Δευτέρα 26 Ιουνίου 2023

Τα σφυριά της όπερα «Il Trovatore»

 Ο   Κώστας  γκρινιάζει  σε κάθε ευκαιρία.

Τώρα τάχει βάλει με έναν νεαρό μουσικό του δρόμου.

-«Τώρα, στο Θεό σου,  είναι  όργανο αυτό;»

Ο νεαρός συμμετέχει   σε μια αυτοσχέδια μπάντα στον πεζόδρομο στην Πόρτα Ρεάλε.

Κάθεται πάνω σε ένα χειροποίητο κιβώτιο και το χτυπάει ρυθμικά.

Ο Κώστας έχει επίσης την πεποίθηση ότι  για να τραγουδήσει κάποιος πρέπει να έχει καλή φωνή  ,  ως εκ τούτου, ο ίδιος έχει αποκλείσει τον εαυτό του από τους άδοντες και ψάλλοντες. 

Θυμάμαι παλιά, όταν ήμουν παιδί ,  στον Πειραιά  υπήρχε ένα μηχανουργείο με χυτήριο που έφτιαχνε καμπάνες.

Όταν ο μάστορας ανέβαζε  την καμπάνα στον τόρνο  έφερνε έναν τυφλό που ήταν ειδικός στο κούρδισμα.

Ο μάστορας έπαιρνε ένα πάσο την καμπάνα και μετά την χτύπαγε.

Ο τυφλός του έκανε νόημα να συνεχίσει.

Όταν έβρισκαν τον  ακριβέστατο  , κατά την εκτίμηση του τυφλού  ήχο, σταματούσαν.

Αυτή η ιεροτελεστία μου έκανε μεγάλη εντύπωση.

Πολύ αργότερα έμαθα ότι οι καμπάνες είναι μουσικά όργανα ακριβώς τονισμένα  και μάλιστα παραμένουν τονισμένα στο διάβα των αιώνων.

Κάποτε, βέβαια,  θα σκουριάσουν αρκετά και θα ξεκουρδιστούν αλλά μακάρι να προλαβαίναμε να ακούσουμε τις καμπάνες να ξεκουρδίζονται.

Το ίδιο συμβαίνει και με τα βουδιστικά κύμβαλα η τα σήμαντρα των μοναστηριών.

Νομίζεις ότι είναι ένα κομμάτι μέταλλο η ξύλο που το χτυπάς και παράγει κάποιο τυχαίο ήχο.

Αυτό συμβαίνει μόνο με τους (ξεγάνωτους) τενεκέδες.

Αν χτυπήσεις μια λάτα και ο ήχος της είναι ορισμένος τότε αυτή η λάτα γίνεται μουσικό όργανο.

Αν κοπανάς ένα πανάκριβο πιάνο στο γάμο του καραγκιόζη κάνεις απλώς φασαρία.

Το ίδιο συμβαίνει αν χτυπήσεις τις καμπάνες της εκκλησιάς όπως νάναι.

Τις Κυριακές ξυπνάω κατά τις οχτώ και περιμένω στο κρεβάτι μέχρι να χτυπήσουν οι καμπάνες τ’ Άγιαρσένιου.

Μιλάμε για ένα απλό μεν αλλά ωραιότατο και πλήρες μουσικό κομμάτι με δύο καμπάνες.

Εάν αυτές οι δύο  καμπάνες  στα χέρια ενός κωδωνοκρούστη παράγουν αυτή την αρμονία μπορεί να φανταστεί κανείς τι μουσικές βγάζουν οι καμπάνες της Παναγίας των Παρισίων.

Μιλάμε ότι ο Κουασιμόδος θα έπρεπε να ήταν δεξιοτέχνης μεγάλος.

Το ίδιο συμβαίνει και με τις φωνές όλων των ανθρώπων.

Όλες οι φωνές  (μα όλες)  είναι ωραίες , αρκεί να είναι τονισμένες , αλλιώς είναι γκάρισμα  (τρόπος του λέγειν, βέβαια, διότι υπάρχουν  και πολύ καλά τονισμένα γκαρίσματα γαιδάρων).

