας σε σούπερ μάρκετ. Δυο τρία πράματα στο χέρι και χωρίς σακούλα.

Δεν είναι που πάντοτε άνηκα στους μη έχοντες  , το έχω θεωρητικοποιήσει κιόλας.

Είμαι της σχολής του μεγάλου ποιητή Fabrizio de Antre  ο οποίος έλεγε :

«Quello che non ho e quel  che non mi manca» .

 Τουτέστιν: «Δεν (θέλω να )  έχω ότι  δεν μου λείπει».

Για παράδειγμα:

Η γαλοπούλα δεν μου άρεσε ποτέ ούτε την ήξερε κανείς από τους προγόνους μας .

Ανήκει στην αγγλοσαξονική κουζίνα που ούτε την γνωρίσαμε ούτε θέλουμε να έχουμε καμία σχέση μαζί της.

Αυτοί τρώνε και στρουθοκάμηλο.

Αγοράζω ένα κοτοπουλάκι νάνο με δυόμιση ευρώ που δεν το καταδέχεται κανείς . Το κάνω παστιτσάδο με χοντρό μακαρόνι και τρώμε  καλά , φτηνά , περισσεύει για την Λουτσίντα* και αύριο βλέπουμε.

Το ρολόι μου το πήρα  δώδεκα ευρώ από την Σούν Τσίν , δουλεύει τέλεια , είναι αδιάβροχο και η μπαταρία του δουλεύει ασταμάτητα εδώ και δύο χρόνια. 

Εάν μου δώσεις δωρεάν ένα ρολόι με αισθητική golden boys , από αυτά που πουλάνε οι απαστράπτουσες βιτρίνες,   θα το χαρίσω  στον πρώτο περαστικό. 

Πήρα μια κινέζικη ξυριστική μηχανή δεκατρία ευρώ , δουλεύει τέλεια και έχω ξεχάσει πότε την φόρτισα.

Συμβαίνουν, όμως,  και ατυχείς αγορές.

Το παραδέχομαι.

Μια φορά , τέτοιες μέρες , αγόρασα από ένα καλάθι ενός σουπερ μάρκετ  πυτζάμες με τρία  ευρώ.

Νόμιζα ότι δεν είδα καλά την τιμή.

Η υπάλληλος μου είπε ότι τις βάλανε προσφορά διότι  είχανε μείνει και επιπλέον ήταν άλλο χρώμα η κάτω και άλλο η πάνω.

Σκέφτηκα: «Ποιος θα με δει μέσα στο σπίτι;»  και τις αγόρασα.

Το βράδυ που τις έβαλα διαπίστωσα ότι δεν ήταν απλώς άλλο χρώμα αλλά και …άλλο νούμερο.

Έτσι από την μέση και πάνω είμαι σαν το Μπάτμαν και από τη μέση και κάτω σαν τον Τσάρλυ Τσάπλιν.

Ένα άλλο ατύχημα που μου συνέβη ήταν αυτό με τις πατάτες.

Όπως πέρναγα από τις Αλυκές αγόρασα ένα σακί πατάτες από μια φαμίλια ρομά.

Φαινόταν φρέσκες και καλές.

Πάω να ανοίξω το σακί και στην μέση ήταν όλες τόσο μικρές τόσο που ήταν σχεδόν άχρηστες.

Έσπασα το κεφάλι μου πως κατάφεραν και βάλανε τις μεγάλες γύρω-γύρω και τις μικρές στην μέση.

Την απορία μου την έλυσε ένας φίλος μανάβης στην λαϊκή.

«Κόβουνε ένα χαρτόνι . Το κάνουνε ρολό, το κολλάνε με σε σελοτέϊπ και το βάζουνε μέσα στο άδειο σακί. Εν συνεχεία βάζουνε τις μεγάλες πατάτες γύρω- γύρω και τις μικρές στην μέση. Τέλος τραβάνε το χαρτόνι και ράβουνε το σακί.»

