Σάββατο 30 Σεπτεμβρίου 2023

Η Κικηκόπιτα

 Ήτανε μια εποχή που η Κικηκόπιτα ήταν ιδανικό.

Ένα όνειρο  του κάθε στερημένου.

Αντικείμενο του πόθου μας .

Αιτία για να βρεθείς φυλακισμένος στην απομόνωση σε ένα υγρό   και σκοτεινό   καταγώγιο .

Μπορούσε να ανταγωνιστεί επαξίως την εικόνα μιας γυναίκας με μπουρνούζι που μόλις είχε βγει από την κατάλευκη και αχνίζουσα μπανιέρα.

Ας πάρουμε τα πράματα όμως από την αρχή.

Η Κικηκόπιτα έχει ως βάση μια στρώση τηγανισμένες πατάτες σε ροδέλες.

Από πάνω ακολουθεί μια στρώση από πιπεριές.

Στην συνέχεια χτυπιούνται ανηλεώς τα αυγά μαζί με καυτερό μπούκοβο και διάσπαρτα κομματάκια χωριάτικο τυρί.

Το εκρηκτικό μείγμα περιχύνεται εντέχνως πάνω στις τηγανισμένες πατάτες και το ταψί εισάγεται τελετουργικώς στον μαντεμένιο φούρνο με τα ξύλα να σιγοκαίνε.

Πρέπει να υπάρχει κάποιο επιπλέον μυστικό διότι κανείς δεν μπορούσε να την πετύχει όπως η κυρία Κική.

Η κυρία Κική ήταν μια μαυροφορεμένη ηπειρώτισσα που κανείς δεν εγνώριζε την αιτία του πένθους της και κανείς δεν την έμαθε ποτές.

Έγιναν  άπειρες εικασίες για το πένθος της κυρίας Κικής.

Ο άντρας της ζούσε . Τα αδέλφια της επίσης . Τα παιδιά της είχαν μετακομίσει στα Γιάννενα αλλά αυτός δεν θα μπορούσε να ήταν ένας επαρκής λόγος για να βάλει μαύρα.

Οι πιο ευφάνταστοι υπέθεσαν ότι ένας λόγος θα μπορούσε να ήταν ένας μεγάλος και ανικανοποίητος έρωτας των νεανικών της χρόνων .

Κατόπιν προτάσεώς μου καταλήξαμε στο συμπέρασμα ότι η κυρία Κική  απλώς πενθούσε γενικώς κατά τον τρόπο και τα έθιμα των Ηπειρωτών που δεν χρειάζεται να υπάρχει κάποιος συγκεκριμένος λόγος για να πενθεί κανείς.

Η πενθούσα (και συμπαθέστατη) μαυροφορεμένη  Κική μετέτρεψε ένα  σταύλο που κληρονόμησε  σε ταβέρνα  κοντά στο στρατόπεδο.

Στην αρχή η ταβέρνα  είχε τα πάντα.

Μοσχάρι κοκκινιστό με τηγανιτές πατάτες, κοτόπουλο με πατάτες στο φούρνο, γίδα βραστή,  προβατίνα στη γάστρα που την είχε στη φωτιά από τα ξημερώματα και μόλις έπιανες το κόκκαλο σου έμενε στο χέρι και πάνω απ όλα κρασί από την Ζίτσα.

Τελικά η «αγορά»  την υποχρέωσε να κάνει μοναχά Κικηκόπιτες , πατάτες τηγανιτές  με τυρί χωριάτικο,  λάδι,   ρίγανη και καυτερό μπούκοβο .

Ο κόσμος του στρατοπέδου ήταν χωρισμένος ταξικά ως εξής.

Οι εξαθλιωμένοι δεν μπορούσαν ούτε να πατήσουν το ποδάρι τους «στης Κικής».

Οι φτωχοί τρώγανε μία πατάτες  και όταν είχανε τις συνοδεύανε με τυρί.

Η «πλουτοκρατία»   έτρωγε από μια Κικηκόπιτα με τυρί χώρια και κρασί χωριάτικο.

Οι σημαντικότεροι ονειροπόλοι της Κικηκόπιτας κατοικούσαν στο ακριβώς απέναντι μου κρεβάτι.

Επάνω κοιμότανε ο Πατρινός  και από κάτω ένας μυστήριος τύπος από  την Καρδίτσα που ότι του ζητούσες το βρίσκε.

Ο Πατρινός ήταν τελείως απείθαρχος και ακατάστατος .

Ο Καρδιτσιώτης ήταν σχολαστικός  νοικοκυρεμένος  και πειθαρχημένος.

Ήταν σχεδόν αδύνατο να τους δεις χώρια . Όπου έβλεπες τον  ένα,  σίγουρα σε πολύ μικρή απόσταση, θα έβρισκες και τον άλλον.

Ήταν συνέχεια τσακωμένοι και συνέχεια μαζί. Σαν να τους έτρεφαν οι καυγάδες τους .