Στο Coro dei zingari της όπερας  «Il Trovatore»  τα μουσικά όργανα που συνοδεύουν την χορωδία (που υποδύεται τους τσιγγάνους) είναι δύο μεγάλα σφυριά και ένα αμόνι.

Τα σφυριά , στο συγκεκριμένο αμόνι , παράγουν ένα φυσικό Λά φυσικό και ένα Λά μια οχτάβα επάνω που χτυπάνε εναλλάξ   ένα τέταρτο με μια παύση τετάρτου. Όπως σφυρηλατούσαν  το μέταλλο οι παλαιοί σιδηρουργοί. 

Αυτό δεν είναι περίπου. Είναι απόλυτο. Έτσι είναι στην παρτιτούρα.

Δεν γίνεται να κοπανάς ότι νάναι. Δεν υποφέρεται.

Πρέπει να βρεις δύο σφυριά στο εμπόριο που να είναι κοντά σε αυτές τις νότες, και να τα τροχίζεις μέχρι να βγάλουν ακριβώς αυτές τις δύο νότες.

Μιλάμε , δουλειά για βουρλισμένους.

Να φανταστεί κανείς ότι σε ολόκληρη την Ιταλία υπάρχει ένα τέτοιο αμόνι με δύο σφυριά στη  σκάλα του Μιλάνου που τα δανείζεται όποιος ανεβάζει Τροβατόρε.

Θα μου πείτε «ποιόν ενδιαφέρουν αυτές οι λεπτομέρειες ;»

Όμως σε αυτό το σημείο βρίσκεται η μεγάλη μαγεία .

Το ηλιοβασίλεμα είναι η αίσθηση και η μαγεία της στιγμής.

Όσες φωτογραφίες και να το βγάλεις θα καταλήξουν στον κάδο ανακύκλωσης του υπολογιστή σου.

Τα έργα της όπερας που ζουν  στο διάβα των αιώνων είναι φαινομενικά μικρές αφελείς ιστορίες με πολύ όμορφες μεν μουσικές που θα μπορούσε όμως  να τις σβήσει ο χρόνος.

Γραφτήκαν στις μεγάλες καμπές ,  ζουν στο συλλογικό υποσυνείδητο και στην  συλλογική ανάμνηση αυτών των στιγμών. Ήταν  δημιουργήματα ανθρώπων τους οποίους γέννησαν οι μεγάλες καμπές.

Λένε πολύ περισσότερα από αυτά που καταλαβαίνει κανείς στο πρώτο άκουσμα.

Έκαναν το αδιανόητο για την εποχή τους.

Τότε που ακόμα όλοι πίστευαν ότι οι «ευγενείς» δεν ήταν απλώς πολύ πλούσιοι αλλά ήταν  διαφορετικό βιολογικό είδος από τον λαό, ανέβασαν στο προσκήνιο τους ανώνυμους πληβείους και τους έδωσαν όνομα .

Την Βιολέτα , την πόρνη με τις ηθικές αξίες , τους δούλους του Ναβουχοδονόσωρ και τους Τσιγγάνους του Τροβατόρε.

Έδωσαν υπόσταση στους έσχατους.

Δημιούργησαν ένα Χόλυγουντ μιας άλλης εποχής που συγκρουόταν με την αριστοκρατία και που δεν ξεπεράστηκε ποτέ.

Στο Σαν Τζιάκομο , στην Κέρκυρα , που λίγα χρόνια πριν ήταν ακόμα η στοά των ευγενών , ανέβηκε για πρώτη φορά ο Κουρέας της Σεβίλλης κουρελιάζοντας την αριστοκρατία και τραγουδώντας  «Largo al factotum della citta  «Κάντε στην άκρη να περάσει ο πολυμήχανος της πόλης»

Αργότερα , αν είμαστε τυχεροί (που δεν το νομίζω με την ατυχία που μας δέρνει) μπορεί να ακούσουμε τα επόμενα σφυριά του Τροβατόρε.

