Κυριακή 29 Σεπτεμβρίου 2013

Ο Φασισμός που ήρθε από το μέλλον.


Η  πρωτοφανής σύλληψη της φασιστικής συμμορίας  της χρυσής Αυγής  έβαλε για τα καλά  στην ημερήσια διάταξη ξανά το θέμα του φασισμού και της  φασιστικοποίησης της κοινωνίας.

Η ουσιαστική κατάργηση της αστικής δημοκρατίας , όμως , έχει συντελεστεί προ πολλού και η Ιστορία δεν περίμενε  κανέναν  επίδοξο φυρερίσκο.

Ζούμε εδώ και χρόνια (και όχι μόνον στην Ελλάδα)  την κατάργηση των αστικών ελευθεριών και δικαιωμάτων που καθιερώθηκαν πριν δυόμιση αιώνες, με την Γαλλική Επανάσταση.

Η  συγκέντρωση του παγκόσμιου πλούτου, της δύναμης και των επιστημονικών επιτευγμάτων του ανθρώπου σε απίστευτα μικρούς θύλακες έχει κάνει την  δημοκρατία να μην έχει στην πράξη  πεδίο εφαρμογής.

Ο καθένας  έχει το δικαίωμα να μιλάει , να γράφει, να καταγγέλλει, να ωρύεται, να  καταριέται, να ψηφίζει τον  πρωθυπουργό, να εκλέγει τον δήμαρχο της αρεσκείας του .  Δεν μπορεί , όμως, καμιά συλλογικότητα να σχεδιάσει και να καθορίσει το μέλλον της σε κανένα πεδίο της κοινωνικής ζωής.

Είναι σαν να ζούμε σε ένα (παγκόσμιο) χωριό που έχουν συγκεντρωθεί όλες οι ιδιοκτησίες στα χέρια ενός άρχοντα .  Τυπικά η δυνατότητα να  αποφασίζουν οι δημότες παραμένει εν ισχύ αλλά το τοπικό συμβούλιο δεν έχει την δυνατότητα να κάνει οτιδήποτε.
Ακόμα και  ο μπουφές στην «ετήσια γιορτή της δημοκρατίας»  ετοιμάζεται από το κέτερινγκ του άρχοντα.

Ο Θρίαμβος  και το αδιέξοδό τους.

Η αστική δημοκρατία  γίνεται ολοένα και περισσότερο «άχρηστη».

Ολοένα και περισσότεροι καταλαβαίνουν ότι δεν είναι ένα μεταφυσικά αιώνιο σύστημα αξιών αλλά συνδέεται ευθέως με το οικονομικό σύστημα.

Πάνε πάνω από είκοσι χρόνια που πολλοί διανοητές ανά τον κόσμο διατύπωναν την πεποίθηση  ότι έχουμε πλέον εισέλθει σε μια νέα εποχή.

Έδιναν διάφορες ονομασίες  στην  μετάλλαξη καπιταλισμού.

Άλλοι  το έλεγαν «παγκοσμιοποιημένος καπιταλισμός», άλλοι  «παγκόσμια δικτατορία των πολυεθνικών» , άλλοι «μεταβιομηχανικός καπιταλισμός».

Νομίζω ότι  χαρακτηρισμός  «Ολοκληρωτικός καπιταλισμός» έδινε με περισσότερη ακρίβεια τον χαρακτήρα του.

Η ολοκληρωτική υπαγωγή όλων των δραστηριοτήτων των ανθρώπων σε αυτήν την νέα παγκόσμια  κατάσταση  μετατρέπει , εκτός των άλλων, και την  αστική δημοκρατία σε κενό γράμμα και , ολοένα και περισσότερο,  σε  απηρχαιωμένο θεσμό.

Το ερώτημα πλέον δεν είναι να «κάνουμε καλύτερη η  διαφορετική την δημοκρατία μας» το ερώτημα  είναι «ποιος έχει το (ένα και μοναδικό) πορτοφόλι».

Ο Φασισμός της σημερινής εποχής  μοιάζει περισσότερο με τις «συμμορίες της Νέας Υόρκης» σε ένα  παγκόσμιο Ολοκληρωτικό  περιβάλλον παρά με το κακέκτυπο ενός Ναζισμού του παρελθόντος.

Τα φασιστικά μορφώματα, η Χρυσή Αυγή, η Λέγκα του Βορρά, το φασιστικό κόμμα της Αυστρίας κλπ , δεν θα καταφέρουν να γίνουν καθεστωτική δύναμη ούτε για μια μέρα ακριβώς επειδή δεν είναι προορισμένοι για μια τέτοια χρήση.

Είναι περισσότερο η άναρθρη , κτηνώδης, πληβειακή αντίδραση του πιο καθυστερημένου και υποταγμένου τμήματος  των  κατεστραμμένων μικροαστών  και των ανέργων.

Αυτά τα φαινόμενα θα πολλαπλασιαστούν και θα πάρουν διάφορες μορφές.

Ασφαλώς  η ύπαρξή τους είναι αποτέλεσμα της οικονομικής κρίσης  και της νοσταλγίας ενός  ένδοξου παρελθόντος και ενός  περιφραγμένου και ασφαλούς  εθνικού περιβάλλοντος.