Μιλάμε , οι άνθρωποι είναι έτη φωτός μακριά.

Εκείνο , όμως , το ατύχημα μου ως καταναλωτή που μου άφησε  ψυχικό τραύμα ήταν τα σλιπάκια.

Συνάντησα κάποτε έναν πλανόδιο μικροπωλητή που πούλαγε σώβρακα , φανέλες και κάλτσες.

Με διαβεβαίωσε ότι ήταν από μια βιοτεχνία που έκλεισε και τα πούλαγε όσο-όσο. 

Πήρα δέκα σλιπάκια πέντε ευρώ.

Σκέφτηκα ότι και μια φορά το καθένα να τα φόραγα πάλι κερδισμένος θα ήμουν.

Το Σαββάτο το βράδυ μετά το μπάνιο φοράω το πρώτο , ντύνομαι και βγαίνω.

Όπως περπατούσα κάτι με τράβαγε .

Μέχρι να φτάσω στο Σαρόκο , το σώβρακο είχε πάει όλο από την μία μεριά.

Μπαίνω στο πρώτο καφενείο και πάω στην τουαλέτα .

Δεν χρειάστηκε να ρωτήσω διότι , καθώς έλεγε και ο Τζιόρτζιο Γκάμπερ , «Οι καμπινέδες είναι πάντα στο βάθος δεξιά» .

Το βγάζω και γυρνάω σπίτι ξεβράκωτος.

Βάλθηκα με ένα μέτρο να λύσω το μυστήριο.

Τα σλιπάκια ήταν όλα στραβοκομμένα από την μηχανή και προφανώς ο  κατασκευαστής τα πέταξε από όπου και τα πήρε ο μικροπωλητής.

Είπα τον πόνο μου στον γείτονα μου τον Κώστα που ήταν ναυτικός και είχανε  δει πολλά τα μάτια του.

«Αυτό δεν είναι τίποτα» μου λέει.

«Εμείς μια φορά πηγαίναμε  Περσικό . Στην διώρυγα του Σουέζ περιμέναμε στη σειρά και ως συνήθως ανέβηκαν στο καράβι διάφοροι  ντόπιοι  που πουλούσαν τα πάντα. 

Πήρα σαράντα φανέλες σε σελοφάν για δέκα δολάρια.

Παρακάτω  έκανε πολύ ζέστη και θέλαμε τρείς φανέλες την ημέρα.

Μόλις  περάσαμε άνοιξα το πρώτο σελοφάν και τι να δώ;»

«Ήτανε στραβοκομμένες;» ρωτώ  αφελώς εγώ.

«Χειρότερα» μου λέει σοβαρός.

«Μέσα ήτανε μόνο η μπροστινή μεριά της φανέλας.»

Γιαυτό σου λέω φίλε. Αν , τούτες τις άγιες μέρες, νοιώθεις ένα κενό μέσα σου ψάξε να βρεις αλλού την αιτία. 

Μην ψωνίζεις άσκοπα και άχρηστα . Σε κάνα δυο μέρες θα περάσει η επίδραση, θα ξαναρθεί το κενό  και θα σου έχει μείνει και απλήρωτος ο λογαριασμός του ρεύματος.

Εάν δεν μπορείς μόνος σου ζήτα βοήθεια από κάποιο  ειδικό.

Εγώ , για παράδειγμα, έχω ιδρύσει θεραπευτική  κοινότητα.

Καθόμαστε όλοι γύρω  . Σηκώνεται ο πρώτος και λέει:

«Με λένε Θανάση και είμαι δύο μήνες καθαρός».

Και οι υπόλοιποι φωνάζουν:

«..και ο Θανάσης είναι εντάξει!»

Με καμιά  πενηνταριά ευρώ την συνεδρία καθάρισες.

ΥΓ

*Η γάτα μου.

