Παρασκευή 25 Αυγούστου 2023

Amici miei (parte 1)

Ο Μιχάλης ερχόταν στην πόλη με ένα καταταλαιπωρημένο  Fiat panda.

Δίπλα του καθόταν η Μαριάννα.

Ήταν και οι δύο σοβαροί και αμίλητοι.

Ο Μιχάλης σταματά στην μέση του δρόμου με αναμμένα τα αλάρμ.

Κατεβαίνει σοβαρός και κάνει επισήμως το γύρο του αμαξιού.

Ανοίγει την πόρτα του συνοδηγού  και κατεβαίνει επίσης σοβαρή η Μαριάννα .

Οι γειτόνισσες στα μπαλκόνια σχολιάζουν.

«Αυτός είναι άντρας!»

Μέχρι που μαθαίνουν ότι η πόρτα του συνοδηγού δεν άνοιγε από μέσα.

Το Φίατ είχε και διάφορα άλλα προβλήματα.

Ο υαλοκαθαριστήρας, για παράδειγμα, έφευγε μόλις πήγαινες να τον βάλεις μπροστά .

Μια  φορά το άρπαξε στον αέρα ένας ντελιβεράς που ερχόταν από πίσω και τον έδωσε στον Μιχάλη εν κινήσει.

Η σκηνές αυτές  θα μπορούσε να ήταν η εισαγωγή μιας Κερκυραϊκής ταινίας ανάλογης με της γνωστής Ιταλικής ταινίας «Εντιμότατοι μου φίλοι».

Νομίζω ότι θα είχε ανάλογη επιτυχία και μάλιστα θα ήταν απαραίτητο να κυκλοφορήσει και σε περισσότερα του ενός  μέρη λόγω του ότι είναι αδύνατον να περιγραφούν τα πάντα σε μια ταινία.

Ξεκινάμε με τον Ζορμπά.

Ο Ζορμπάς υπήρχε πάντα.

Κάθε  δρόμος , κάθε χωριό, κάθε γειτονιά είχε πάντοτε έναν Ζορμπά.

Ο δικός μου Ζορμπάς ονομάστηκε έτσι διότι από μικρός δούλευε σε ένα χορευτικό συγκρότημα που έδινε παραστάσεις στα ξενοδοχεία.

Δεν είχε ανάγκη να δουλέψει. Η οικογένειά του ήταν εύπορη και μάλλον θα θεωρούσε νεανική τρέλα την καλλιτεχνική αυτή ενασχόληση του νεαρού Ζορμπά.

 

 

Έκανε και  άλλες δουλειές στην ζωή του.

Σπούδασε στην Ιταλία ,  έκανε τον ασφαλιστή και εσχάτως ασχολήθηκε επιτέλους με την δουλειά που πραγματικά του ταίριαζε.  Έγινε ψαράς.

 Απόκτησε βάρκα με όλα τα απαραίτητα  σύνεργα  και μετάτρεψε  ένα τζιπάκι που είχε για να γυρνάει στις γειτονιές να πουλάει τα ψάρια.

Δεν πάει ποτέ στη Γαρίτσα όταν είναι εκεί ο Αντώνης διότι  «Δεν είναι σωστό να του κάνει κόντρα πόστο.»

Σε αντίθεση με τους φυσιολογικούς ψαράδες , ο Ζορμπάς  δεν διαλαλούσε τα ψάρια που είχε πιάσει αλλά τα ψάρια που …δεν είχε πιάσει .

 

Φώναζε , δηλαδή από το μεγάφωνο:

«Σαργούςους! …. Δεν έχω»

«Σουπιέεεες! ……Δεν έχω»

«Σκαρμούςους!* ....Δεν έχω»

«Τσέρουλες!..... ένα κιλό μου μείνανε.»

 

Ανάμεσα έριχνε εμβόλιμα και διάφορα συνθήματα πολιτικού περιεχομένου που τα έβγαζε από το μυαλό του.