Ασφαλώς και τους χρησιμοποιούν.

Ασφαλώς και είναι οργανικά δεμένοι μαζί τους .

Αλλά τους ανέχονται ως το σημείο που δεν διαταράσσουν την «ομαλότητα» τους.

Μια «κάπως  αριστερή κυβέρνηση της ανατροπής» (όπως  το ΠΑΣΟΚ  της «αλλαγής»)  που θα μπορούσε να κρατήσει το τιμόνι για ένα διάστημα, δεν έχει τον μηχανισμό για να το κάνει και δεν την εμπιστεύονται προς το παρόν.

Η «Δύναμη της Δημοκρατία» που λέει η (ακροδεξιά) κυβέρνηση  Σαμαρά  πηγάζει από την   εντολή και κάλυψη των   «από πάνω».

Ο Φασισμός του μέλλοντος μας  δεν θα μοιάζει με τα φασιστικά καθεστώτα της πρόσφατης Ιστορίας.

Η κτηνωδία των απελπισμένων θα κυκλοφορεί στους λασπωμένους δρόμους έξω από το μεσαιωνικό κάστρο του ολοκληρωτικού Καπιταλισμού.

Όποιος θέλει να προστατευτεί θα πρέπει να χτυπήσει την πόρτα.

Αυτό το μέλλον μας επιφυλάσσουν.

Ήδη έχουμε εισέλθει   στην εποχή του πιο σκοτεινού μεσαίωνα στην Ιστορία του ανθρώπου.

«Να υψώσουμε  πύργο ατίθασο απέναντί τους».


Κέρκυρα 29/9/2013
Σταμάτης Κυριάκης

Παρασκευή 27 Σεπτεμβρίου 2013

Ο Ασυμβίβαστος


Όταν γνώρισα τον  Νικολάκη ήταν «ασυμβίβαστος» .

Φορούσε κολλητό τζίν , φθαρμένο δερμάτινο μπουφάν  και καβαλούσε μια παλιά πεντακοσάρα Benelli  Quattro.

Έμενε σε ένα δυάρι  που του τόχε παραχωρήσει η θειά του στον Νέο Κόσμο.

Ο Νικολάκης  «Θα» έπιανε  δουλειά ... «Θα» έκανε ταξίδια ...«Θα»  άλλαζε μηχανή.... «Θα» γινόταν σπουδαίος μουσικός.... «θα» κατακτούσε τον κόσμο...  «Θα» τάβαζε με τους ισχυρούς... «Θα» γινόταν το σύμβολο μιας ολόκληρης εποχής.

Μέχρι τότε έκανε «τραβηχτικές» από όποιον έβρισκε μπροστά του.

Είχε διαβάσει, έλεγε,  και  κάτι που είχε γράψει ο αδελφός του Μάρξ για  «το δικαίωμα στην τεμπελιά» .

Το βρήκε ποιο ενδιαφέρον από το «Κεφάλαιο» που ήταν  «Μπανάλ».

Μιας,  και λοιπόν , είχε αποκτήσει αυτοδικαίως «το δικαίωμα στην τεμπελιά» ζούσε με τα «δανεικά» που έπαιρνε από  μένα (που δεν είχα αποκτήσει ακόμα το, εν λόγω , δικαίωμα).

Ας  είναι.

Δεν μπορούσα να τον αντιπαθήσω.  Αντιθέτως ήταν διασκεδαστικός.

Εκείνο που δεν άντεχα ήταν που έβαζε στην διαπασών μουσική.

Το χειρότερο, όμως, ήταν  που έβαζε και ξανάβαζε το ίδιο κομμάτι ξανά και ξανά νυχτιάτικα.

«Δεν τα κάνω εγώ πλακάκια με κανένανε θεσμό».

Βογκούσε η εργατιά της γειτονιάς που έπρεπε να ξυπνήσει στις  πέντε.

Τονε πήγανε μέσα «επί διαταράξει» και πλήρωσα για να τον ελευθερώσω.

Αργότερα έγινε «αυτόνομος».

Ξάπλωνε στο μπαλκονάκι φορώντας κάτι μαύρα ράσα  και το χέρι του κρεμότανε από τα κάγκελα.

Κοίταγε τον ουρανό σκεπτικός.

Παρίστανε τον Τσέ Γκεβάρα στην γνωστή φωτογραφία στο μπαλκόνι του στην Αργεντινή  λίγο πριν ξεκινήσει για τον γύρο της Λατινικής Αμερικής με μοτοσυκλέτα.

Μου πρότεινε να πάμε το γύρο της Ελλάδας με την σαραβαλιασμένη Benelli.

Τουπα ότι έχω δουλειά και δεν μπορώ να φύγω τώρα.

Μου εξαπέλυε βαριές κατηγορίες.  

Ήμουν , λέει, «μέρος του συστήματος» και «αναπαράγω τον καπιταλισμό» .

Αφού με φόρτωνε με ενοχές μου πήρε και δύο κατοστάρικα.

Μετά έγινε «ανένταχτος - ακομμάτιστος»

Δεν μπορούσε να μπαίνει σε «κοπάδια»…. «Αυτός»….  ένας   «ανεπηρέαστος» ….ένας «ανεξάρτητος» ….