Χρειάζεται υπομονή και να αφουγκραζόμαστε.   

Ότι επηρέασε στον ύψιστο βαθμό  το ανθρώπινο γένος είχε μέσα του κάτι σχεδόν αόρατο και μεγαλειώδες.

Πέμπτη 22 Ιουνίου 2023

Signora Liberta , Signorina fantasia

 Η κυρία Ελευθερία έμενε στην διπλανή μας αυλή.

 

Εκείνον τον καιρό τα σπίτια είχαν ακόμα αυλές και κεραμίδια.

 

Με το ένα μάτι διάβαζα και με το άλλο περίμενα να βγει η κυρία Ελευθερία να απλώσει τα ρούχα της.

 

Εξαιτίας κάποιας σκοτεινής συνωμοσίας των δυνάμεων της φύσης, ουδέποτε ο άνεμος σήκωνε το φουστάνι της κυρίας Ελευθερίας πέραν ενός κρίσιμου ορίου.


Για κάποιο ανεξήγητο λόγο , επίσης, η μάνα μου, «βρώμα» την ανέβαζε , «του σχοινιού και του παλουκιού» την κατέβαζε.

 

Κάποια φορά, δε, την αποκάλεσε και «καραπουτανάρα».


Παρά ταύτα ανάμεσα σε μένα και στην κυρία Ελευθερία υπήρχε μια γλυκιά ατμόσφαιρα.

 

Θυμάμαι μια φορά,  έπεσα εκεί που παίζαμε στο δρόμο , σηκώθηκα κλαίγοντας να πάω σπίτι μου και έπεσα πάνω στην κυρία Ελευθερία .

 

Μου έβγαλε με προσοχή ένα πετραδάκι που είχε σφηνωθεί στο ματωμένο μου γόνατο , μου χάιδεψε το πόδι , μου χαμογέλασε και μου είπε να πάω σπίτι μου να μου βάλει η μάνα μου ιώδιο.

 

Εν τω μεταξύ εγώ είχα βυθιστεί ανάμεσα στα στήθη της που για έναν επίσης ανεξήγητο λόγο ουδέποτε μπορούσες να δεις πέραν ενός ορισμένου βάθους.


Η κυρία Ελευθερία έμεινε για πάντα κάτι το μυστηριώδες και απλησίαστο.

 

Την θεωρούσα πάντα ως μια κρυφή ερωμένη μου που ήταν αδιανόητο να μπει κάποιος ανάμεσα μας .

 

Μια φορά , μάλιστα , στην οδό Μάχης Αναλάτου  έδωσα και εγώ μια ιστορική και αιματηρή μάχη για την Ελευθερία.

 

Ήταν όταν εκεί που παίζαμε ποδόσφαιρο κάποιος θεώρησε σκόπιμο να με προκαλέσει λέγοντας κάτι που εξέλαβα ως προσβλητικό για την κυρία Ελευθερία.

 

Αργότερα έμαθα ότι  εκεί είχε δώσει μια εξίσου αιματηρή μάχη για την Ελευθερία και ο Καραϊσκάκης .

 

Πέρασαν πολλά χρόνια.

 

Έκτοτε την συναντάω κάθε τόσο.

 

Νομίζω την έχω δει από μακριά ένα βράδυ με κακοκαιρία στο λιμάνι της Πάτρας  να περιμένει ταξί  κρατώντας  μια τσάντα με ψώνια.

 

Την έχω δει στον σταθμό  Λαρίσης .

Φορούσε γκρί ταγιέρ. 

Κρατούσε στο ένα χέρι μια εφημερίδα και στο άλλο τον δολοφόνο της.

 

Την έχω δει μόνη στην πλώρη του πλοίου για  το Μπάρι αναμαλλιασμένη από όλους τους ανέμους της νύχτας.