Το μοναδικό κοινό τους σημείο ήταν η Κικηκόπιτα . Σε όλα τα άλλα διαφωνούσαν. Παρόλα αυτά ήταν το πιο αχώριστο ζευγάρι του στρατοπέδου.

Τα βράδια ο Καρδιτσιώτης  αφηγούνταν δίπλα στην σόμπα ιστορίες με Κικηκόπιτες  συνοδευόμενες με διάφορες υποθέσεις για την πολυτάραχη ζωή της κυρίας Κικής.

Ο Πατρινός  δεν έλεγε πολλά αλλά μετά το «σιωπητήριο» πήγαινε δήθεν για κατούρημα και τον χάναμε.

Είχε ανοίξει μια τρύπα με πένσα στον συρμάτινο φράχτη του στρατοπέδου , λάδωνε και τον φρουρό με κανένα τσιγάρο και κατέληγε στης Κικής .

Τονε φέρνανε το πρωί τα «καρακόλια» στην αναφορά και ο διοικητής τον έστελνε  στο πειθαρχείο.

Διέσχιζε το προαύλιο συνοδευόμενος από τον επιλοχία ευθυτενής , αγέρωχος, περήφανος και σοβαρός σαν τον Στήβ Μακ Κουήν στην «Μεγάλη απόδραση».

Έλεγε ότι δεν τον ενδιέφερε η άδεια. Του αρκούσε μια δίωρη. Ίσα για να πεταχτεί απέναντι στης Κικής.

Η Πάτρα ήταν μακριά  και το χειρότερο,  έπρεπε μετά το κουραστικό ταξίδι να περάσει και απέναντι με το φέρυ μπώτ που τονε «χάλαγε» και έφτανε τελικά στο σπίτι του ξερνοβολώντας Κικηκόπιτες.

Το  δεύτερο όραμα του μετά την Κικηκόπιτα ήταν να γίνει μια γέφυρα Ρίο - Αντίρριο.

Τον κοίταγαν όλοι και κουνούσαν το κεφάλι τους.

«Γίνονται τέτοια πράματα;»

Ο μόνος που τον καταλάβαινε ήταν ο Καρδιτσιώτης.

«Μην είσαστε μαλάκες ρε … Θα γίνει κάποτε».

Αυτά που λέτε με την Κικηκόπιτα.

Προχτές είπα να δοκιμάσω ξανά.

Πήρα όλα τα υλικά και ξεκίνησα να την φτιάξω.

Όσο την ετοίμαζα ήμουν σίγουρος ότι αυτή τη φορά  επιτέλους  θα τα καταφέρω.

Τίποτα.

Ξανά η απογοήτευση.

Η Κικηκόπιτα μπορεί να  είχε κάποιο μυστικό που το πήρε μαζί της η Κική.

Μπορεί πάλι τα σημερινά υλικά να είναι άχρηστα.

Υπάρχει και η περίπτωση να πεινάγαμε πολύ τότε.

Μπορεί και  να συμβαίνουν όλα μαζί.

Τις προάλλες , καθώς γύρναγα από το Τεπελένι , έψαχνα τα σημάδια εκείνης της εποχής και σκεφτόμουν ότι  κάποιος άλλος η τα εγγόνια της συνέχισαν την παράδοση.

Σταμάτησα στην άκρη του δρόμου με αναμμένα τα αλάρμ και κατέβηκα. 

Ο ιστορικός στάβλος της κυρίας Κικής  δεν υπάρχει. Κάπου εκεί υπάρχει το  θρυλικό «Provatina Club».

Το βράδυ είχε και «Live».

Θα τραγουδήσει χίπ χόπ κομμάτια σε μια μοναδική εμφάνιση ένας νεαρός νέγρος  που γεννήθηκε  στην Πάτρα και έχει το καλλιτεχνικό ψευδώνυμο  «Ο νέγρος του Μωριά».

Μου βγαίνει μια μελαγχολία.

Μόνο ο δρόμος είναι σχεδόν ίδιος. Διαπλατυσμένος μεν, και με καινούργια άσφαλτο,  αλλά ίδιος.

Κοιτάζω την άσφαλτο.

Σκέφτομαι ότι από αυτόν το ίδιο δρόμο , όταν ήταν ένας στενός χωματόδρομος,  πέρασαν οι φαντάροι τον Οχτώβρη του  σαράντα ..«Με κόπο ξεκολλώντας το ποδάρι από τη λάσπη, όπου, φορές, εκαταβούλιαζε ίσαμε το γόνατο».

Στέκομαι όρθιος στην άκρη και σαν να τους έβλεπα να παρελαύνουν σιωπηλοί.

Σάββατο 23 Σεπτεμβρίου 2023

Η κλέφτρα της λάμψης.

 Μια φορά και έναν καιρό μια νεαρή υπηρέτρια κατηγορήθηκε ότι έκλεψε ένα ασημένιο πιρούνι από το πλούσιο σπίτι στο οποίο εργαζόταν.