….Και μέσα στη σύγχυση μου ξανάπαιρνε άλλα δυό κατοστάρικα.

Πέρασε καιρός  και ξαφνικά τονε βρίσκω  «βιοτέχνη ετοίμων ενδυμάτων»  με  κλειστό φορτηγάκι.

Δεν ήξερε από  τέτοιες δουλειές αλλά …«ήξεραν οι άλλοι».

Βρήκε και «συνέταιρο» έναν δυστυχή ναυτικό που έβαλε τα λεφτά και νάσου τον ο Νικολάκης «Βιοτέχνης».

Ακριβώς τότε η παρέα μας εισήγαγε για πρώτη φορά στην νεοελληνική γλώσσα τον  όρος «Ακάλυπτος».

Σε  ένα χρόνο το μαγαζί έκλεισε,  ο ναυτικός ξανά μπαρκάρισε και ο Νικολάκης  μου πήρε δέκα χιλιάρικα για να «την βγάλει»  τον πρώτο καιρό μετά την καταστροφή.

Αρκετά χρόνια αργότερα  βρέθηκα  σε μια τράπεζα.

Τόνε  βλέπω ξαφνικά υπάλληλο τραπέζης  με κουστούμι ,γραβάτα και  καράφλα.

 Μασούλαγα ένα κριτσίνι και παραλίγο να πνιγώ. Φωνάζανε το ασθενοφόρο να με πάρει.

Πάντως , δεν έχω παράπονο πάντα βρισκόμαστε.

Έρχεται και στην Κέρκυρα που και πού.

Μου κάνει «αναπάντητη» και τόνε παίρνω εγώ.

«Έμεινε πάλι χωρίς δουλειά»

«Κάνει σχέδια για το μέλλον»

«Θαρθεί στην Κέρκυρα να  κάνει ένα εκτροφείο πέστροφας»

«Με ρωτάει αν έχει ποτάμια  στο νησί και αν ξέρω κανένα ναυτικό».

Ποτέ δεν τον αντιπάθησα.

Ο Νικολάκης «ο αναπάντητος».

Είμαι σίγουρος ότι  θα τον συναντάω πάντα.


Αυτή η ράτσα δεν  πεθαίνει ποτέ.

Κυριακή 22 Σεπτεμβρίου 2013

Η Εποχή των Γιγάντων


 Με στείλανε σχεδόν  δια της βίας για εξετάσεις.

Έχω να πάρω ασπιρίνη εδώ και είκοσι χρόνια.

Ο Σταύρος Σταύρου ο παθολόγος της γειτονιάς μου  με χαιρετάει σεμνά κάθε πρωί που πηγαίνει στο γιατρείο του.

Είναι Κύπριος και ζυγίζει σαράντα πέντε κιλά.

Τον  βρήκα μια μέρα στο φαρμακείο της Αγγελικής και τόνε ζύγισα μαζί με τα ρούχα , τα παπούτσια  και  την  μαύρη δερμάτινη τσάντα  με τα ακουστικά.

Τόνε ξέβρασε η θάλασσα, πριν από μερικά χρόνια στο νησί , σαν κοκωβιό.

Τον είχα ρωτήσει τότε,  αν έχει κάποια συγγένεια με τον Σπύρο Σπύρου η, έστω , με τον Χαράλαμπο Χαραλάμπους.

Είχε κάτι οικονομίες  στην «Κύπρον» και του τις κουρέψανε οι Γερμανοί.

 Ήταν απαρηγόρητος.

Με έστειλε  για εξετάσεις σε μικροβιολογικό εργαστήριο.

Η Μικροβιολόγος είναι  Γερμανίδα.

Πρόκειται για ένα κήτος που ξέβρασε κάποτε η θάλασσα στο νησί.

Πέρασε από μπροστά μου σέρνοντας τα πόδια της που είναι σαν γογγύλια.

Πέρασε με το ζόρι πίσω από το γραφείο , ακούμπησε πάνω  τα χέρια της και  κάθισε.

Η καρέκλα εξαφανίστηκε ανάμεσα στους κώλους της , η κοιλιά της κρεμάστηκε στο πάτωμα και τα βυζιά της χύθηκαν απάνω στο γραφείο.

Τράβηξε τα χαρτιά μου κάτω από τα βυζιά της και τα κοίταξε βλοσυρά.

Κατέβασε τα γυαλιά στην μύτη . Με κοίταξε αυστηρά και μου είπε: «Αυξημένη χοληστερίνη…»  «…Χρειάζεστε δίαιτα.»

Ξαναπήγα στον  Σταύρο Σταύρου.

«Πες της να πα να γαμηθεί!»

Πάντα ο Σταύρος Σταύρου  πίστευε ότι  όλα οφείλονται σε μια πανάρχαια συνωμοσία των γυναικών κατά τον ίδιο τρόπο που άλλοι πιστεύουν ότι όλα οφείλονται σε μια πανάρχαια συνωμοσία μιας φράξιας φανατικών Εβραίων .