Κυριακή 10 Δεκεμβρίου 2023

Το Κουμπάστακο

 Στα μέρη μας λέμε «Αστάκι» το καλαμπόκι.

Η λέξη α-στάκι  προέκυψε από το αραβικό στάρι , τον αραβόσιτο,  όπως το λέμε και αλλιώς.

Το εσωτερικό κοτσάνι του το λέμε «κουμπάστακο».

Όταν φύγουν τα σπόρια,  χρησιμεύει μόνο για να το τρώνε οι γάιδαροι.

Για τους γαιδάρους το κουμπάστακο είναι ο καλύτερος μεζές.

Για μας είναι ταυτισμένο με κάθε τι το άχρηστο.

Ένας άχρηστος άνθρωπος, ας πούμε,  είναι «κουμπάστακο».

Υπάρχει , δε, και  μια ράτσα ανθρώπων που βρίσκεται παντού ανάμεσα μας και που το κοινό τους γνώρισμα είναι ότι είναι «μέσα στα πράγματα».

Είναι αριστεροί, είναι δεξιοί,  είναι συνδικαλιστές, είναι μαστόροι, είναι λογιστές,  είναι χριστιανοί , είναι οικογενειάρχες , είναι τοπικοί πολιτευτές  …τους βρίσκεις παντού.

Μερικοί από αυτούς γεννήθηκαν «μέσα στα πράματα».

Τελευταία εξετάζω με περιέργεια αυτούς που στην πορεία της ζωής τους άρχισαν σιγά- σιγά , ανεπαισθήτως θα έλεγα,  να «γλιστρούν μέσα στα πράματα».

Στην αρχή, λένε, δεν τους αρέσει να «χάνουν το χρόνο τους».

Μετά , λένε, δεν τους αρέσουν οι «αερολογίες».

Αργότερα θέλουν «σοβαρότητα».

Δεν είναι αυτοί για να φτυαρίζουν, να σκάβουν, να μοιράζουν προκηρύξεις , να διαβάζουν ποιήματα, να τραγουδάνε, να περιφέρονται ασκόπως και να ερωτεύονται γενικώς.

Αυτά είναι για τους άλλους.

Αυτοί είναι γεννημένοι για μεγάλα πράματα, για πάνελ, για διοικητικά συμβούλια, για επιτελικούς σχεδιασμούς, για σημαντικές αποφάσεις , για μεγάλα σχέδια.

Αποκήρυξαν το αμαρτωλό τους παρελθόν και  σοβαρεύτηκαν.

Αν τους ρωτήσεις θα σου πουν ότι όλα αυτά τα κάνουν «για την οικογένεια», «για την πρόοδο », «για τα παιδιά» , «για το κίνημα», για την «πατρίδα».

Έχουν κάνει τόσες πρόβες που κινδυνεύεις να σε πείσουν.

Έτσι λοιπόν , ανεπαισθήτως , «μπαίνουν μέσα στα πράματα».

Γίνονται ολοένα και πιο  απόμακροι και ξένοι.

Μερικούς από αυτούς του ξαναβλέπεις μετά από χρόνια (που έχουν μπει για τα καλά «μέσα στα πράματα»)  και τότε καταλαβαίνεις.

Έχει μείνει μόνο το κουμπάστακο.

Το πιο ενοχλητικό είναι ότι έχουν την απαίτηση να θαφτούν δημοσία δαπάνη  σε μια λαμπρή τελετή ως ατρόμητοι, ως ανιδιοτελείς , ως ευεργέτες της πατρίδας  και  της προόδου και της ανθρωπότητας.

Ακόμα και τότε, θέλουν σώνει και καλά να  στερήσουν και από τον γάιδαρο το κουμπάστακο.

Έτσι γέμισαν οι δρόμοι μας με ονόματα από  σπουδαία κουμπάστακα που διέπρεψαν στην μικρή μας πόλη.