Ο δικαστής την καταδίκασε σε θάνατο.

Η υπηρέτρια οδηγήθηκε στην κρεμάλα ουρλιάζοντας ότι είναι αθώα.

Μετά από μερικές μέρες ένα παιδάκι σκαρφάλωσε σε ένα δέντρο και μέσα στην φωλιά μιας  καρακάξας βρήκε το  ασημένιο πιρούνι .

Παρέδωσε το πιρούνι στην αστυνομία  και έκτοτε ,λένε, ότι στην Γαλλία καταργήθηκε η ποινή του θανάτου   για κλοπή.

Η ιστορία ενέπνευσε τον Ροσσίνι και έγραψε την μουσική για  την όπερα «Η Κλέφτρα  Κίσσα».

Δεν ξέρω γιατί κλέβουν οι καρακάξες , οι κλέφτες, όμως, μεταξύ των ανθρώπων χωρίζονται βασικά σε δύο  κατηγορίες .

Όλες οι άλλες ,λίγο ως πολύ,  είναι υποκατηγορίες αυτών.

Υπάρχουν  αυτοί που κλέβουν για να κυριαρχήσουν και υπάρχουν και αυτοί που κλέβουν για να επιβιώσουν.

Οι «δικοί μας»  είναι οι δεύτεροι.

Στην μακρινή Βενεζουέλα εκατοντάδες χιλιάδες παιδιά των παραγκουπόλεων έκλεβαν για να μην πεθάνουν από την πείνα.

Οι φυλακές ήταν ασφυκτικά γεμάτες από ανήλικους κλέφτες.

Κάποιος οραματιστής (με αρκετά λεφτά)  πήγε σε μια φυλακή και μοίρασε στους μικρούς κρατούμενους μουσικά όργανα με την προϋπόθεση ότι σε ένα μήνα θα περάσει να τα μαζέψει.

Πράγματι σε ένα μήνα πέρασε από την φυλακή αλλά ορισμένοι μικροί κρατούμενοι του ζήτησαν παράταση.

Με αυτούς που έδειξαν ενδιαφέρον έφτιαξε το πρώτο μουσικό σχολείο μικρών κλεπτών σε ένα εγκαταλελειμμένο γκαράζ .

Σε λίγα χρόνια (βοηθούσης και της πολιτικής συγκυρίας) η Βενεζουέλα απέκτησε το πρώτο  στον κόσμο μουσικό σχολείο με εκατοντάδες χιλιάδες μικρούς μαθητές , πρώην κλέφτες.

Σε κάθε πόλη και σε κάθε χωριό υπάρχει ένα τέτοιο σχολείο.

Προσφέρει φαγητό και διαμονή σε όσους μικρούς κλέφτες το θέλουν.

Μιλάμε για ένα από τα μεγαλύτερα ανάλογα εγχειρήματα σε τεράστια κλίμακα.  

Ο πρώτος που ενδιαφέρθηκε είναι σήμερα ένας από τους μεγαλύτερους μαέστρους του κόσμου , ενώ πολλά από τα παιδιά συμμετέχουν ως κορυφαίοι μουσικοί σχεδόν σε όλες τις μεγάλες ορχήστρες του πλανήτη.

Όλα αυτά (και πολλά άλλα) τα έμαθα  ενώ έψαχνα στο διαδίκτυο για να βρω εκτελέσεις από την «Κλέφτρα Κίσσα» .

Την  εισαγωγή την έχω ακούσει από την συμφωνική της Βιέννης.

Η εκτέλεση ήταν άψογη αλλά στην μουσική , όπως και στην ζωή, βαραίνει καθοριστικά το συναίσθημα και το πάθος. .

Μάλλον ο μαέστρος, στο τέλος, να ανάσανε ανακουφισμένος που όλα τελείωσαν καλά.

Η εκτέλεση από τα παιδιά  της ορχήστρας «Simon Bolivar»  του «El Sistema», μπορεί να μην ήταν εξίσου άψογη αλλά ήταν συγκλονιστική .

Θέλεις το πάθος των μικρών κλεπτών, θέλεις το λατινοαμερικάνικο ταμπεραμέντο...μπορεί.

Η συμφωνική ορχήστρα των μικρών κλεπτών είχε σηκωθεί όρθια και χόρευε.

Είναι  ίσως είναι επειδή  αυτά τα παιδιά των  παραγκουπόλεων έγιναν κλέφτες για να επιβιώσουν  και καταδικάστηκαν αδίκως σε βαριές ποινές;

Μπορεί και να είναι  γιατί  ξέρουν ότι από απλοί κλέφτες  κατάφεραν να γίνουν σπουδαίοι μουσικοί και  να  κλέψουν την λάμψη των «νομίμων κατόχων της μουσικής γνώσης».

