Πέμπτη 11 Ιανουαρίου 2024

Η ΑΛΙΣΙΒΑ

 Αν σου χαλάσει το πλυντήριο και ο Δημήτρης αποφανθεί ότι «τα φτύσε» , τότε   η  κατάσταση είναι περισσότερο σοβαρή από ότι νομίζεις.

Όλα τα άλλα , λίγο πολύ αντέχονται για αρκετές μέρες.

Το πλυντήριο , όμως, πρέπει να αγοραστεί αμέσως , αλλιώς  (ε) βρόμησες.

Υπάρχουν πλυντήρια με 350 ευρώ  και με 1500 (ευρώ).

Τα καλύτερα είναι τα  φτηνότερα.

Ομιλώ εκ πείρας.

Όπου βλέπεις πολύ μπιχλιμπίδι , μακριά, θα σε αφήσει μεσοστρατίς. 

Στην αγωνιώδη μου περιήγηση προς  ανεύρεση φτηνού και ανθεκτικού πλυντηρίου  αναρωτιόμουν πως πλένανε στην προ πλυντηρίων εποχή οι άνθρωποι τα ρούχα τους.

Σε τέτοιες περιπτώσεις ρωτάς πάντα κάποια που να έχει πατήσει  για τα καλά τα ενενήντα.

Λέω κάποια διότι τα χρόνια τα παλιά μόνο «κάποια» έπλενε.

Προλαβαίνεις δεν προλαβαίνεις να μάθεις.

Άλλως θα πάρει  μαζί της το μυστικό.

Η Κατερίνα είναι ενενήντα πλάς.

Φαίνεται σαν να «παίζει τις καθυστερήσεις».

Η ίδια πιστεύει ότι είναι στα «πέναλτι».

Η Κατερίνα έχει αυτόν τον αφοπλιστικό αυτοσαρκασμό που τον συναντάς σε αρκετές Κερκυραίες χωριάτισσες και που δεν έχουν πλέον ανάγκη να αποδείξουν τίποτα  και σε κανέναν.

Η Κατερίνα έχει περάσει τόσα στην δύσκολη ζωή της που έχει γίνει σαν την Καλάμιτυ Τζέην της Άγριας Δύσης.

Είναι ενενήντα τόσο χρονών και είναι ξερακιανή σα  στακοφίσι.

Κάθε βράδυ πίνει το κρασί της στην ταβέρνα.

Από αυτήν έμαθα ότι, όταν ήταν μικρή (υποθέτω πριν και μετά τον πόλεμο) στις ταβέρνες των χωριών πίνανε κρασί (δικό τους) , ρακί (κριτικό) σε κάτι μικροσκοπικά  ποτηράκια που τα λέγανε «ρακόγυαλα»  και στις επίσημες νύχτες  πίνανε μαύρο ρούμι από κάτι βαρελάκια ξύλινα με ξύλινο βρυσάκι.

Επίσης πίνανε ως αναψυκτικό τσιτσιμπίρα που την έφτιαχνε ο ταβερνιάρης , την σφράγιζε με φελλό ,  που τον έδενε με σύρμα από την μποτίλια,  και άφηνε τις μποτίλιες στον ήλιο για να γίνει η ζύμωση.

Το κρασί από την αρχαιότητα.

Η ρακί  από τους Κρητικούς  πρόσφυγες του 1600.

Το ρούμι από τους Κουρσάρους που ξεμπάρκαραν…

..Και την τσιτσιμπίρα από τους Εγγλέζους.

Σε κάτι τέτοια μέρη μαθαίνεις ακόμα πολλά.  

Την ρωτάω, λοιπόν,  πως πλένανε παλιά  τα ρούχα.

«Με αλισίβα» μου λέει.

Δεν πρόλαβε να ανοίξει το στόμα της και πετάγεται να μου εξηγήσει ένας συνομήλικος της από ένα διπλανό τραπέζι.

Τον κόβω . «Άσε μας ρε λεβέντη.» .

Της άρεσε της  Κατερίνας.

 Σώπασαν  και οι άλλοι και  άρχισε να  μου εξηγεί.

Η Αλισίβα (Lisciva) είναι ο τρόπος με τον οποίο έπλεναν τα ρούχα την  μακράν και προ πλυντηρίων εποχή.

Πρώτα κουβαλούσαν στην πλάτη το νερό από την άλλη άκρη του Θεού.

Άναβαν φωτιά .

Έβραζαν το νερό και μέσα στο καζάνι έριχναν στάχτη και φύλλα δάφνης.

Έβαζαν τα ρούχα μέσα σε κάνιστρες .

Τα σκέπαζαν με ένα κομμάτι  κατάλληλο πανί για σούρωμα .

Έριχναν το σταχτόνερο από πάνω.

Στη συνέχεια έπλεναν τα ρούχα στο μαστέλο με πράσινο σαπούνι που έφτιαχναν οι ίδιες από λάδι ελιάς.

Έπαιρναν τέλος τα ρούχα και τα πήγαιναν στο ποτάμι η στις βρύσες (που ήταν μακριά) και τα ξέβγαζαν. 

Τα ρούχα γινόταν κατάλευκα . Καμιά σύγκριση με τα σημερινά απορρυπαντικά.

Εδώ ο αναγνώστης πρέπει να λάβει υπόψη του  ότι μιλάμε για τα ρούχα πολυμελών οικογενειών που ζούσαν σε περιβάλλον απόλυτης λασπουριάς.

Ακόμα και το πάτωμα της κουζίνας ήταν χωμάτινο και λασπωμένο.

Και αυτή ήταν η μια από τις γυναικείες δουλειές της καθημερινότητας.

Πρέπει να προσθέσουμε τη δουλειά στα χωράφια , το τάισμα των παιδιών και πολλά άλλα.

Αυτές οι γυναίκες δεν χάρηκαν ποτέ το φαί, τον ύπνο και τον έρωτα.

Αισθάνονταν  ενοχές ακόμα και  αν είχαν και  μια ώρα ελεύθερη.

Δεν μιλάμε για τη νεολιθική εποχή αλλά για  πριν το εξήντα.

Μιλάμε για τις μανάδες μας.

Δεν μιλάμε για μεγάλες γυναίκες .

Μιλάμε για ηλικίες των είκοσι έως τριάντα.

Στην Pavia της Ιταλίας , δίπλα στο φημισμένο Ponte Coperto,  βρίσκεται το άγαλμα μιας άγνωστης  πλύστρας .

 Πλένει δίπλα στο ποτάμι όλες τις εποχές του χρόνου .

 Έχω και μια φωτογραφία  με χιόνια στην πλάτη της.

Πιο πολλές φωτογραφίες βρίσκεις  από το άγαλμα της πλύστρας  παρά από την σκεπαστή γέφυρα δίπλα της.

Αυτό το άγαλμα κάνει περισσότερη εντύπωση και δικαίως.

Τέτοια αγάλματα χρειάζεται η κοινωνία.

Να  αξίζει τον κόπο να πάς στην «Κατάθεση στεφάνων»

Φτάνει πιά!

Γέμισε ο κόσμος με αγάλματα παλιανθρώπων.