Κυριακή 23 Απριλίου 2023

Οι κοκκυκιές ανθίζουν και φέτος.

 

Όταν οι  Ενετοί επιδότησαν την δενδροφύτευση της Κέρκυρας με Ελιές, επέβαλαν μια καταπράσινη ομοιομορφία απ’ άκρου εις άκρο  του νησιού.

Αιωνόβια άγρια δένδρα εκριζώθηκαν  προκειμένου να γίνει το νησί , εκτός των άλλων , και παραγωγός λαδιού.

Η κύρια χρησιμότητα του λαδιού ήταν η παραγωγή σαπουνιού ,ως του μόνου βιομηχανικού απορρυπαντικού της εποχής , καθώς και η βάση  για την παραγωγή ενός εύφλεκτου υλικού  κατάλληλου για τον φωτισμό των πόλεων.

Ελάχιστα άγρια δένδρα  επέζησαν από αυτήν την   γενοκτονία.

Ανάμεσά τους και οι κοκκυκιές.

Αλλού τις λένε Κουτσουπιές.

Λένε ότι είναι το δέντρο από το οποίο κρεμάστηκε ο Ιούδας.

Ίσως αυτός να είναι και ο λόγος που καθιερώθηκε το μωβ ως το πένθιμο χρώμα.

Είναι πολλοί αυτοί που ουδέποτε το είχαν σε υπόληψη αυτό το δέντρο.

Θα ήταν αδιανόητο , ας πούμε, να κρεμαστεί ο Ιούδας από μια αχλαδιά η από μία κερασιά.

Όπως επίσης θα ήταν αδιανόητο να δούμε στην πάνω πλατεία  να βγάζει βόλτα  κάποιος αντί για σκύλο μια κατσίκα.

Ακόμα , ουδείς ποιητής θα ασχολούταν  με ένα τέτοιο δένδρο.

Θα έπρεπε να πει , ας πούμε ,  «..καθώς εσκόρπιζεν η κοκκυκιά τα ροδοπέταλά της» η «ετίναξε την ανθισμένη κοκκυκιά με τα χεράκια της».

Δεν γίνονται αυτά τα πράματα.

Συνήθως  ασχολούμαστε με ότι μας εξυπηρετεί  γαστρονομικώς.

 

Θυμάμαι  έναν μνημειώδη διάλογο από τον «Ζορμπά».

-«Τι πουλί είναι αυτό;»

-«Τίποτα. Δεν τρώγεται.»

Σε πείσμα ,όμως, των απανταχού εραστών των  «ωφέλιμων»  ζώων και φυτών οι εναπομείνασες κοκκυκιές επιμένουν να ανθίζουν διάσπαρτες σε όλο το νησί.

Ξαφνικά , μέσα στην άνοιξη  τέτοιες μέρες,  το καταπράσινο τοπίο στολίζεται με μωβ πινελιές  για λίγες  βδομάδες.

Κάθομαι στην πλατεία , στα τίλια και πίνω τον καφέ μου.

Κάποτε κάποιος ευφυής γεωπόνος φύτεψε εδώ τα δέντρα της παλαιάς χλωρίδας της Κέρκυρας πριν την δενδροφύτευση του νησιού με τις ευεργετικές και απολύτων απαραίτητες  ελιές.

Αγριοκαστανιές , τίλια, βαλανιδιές και κοκκυκιές μετατρέπουν την πάνω πλατεία σε μουσείο φυσικής ιστορίας και ελάχιστοι το γνωρίζουν.

Σκληρά, άγρια, αιωνόβια και όμορφα δέντρα κατάλληλα και δοκιμασμένα στο κλίμα μας.

Θα μπορούσε η δήμαρχος να τοποθετήσει μια πλακέτα που να ενημερώνει περί τούτου τους περιπατητές αλλά μάλλον δεν θα το γνωρίζει καν.

Απέναντί μου η κοκκυκιά ανθίζει και φέτος.

Σκέφτομαι ότι η κοκκυκιά διαφοροποιείται τόσο αργά  που μάλλον δεν θα αντιλαμβάνεται το τόσο γρήγορο πέρασμα των ανθρώπων από μπροστά της.

 Ίσως και να αγνοεί την ύπαρξή μας.

Το χειρότερο όμως είναι ότι οι άνθρωποι περνούν τόσο βιαστικά  από δίπλα της που μάλλον , και αυτοί αγνοούν την ύπαρξη της .

Κρίμα.

Μπροστά μου μια παρέα μαθητών από κάποια άλλη πόλη  χαλάει τον κόσμο . Βγάζουν φωτογραφίες και αστειεύονται.