Ίσως , πάλι να είναι  γιατί η  κλέφτρα κίσσα της Βενεζουέλα είχε την αποκοτιά να αρπάξει   το λαμπερό ασημένιο πιρουνάκι  των κυρίαρχων κλεπτών του χριστιανικού και δημοκρατικού μας κόσμου .

 Όπως και να έχει εμένα αυτή η εκτέλεση μου αρέσει. 

Είμαι βέβαιος ότι αυτή θα άρεσε και του Ροσσίνι.

Σκέφτομαι καμιά φορά… μια καλοκαιρινή νύχτα ,  να ανέβει η  «Gazza Ladra» στην Μπολόνια.   

Να κατασκευαστεί, λέει, μια τεράστια εξέδρα στα σκαλιά της βασιλικής του Σαν Πετρόνιο , εκεί που έγραψε την ουβερτούρα της ο Ροσσίνι.

Να έχουν προσκληθεί επισήμως όλοι οι μικροί κλέφτες του κόσμου και την ορχήστρα να διευθύνει ο ίδιος  ο  Τζοακίνο Ροσσίνι.

 

Σάββατο 16 Σεπτεμβρίου 2023

Σχεδόν Χειμώνας …

..η σχεδόν καλοκαίρι.

Η καλύτερη εποχή για τα μπάνια του λαού.

Σήμερα είχε τριάντα βαθμούς το καταμεσήμερο.

Η Λισάβετ προέβλεψε Αρμαγεδδώνα.

Την αγνόησα και είπα να κάνω το μπάνιο μου στον Αλμυρό πριν το οριστικό τέλος του κόσμου.

Είμαι ξαπλωμένος ανάσκελα στην απέραντη και σχεδόν έρημη  αμμουδιά .

Πίσω μου μια σχεδόν κατεστραμμένη  χώρα.

Λέμε «σχεδόν» διότι υπάρχουν ορισμένες περιοχές που δεν έχουν καταστραφεί ακόμα.

Εδώ στην παραμεθόριο έχουμε την τύχη να μην μας έχει καταδεχτεί ακόμα η κλιματική αλλαγή ή όποια, ως γνωστόν, φτάνει μέχρι τα σύνορα του κράτους.

Απέναντι μου λιάζεται το μαγευτικό Λούκοβο.

Είναι χτισμένο στην πλάγια του βουνού.

Είναι σχεδόν ορεινό..

…η  σχεδόν παραθαλάσσιο.

Οι κάτοικοι του στην Αλβανία  θεωρούνται σχεδόν Έλληνες.

Στην Ελλάδα θεωρούνται σχεδόν Αλβανοί.

Ο προστάτης  του Λούκοβο είναι ο όσιος Νήφων.

Πρόκειται  για έναν σχεδόν άγιο  ο οποίος ανακηρύχθηκε  ως τοιούτος διότι θήτευσε ως υποτακτικός του πασίγνωστου και δημοφιλούς οσίου Μαξίμου του καυσοκαλυβίτη.

Οι  κάτοικοι του Λουκόβου κατά την διάρκεια της δικτατορίας (επί) του προλεταριάτου  εδιδάχθησαν και ορισμένα αυστηρώς επιλεγμένα και επιμελώς μεταφρασμένα  αποσπάσματα  από τα έργα των Μαρξ , Έγκελς , Λένιν, Στάλιν  και Μάο Τσε Τουγκ  προκειμένου να αποκτήσουν μια σχεδόν κομμουνιστική παιδεία.

Έτσι  έχουν να καυχιόνται ότι έζησαν και έναν σχεδόν κομμουνισμό.

Ο ήλιος της παραμεθορίου  έχει αρχίζει σχεδόν να κατηφορίζει  προς το πολύπαθο , λόγων σαιζόν,  Οτράντο.

 

Ακούω πίσω μου βήματα στην άμμο.

Έρχεται ο Κώστας με την ομπρέλα του.

Σέρνει μαζί του και ένα σχεδόν λυκόσκυλο.

Παλιά ήταν σχεδόν μέλος του κόμματος (της εργατικής τάξης).

Μου κάνει ένα ανεπαίσθητο νεύμα με το κεφάλι  (που το εκλαμβάνω σχεδόν ως  χαιρετισμό)  και καταλαμβάνει τον χώρο στα δεξιά μου.

Πριν προλάβει να βιδώσει  την ομπρέλα του στην άμμο καταφθάνει και ο  Διονύσης.

Αυτός στρώνει την πετσέτα του  αριστερά μου. Υπήρξε και αυτός «σχεδόν»   ένα φεγγάρι.

Δεν μιλιούνται.

Είναι υποψήφιοι σε διαφορετικά ψηφοδέλτια των Δημοτικών και περιφερειακών εκλογών.

Ο Κώστας συμμετέχει σε ένα σχεδόν αριστερό ψηφοδέλτιο.

Ο Διονύσης  σε ένα σχεδόν δεξιό αντίπαλο ψηφοδέλτιο  .