Θα πει κανείς: «Ο καθένας έχει δικαίωμα σε έναν ήσυχο θάνατο.»

Σωστό και αυτό.

Υπάρχει όμως και μία άλλη ράτσα ανθρώπων που δεν κάνει τόση φασαρία στο πέρασμα της από τον μάταιο τούτο κόσμο.

Ο Δημητράκης , για παράδειγμα.

 

Ο Δημητράκης ελαφροπατάει.

 

Γέρασε και τονε λένε ακόμα «Δημητράκη».

 

Δύσκολα αντιλαμβάνεται κανείς την παρουσία του.

Ανοίγει το πρωί την πόρτα και βγαίνει στον μπότζο .

Αφήνει την πόρτα μισάνοιχτη. Κοιτάει προς το Σιδάρι  σκεφτικός. Φαντάζομαι εκτιμά  τον σημερινό καιρό για να πάρει τις αποφάσεις του.

Κοιτάει ψηλά την κληματαριά του. Την χαϊδεύει απαλά με έναν τρόπο που θα τον ζήλευε και η ωραιότερη γυναίκα του κόσμου.

Ο Χοντρογιάννης από το Σωκράκι του έλεγε ότι «για να κάνεις καλό κρασί πρέπει να χαϊδεύεις το σταφύλι αράτα-αράτα».

Σκύβει σοβαρός και περνάει τα δάχτυλά του απαλά πάνω από τα λουλούδια του μπαλκονιού.

Μπαίνει ξανά μέσα και βγαίνει αθόρυβα με ένα μπουκαλέτο στο χέρι.

Ρίχνει λίγο νερό σε κάθε πιτέρι σαν να το μετράει.

Κατεβαίνει αργά την εξωτερική σκάλα και αδειάζει προσεκτικά το υπόλοιπο νερό στην τσίγκινη λεκάνη κάτω από τη σκάλα.

Η τσίγκινη λεκάνη κάτω από τη σκάλα του Δημητράκη είναι γνωστή σε όλο το ζωικό βασίλειο της γειτονιάς.

Ανεβαίνει τη σκάλα προσεκτικά και αθόρυβα σαν να φοβάται μην γκρεμιστεί.

Ο Δημητράκης ελαφροπατάει  τόσο ώστε, αν δεν είσαι παρατηρητικός,  δεν θα είσαι ποτέ σίγουρος ότι πέρασε από μπροστά σου.

Μιλάει ελάχιστα και χαμηλόφωνα. Ίσα μια καλημέρα και ένας χαιρετισμός με το ανεπαίσθητο κούνημα του κεφαλιού.

Είναι  αυθεντικός Κερκυραίος αγρότης.

Οι αγρότες άλλων περιοχών με τους μεγάλους κάμπους, τις τερατώδεις θεριζοαλωνιστικές μηχανές , τα γιγάντια  τρακτέρ και τα  μεγάλα ποτάμια θα γέλαγαν βλέποντάς τον.

Τα λιγοστά εργαλεία του είναι στην αποθήκη κάτω από την σκάλα.

Η πόρτα της αποθήκης είναι μονίμως ανοιχτή για να μπαίνουν τα βράδια οι γάτοι της γειτονιάς.

Το κτήμα του δεν ξεπερνάει τα τέσσερα στρέμματα. Έχει Ελιές , νερατζιές , λεμονιές, ροδακινιές ,  αμπέλι, λαχανικά και δίπλα στο ξύλινο πορτόνι μια νεσπολιά.  Έχει και κότες και γίδα.

Ο Δημητράκης στα νιάτα του ήταν πολύ καλός μουσικός. Έχει ακόμα δίπλα στο κρεβάτι του το θρυλικό του ακορντεόν με τα πολλά μπάσα. Ολόκληρη ορχήστρα! Παίζανε στα πανηγύρια. Ο πατέρας μου βιολί και ο Δημητράκης ακορντεόν.