Ωραία εικόνα.

Οι καθηγητές συνοδοί με πλησιάζουν και κάθονται στο διπλανό τραπέζι.

-«Από εδώ είστε;» μου λέει μια καθηγήτρια.

Φοράει γκρίζο ανοιξιάτικο ταγέρ και ψηλά τακούνια .

-«Μάλιστα κυρία μου» απαντώ.

-«Και ..δε μου λέτε … αυτό το δέντρο απέναντι , τι είναι;»

-«Κοκκυκιά» απαντώ.

-«Και τι κάνει;»

-«Καλά είναι υποθέτω… βλέπετε κάτι ανησυχητικό;»

Χαμογελάει συγκρατημένα.

-«Όχι.. εννοώ  τι  φρούτα κάνει»

«Δεν κάνει φρούτα , κυρία , αλλά μας είναι απολύτως απαραίτητη». Απαντώ.

-«Σε τι πράγμα;» ξαναρωτά.

-«Είναι πολύ όμορφη κάθε τέτοια εποχή και, δυστυχώς,   μόνο  για  λίγες  βδομάδες ».

Με κοιτάει  ανήσυχη, τραβιέται ελαφρά πίσω και παίρνει θέση άμυνας.

Φαίνεται ότι στα μέρη της δεν συνηθίζονται τέτοιοι διάλογοι.

Συνεχίζω.

-«Μπορείτε κυρία μου να φαντασθείτε τον κόσμο μας χωρίς κοκκυκιές;» .

Ο καθηγητής δίπλα της  μειδιά.

Είπα να συνεχίσω το σφυροκόπημα αλλά την έσωσε από τα νύχια μου  ο σερβιτόρος.

Το περιστατικό δεν φαίνεται να έγινε αντιληπτό από την κοκκυκιά.

Το συμβάν για αυτήν συνέβη με την ταχύτητα του φωτός .

Συνεχίζει την πορεία της στον χρόνο, ήσυχη όσο δεν έχουμε ανακαλύψει επαρκώς τις θεραπευτικές της ιδιότητες.

Παρασκευή 14 Απριλίου 2023

Αγχωμένοι στην νήσο του Πάσχα

 

Σε όλο τον κόσμο εορτάζουν την Ανάσταση του Κυρίου.

Λίγο ως πολύ όλες οι θρησκείες πάντα είχαν μια κορυφαία εκδήλωση για την Ανάσταση στο εορτολόγιο τους.


Η Ανάσταση μπορεί να ερμηνεύεται ως η γιορτή της αναγέννησης  της φύσης αλλά βασικά οι εκδηλώσεις αυτές γίνονται για να απαλυνθεί η αγωνία των πιστών και των απίστων ενόψει του βέβαιου θανάτου μας.


Οι θρησκείες είναι ασυναγώνιστες διότι ένας υποψήφιος δήμαρχος μπορεί να υποσχεθεί ασφαλτοστρώσεις , ένας βουλευτής φράγματα υδροδότησης, ένας υπουργός   μείωση του πληθωρισμού.

Ακόμα και  ένας κομμουνιστής το περισσότερο που μπορεί να υποσχεθεί είναι  την κατάργηση της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο.


Οι θρησκείες είναι πολύ πιο μπροστά . Υπόσχονται αθανασία .


Στην Κέρκυρα λόγω μιας πατροπαράδοτης διαστροφής εορτάζουμε δύο φορές την Ανάσταση για σιγουριά.


Η πρώτη Ανάσταση γίνεται το Μεγάλο Σαββάτο το πρωί στις έντεκα και η δεύτερη (και αποτελεσματικότερη) γίνεται στις δώδεκα τα μεσάνυχτα.


Για να γίνει μια Ανάσταση, όμως, πρέπει να έχει προηγηθεί μια ταφή.


Η Ταφή γίνεται την Παρασκευή το βράδυ.


Δεν πρόκειται για μια ταπεινή ταφή ενός επαρχιακού γραφείου κηδειών αλλά για αναρίθμητες πομπές ανθοστόλιστων επιτάφιων που διασχίζουν την πόλη και που αν δεν προσέξεις υπάρχει σοβαρός κίνδυνος να σε πατήσει κανένας η κάποια μπάντα που τον συνοδεύει.



Τόσο ο μαρτυρικός θάνατος όσο και η θριαμβευτική Ανάσταση αποτελούν ένα σύνολο μια απίστευτης φασαρίας που δύσκολα αντέχεται από τους κοινούς θνητούς.