Βρίσκομαι ανάμεσα τους και αισθάνομαι σαν διερμηνέας.

Πάντα μιλούσαν διαφορετική γλώσσα.

 Ο Κώστας ήτανε πάντα άνθρωπος «της προόδου».

Με το που τέλειωσε το πανεπιστήμιο πίστευε ακράδαντα ότι «ο καπιταλισμός προσφέρει άπειρες ευκαιρίες για να τον ανατρέψουμε από τα μέσα».

Έτσι βάλθηκε να  ανατρέψει τον καπιταλισμό μέσω προγραμμάτων ΕΣΠΑ.

Έκανε και γραφείο  «οικονομικών υποθέσεων και συμβουλών» και απέκτησε μεγάλη πελατεία που τον θαύμαζε και τον παρότρυνε να συνεχίσει το ανατρεπτικό του έργο.

Κάποτε τόνε ψηφίσανε και ως «ανεξάρτητο δημοτικό σύμβουλο»  και έφτασε μέχρι «αντιδήμαρχος οικονομικών υποθέσεων».

Ο Διονύσης παρέμεινε ως ένας ταπεινός ελαιοπαραγωγός – μπάρμαν -πιτόρος-ιδιοκτήτης καντίνας- ξυλοκόπος- ιδιοκτήτης βιομηχανίας κάρβουνου- παραγωγός πατάτας-μελισσοκόμος καθώς και  πρωταθλητής της πρέφας.

Ο Διονύσης πίστευε  στην ανατροπή από «τα έξω» αλλά  έβαλε υποψηφιότητα με ένα σχεδόν δεξιό ψηφοδέλτιο διότι ο επικεφαλής του  έχει ψησταριά και αγοράζει κάρβουνο από το καμίνι του.

Τον Κώστα τον απέφευγε γιατί τον ειρωνευόταν και τον χλεύαζε δημοσίως.

Ποτέ δεν συγκάνανε αυτοί οι δύο.

Παρόλα αυτά   όπου έβλεπες το έναν, κάπου εκεί κοντά θα ήταν και ο άλλος.

Λες και κάτι τους τραβάει.

Έτσι , που λέτε βρέθηκα να λιάζομαι  ανάμεσα σε ένα  «σχεδόν καλοκαίρι» που δεν το έχει πάρει ακόμα απόφαση να τελειώσει   και σε έναν «σχεδόν χειμώνα»  που παριστάνει καμαρωτός το καλοκαίρι.

Το σχεδόν λυκόσκυλο κάνει παρέα με ένα αδέσποτο σχεδόν    Γκριφόν Μπριγκέτ   αναμαλλιασμένο  που μπαινοβγαίνει  στη θάλασσα και που μάλλον το εγκατέλειψαν και βρήκε την υγειά του.

Ο Ήλιος γέρνει επικίνδυνα άλλα διστάζω να φύγω διότι αισθάνομαι ως εξισορροπητικός παράγοντας.

Τελικά το αποφασίζω , παίρνω την πετσέτα μου και ξεκινάω για Αχαράβη.

Θα σταματήσω να πιώ έναν σχεδόν καφέ.

Από τότε που συνήθισα τον ντεκαφεινέ    αντιμετωπίζω ακραίες καταστάσεις σχεδόν με ψυχραιμία.

Δευτέρα 11 Σεπτεμβρίου 2023

Amici miei (parte 3)

 

Κάπως έτσι λέω να είναι η εισαγωγή της ταινίας.

 

Ο Πίπος ήταν Πασόκος.

Από τους παλιούς, τους ορθόδοξους.

Θεωρούσε δε ότι  κάθε σκατό σκύλου που έβλεπε στο πεζοδρόμιο  το είχε κάνει ο σκύλος  του Μάκη που ήταν  δεξιός και έμενε στο δεύτερο όροφο.

Ο Πίπος  τα απογεύματα του καλοκαιριού  ερχόταν κατά τις έξι και άνοιγε το μαγαζί  βαρύθυμος από τον μεσημεριανό ύπνο.

Ένα απόγευμα βρίσκουμε στην γωνία σκατά από σκύλο.

Όχι κανονικά.. σφιχτά αλλά  ευκοιλιότητα! Ολόκληρη  τούρτα .

Λέει ο Μιχάλης . «Θα περιμένουμε νάρθει ο Πίπος.  Θα πάει να φέρει καφέ από το καφενείο και θα τα πατήσει. Θα γίνει χαμός!» 

Καθόμαστε υπομονετικά απέναντι και περιμένουμε.

Πράγματι , έρχεται ο Πίπος , ανοίγει το μαγαζί και πάει για να φέρει τον καφές του.

Φοράει σαγιονάρα.

Παίρνει τη στροφή , δεν είδε μεν τα σκατά αλλά δεν τα πάτησε.

Απογοήτευση.

Λέει ο Μιχάλης : «Περιμένετε εδώ , θα γυρίσει με τον καφέ.»