Έλεγε , ας πούμε,  :  «Όλοι απόψε το βράδυ στο Σαρόκο στην συγκέντρωση του ΚΚΕ . Θα μιλήσει ο σύντροφος Μαυροκέφαλος.»

Συνέχιζε δε με συνθήματα  όπως: «Λαέ πολέμα σου πίνουνε το αίμα.»

«Μαζί σου Αντρέα για μια Ελλάδα νέα»,  «Ο Λαός δεν ξεχνά τι σημαίνει δεξιά»

Το πέρασμα του Ζορμπά από τις γειτονιές ήταν ένα πανηγύρι.

Εκεί που γινόταν η μεγάλη πλάκα ήταν στην κόντρα φόσα όπου γινόταν οι συνάξεις των ψαράδων  με κρασί και  μεζέδες.

Εδώ επρόκειτο για επίσημες  συνελεύσεις    όπου η κάθε συνέλευση  θα μπορούσε να ήταν μια ξεχωριστή και  ασυναγώνιστη ξεκαρδιστική ταινία   .

Ξαφνικά σηκωνόταν ένας (μην λέμε ονόματα)  και έλεγε σοβαρός :

-«Κύριε πρόεδρε ζητώ τον λόγο επί της διαδικασίας»

-«Παρακαλώ κύριε συνάδελφε, έχετε τον λόγο.»

-«Κύριε πρόεδρε επιθυμώ να γράψω στ’ @@@@@ μου  τον προλαλήσαντα.»

-«Ελευθέρα κύριε συνάδελφε.»

-«Ένα στυλό παρακαλώ.»

-«Συντομεύετε κύριε συνάδελφε!»

-«Δεν γράφει το στυλό κύριε πρόεδρε.»

 

Ο Ζορμπάς είναι ένας ευγενικός  και ευαίσθητος άνθρωπος  που εκδηλώνεται όμως με τον  γνωστό Κερκυραϊκό ταμπεραμέντο που περιλαμβάνει το χιούμορ , τον σαρκασμό , την ειρωνεία, την φάρσα και την ανεκτικότητα.

Ο Μιχάλης ήταν ο καλύτερος φίλος του Ζορμπά.

Όταν συζητούσαν για το πιο ασήμαντο πράγμα νόμιζες ότι όπου νάναι θα αρπαχτούν στα χέρια .

Εκεί όμως υπήρχε η πραγματική τρυφερότητα, η αγάπη  και αλληλεγγύη . Απλώς εκδηλωνόταν με έναν τρόπο  που  σε άλλα μέρη δεν θα μπορούσε να ήταν κατανοητή.

ΥΓ  Στην Κέρκυρα ονομάζουμε «Σκαρμούς» τους Λούτσους  διότι είμεθα ευγενικοί άνθρωποι και δεν θέλουμε να ριψοκινδυνεύσουμε κάποιο γλωσσικό ολίσθημα που θα μας εξέθετε ανεπανόρθωτα.

 

( Μην χάσετε την επόμενη ταινία « Amici miei  (parte 2)»

Σάββατο 5 Αυγούστου 2023

Το εκκλησάκι των Αγίων Πάντων

Τα παλιά χρόνια εδώ γινόταν το μεγαλύτερο πανηγύρι των χωριών τ’Αγύρου.

Το λιβάδι και τα δύο ποταμάκια που το διασχίζουν είχε ζωτική σημασία για την επιβίωση του πληθυσμού.

Τα περασμένα χρόνια από δω φεύγανε κάρα φορτωμένα με κάθε λογής αγροτικά προϊόντα για τη χώρα.

Ανέβαινανε αργά  τις κορδέλες του Παντελεημόνου  στου Τρουμπέτα  όλη νύχτα.

Περνάγανε από το Σκριπερό και σταματάγανε στη  ταβέρνα του  Σγόμπου .

Το πρωί μπαίνανε στη χώρα. 