Τις προάλλες τραγουδούσαμε στο σπίτι μου. Πολλοί νόμισαν ότι θα τον ανησυχούσαμε.

 Τους καθησύχασα.

Ο Δημητράκης είχε ανοίξει δύο δάχτυλα την πόρτα του και στεκόταν όρθιος από πίσω.

Είπαμε και μερικά τραγούδια που του άρεσαν.

 Ήξερα ότι μας ακούει.

Το πρωί περνώντας με καλημέρισε . Μου χαμογέλασε συνωμοτικά σαν να ανήκαμε στην ίδια μυστική αίρεση.

Ο Δημητράκης ελαφροπατάει . Αν είσαι αφηρημένος δύσκολα καταλαβαίνεις το πέρασμα του.

Κατά τις έντεκα ανεβαίνουμε στην «Μπέλα βίστα». 

Η θάλασσα εκπέμπει εκατομμύρια μικρούς σπινθηρισμούς στο σύμπαν.

Βόρεια κοιμάται τον Αγγελόκαστρο. Αιώνες απέναντι από τον μοναδικό του σύντροφο, το κάστρο του Γαρδικιού. Δεν είναι τυχαία το ένα απέναντι στο άλλο.

Κατηφορίζουμε προς τους Λάκωνες.

Μούρχωνται στο μυαλό τα μοναδικά κρεμμύδια τους. Είναι κάτασπρα και τεράστια και έχουν εξαιρετική γεύση.

Θάθελα τώρα νάχα λίγο φρέσκο ψωμί με πράσινο λάδι και ένα κρεμμύδι  κομμένο στα τέσσερα.

Σκέφτομαι ότι ο Δημητράκης  τώρα θα ανακατεύει αργά το ατομικό του τσουκάλι με τα κολοκυθάκια του.

Μέσα στην κουζίνα του.

Αργά και με προσοχή .

Σαν μάγος κάποιας εξωτικής φυλής .

Η ΞΥΠΟΛΗΤΗ ΧΟΡΩΔΙΑ

 Υπάρχει ένα μικρό χωριό στ΄Αγύρου που  για κάποιο , μη εξηγήσιμο επιστημονικώς , λόγο όλοι οι κάτοικοι του είναι  γιατροί  και  δικηγόροι.

Ο χειρότερος είναι φυσικοθεραπευτής.

 Η πλατειούλα του χωριού  με τους πάγκους και τα πεζούλια  σου δίνει την αίσθηση αίθουσας αναμονής  εξωτερικών ιατρείων νοσοκομείου.

Από δώ , «Παθολόγος» , από κει  «πνευμονολόγος», πιο πέρα «Ουρολόγος».

Σε αυτό, λοιπόν, το χωριό ζει μοναχός του τα τελευταία χρόνια ο μοναδικός βιολιστής του χωριού.

Πρόκειται για το όνειδος  του χωριού  που οι πάντες  αποφεύγουν να αναφέρονται στην ύπαρξή του.

Ο βιολιστής πάντα ήταν απομονωμένος αλλά από τότε που  πέθανε η γυναίκα του οχυρώθηκε στο σπίτι  του σαν τον Σαμουήλ στο Κούγκι , περικυκλωμένος από αδίστακτους επιστήμονες .

Αντιθέτως , στο χωριό μας,  ο καλύτερος (και μοναδικός) μαθητής   τελείωσε την έκτη δημοτικού με πεντέμιση,   με «διαγωγή κοσμία» και η τελετή αποφοίτησης  του ήταν ισάξια της επετείου της εικοστής ογδόης Οκτωβρίου.

Ο τοπικός θρύλος , μάλιστα,  λέει ότι αυτόν τον μαθητή τον λέγανε Θωμά και από τότε καθιερώθηκε,  μια φορά το χρόνο , «του Θωμά»,   να  γίνεται η λιτανεία μας και να ακολουθεί παραδοσιακό πανηγύρι όπου ο πολιτιστικός σύλλογος ψένει σουβλάκια.