Πράγματι γυρνάει βαστάει προσεκτικά τον καφέ και μόλις φτάνει στα σκατά τα πατάει και χώνεται το ποδάρι του μέχρι μέσα.

Τα σκατά μπήκανε μέχρι ανάμεσα από τα δάκτυλα.

Φεύγει το ποδάρι του μπροστά και κάνει να πιαστεί από την σχάρα ενός αυτοκινήτου. Κρατιέται μεν αλλά  αδειάζει τον καυτό καφέ στο πέτο του.

Ακούστηκε μέχρι το Σαρόκο.

«Κατέβα κάτω Μάκη να σε   γα…σω  εσένα και τον  κοπρίτη που μας κουβάλησες εδώ.»

 

Εδώ πέφτουν οι τίτλοι της ταινίας και μπαίνουμε στο κυρίως θέμα.

 

Τω καιρώ  εκείνω , λοιπόν, δεν είχα δουλειά και για μέρες δεν είχα βγάλει μεροκάματο.

Πάνω που  ήμουνα στα μαύρα πανιά νάσου και μού έρχεται και ένας φάκελος της εφορίας

«Ελληνικής Δημοκρατία»

«Υπηρεσία δίωξης οικονομικού εγκλήματος» 

«Παρακαλούμε να προσκομίσετε  στην υπηρεσία μας άμεσα τα τιμολόγια σας αγορών και πωλήσεων διότι έχουν διαπιστωθεί  ατασθαλίες και οικονομικές παραβάσεις  εκ μέρους σας.»

Με κομμένα τα ποδάρια πήγα στην εφορία με  κάτι άθλια  τιμολόγια γεμάτα γανιές.

Ο Υπάλληλος χαμογελάει και μου λέει:

«Σας δουλεύουν κύριε. Το έγγραφο έχει αριθμό πρωτοκόλλου 666 , ημερομηνία Παρασκευή και 13  και ο υποτιθέμενος διευθυντής που υπογράφει  « Ιωάννης  Δόγκανος»  δεν υπάρχει εδώ.»

Γύρισα πίσω ανακουφισμένος μεν αλλά και αποφασισμένος να πάρω το αίμα μου πίσω.

Δεν είπα τίποτα και περίμενα υπομονετικά να έρθει η ώρα της εκδίκησης.

Εκείνες τις μέρες  ένα φάντασμα πλανιόταν πάνω από την πόλη .

Ο χρηματιστηριακός πυρετός είχε καταλάβει τους πάντες.

Οι  εντιμότατοι φίλοι μου  υπέπεσαν και αυτοί στο αμάρτημα.

Το δηλητήριο είχε μπει στις φλέβες τους.

Δεν είχαν άλλη κουβέντα από μετοχές , λεφτά και οικονομικούς συμβούλους.

Ματαίως προσπαθούσα να τους εξηγήσω τα λεγόμενα του Μάρξ.

Με θεωρούσαν έναν φτωχό και  κολλημένο αριστερό  που αρνούνταν πεισματικά να δει την νέα πραγματικότητα.

Κάποια στιγμή τελείωσε το πάρτι του χρηματιστηρίου και  χάσανε τα λιγοστά λεφτά τους  όπως ήταν αναμενόμενο.

Πάνω εκεί συμβαίνει να έχω τελειώσει μια δουλειά στην ψαροταβέρνα του. Γιάννη στο Μαντούκι και  να μου χρωστάει οχτακόσια ευρώ.

-«Να σου τα δώσω σε ψιλά;» με ρωτάει.

-«Δώστα μου όπως θέλεις.»

Μου έφερε ένα ασήκωτο σακί  κέρματα των 50 λεπτών»

Τα ρίχνω στην καρότσα και κάνω να φύγω.

-«Περίμενε»  μου λέει γελώντας

-«Αυτά που σουδωσα είναι κέρματα των εκατό δραχμών που μου είχανε μείνει , δεν τα πήγα στην τράπεζα και ακυρώθηκαν. Πάρε τα λεφτά σου.»

-«Έλα ρε Γιάννη , άσε την πλάκα να πάμε να φάμε , πήγε απόγευμα!»

Έτσι βρέθηκα με ένα σακί άκυρα κατοστάρικα  που δεν άξιζαν τίποτα αλλά ήταν σχεδόν ίδια με τα πενήντα λεπτά του ευρώ.

Την άλλη μέρα τους  περίμενα να μαζευτούνε.

Η μετοχή των κλωστηρίων Ναούσης είχε καταρρεύσει.

Θρήνος.

Κλαίγανε με μαύρο δάκρυ.

Βγαίνω έξω δήθεν αγανακτισμένος και τους φωνάζω:

«Φτάνει πια με αυτά τα λεφτά! Όλα λεφτά και λεφτά! Σας εσιχάθηκε η ψυχή μου!»

Βγάζω χούφτες από το σακί τα κέρματα και τα πετάω στον αέρα.