Συνδέει απίθανα ιστορικά γεγονότα με έναν εξόχως διασκεδαστικό τρόπο και καταλήγει ότι,   από την άλωση της Τροίας  και τον Πελοποννησιακό  Πόλεμο μέχρι  την εισβολή των Αμερικάνων στο Ιράκ,  πίσω κρύβονται γυναίκες.

Η Μέρκελ είναι η αδυναμία του.

Γύρευε τι έχει τραβήξει ο άνθρωπος.

«Να της πεις της Κλώσας  ότι όταν οι προγόνοι της τρώγανε  ρίζες, οι προγόνοι μας είχανε χοληστερίνη. Μάλιστα, στα «μυστικά» αρχεία του Ιπποκράτη, αναφέρεται ότι στην αρχαιότητα ήταν ντροπή να μην έχει τριγλυκερίδια πάνω από τον όριο και ο τελευταίος δούλος.»

«Τι κάνουμε τώρα:» ερωτώ

«Θα σου δώσω μια λίστα με φαγητά που πρέπει να τρως  και σε ένα μήνα βλέπουμε.»

Ρίχνω μια ματιά στη λίστα.

Αν  τρώω σκέτο σανό  μπορεί να  πεθάνω υγιέστατος.

Μάζεψα τα σαλάμια από το ψυγείο και τα έριξα στους Γάτους.

Παντσέτες  ντόπιες  ψητές στα κάρβουνα.
Χωριάτικα λουκάνικα Τρικάλων με πράσο.
Σαλάμια  Μιλάνου .

Χαμός .
Κάνανε Λαμπριά.

Αφού ,σας λέω,  δεν  άρχιζαν το φαΐ αν δεν έφευγα.
«Σίγουρα θα έχει ρίξει  μέσα φόλα…» θα σκέφτηκαν «..δεν εξηγείται αλλιώς.»

Έτσι , που λες , αγαπητέ  αναγνώστη εισερχόμεθα στην «Εποχή των Γιγάντων».

Γίγαντες στο φούρνο με ντομάτα .

Γίγαντες  πλακί.

Γίγαντες  νερόβραστοι με λεμόνι.


Ο Χριστός να βάλει το χέρι του.

Δευτέρα 16 Σεπτεμβρίου 2013

Ο Άρχοντας της γκρίνιας

Του έφταιγαν όλα.

Τριγύρναγε στο Λιμάνι και κατήγγειλε τα πάντα.

Πολλοί είχαν παράπονα .

Το λιμάνι είχε τα χάλια του.

Αυτός όμως  δεν έκανε άλλη δουλειά.

Έμπαινε στο κουρείο τάχαμου να κουρευτεί και εξαπέλυε  μύδρους για τα κακώς κείμενα του Λιμανιού.

Έμπαινε στα καφενεία και  κατήγγειλε ασταμάτητα τους πάντες.

«Τα δέντρα στους δρόμους ήταν ακούρευτα από πέρσι και κανένας δεν ενδιαφέρεται».
«Τα σιντριβάνια είναι γεμάτα αποτσίγαρα και σκουπίδια».
«Τα αγάλματα στις πλατείες ήταν βρώμικα από τα καυσαέρια».
«Τα πεζοδρόμια βρώμικα».
«Οι σκουπιδοτενεκέδες γεμάτοι».
«Τα καντούνια στενά και βρώμικα».

Αλίμονο αν τον συναντούσες . Σου μαύριζε την καρδιά.

Του φταίγανε οι πάντες και τα πάντα .Περισσότερο, όμως,  του φταίγανε  τα παιδιά του σχολείου  που παίζανε στην πλατεία και φλέρταραν . « Η νεολαία ήταν αναίσθητη  και αδιάφορη για την κατάντια του λιμανιού»…. « χαμένη γενιά».

Όλοι, πλέον,  ήταν σίγουροι ότι αυτός  (και μόνον αυτός)   μισούσε περισσότερο από όλους αυτό το καταραμένο λιμάνι.

Αλίμονο σου αν τολμούσες  να ασβεστώσεις τον τοίχο σου. «Ρεφορμιστή» σε ανέβαζε , «Λικβινταριστή»  σε κατέβαζε.

Μια Κυριακή πήγαν, μια ομάδα παιδιών, με μικρές απόχες και μάζεψαν τα αποτσίγαρα και τα σκουπίδια από το σιντριβάνι. 

Κόντεψε να πάθει έμφραγμα. 

«Αυτή ήταν δουλειά του Λιμενάρχη» …. «Γιαυτό  τόνε πληρώνουμε».

Το χειρότερο, όμως, που μπορούσες να του κάνεις ήταν να του προτείνεις  ένα σχέδιο για τον απόπλου από το λιμάνι της συμφοράς.

Σαν έτοιμος από καιρό σου αράδιαζε όλα τα επιχειρήματα σύμφωνα με τα οποία  η απόπλευση ήταν υπόθεση  μιας «κατάλληλης στιγμής  που δεν είχε έρθει ακόμα».

Αυτός θα καθόριζε  το χρόνο και τον τρόπο της απόπλευσης ως ο πλέον έμπειρος σε ζητήματα  αποπλεύσεων.