Το χωριό μας μπορεί να μην βγάζει επιστήμονες αλλά για κάποιο  (επίσης ανεξήγητο επιστημονικώς )  λόγο  βγάζει μόνο  μουσικούς.

Όλοι , μικροί μεγάλοι, τραγουδάνε  η ασχολούνται με την μουσική.

Επειδή όμως η ενασχόληση με την μουσική δεν είναι προσοδοφόρο επάγγελμα ,  θεωρούμεθα συλλήβδην ανεπρόκοποι , γλεντζέδες  και τεμπέληδες.

Αν επικρατήσουν πλήρως οι  νέες αξίες της εποχής μας  τότε , ίσως , δεν είναι μακριά η μέρα που  οι άδοντες  και οι βιολιστές θα οδηγούνται  στα κρεματόρια.

Από αίσθημα αλληλεγγύης ,λοιπόν,  προς τον πολιορκημένο συνάδελφο , ο δάσκαλος της χορωδίας μας , μας έβαλε την ιδέα να πάμε ένα  σαββατόβραδο να κάνουμε καντάδα του εξοβελισθέντος βιολιστού.

Κάναμε μάλιστα και πρόβα το αγαπημένο τραγούδι του ζεύγους.

Μας έπεισε , δε, να πάμε με τα πόδια στο διπλανό χωριό και …ξυπόλητοι.

Ο ίδιος είναι συνέχεια ξυπόλητος γιατί πιστεύει ότι «η άμεση επαφή με την μητέρα Γή  αποφορτίζει τον οργανισμό από την συσσωρευμένη ενέργεια» , πράγμα απολύτως απαραίτητο για μουσικούς του δικού μας επιπέδου.

Έτσι ,λοιπόν, μετά τις δύο τα μεσάνυχτα, αφήσαμε τα παπούτσια μας στο χωρίο και ξεκινήσαμε  ξυπόλητοι μέσα στα σκοτάδια.

Κουτσά στραβά φτάσαμε.

Πήραμε θέσεις σιωπηλά έξω από το σπίτι του βιολιστή και ξεκινήσαμε το τραγούδι.

Ο βιολιστής άναψε τα φώτα και βγήκε στην πόρτα με δάκρυα στα μάτια.

Μας κέρασε , του κάναμε και παρέα λίγη ώρα, αναπτερώθηκε και το ηθικό του και ξεκινήσαμε να γυρίσουμε πίσω , τρείς ώρες πριν να φέξει.

Το να πάς τον κατήφορο ξυπόλητος  είναι μία κουβέντα.

Το γυρίσεις  τον ανήφορο, όμως, είναι περισσότερες από μία .

Ο μαέστρος το διασκέδαζε διότι  οι πατούσες του είναι σα σόλες.

Η  χορωδία, όμως, αποδεκατίστηκε μέχρι να φτάσουμε επάνω .

Ο ένας ήταν εδώ και ο άλλος ερχόταν εκατό μέτρα πιο πίσω  κουτσαίνοντας.

 Άκουγες μέσα στα σκοτάδια , από τις  παρακάτω στροφές  του δρόμου,  να εκτοξεύονται διάφορες αυτοσχέδιες ύβρεις  εναντία σε  άγνωστους αγίους και αγίες  και που αφορούσαν ,  κυρίως, τα απόκρυφα σημεία του σώματος και  τα γεννητικά τους όργανα.

Φτάσαμε στο χωριό σαν εξαντλημένοι μαραθωνοδρόμοι κατά τις τέσσερις το πρωί  ένας -ένας.

Είπαμε να κάνουμε και τελετή απονομής μεταλλίων στο φόρο  αλλά δεν είχε κανένας κουράγιο να περιμένει .