Εδώ υπήρχαν κοπάδια και μικρές καλλιέργειες από καλαμπόκια ,στάρια και κηπευτικά.

Εδώ συναντιόταν και γνωριζόταν  οι νέοι από τα γύρω χωριά.

Εδώ γεννήθηκαν μεγάλοι έρωτες.

Τα «επίσημα» πανηγύρια σήμερα γίνονται στην πλατεία του κάθε χωριού με επισκέπτες «από τας Ανθήνας» και με τα απαραίτητα  σουβλάκια και μπύρες από έμπειρους ψήστες των πολιτιστικών συλλόγων.

Μερικοί επιμένουν να κάνουν το πανηγύρι ακόμα και σήμερα εδώ , στο μοναχικό εκκλησάκι των Αγίων Πάντων.

 Στην μέση του λιβαδιού.

Το Σαββάτο το βράδυ ξεκινήσαμε για το φημισμένο πανηγύρι .

Βγήκαμε από τον κεντρικό δρόμο και μπήκαμε σε ένα δαιδαλώδες δίκτυο  αγροτικών χωματόδρομων.

Μετά από λίγα χιλιόμετρα φτάσαμε.

Θυμήθηκα την περιοχή.

Εδώ με έφερνε η Νόνα μου η Βανθία όταν ήμουν πέντε χρονών.

Έφερνε τα πρόβατα της για να τα βάλει στο κοπάδι.

Έδενε τις δύο άκρες ενός σχοινιού σε ένα κλαρί . Τύλιγε και μερικά πανιά για να κάθομαι και μου έφτιανε μια κούνια. Την λέγαμε «Κούλιουρο» και ήταν η μεγαλύτερη διασκέδαση μου.

Νάμαι πάλι εδώ.

Μπαίνουμε στην εκκλησιά.

Πανέμορφες αγιογραφίες.

Ανάβουμε ένα κερί.

Συνήθως οι πιστοί ανάβουν ένα κερί αναλόγου μεγέθους με την χάρη που ζητούν.

Εμείς  (οι άπιστοι) ανάβουμε ένα κερί σαν φιλοφροσύνη και ένδειξη σεβασμού  σε ένα εκκλησάκι τριάντα τετραγωνικών μέτρων που επέλεξε να ζήσει μόνο  στην μέση ενός λιβαδιού.

Σήμερα είναι η γιορτή του.

Αύριο θα είναι πάλι μοναχό του.

Ζηλεύω μερικές φορές.

Μαρέσει το μικρό καμπαναριό του με τις πανάρχαιες καμπάνες του.

Μαρέσει η ξεχυτή γύρω- γύρω .

Μαρέσουν τα πεζούλια του.

Πιο πολύ μαρέσουν τα μικρά πολύχρωμα χαλάκια  που κάποιος έβαλε για να καθίσουμε.

Τα πάντα είναι απλά και ήσυχα.

Σαν μια όαση καταμεσής της ερήμου.

Η  Ελένη από τους Αγραφούς  «σαν ζωγραφιά στην εκκλησιά , η σαν κερί αναμμένη».

Η άγνωστη κοπέλα με το  σκούρο μπλέ φόρεμα απέναντί μου που μιλάει ασταμάτητα στην φιλενάδα της.

Ο Βασίλης  που πίνει  το κρασί του και μας απαριθμεί τα παράπονα του από την ζωή.

Ο χορός στην μέση με τα Λεβαντίνικα και τα Αγυριώτικα.

Και ο τραγουδιστής που  θάθελε …

..«Να χαμηλώναν τα βουνά

Και οι λεμονοκορφάδες

Νάβλεπε την αγάπη του

Στην άκρη τσου Σγουράδες»

 

Απέναντι τα φώτα των Αγραφών να τρεμοσβήνουνε και πανωθιό  μας ο έναστρος ουρανός του καλοκαιριού.

 

Τετρακόσια χρόνια μόνη στη μέση του λιβαδιού.