Κυριακή 19 Φεβρουαρίου 2017

Ο ξαφνικός θάνατος της σιόρα Βερόνικα Δαλιέτου



Η σιόρα Βερόνικα γεννήθηκε μεγάλωσε και πέθανε  στο ίδιο δωμάτιο.

Το παράθυρο της «έβλεπε» από μια γωνία λίγη θάλασσα και ένα κομμάτι από το Βίδο.

Το όνειρό της πάντα ήταν ένα σύγχρονο διαμέρισμα που να καθαρίζεται εύκολα. Με γυαλιστερά πατώματα , κάτασπρους τοίχους και μπετονένιο ταβάνι.

Το σπίτι στα μουράγια ήταν μεγάλο αλλά χωρίστηκε σε τέσσερα κομμάτια . Ένα για κάθε παιδί.

Η Βερόνικα πήρε σαράντα πέντε τετραγωνικά. Εκεί παντρεύτηκε και εκεί μεγάλωσε τρία παιδιά.

Τα μοροφίντα του σπιτιού άλλαξαν τρείς φορές.

Την μία όταν  παντρεύτηκε.

Την άλλη όταν ήταν γκαστρωμένη στο δεύτερο παιδί και την τρίτη στο τέλος που έμεινε μόνη της.

Θυμάμαι που μου έδειχνε τα σημάδια από τα χωρίσματα και μου εξηγούσε λεπτομερώς την διαρρύθμιση του σπιτιού ανά εποχή.

Η Βερόνικα Δαλιέτου αισθανόταν πάντα ενοχές διότι παντρεύτηκε «έναν τιποτένιο».

Κυρίως τα είχε με τον εαυτό της και απορούσε για την ανοησία της να τον παντρευτεί.

Η αλήθεια είναι ότι είχε δίκιο.

Δεν ξέρω αν ο άντρας της ζει ακόμα. Έχω καιρό να τονε δώ. Όταν όμως τον  έβλεπα να σουλατσάρει στην πιάτσα με τις παρέες του μου γυρίζανε τα άντερα.
Έτσι και αλλιώς ποτέ δεν με ενδιέφερε να του πω ούτε καλημέρα.

Η Βερόνικα Δαλιέτου κράτησε το πατρικό όνομα και το πατρικό της σπίτι και συνέχισε την ζωή της.

Δούλευε χρόνια δημοτικός υπάλληλος μέχρι που πήρε την σύνταξή της.

Με ένα μισθό κατάφερε και μεγάλωσε τα παιδιά της με απίστευτες στερήσεις.

Σε μια εποχή που η Κέρκυρα «έβγαζε πολλά λεφτά» , η Βερόνικα μετρούσε δεκάρες για να τα βγάλει πέρα αξιοπρεπώς. 
Μιλάμε για απίστευτους οικογενειακούς προϋπολογισμούς που ακόμα και εγώ που είμαι πάμφτωχος δεν  θα τους  είχα διανοηθεί.

Η Βερόνικα Δαλιέτου πέρασε την ζωή της δίπλα σε ένα παράθυρο που έβλεπε από μια γωνία την θάλασσα.

Δεν χρειαζόταν να κοιτάει το ρολόι στον τοίχο. Καταλάβαινε την ώρα από τα φέρυ που περνούσαν.
Την ρώταγες «τι ώρα είναι»  και σου απαντούσε αμέσως χωρίς να κοιτάξει ρολόι.

Κάποια φορά πήγε και στην αδελφή της που είναι παντρεμένη στην  Αγγλία  και όλο έλεγε για αυτό το ταξίδι.
Όποια συζήτηση και να είχατε θα  στο γύριζε στο ταξίδι στην Αγγλία.

Κάποια στιγμή τα παιδιά έφυγαν και ακολούθησε το καθένα τον δρόμο του.
Η Βερόνικα Δαλιέτου έμεινε μόνη στο πατρικό της σπίτι στα μουράγια για πρώτη φορά στην ζωή της.

Ήταν τότε που άλλαξε για τρίτη φορά τα μοροφίντα.

Τώρα το σπίτι είχε μια μονοκόμματη και σχετικά ευρύχωρη κουζίνα-τραπεζαρία με το δωμάτιο προς την θάλασσα, ένα μικρό υπνοδωμάτιο πίσω και το μπάνιο.

Όταν η Βερόνικα Δαλιέτου αρρώστησε μαζεύτηκαν παιδιά και αγγόνια στο νοσοκομείο.

Μπροστά της ήταν όλο λόγια παρηγοριάς.

Στο διάδρομο όμως τα βλέμματα γινόταν ανήσυχα.

Αγαπούσαν την μάνα τους αλλά τώρα άρχιζαν τα δύσκολα.

Αν αργήσει να πεθάνει ποιος θα την αναλάβει και έναντι ποίου ανταλλάγματος.

Δεν το λέγανε έτσι αλλά αυτό ήταν.

Η Βερόνικα Δαλιέτου ήξερε καλά τι γινόταν στους διαδρόμους του νοσοκομείου . Αυτή τα γέννησε.

Σε λίγες μέρες ήρθε το εξιτήριο και η «Μάμα» ξαναγύρισε στο σπίτι. 

Το πρώτο πράμα που έκανε ήταν να καθίσει στην ψάθινη καρέκλα δίπλα στο παράθυρο και να τους ζητήσει ένα ποτήρι νερό.

Κοιτάχτηκαν ανήσυχα,  γιοί νύφες και γαμπροί . «Αυτή δεν ζήταγε ποτέ τίποτα».  «Τι συμβαίνει;»

Τις επόμενες μέρες κατέληξαν σε συμφωνία.

Θα την αναλάμβανε ο μικρότερος  και όταν θα πέθαινε θα έπαιρνε το σπίτι.

Της ανακοίνωσαν την απόφαση και επειδή «οι καλοί λογαριασμοί κάνουν τους καλούς φίλους» έμενε να γραφτεί  η διαθήκη για να είναι σχετικά εξασφαλισμένος ο «μικρός» και να υπογράψουν και δήλωση στον συμβολαιογράφο οι υπόλοιποι ότι «ουδεμίαν απαίτησιν έχουν».

Αρνήθηκε. «Δεν έχω ανάγκη από νοσοκόμο». Είπε γελώντας για να μην βαρύνει το κλίμα.

Τους είπε και ένα ανέκδοτο και γέλασαν όλοι.

Αναρωτήθηκε και «Τι να μαγειρέψω για αύριο;» και τους καληνύχτισε.

Η Βερόνικα Δαλιέτου πέθανε μετά από δύο χρόνια καθώς ανέβαινε την ξύλινη εσωτερική σκάλα του σπιτιού.


Είχε κατέβει στην πιάτσα να πάρει την σύνταξη και στο γυρισμό πήρε και μια τυρόπιτα.