«Πάρτε λεφτά λιγούρια!»

Συνέχισα δήθεν έξαλλος να εκτοξεύω κέρματα σε κάθε κατεύθυνση.

Γέμισε ο δρόμος λεφτά .

Έμειναν εμβρόντητοι.

«Τρελάθηκε!»

Πέσανε κάτω και τα μάζευαν ένα – ένα.

Τους άφησα μέχρι να μαζέψουν και το τελευταίο ξαπλωμένοι κάτω από τα αυτοκίνητα.

Amici miei (Parte 2)

 Τέτοιες μέρες  καλιώρα  ερχόταν  κάποιες προηγούμενες Δημοτικές και  Περιφερειακές εκλογές.

Το κλίμα ήταν αβάσταχτα βαρετό.

Οι ίδιοι άνθρωποι. Τα ίδια προγράμματα . Οι ίδιες υποσχέσεις.

Καθόμασταν αμίλητοι  στο στέκι μας  και περιμέναμε να περάσει και αυτό το μαρτύριο .

Ξαφνικά  εμφανίζεται ένας τύπος άγνωστος ως υποψήφιος δημοτικός σύμβουλος  που άλλαξε  αμέσως το κλίμα.

Ήταν από κάποια άλλη περιοχή της χώρας και δεν είχε καταλάβει ακόμα που έμπλεξε.  

Δεν του έφτανε του αθεόφοβου που πλήρωσε τα παράβολα για την συμμετοχή του , έβγαλε και πανάκριβες , πολυτελείς έγχρωμες αφίσες.

Ήτανε ολόσωμη η φωτογραφία του .

Ντυμένος  σαν ένας  καθημερινός άνθρωπος.

Κοίταγε ελαφρώς δεξιά  και επάνω  προς τον Πρόξιμα του Κενταύρου.

Στο  ύψος του πέτου του υπήρχε μια λεζάντα που έγραφε: «Έχω όραμα!».

Γέμισε την πόλη.

Αυτό ήταν!

Πήραμε φωτιά.

Στείλαμε κάποιον να αγοράσει μαρκαδόρους.

Βγήκαμε το βράδυ αργά.

Σβήναμε το «Όραμα» και στη θέση του γράφαμε ότι  μας ερχόταν εκείνη τη στιγμή.

Στην πρώτη αφίσα γράψαμε : «Έχω ζάχαρο!»

Στην επόμενη : «Έχω Πίεση»

Παρακάτω : «Έχω θέματα»

«Έχω τρία κεφάλια παιδιά»

«Έχω το διάολο μέσα μου»

«Έχω χοληστερίνη».

 

Γελάγαμε όλη νύχτα μετά δακρύων. 

Νάναι καλά όπου βρίσκεται ο άνθρωπος.

 

Συνεχίζω με το βασικό στόρι της ταινίας.

Ο Θανάσης είναι πάντα σοβαρός και αγέλαστος .

Διατηρούσε κατάστημα πώλησης επίπλων  και συναναστρεφόταν μόνο με σοβαρούς  συνταξιούχους της γειτονιάς.

Ήταν νευρικός , δεν του αρέσανε τα πολλά λόγια και πάνω από όλα τα αστεία.

Ο Θανάσης  ανήκει σε μια φυλή με δισύλλαβα επώνυμα που προέρχονται από την περιοχή Σουλίου, Δελβινακίου, Τσαμουριάς  και που έχουν  κατά κανόνα το χαρακτηριστικό της αυστηρότητας και της σοβαρότητας.

Μια φορά, λοιπόν,  μπαίνει μια τσιγγάνα στο μαγαζί και τόνε ρωτάει αν έχει ..σιδερώστρες..

Για κάποιο  λόγο οι τσιγγάνοι ασχολούνται η εμπορεύονται  πράγματα που δεν τους ενδιαφέρουν στην καθημερινή τους ζωή.

-«Βεβαίως» λέει πρόθυμος ο Θανάσης .

Πιάνει η τσιγγάνα την σιδερώστρα , τηνε κοιτάει από δω, τηνε κοιτάει από κει, πατάει κατά λάθος  κάποιο αόρατο μοχλό και χράπα-χρούπα ανοίγει η σιδερώστρα με αποτέλεσμα να χτυπήσει έναν πανάκριβο καναπέ που βρισκόταν στην βιτρίνα και να του κάνει ένα μικρό βαθούλωμα.

Αυτό ήτανε!

Στην επόμενη σκηνή η τσιγγάνα βγαίνει τρέχοντας από το μαγαζί και από πίσω της έρχεται μια ιπτάμενη σιδερώστρα μαζί με διάφορες βρισιές .

Εδώ μόλις αρχίζει το σόου.

Συνεννοηθήκαμε και πηγαίναμε ένας - ένας αδιάφοροι δήθεν να πάρουμε τιμές.

-«Θανάση η γυναίκα μου είπε ότι έχεις στην βιτρίνα έναν καναπέ που τις αρέσει.»