 

Την έχω δει φευγαλέα στο «Ιπποκράτειο» στην Θεσσαλονίκη  να περνάει στο διάδρομο  με ένα καροτσάκι γεμάτο φάρμακα και ορούς.

 

Την είδα ξανά σε ένα σκοτεινό μοναστήρι στα Γρεβενά  να ανάβει ένα κερί.

Την  είδα να περνάει μέσα σε ένα ταξί στην πλατεία Αριστοτέλους  καθώς περίμενα  στο φανάρι την νοσταλγία του αύριο.

Ακριβή σαν το κρασί και δωρεάν σαν την θλίψη.

 

Τυλιγμένη στα σύννεφα της αμφιβολίας και της ομορφιάς.

Signora Liberta , Signorina Fantasia *

 

*Από ένα ποίημα του Fabrizio  De André 

Κυριακή 11 Ιουνίου 2023

steel will

 Ελάχιστοι γνωρίζουν ότι η αμερικάνικη ταινία που αρχικά επιλέχτηκε για το φεστιβάλ Καννών απορρίφτηκε από το Στέιτ Ντιπάρτμεντ , απαγορεύθηκε η προβολή της και κατασχέθηκαν οι κόπιες.

Ποιος ήταν ο λόγος.  

Δεν θέλω να κουράσω το σινεφίλ κοινό  με λεπτομέρειες και μπαίνω κατευθείαν στο θέμα .

Η ταινία   αρχίζει με εικόνες από ένα αμερικάνικο  στρατιωτικό αεροδρόμιο σε ένα νησί του Ειρηνικού.

Ο πρωταγωνιστής σηκώνεται νυσταγμένος από το κρεβάτι του ντύνεται και προχωρεί προς το  υπόστεγο του αεροδρομίου.

Είναι ο κορυφαίος πιλότος σε ένα από τα τελευταίου τύπου πολεμικά αεροπλάνα των ΗΠΑ.

Μπαίνει στο  αεροπλάνο  και τροχοδρομεί στον διάδρομο απογείωσης για μια περιπολία ρουτίνας στον ειρηνικό ωκεανό.

Αμέσως μετά την απογείωση ακολουθούν οι  τίτλοι της ταινίας.

Ενώ κοιτά αφηρημένος ένα μικρό νησάκι του ειρηνικού κοντά στις ακτές της  Ταιβάν  αισθάνεται να ανεβαίνει η θερμοκρασία στο πιλοτήριο.

Το πρώτο δευτερόλεπτο  η θερμοκρασία είναι αφόρητη.

Το δεύτερο δευτερόλεπτο  το πιλοτήριο  καίει .

Το τρίτο δευτερόλεπτο ο πιλότος πατάει το κουμπί της εκτίναξης.

Το τέταρτο δευτερόλεπτο  το αεροσκάφος  δίπλα του γίνεται συντρίμμια.

Ένα κομμάτι του σκάφους τον χτυπάει  και χάνει τις αισθήσεις του.

Το σώμα του αναίσθητο πέφτει με το αλεξίπτωτο στον ωκεανό.

Βυθίζεται αιμορραγώντας.

Ο θάνατος του είναι βέβαιος.

Εκείνη τη στιγμή μια αντικαθεστωτική Κινέζα ασύλληπτης ομορφιά με στρίγκ  που ψάρευε με την πιρόγα της  πέφτει στην θάλασσα και τον τραβάει από τα σχοινιά του αλεξίπτωτου.

Η εικόνα κλείνει αργά.

Επανέρχεται αργά στην καλύβα της καλλονής  η οποία του βάζει καταπλάσματα από πρωτόγονα  κινέζικα μαντζούνια στην πληγή.

Έχει ανεβεί από πάνω του και του κάνει εντριβές  με τους πρωτόγονους τρόπους των αρχαίων λαών της περιοχής.

Γύρω τους  διάφοροι άθλιοι  κουτσοδοντιασμένοι  κινέζοι ψαράδες κοιτάζουν έκπληκτοι.

Ο πολιτισμένος Αμερικάνος υπερήρωας συνέρχεται  σιγά - σιγά.