«Είδες τι έπαθαν όσοι δοκίμασαν να αποπλεύσουν ;»

«Η Απόπλευση είναι  πολύ σοβαρή υπόθεση για να την αφήσουμε στα χέρια του κάθε μικροαστού τυχοδιώκτη και του κάθε βολονταριστή».

«Αν το καράβι δεν είναι ανθεκτικό και πλήρως εξοπλισμένο  ποιος σου εγγυάται ότι θα καταφέρεις να  βγεις στο πέλαγο».
«Ποιος σου εγγυάται ότι θα φτάσεις στον προορισμό;» ..και … «ποιος καθόρισε τον προορισμό;» …και …  «αναλογίστηκες τι θα γίνει στην πρώτη κακοκαιρία;» …και …  «Είναι αρκετά έμπειροι οι ναύτες;» …και … «Θα φτάσουν τα τρόφιμα;»

Χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια έκανε τον καθένα να νοιώθει τουλάχιστον σαν  αφελή ερασιτέχνη της ναυσιπλοΐας.

Με τούτα και με κείνα κατάφερε, μετά από χρόνια ασταμάτητης γκρίνιας και ανακηρύχτηκε ο επίσημος γκρινιάρης της αθλιότητας του  Λιμανιού.

Δεν ήταν και μικρό πράγμα.

Άνοιξε γραφεία στην παραλιακή λεωφόρο απέναντι από την θάλασσα  και έστησε τον δερμάτινο θρόνο του  μπροστά στην τεράστια τζαμαρία. 

Προσέλαβε και προσωπικό και ξεκίνησε την αρχειοθέτηση της γκρίνια κατά θέματα.
«Ύδρευση αποχέτευση»
«Σιντριβάνια»
«Δημόσια ουρητήρια»
«Πεζοδρόμια»
«Σκουπιδοτενεκέδες».

Κρέμασε και ένα τεράστιο κάδρο πάνω από το γραφείο του με το απόφθεγμα ενός μεγάλου καπετάνιου μιας παλιάς απόπλευσης.

Έτσι, για να μην έχει κανένας καμιά αμφιβολία περί της ιδιοκτησίας επί των οραμάτων .


«Δεν γίνεται να δεις τον ωκεανό αν δεν  χάσεις από τα μάτια σου το λιμάνι».

Παρασκευή 13 Σεπτεμβρίου 2013

Πατέρες και Γιοί.


Ο Πατέρας μπήκε μοναχός του στο «Θεόδωρος Κολοκοτρώνης» όταν ήταν  εικοσιπέντε χρονώ.

Στην πλάτη του είχε ένα μπόγο με ρούχα και τα πολύ βασικά πράματα και στο χέρι κρατούσε  μια πάνινη σάκα (ένα αγροτικό «στραιστο», όπως το λέγανε στο χωριό του)  με φαγητό για δυό τρείς μέρες.

Η μάνα του είχε σφάξει μια κότα για το ταξίδι του γιού της.

Το λιμάνι της Κέρκυρας  στη Σπηλιά ήταν γεμάτο χωριατόπαιδα που μετανάστευαν.

Σε αντίθεση με ότι θα νόμιζε κανείς  στην προκυμαία επικρατούσε ατμόσφαιρα πανηγυριού.

Άφηναν πίσω την αθλιότητα του χωριού , της λάσπες , την φτώχεια, την σκληρή δουλειά και  πάνω απ όλα την καταπίεση του αφέντη - πατέρα τους,   για να πάνε σε ένα καινούργιο κόσμο που θα ζούσαν πλούσια και ανεξάρτητοι .
Οι Κοπέλες και οι νεαροί φλέρταραν στο ξύλινο κατάστρωμα  του πλοίου που αν το βλέπαμε σήμερα μπροστά μας θα ορκιζόμασταν ότι, αυτό το πράμα είναι αδύνατο  να φτάσει στον Πειραιά.

Όταν άρχισαν τα ξερνοβολητά  στο κατάστρωμα σταμάτησαν και τα φλέρτ.

Βγήκαν στον Πειραιά άρρωστοι  μετά από δυό εικοσιτετράωρα.

Ο Πατέρας  βρήκε ένα σπίτι με μικρό κήπο και κεραμίδια που στάζανε στην Άνω Νέα Σμύρνη.

 Έμοιαζε με μέγαρο μπροστά στο σπίτι του στο χωριό που δεν είχε ούτε πόρτα.

Τον βοήθησαν οι συγχωριανοί και οι φίλοι που είχαν πρωτοέρθει  και η  σκληρή πάνινη σάκα μετατράπηκε σε εργαλειοθήκη.

Κάθε πρωί ακολουθούσε τους υπόλοιπους και πηγαίνανε για να βρούνε δουλειά.

Μαστορόπουλο στην οικοδομή. Με σκεπάρνι.  Καθάριζε τάβλες από τις πρόκες και κουβαλούσε λάσπη με ντενεκέ.
Πολύ κούραση.

Το πρώτο Σάββατο, όμως, που πληρώθηκε πήρε περισσότερα λεφτά από όσα του έδωσε ο  Πατέρας του για το ταξίδι.

Δεν το πίστευε.

Το βράδυ πήγαν στο σινεμά με γεμάτη την τσέπη.