Για τις ανάγκες της τοπικής οικονομίας επιστρατεύονται τα πάντα

 

Μαζορέτες , διώροφα λεωφορεία , γιγαντιαία κρουαζιερόπλοια, μουσικές μπάντες , ανθοστόλιστοι επιτάφιοι , αμέτρητοι μπότηδες , κεριά , φωτεινοί σταυροί , πυροτεχνήματα , κυβερνητικοί παράγοντες και χιλιάδες κομπάρσοι.


Μια χολιγουντιανή παράσταση που ονομάζεται από τους Τουρ Οπερέϊτορς «Παραδοσιακό Πάσχα στην Κέρκυρα».


Χιλιάδες αλλόφρονες πιστοί στριμωγμένοι στους δρόμους προσπαθούν να πάνε κάπου και κανείς τους δεν ξέρει που.

Ήρθαν από τα πέρατα της οικουμένης να τα δουν όλα σε δύο εικοσιτετράωρα.

 

Κάτι τέτοια σκέφτομαι  κατηφορίζοντας τον  ΝΑΟΚ.

 

Τα πλοιάρια του Ναυτικού Ομίλου Κέρκυρας λιάζονται στον πρωινό ανοιξιάτικο τσιμεντένιο μουράγιο.

Στην άκρη στα πέτσα δεν υπάρχει ψυχή.

Κάθομαι και αφήνω τα πόδια μου να αιωρούνται στο κενό.

Ένα ερωτευμένο ζεύγος  κοκοβιών κάνει τον πρωινό του περίπατο στον βυθό.

Ένα τσούρμο νεαρών κεφαλόπουλων παρελαύνουν αδιαφορώντας για την αύξηση του  πρωτογενούς  πλεονάσματος.

Τίποτα δεν φαίνεται ικανό να διαταράξει την γαλήνη του ανοιξιάτικου πρωινού.

Κοιτάω στο βάθος την πάχνη πάνω από την Σαγιάδα και σκέφτομαι ότι το μόνο που μπορεί να ταράξει αυτή την ιερή στιγμή είναι να ξεπροβάλουν πίσω από τα βουνά της ηπείρου ένα σμήνος F16 και να βομβαρδίσουν την Κέρκυρα με βόμβες  αέρος εδάφους.

Αν καταφέρουν να πετύχουν το δημοτικό θέατρο, αυτό το κρύο τσιμεντένιο μαυσωλείο που έφτιαξε η χούντα με αισθητική Πατακού, θα τους είμαστε για πάντα υποχρεωμένοι.

Δεν συμβαίνουν, όμως,  τέτοια πράγματα πάρα μόνο στην αρρωστημένη φαντασία ενός  περιπλανώμενου συνταξιούχου του  Ενιαίου Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης.

Εκεί που όλα πάνε καλά,  ξαφνικά αισθάνομαι ένα μυρμήγκιασμα στο αριστερό μου πόδι.

Το μυρμήγκιασμα δυναμώνει και γίνεται ανυπόφορο κουδούνισμα.

Σηκώνω το τηλέφωνο.

«Έρχονται»  Λέει!

Ω!  μάνα μου!

Ο Χριστός και η Παναγία!

Έρχονται το Πάσχα για δύο εικοσιτετράωρα!

Αδειάζει  το αίμα μου , μυρμηγκιάζει όλο μου το σώμα και αμέσως μετά δυνατή ταχυπαλμία.

Σηκώνομαι και παίρνω τον ανήφορο ανήσυχος.

Θυμάμαι πέρσι τέτοιες μέρες τους περίμενα στο λιμάνι.

Κατεβήκαν τσαλακωμένοι και ιδρωμένοι.

Ξεφόρτωσαν παιδιά , καρότσια, πατίνια, καλάμια ψαρέματος, βραστήρες, καφετιέρες, κλουβιά, σκυλιά με πτυσσόμενα λουριά και κιβώτια με ζωοτροφές.

Πήγα να χαϊδέψω ένα μαύρο γιγαντιαίο σκύλο, να μην νομίσουν ότι δεν αγαπώ τα ζώα,  και παραλίγο να χάσω το χέρι μου σαν τον Μιγκέλ Θερβάντες στην ναυμαχία της Ναυπάκτου.

Θελαν  να ξεκουραστούν.

Να πάνε και για καφέ.

Να παρακολουθήσουν και την συναυλία με έργα Μπαχ στον Ντόμο.

 

Να προλάβουν και τους σαράντα πέντε επιτάφιους πατείς με πατώ σε.

Να ξαναπάνε για ποτό.

Να χάσουν τον έναν σκύλο.

Να τον βρουν αλλά να χάσουν το κινητό.