Βλέπει την καλλονή με τον στρίγκ  καθισμένη απάνω του και αναστατώνεται.

Η κάμερα  και οι ξεδοντιασμένοι ψαράδες αποχωρούν διακριτικά.

Στην επόμενη σκηνή  ο πολιτισμένος υπερήρωας  και η ανατολίτισσα αντικαθεστωτική καλλονή  ξυπνούν  γυμνοί  στο υποτυπώδες κρεβάτι της καλύβας σκεπασμένοι με ένα λεπτό σεντόνι.

Η καλλονή σηκώνεται τυλιγμένη με το σεντόνι  να ετοιμάσει το πρωινό  όπως συνηθίζουν οι Κινέζοι ψαράδες μετά την συνουσία .

Μιλάει απταίστως  Αγγλικά ΗΠΑ.

Ο υπερήρωας πιλότος προσπαθεί να καταλάβει τι του συνέβη.

Στην αρχή το μυαλό του πάει στου εξωγήινους.

Γρήγορα επαναφέρει στην μνήμη του πληροφορίες της CIA που τους είπαν στην σχολή για ένα υπερόπλο λέιζερ που έχουν ανακαλύψει οι Ρώσοι μουζίκοι  και που πιθανώς το έχουν πουλήσει κοψοχρονιά στου κινέζους χωριάτες.

Σηκώνεται βιαστικά και βγαίνει έξω.

Πηγαίνει στην παραλία και παίρνει την πιρόγα της καλλονής.

Η καλλονή προσπαθεί να τον συγκρατήσει.

Ανοίγεται στο πέλαγο  αλλά χάνει τον προσανατολισμό του και τόνε πιάνουνε οι Κινέζοι  λιμενικοί κομμουνιστές .

Τον ανακρίνουνε με φρικτά βασανιστήρια και ημιθανή τον στέλνουν στα κεντρικά .

Στο δρόμο  ανοίγει με ένα σύρμα τις χειροπέδες . Παίρνει το πιστόλι του ανίκανου και απολίτιστου κινέζου κομμουνιστή  και σκοτώνει καμία τριανταριά με μια γεμιστήρα.

Μπαίνει σε ένα αεροδρόμιο και κλέβει ένα πανάρχαιο αεροπλάνο  με έλικες .

Τελειώνουν τα καύσιμα και προσγειώνεται σε  ένα χωράφι.

Τον μαζεύει μια  άλλη καλλονή που είναι και αυτή αντικαθεστωτική  , μιλάει απταίστως  Αγγλικά  και φοράει ένα καυτό σορτς . 

Τον κρύβει στην καλύβα της να μην τον βρουν .

Τον ταΐζει σκέτο ρύζι λαπά και το στομάχι του αγγλοσάξονα μαθημένο από υψηλή κουζίνα κοντεύει να  κρεπάρει από την αθλιότητα της κινέζικης κουζίνας.

Αφού κάνουν έρωτα του αποκαλύπτει ότι σε  μία κοντινή τοποθεσία υπάρχει μια μυστική Κινέζικη στρατιωτική βάση όπου  φυλάσσονται τα σχέδια  του υπερόπλου ακτίνων λέιζερ που πήρανε από του Ρώσους.

Τον ακολουθεί και μπουκάρουνε νύχτα στην βάση.

Φτάνουν στην  αίθουσα που φυλάσσονται τα σχέδια.

Ο υπερπιλότος τυχαίνει να έχει στην τσέπη του ένα στικάκι χωρητικότητας πεντακόσια τεραμπάϊτ  και αντιγράφει όλα τα αρχεία.

Όσο γίνεται η αντιγραφή χτυπάει συναγερμός και πλησιάζουν πάνοπλοι και αγριεμένοι κινέζοι φρουροί.

Η αγωνία κορυφώνεται.

Βάζει το στικάκι στην τσέπη  και κρύβονται.

Πιάνει τον τελευταίο και του κόβει το λαιμό με σουγιά.