Την Κυριακή κατέβηκε με τους  άλλους στο Μοναστηράκι και αγόρασε μεταχειρισμένο  παντελόνι με ρεβέρ,  πουκάμισο ,παπούτσια και μια γκαζιέρα. 

Του έμειναν και λεφτά για να βγάλει άνετα τη βδομάδα.

Σε μερικούς μήνες ήρθε και η γυναίκα του με το παιδί.

Τους είχε κοτόπουλο με πατάτες  στο ταψί, ψημένο στο φούρνο της γειτονιάς.

Η Γυναίκα του απορούσε,  «πως έτρωγαν  συνέχεια κοτόπουλα αφού δεν  υπήρχαν κοτέτσια τριγύρω».

Ο Μικρός σκάλιζε με το δάχτυλο του την άσφαλτο  και τον ρωτούσε «τι είναι αυτό το μαύρο».

Οι δουλειές πήγαιναν καλά  και ο Πατέρας  σε λίγα χρόνια ήταν «εργολάβος» με δικές του σκαλωσιές και άλλα δυό  παιδιά.

Τα καλοκαίρια πηγαίνανε στη θάλασσα για μπάνιο και το βράδυ σινεμά. 

Μερικές φορές  η γυναίκα του έκανε τα μαλλιά της «περμανά»  και πηγαίνανε και σε ταβέρνα στις τζιτζιφιές με ταξί.

Δεν ήθελε ούτε να θυμάται την ταπεινή καταγωγή του ούτε την λασπωμένη κουζίνα του χωριού.

Κάνανε προσπάθεια να ξεχάσουν λέξεις που πρόδιδαν την καταγωγή τους και προσάρμοσαν και την προφορά τους . Μάλιστα κατάργησαν το απρεπές «ορέ» και έμαθαν να λένε το ευγενές «καλέ» .

Ακόμα και όταν πέθαναν οι δικοί τους στο χωριό πήγαν με κρύα καρδιά  στην κηδεία και ξαναγύρισαν άρον- άρον στην Αθήνα.

Ήταν και στην Αριστερά …στην ΕΔΑ της γειτονιάς και στο σωματείο οικοδόμων.

Τότε τα εργατικά χέρια ήταν απολύτως απαραίτητα και η εργατιά παζάρευε αταλάντευτα το μεροκάματό της .

Πέρασαν τα χρόνια και ο Πατέρας  έστειλε τον ένα γιό να σπουδάσει. 

Ήθελε να τονε κάνει «μηχανικώνε» , να γίνει πολύ πλούσιος.

Οι άλλοι του γιοί πιάσανε δουλειά σε μια βιοτεχνία ετοίμων ενδυμάτων στη Νέα Σμύρνη με καλό μεροκάματο και προοπτική να γίνουνε προϊστάμενοι.

Από τότε έχουν περάσει  πολλά χρόνια.

Τις προάλλες συνάντησαν τον ένα γιό , το «προιστάμενο»,  στο Nautica.

Τρόμαξα να τονε γνωρίσω.  Παίδευε ένα καπουτσίνο σκυφτός . 
Τουχανε πέσει τα μαλλιά. 

Έχει μείνει ανύπαντρος γιατί «δεν είναι να κάνεις παιδιά σήμερα».

«Η Βιοτεχνία έχει κλείσει προ πολλού» .

«Έκανε διάφορες δουλειές. Δεν έχει συμπληρώσει το «όριο συνταξιοδότησης» και φοβάται ότι στο τέλος θα πάνε και χαμένα τα ένσημα μιας ζωής».

«Γύρισε πίσω γιατί «η Αθήνα είναι αφόρητη».

«Να τον ειδοποιήσω αν ξέρω καμιά δουλειά …οτιδήποτε».

«Για όλα φταίνε αυτοί οι πούστηδες που μας καταντήσανε έτσι».

«Η Μισή Αθήνα είναι αράπηδες ….δεν ακούς Ελληνικά ».

«Έτσι μούρχεται να ψηφίσω χρυσή αυγή».

Περπάτησα προς τα πάνω.

Έκανα μια βόλτα στο παλιό λιμάνι στα πέτσα και κάθισα στο «Ποσειδώνιο» για ένα ουζάκι.


Ακριβώς απέναντί μου είχε δέσει πριν από χρόνια ο «Θεόδωρος Κολοκοτρώνης».

Κυριακή 8 Σεπτεμβρίου 2013

Παλιές φωτογραφίες

Όταν τους γνώρισα (γύρω στα ’80) ήταν φανατικοί κομμουνιστές.

Δεν ήταν στελέχη του «κόμματος». Απλοί καθημερινοί άνθρωποι με τα ελαττώματα τους και με τις σοφίες τους.

Σου δίνανε, όμως,  την εντύπωση ότι  είναι εκ γενετής επαναστάτες πέραν πάσης αμφιβολίας.

Σου έλεγαν απίστευτες ιστορίες μεγάλων κατορθωμάτων.

Προεκλογικές αφίσες με σφυροδρέπανα, συγκεντρώσεις και πορείες ειρήνης, ψηφοδέλτια για να μπει , επιτέλους,  το «κομμα» στην Β κατανομή, πίστη στο Πολιτικό Γραφείο  και στον «σύντροφο Γραμματέα» προσωπικώς.