Παρασκευή 3 Νοεμβρίου 2023

Απλά ερωτήματα

Η τζαμαρία της τάξης μου  ήταν χωρισμένη σε μικρά τετράγωνα τζαμάκια.

 

Τότε το ύψος της μου φαινόταν πολύ πάνω από τα θρανία.

 

Προάλλες που πήγα να ψηφίσω μου φαινόταν πολύ  χαμηλή.

 

Κοίταγα το νταβάνι σκεφτικός ώσπου η  φωνή της δικαστικού διέκοψε τις σκέψεις μου .

 

«Κύριε  τα ψηφοδέλτια σας .»

 

Όταν ήμουν μαθητής αυτά τα παράθυρα ήταν το μόνο μέρος οπτικής επαφής μου με τον έξω κόσμο .

 

 Αναρωτιόμουν  γιατί είχε τόσα μικρά τετράγωνα τζάμια  ενώ θα μπορούσε να είχε ένα μεγάλο μονοκόμματο τζάμι.

 

Το ερώτημα δεν  έλαβε ποτέ απάντηση.

 

Από το σημείο που καθόμουν έβλεπα ένα μικρό κομμάτι από την κορυφή της εκκλησιάς και ένα μεγάλο κομμάτι ουρανού.

 

Τα σύννεφα ήταν για μένα κάτι ανάλογο με τον σημερινό σινεμά.

 

Έβλεπα τιτανομαχίες,  καβαλάρηδες  να πολεμούν με τέρατα, τεράστιες κεφαλές δράκων και ολόγυμνες γοργόνες να κολυμπούν στους ουρανούς.

 

Κάποια φορά ,θυμάμαι, με διέκοψε η  αυστηρή και νευρική φωνή του κυρίου Αντώνη.

 

Ο «κύριος Αντώνης» ήταν ένας μονίμως εξοργισμένος δάσκαλος που πίστευε ότι «για να γίνει άνθρωπος»   ένα παιδάκι θα πρέπει να το σακατέψει στο ξύλο.

 

Ευχαριστιόταν να δέρνει παιδάκια καθημερινά.

 

 

Μιλάμε ότι είχε επιβάλει τον απόλυτο τρόμο .

 

 

Νομίζω ότι δεν έχω μισήσει κάποιον περισσότερο. 

 

 Με σήκωσε στο μάθημα και με ρώτησε:

 

«Πόσο μας κάνουν  πέντε φορές το μηδέν».

 

Χτυπούσε στο χέρι του τον ξύλινο  χάρακα.

 

Με είχε  παραλύσει ο τρόμος.

  

Δεν μπορούσα να κατανοήσω το ερώτημα .

 

Δεν μπορούσα καν να σκεφθώ οτιδήποτε.

 

Είχαμε ακούσει διάφορους τρομερούς θρύλους και απίστευτες ιστορίες από παιδιά παλιότερων τάξεων για τον ξύλινο αυτό χάρακα.

 

Σταμάταγε να σε χτυπάει όταν πλέον τα χέρια σου είχαν μελανιάσει και δεν μπορούσες να σηκώσεις ούτε το μολύβι.

 

Εκείνη την εποχή παντού στον κόσμο επικρατούσε ένας  ασυγκράτητος αυταρχισμός που συνοδευόταν με δημόσιους ξυλοδαρμούς παιδιών και γυναικών κυρίως.

 

Είδα στην ζωή μου , ακόμα, να πετροβολούν και ομοφυλόφιλους στον δρόμο για να γελάσουν.

 

Η επιβολή της υποταγής  τότε  ήταν σαν να ερχόταν «απέξω».

 

Και σήμερα υπάρχει επιβολή της υποταγής αλλά,  ακόμα χειρότερα ,  σαν να βγαίνει από μέσα από τα σπλάχνα της κοινωνίας.

 

Μερικά δευτερόλεπτα κράτησε η σιωπή μου κοιτάζοντας ψηλά σε μια προσπάθεια  να σκεφτώ χωρίς την απειλή του χάρακα.