Του παίρνει το κινέζικο καλάσνικοφ και σκοτώνει και τους υπόλοιπους.

Με δύο καλαζνικοφ στα χέρια πυροβολεί δεξιά και αριστερά .

Οι γεμιστήρες δεν λένε να τελειώσουν.

Όπως πηδάνε το φράχτη τρώει μια σφαίρα στο πόδι.

Κάνει να σταματήσει και  η αντικαθεστωτική αγρότισσα  με το καυτό σορτσάκι  δέχεται μια σφαίρα στην πλάτη και πεθαίνει στα χέρια του.

Συνεχίζει μόνος κουτσαίνοντας.

Μπαίνει σε ένα κινέζικο μαχητικό stealth 5ης  γενιάς που βρίσκεται τυχαία στο αεροδρόμιο της βάσης  έτοιμο για απογείωση.

Τον κυνηγάνε  τρισάθλιοι κινέζοι με πρωτόγονα τζιπάκια αλλά προλαβαίνει και απογειώνεται.

Καθώς πετάει ήρεμα πάνω από τον ωκεανό βλέπει το νησί  της εξωτικής καλλονής με το στρίγκ.

Η σκηνή γίνεται έντονη . Οι αναμνήσεις διαδέχονται η μία την άλλη. Η μουσική μέσω ενός ασυγκράτητου ατσελεράντο μας προετοιμάζει για μια δραματική κορύφωση.

Ξαφνικά πατάει το κουμπί και το κάθισμα εκτοξεύεται.

Το αλεξίπτωτο  κατεβαίνει αργά .

Τα πάντα γαληνεύουν.

Ο ήλιος ανατέλλει στο βάθος του ωκεανού. 

Τίτλοι τέλους.

Το Στέιτ Ντιπάρτμεντ  διαφωνεί.

Η ταινία για να πάει στις κάνες χρειάζεται κάποιες τροποποιήσεις λόγω των εκτάκτων παγκόσμιων συνθηκών.

Την κρίσιμη στιγμή ο υπερπιλότος βάζει πάνω από την αντικαθεστωτική καλλονή το συμφέρον της Πατρίδος  και συνεχίζει την πτήση.

Στο αεροδρόμιο της βάσης  του τον περιμένει ο διοικητής που τον μισούσε και τον υποτιμούσε και οι υπόλοιποι συνάδελφοί του.

Κατεβαίνει αργά από το αεροπλάνο και περνάει μπροστά τους .

Ο Διοικητής δίνει  παράγγελμα «προσοχή» .

Χαιρετούν στρατιωτικά ενώ ο υπερπιλότος περνάει από μπροστά τους με το σακίδιο στην πλάτη και σέρνοντας το τραυματισμένο του ποδάρι.

 

Κυριακή 4 Ιουνίου 2023

Ο Κήπος της Ευτυχίας

 Η Ευτυχία Ρωμανού παντρεύτηκε 20 χρονών έναν νέο τραπεζικό υπάλληλο.

Ο τραπεζικός υπάλληλος μιλούσε ελάχιστα , έβλεπε ακόμα λιγότερο και δεν άκουγε σχεδόν καθόλου.

Κανονικά θα έπρεπε να παίρνει αναπηρική σύνταξη αλλά τα χρόνια εκείνα  (που δεν είχε ανακαλυφθεί ακόμα η αξιοκρατία )  άμα δεν μιλούσες  , δεν έβλεπες και δεν άκουγες  ανέβαινες ιεραρχικώς πολύ γρήγορα.

Ο τραπεζικός υπάλληλος  αγόρασε μια δίχρονη Ζάξ πεντάρα όταν το ποδήλατο ήταν ακόμα πολυτέλεια.

Κάθε σαββατοκύριακο του καλοκαιριού η κυρία Ευτυχία ετοίμαζε γεμιστά με κιμά και  κεφτεδάκια με δυόσμο , φορτώνανε την Ζάξ και φεύγανε.