Δεν διάβαζαν ποτέ σχεδόν τίποτα.

Δεν έπαιρναν ποτέ καμιά πρωτοβουλία. Έκαναν πάντα αυτό που τους έλεγαν.

Συνήθως χρησιμοποιούσαν κλισέ  φράσεις που είχαν ακούσει και που τις είχε πει ,αναμφισβήτητα,  ο Λένιν.

Τις νύχτες στις κουζίνες όταν δεν τους άκουγαν άλλοι μιλούσαν για φοβερές και τρομερές προδοσίες που είχαν υποστεί.

Πάντα μου έκανε εντύπωση όταν  η Ιστορία παρουσιάζεται ως αποτέλεσμα κάποιας προδοσίας.

Ο Εφιάλτης στις Θερμοπύλες, Ο Ιούδας στην Ιερουσαλήμ, Η Κερκόπορτα  της Κωνσταντινούπολης, Ο Γκορμπατσώφ  της  Σοβιετικής Ένωσης.

Πάντα την κρίσιμη στιγμή κάποιος τους πρόδιδε και γι αυτό ,άλλωστε,  δεν κατάφεραν και σπουδαία πράματα.

Τους πίστεψα … να μην λέμε ψέματα.

Εκείνη την εποχή με έπιασε μια μανία με παλιές φωτογραφίες.

Αναζητούσα και αρχειοθετούσα παλιές φωτογραφίες ανθρώπων άλλων εποχών.

Δεν ήξερα γιατί το κάνω.

Δεν ήξερα τι θα κάνω τελικά τόσες φωτογραφίες που είχα μαζέψει.

Ακόμα δεν ξέρω.

Μάλλον μοιάζω με εκείνο τον τύπο στην ταινία «Ameli».

Ξαφνικά έπεσε στο χέρι μου μια φωτογραφία του τριάνταεξι .

Κοίταξα προσεχτικά με τον φακό.

Έμεινα αποσβολωμένος.

Ήταν όλοι  τους στη φωτογραφία.

Για την ακρίβεια , οι περισσότεροι.

Σε νεαρή ηλικία.

Με  σκούρα πουκάμισα και χαιρετούσαν στην κάμερα με τον χιτλερικό χαιρετισμό.

Η Νεολαία του Μεταξά!

Δεν μου είχαν πει τίποτα γι αυτό.

Το δικαιολόγησα εύκολα «Ήταν νέοι …δεν ήξεραν …δεν υπήρχε και ιστορική εμπειρία» είπα και συνέχισα τον δρόμο μου.

Μετά από λίγο καιρό  πέφτει στα χέρια μου μια άλλη φωτογραφία τριάντα χρόνια μετά.

Ήταν πάλι όλοι τους αλλά τώρα πόζαραν μπροστά στα γραφεία της ΕΔΑ.

Κοίταξα προσεκτικά.

Σχεδόν η ίδια διάταξη.

Σήμερα  δεν ζει κανένας.

Ζουν όμως οι απόγονοί τους.

Αυτός είναι και ο λόγος που δεν «ανεβάζω»  τις φωτογραφίες  εδώ.

Τα ίδια και ετούτοι.

Απογοητεύτηκαν από το «κόμμα» . Τους πρόδωσαν. θα ψηφίσουν σύριζα.

Αρρωσταίνω.

Είναι ώρες που νομίζω ότι θα το ξαναδώ από την αρχή.

Θα «προδοθούν» και από το σύριζα.

Θα πάνε στη Χρυσή Αυγή.

Θα βγουν από έναν πόλεμο οι μισοί ζωντανοί και άρρωστοι.

Θα ξαναψηφίσουν  κάποιο «κόμμα»  για να τους προδώσει και αυτό.

Θα θέλουν να τους κυβερνήσω εγώ.

Θα τους «προδώσω» και εγώ και θα με παραδώσουν στην πυρά της Ιστορίας.

Ξυπνάω μούσκεμα στον ιδρώτα.

Εφιάλτες.. di una notte di mezza  estate.


Κυριακή 1 Σεπτεμβρίου 2013

Ο "Μουρατόρος"


 Τα χρόνια τα παλιά είχα πάει μια φορά για μπάνιο στη άκρη στη  Δασιά , κοντά στον Ύψο.

Μου έκανε εντύπωση που ανάμεσα  στις καλύβες του Κλαμπ  Μεντιτερανέ  υπήρχε μια στενή λωρίδα γης  πλάτους όσο ένας δρόμος. 
Ήταν φυτεμένη με ντοματιές , πιπεριές , αγγουριές  καιλοιπά κηπευτικά.

Στην μέση αυτής της λωρίδας  ήταν μια καλύβα και ένα πηγάδι.

Ένας γέροντας με τρίτσα και δίκοπη δούλευε σκυφτός πάνω κάτω.

Εκείνη την εποχή επικρατούσε το δόγμα «Χασίσι , γαμίσι  και επιστροφή στη φύση».  Η βιομηχανία του τουρισμού ήταν προσαρμοσμένη σε αυτό.