Να το βρουν αλλά να μην θυμούνται που παρκάρισαν.

Να βρουν το αυτοκίνητο αλλά να τους έχουν «κλείσει».

Να τσακωθούν με κάποιον εξίσου αγχωμένο Αθηναίο και να πάνε γρήγορα για ύπνο.

Να ξυπνήσουν και να τρέχουν αλλόφρονες στους δρόμους γιατί από στιγμή σε στιγμή θα πέσουν τα κανάτια.

Να γυρίσουν πίσω νηστικοί , αγχωμένοι και τσαλαπατημένοι.

Το βράδυ ξανά πατείς με  πατώ σε στην ανάσταση.

«Δεν προλάβαμε να κάνουμε μαγειρίτσα».

«Σου τάλεγα εγώ.»

Ψάχνουν για μεταμεσονύκτιο εστιατόριο .

Να πάνε ξανά  για ποτό.

Να ξυπνήσουν και πρωί-πρωί να σουβλίζουν αρνιά και άντερα.

Να μην ψηθεί καλά το αρνί και να αρχίσει η γκρίνια.

Να μου πάρει το παϊδάκι από το χέρι μαζί με το δάχτυλο το λιοντάρι  της Νεμέας.

 

Ακολουθούσα το ξέφρενο ατσελεράντο και αισθανόμουν σαν ακούσιος επιβάτης στο «τραίνο της μεγάλης φυγής».

 

 Ένα αγχωμένο τρελοκομείο που ζει έναν απίστευτο εφιάλτη ελπίζοντας ότι αν πεθάνει θα αναστηθεί για να τον ξαναζήσει για πάντα .

 

Φτάνω στο άγαλμα του Καποδίστρια και σκέφτομαι ότι κάτι τέτοιες ώρες είναι να τα μαζεύω και να φεύγω.


Το πλοίο της γραμμής προς Ηγουμενίτσα είναι σχεδόν άδειο.

Ξαπλώνω στον καναπέ του σαλονιού σκεπασμένος με το μπουφάν,  με το σακίδιο προσκεφάλι και παίρνω έναν υπνάκο.


«Σήκω Φτάσαμε»


Ξυπνάω σκιαγμένος .


«Που φτάσαμε;»

«Ποιοι είμαστε;»

«Που πάμε;»

«Ποιο είναι το νόημα της ζωής;»


Από το παράθυρο κυλάνε απαλά οι ακτές της Θεσπρωτίας.


Σιγά σιγά ξανάρχεται η μνήμη.


Θα κάνουμε Πάσχα σε ένα μοναστήρι .


Κάποιος «Άγιος Διονύσιος» πήγε και έχτισε ένα μοναστήρι στο άντρο της ακολασίας των Θεών στις πλαγιές του Ολύμπου.

 

Γενικά δεν έχω εμπιστοσύνη στους απανταχού Διονύσηδες και ειδικά στους Ζακυνθινούς παρόλο που αναγνωρίζω ότι έχουν μια σπονδή που τους κάνει παράτολμους.


Σκέφτομαι ένα Πάσχα στην κατανυκτική ατμόσφαιρα ενός μοναστηριού χωρίς ηλεκτρικό ρεύμα φωτισμένο μόνο με το φως των κεριών.


Να ψάλουν το «Αι γενεαί πάσαι» στην σιγαλιά του βουνού και να κρατάω την ανάσα μου .


Θα μου λείψει , βέβαια, και το Αντάτζιο του Αλμπινόνι αλλά δεν μπορούμε να τα έχουμε όλα.


Κάπου στο βάθος της μισοσκότεινης εκκλησίας να κάθετε στο στασίδι με σταυρωμένα χέρια μια νεαρή  πιστή  χτυπημένη από την μοίρα και να μου ρίχνει κρυφές αμαρτωλές ματιές.


Μόλις σημάνουν οι καμπάνες της Αναστάσεως να πάω να την φιλήσω με πάθος ασυγκράτητο.


Ύστερα , λέει, να πάω για ύπνο χωρίς μαγειρίτσες, τσιλιχούρδια και βαμμένα αυγά.

 

Με ένα ποτήρι κρασί και λίγο τυρί, αγναντεύοντας τα όρη.



Να κοιμηθώ σαν πουλάκι τουλάχιστον εννιά ώρες.

 

Το πρωί να ξεκινήσω τον ποδαρόδρομο με το παλούκι μου προς  τον θρόνο  του Δία.

 

Να προσκυνήσω και εκεί.

 

Δεν είναι ώρα να  τσακωθώ και με τους Θεούς του Ολύμπου.