Η Ζάξ με την καμπούλα που έβγανε, ήταν ορατή από το διάστημα (μαζί με το Σινικό τείχος). 

Γυρίσανε όλη την Κέρκυρα με το μηχανάκι και η Ευτυχία  είχε να το λέει.

«Μέχρι την Κουλούρα με έφτακε ο Πίπης μου»

Το να πάς «εις την Κουλούρα»  εκείνα τα χρόνια ήταν σαν να πάς σήμερα στα στενά του Μαγγελάνου.

Μόλις ο τραπεζικός υπάλληλος ανέβηκε μερικά σκαλιά της ιεραρχίας μετακομίσανε από το Καμπιέλο και πήρανε με δάνειο ένα ισόγειο διαμέρισμα κοντά στο Σαρόκο με ακάλυπτο από πίσω.

Ο ακάλυπτος ήταν κοινόχρηστος και εξ αδιαιρέτου αλλά η κυρία Ευτυχία τον θεωρούσε πάντα δικό της.

Κανείς δεν τολμούσε να τα βάλει τότε με κοτζάμ «Τραπεζικό», πόσο μάλλον με την Ευτυχία.

Κάνανε όλοι τα στραβά μάτια.

Τα χρόνια περνούσαν και ο ακάλυπτος έγινε «ο κήπος της Ευτυχίας».

Στην αρχή ο κήπος χρησίμευε μόνο για άπλωμα.

 

Μετά μπήκαν και δυο καρέκλες με ένα τραπεζάκι και ομπρέλα.

 

Προς την δύσιν γιόμησε λουλούδια και φυτά παντός τύπου.

 

Στην αρχή η Ευτυχία ήταν όλο βόλτες, χαρές και αθώα τσιλιμπουρδίσματα.

 

Μετά ήρθε η σοβαρότης.

 

Προς την Δύσιν την ενοχλούσαν οι «Μούλοι του Λυκείου» που φιλιώντουσαν και τα μηχανάκια που περνάγανε απέξω.

 

Στην αρχή οι γιοί της Ευτυχίας  προοριζόταν για επιστήμονες.

 

Αργότερα εξαφανίστηκαν «για σπουδές».

 

Προς την δύσιν οι κακές οι γλώσσες λένε ότι ο ένας «εγίνηκε καλόγερος στο Αγιονόρος» και ο άλλος παντρεύτηκε μια ξεβράκωτη αγγλίδα που τηνε βρήκε στη Μυρτιώτισσα και ζει άνεργος στην Αγγλία.

 

Στην αρχή η Ευτυχία ήταν «ο Πίπης μου και ο Πίπης μου».

 

Μετά  έγινε «ο Σπύρος»

 

Προς την δύσιν , κάθε τόσο, του έριχνε και από ένα χέρι κατάρες.

 

Κάποια στιγμή, εντελώς ξαφνικά,  ήρθε η «κατάρρευση του Πίπη».

 

Έτσι συμβαίνει συνήθως. Πρώτα καταρρέουν οι Πίπιδες και μετά οι Ευτυχίες.

 

Στην «μετά-Πίπη»  εποχή  κατά ένα ανεξήγητο τρόπο επιστρέφουμε ξανά στα… «Ο Πίπης μου και ο Πίπης μου».

 

Τα χρόνια του γήρατος και της μοναξιάς της Ευτυχίας ήρθαν μαζί με την οικονομική κρίση και η οικονομική κρίση έσερνε μαζί της και πολλές άλλες αρρώστιες.

Τίποτε δεν άρεσε της Ευτυχίας.

Άμα  είχε ήλιο «μας έκαψε»

Άμα έβρεχε «μας έπνιξε»

Άμα έκανε κρύο «μας θέρισε»

Δεν υπήρχε πλέον καλός καιρός για την Ευτυχία.

Τότε ήταν που ξεκίνησε τα έργα οχυρώσεων.

Ήθελε κλειδαριές , καδινάτσους, σιδεριές και πάνω απ όλα καινούργιο σιδερένιο φράχτη από ψηλά σίδερα με λόγχες.