Το «Κλάμπ Μεντιτερανέ»  ήταν πρωτόγονες καλύβες, εστιατόρια με ξύλινους πάγκους στη σειρά χωρίς σερβιτόρους , έρωτας στην άμμο , αμφισβήτηση  χωρίς σουτιέν, ίσιο ατίθασο μακρύ μαλλί  και κορδέλες.

Γελούσα πάντα με αυτή τη  γλυκανάλατη  ιμιτασιόν ευρωπαϊκή εκδοχή του  τύπου, Τζόνυ Χαλιντέυ, Τόνυ Πινέλι , Ανταμό και το  (πάντα) ερωτευμένο ζεύγος  Αλ Μπάνο -Ρομίνα Πάουερ.

Αναρωτήθηκα  πως,  και το , Γαλλικών συμφερόντων, Κλαμπ  Μεντιτερανέ  δεν είχε καταφέρει να πάρει το χτήμα του γερόντου που χώριζε στη μέση την τεράστια έκτασή των 380 στεμμάτων .

Κάποτε, λοιπόν , μεγάλωσαν και οι χίπηδες και φτάσαμε στην εποχή του δόγματος «Μαλί , Γυαλί και παντελόνι  Lee » . Στην εποποιία του  ενοικιαζόμενου δωματίου, της ψαροταβέρνας,  της  παγωμένης μπύρας, της  κοιλίτσας  και των αντηλιακών Coppertone  για «γρήγορο και μπρούτζινο μαύρισμα» (Τρεχάτε δεν προλαβαίνουμε!).

Ο Γιος του γερόντου υπέκυψε στον πειρασμό και έφτιαξε και μερικά δωμάτια  με καρκινογόνα  ελενίτ δίπλα στο καλύβι του γέρου .

 Έβαλε και ένα κιόσκι πάνω από το πηγάδι για να φαίνεται πιο  Τραντιζιονάλε.

 Πέρασαν  τα χρόνια και δεν ξαναπήγα στην δασιά .

Οι Χίπηδες μεγάλωσαν και άλλο και  φτάσαμε αισίως στην εποχή των μεγάλων ξενοδοχείων-τεράτων και του δόγματος  «Τζακούζι , μπαλκόνια και εμπριμέ σεντόνια».

Σήμερα με έφερε ξανά ο δρόμος μου  ξανά στη Δασιά.

Είχα ολοσχερώς σβήσει από την μνήμη μου τον γέροντα και την λωρίδα αντίστασης στην μέση του Κλάμπ Μεντιτερανέ.

Περπατούσα αφηρημένος στην παραλία προς τη μεριά του Ύψου .

Πάνω από την αμμουδιά μια ατελείωτη απειλητική συρμάτινη περίφραξη σου υπενθύμιζε τα όρια  της ελευθερίας.
Μέσα από την περίφραξη παλιές ερειπωμένες καλύβες  ως μνημεία μιας  αρχαίας και λαμπρής εποχής του Κλάμπ.

Τώρα είναι ιδιοκτησία ενός Ρώσου μεγιστάνα που την εποχή του Ροκ εντ Ρολ  αυτός ήταν  ταμίας της Κομσομόλ  με όραμα.

Ξαφνικά , ανάμεσα από τα συρματοπλέγματα Βλέπω ένα μικρό άνοιγμα και μια διακριτική ταμπελίτσα.  «Καφέ Μουρατόρος» και από κάτω  , «Καφέδες , Σάντουιτς, Αναψυκτικά».

Σκέφτομαι να μπω να πιω ένα ουζάκι .

«Είναι νωρίς ακόμα». Σκέφτομαι.

Μπαίνω στην ελεύθερη λωρίδα γης (κάτι σαν τη Γάζα) και φτάνω στο «Καφέ Μουρατόρος».

Κάθομαι  στον ίσκιο και εμφανίζεται ένας νεαρός χαμογελαστός, αδύνατος , μελαχρινός και συμπαθέστατος νεαρός.

«Να σου φέρω κάτι ;» Ρωτάει με οικειότητα.

«Ένα ουζάκι , φίλε». Απαντώ.

Έχω λίγο γαύρο μαρινάτο …τον έφτιαξα εγώ . Σου αρέσει; ..  η  να βάλω καμιά τοματούλα με κανένα κεφτεδάκι;».

Γιατί «Μουρατόρος» ; Ερωτώ.

«Έτσι λέγανε τον Πάππου μου…»      «..Ήτανε χτίστης  και σπουδαίος πελεκητής πέτρας  εδώ στο Κατωμέρι…»  «..πήρε αυτό το κομμάτι  γης τότε ..»   «..ερχότανε εδώ για να ησυχάσει , έβαζε καμιά ντομάτα και κανένα αγγουράκι».

Τον κοιτάω στα μάτια σοβαρά και του λέω: «Αν σου δώσω δύο εκατομμύρια ευρώ το πουλάς;»

«Όχι.. ήτανε  του πάππου μου.»  μου λέει κοφτά   και φεύγει.

Τονε φωνάζω για να πληρώσω.

«Τι χρωστάω;»

«Ένα ευρώ»

«Λίγα δεν είναι;»

«Άμα είναι να πληγωθείς δώσε περισσότερα» μου λέει  χαμογελώντας.


Λέω να  ξαναπάω.