-«Ναι . Αυτός είναι .»

-«Πόσο κάνει;»

-«Χίλια διακόσια  ευρώ.»

-«Μάλιστα . Μπορώ να σου δώσω τώρα τα χίλια και τα άλλα διακόσια στο τέλος του μήνα;»

-«Βεβαίως!  Ότι θέλεις.»

-«Ναι αλλά για στάσου τι είναι αυτό εδώ;»

-«Τίποτα βρε αδελφέ ένα μικρό βαθούλωμα ούτε που φαίνεται.»

-« Α!  είναι ελαττωματικός. ‘Άστο δεν πειράζει θα κοιτάξω και αλλού.»

Εκεί που είχε τον καναπέ δύο χρόνια στην βιτρίνα και δεν ήτανε τρόπος να τονε πουλήσει ξαφνικά πέρασε όλη η γειτονιά και δεν τόνε πήρε κανείς.

Κόντεψε να σκάσει.

Πήγε τον καναπέ στην αποθήκη  βρίζοντας.

Το μεγάλο το πέτσο , όμως , έγινε  στην σύναξη των συνταξιούχων.

Τα απογεύματα  , κατά τις έξι , άνοιγε το μαγαζί, έβγαζε έξω ένα πλαστικό τραπέζι και μερικές πλαστικές καρέκλες.

Σε λίγο, ένας – ένας  μαζευόταν οι συνταξιούχοι της γειτονιάς .

Ο Θανάσης έφερνε ένα γκαζάκι , το μπρίκι και μερικά φλιτζανάκια και ετοίμαζε τους  καφέδες  αμίλητος και σοβαρός.

Συνήθως πάνω στο τραπέζι και τριγύρω έσταζαν τα ρούχα που είχαν απλώσει οι γειτόνισσες από τους επάνω ορόφους.. .

-«Τι θα γίνει κυρία Κούλα με αυτή τη κατάσταση; Θα στάζουνε οι γκιλότες σου απάνω στο κεφάλι μας;»

-«Και τι να κάνουμε κύριε Θανάση μου, να κάτσουμε να βρωμέψουμε;»

-«Να τα απλώσετε το βράδυ που δεν έχει κόσμο.»

-«Δεν τόξερα να ασκωθώ να μεσάνυχτα να απλώνω ρούχα.»

Ο Θανάσης είχε τσακωθεί με όλες τις νοικοκυρές της πολυκατοικίας  και η βεντέτα πλέον ήταν μια συνηθισμένη κατάσταση .

Το θέμα είχε αρχίσει να γίνεται βαρετό  και έτσι αποφασίσαμε να παρέμβουμε για να  πυροδοτήσουμε  την κατάσταση.

Βρήκαμε ένα κουβάρι σπάγκο και μια σακούλα σκληρή από το σούπερ μάρκετ.

Ανεβήκαμε στην ταράτσα και  απλώσαμε το σπάγκο μέχρι την άκρη της ταράτσας . Τον ρίξαμε κάτω και τον δέσαμε πρόχειρα στην γωνία από ένα μηχανάκι.

Δέσαμε στην άκρη του σπάγκου τη σακούλα και την γεμίσαμε με νερό.

Κρεμάσαμε την σακούλα ακριβώς πάνω από το σημείο που ο Θανάσης έβαζε κάθε απόγευμα το τραπεζάκι και περιμέναμε υπομονετικά.

Κατά τις έξι το απόγευμα νάσου ο Θανάσης σοβαρός και  γεμάτος νεύρα ως συνήθως  έρχεται ανοίγει το μαγαζί , βγάζει έξω το τραπέζι με τις καρέκλες; Και αρχίζει να ετοιμάζει τον καφέ.

Τονε βλέπουνε οι συνταξιούχοι και μαζεύονται ένας – ένας.

Εμείς καθόμαστε απέναντι να μας βλέπουν και συζητάμε αδιάφοροι δήθεν.

Έχουμε στείλει απέναντι έναν που καθότανε    κρυμμένος  στη γωνία  έτοιμος να κόψει το σπάγκο.

Μόλις  σηκώνουν τα φλιτζάνια να πιούνε την πρώτη και ιερή  γουλιά  του κάνουμε νόημα και κόβει το σπάγκο.

Η σακούλα με καμιά δεκαριά κιλά νερό πέφτει απάνω στο τραπέζι και  γίνεται κόλαση.

Φεύγουν καφέδες, μπρίκια , φλιτζάνια , νερά , διαλύεται το σύμπαν.

Βγαίνει ο Θανάσης στη μέση του δρόμου βρεγμένος  και καμένος από καφέδες  και με μια άκρως θεατρική πόζα σηκώνει τα χέρια του προς τα μπαλκόνια και φωνάζει:

«Πουτάνεεεες!».

 

 

Μην χάσετε την επόμενη και τελευταία ταινία “Amici miei ( parte 3)