Θα έβαζε και ηλεκτροφόρα σύρματα αλλά απαγορεύονταν.

Φοβόταν «τσου αρβανούς», «τσου γύφτους» «τσου βιαστές»,  «τσου λογιστές» και  προπάντων «τσου φυσιοθεραπευτές».

Οι πάντες ήταν ύποπτοι.

Η Ευτυχία κλείστηκε στο οχυρό της.

Μισή καλημέρα και αυτή πίσω από τα κάγκελα.

Πίστευε δε ότι εκεί μέσα ήταν η ελευθερία και απέξω η φυλακή.

Έτρεμε τα Σαββατοκύριακα.

Αυτή που περίμενε τον Πίπη της πως και πώς να «ασκολάσει» για να πάνε εκδρομή τώρα έτρεμε μην φύγουν οι γειτόνοι και μείνει μόνη της στην πολυκατοικία.

Ενώ η κατάρρευση Πίπη προήλθε από χέσιμο, η μοιραία κατάρρευση της Ευτυχίας αρχίνησε από πέσιμο.

Τρείς γιατροί και δυό νοσοκόμες επιστρατεύτηκαν για να βιδώσουν το «Ισχίο» της.

Ένας Αλβανός κηπουρός  ανέλαβε την φροντίδα του κήπου και ένας φυσιοθεραπευτής ανέλαβε να επιβραδύνει την οριστική κατάρρευση της Ευτυχίας.

Ο μηχανικός απεφάνθη ότι η Ζάξ είναι άχρηστη διότι .. «κολήσανε τα εμβολοχυτώνια».

Ο λογιστής ανέλαβε να καταθέσει τις πινακίδες  και μια  οικογένεια «γύφτων» με αμέτρητα κουτσούβελα  και με γκαστρωμένη την κόρη, τη μάνα και τη γιαγιά ανέλαβε να  κουβαλήσει την Ζάξ για παλιοσίδερα.

Στην συνέλευση της πολυκατοικίας ήταν όλοι μαζεμένοι στην είσοδο με πυτζάμες , νυχτικά , μπαστούνια και πατερίτσες.

Τελευταίος κατέβηκε αργά και με την δέουσα μεγαλοπρέπεια ο διαχειριστής ωσάν τον Λέοντα τον Γ΄ των Ισαύρων.

Κρατούσε το σκήπτρο του και φορούσε μια μακριά μπορντό ρόμπα και κεντητές παντόφλες.

Τους κοίταξε όλους βλοσυρά  και η συνέλευση άρχισε τις εργασίες της.  

Όλοι εξέφρασαν την λύπη τους για το «ισχίο» της Ευτυχίας ενώ οι πιο έμπειροι κατέληξαν και σε αντιφατικά ιατρικά πορίσματα ικανά να προκαλέσουν σύρραξη.

Κάποιος τολμηρός οραματιστής  , μάλιστα, προέβλεψε μια νέα εποχή που ο κήπος της Ευτυχίας θα γίνει ξανά «εξ αδιαιρέτου».

Το πρόβλημα ήταν ότι όλοι πλέον ήταν σε μια ηλικία που δεν μπορούσαν να κατέβουν στον ακάλυπτο .

Η συνέλευση συνεχίστηκε σύμφωνα με τα αναρτημένα στον πίνακα ανακοινώσεων θέματα ημερήσιας διάταξης.

«Οι Φυτίτριες» του δευτέρου που κάνανε φασαρία.

«Καθαρισμός φοταγογού»

«Πρόσλιψι νέας καθαρίστριας»  κλπ. Κλπ. 

Έτσι που λες αγαπητέ.

Τελικά ο θρυλικός «κήπος της Ευτυχίας»  γέμισε πεσμένα μανταλάκια και εσώρουχα των επάνω ορόφων και μια φορά το χρόνο ο Λέοντας ο Γ΄ των Ισαύρων  βάζει έναν «αρβανό»  να τον καθαρίζει.