 

-«Πέντε το μηδέν μας κάνει….. Κύριε….. Κύριε!! … μια μέλισσα !!!!» είπα δείχνοντας προς το ταβάνι.

 

Η τάξη ξέσπασε σε γέλια με την αποτυχημένη μου προσπάθεια αντιπερισπασμού και ο δάσκαλος κατακόκκινος από τα νεύρα με σάπισε στο ξύλο.

 

Έκλαιγα έχοντας τα χέρια μου κάτω  από τις μασχάλες.

 

Έκτοτε μίσησα την τζαμαρία που με  χώριζε από τον  δικό μου, πραγματικό κόσμο.

 

Ένα βράδυ πήγα στο σχολείο , μάζεψα πέτρες και άρχισα να την πετροβολώ.

 

Στην αρχή όλα πηγαίνανε καλά .

 

Όσο , όμως λιγόστευαν τα τζαμάκια τόσο  χρειαζόμουνα και περισσότερες πέτρες.

 

Έμειναν στο τέλος  μερικά τζάμια  γερά που δεν μπορούσα να τα πετύχω.

 

Αναρωτιόμουν γιατί άραγε άλλοι συμμαθητές μου ήταν τόσο εύστοχοι που θα μπορούσαν να πετύχουν ακόμα και μικρότερους στόχους με μια πέτρα.

 

Τι περισσότερο είχαν αυτοί;

 

Τι ακριβώς συμβαίνει  και ο ένας άνθρωπος είναι πιο εύστοχος από τον  άλλο;

 

Έπειτα αναρωτιόμουν:  « Αν πετάξω την πέτρα θα σπάσω το τζαμάκι , αυτό είναι σχεδόν σίγουρο και το ξέρω από πριν , αλλά  ….ποιά ακριβώς θα είναι η γραμμή του ραγίσματος του τζαμιού;…. και σε πόσα κομμάτια ακριβώς θα πέσει κάτω;….  Αυτό γιατί δεν μπορώ να το ξέρω;

 

Απάντηση δεν ελάβαινα και τα ερωτήματα όσο πέρναγαν τα χρόνια  γινόταν  ολοένα περισσότερα και δυσκολότερα.

 

Πέρασε καιρός και πάντα ονειρευόμουν  να ήμουν λέει δάσκαλος στην ίδια τάξη των παιδικών μου χρόνων .

 

Οι μαθητές μου να ήταν όλοι αυτοί οι λεγόμενοι δάσκαλοι που τότε μας βασάνιζαν αναιτίως και πολλούς μας σημάδεψαν.

 

Να  σταθώ πάνω στην έδρα  και να χτυπήσω τον ξύλινο χάρακα  νευρικά .

 

-«Ησυχία! …. Κάντε ησυχία!»

 

-«Να σηκωθεί ο Αντώνης»

 

Να του δείξω βλοσυρός  με τον χάρακα προς την τζαμαρία.

 

-« Βλέπεις Αντώνη αυτά τα σύννεφα;»

 

-«Βλέπεις αυτό το σύννεφο που μοιάζει με τέρας ;»

 

-« Θέλω να μου πεις τι σχήμα θα πάρει αυτό το σύννεφο μετά από πέντε λεπτά και να μου  αναφέρεις όλες τις αιτίες που το ανάγκασαν  να πάρει αυτό το σχήμα.»

 

Ο Αντώνης τότε θα  τρομοκρατηθεί , θα κοιτάξει προς το ταβάνι (ότι δήθεν σκέφτεται) και ξαφνικά θα πει:

 

-«Κύριε, κύριε!!!! …. μια μέλισσα!!!»

 

-«Εύγε Αντώνη!.... Πολύ σωστά…. Η μέλισσα ήταν η μία αιτία. Ανάφερε τώρα και τις υπόλοιπες.»