Όταν
γνώρισα τον Νικολάκη ήταν «ασυμβίβαστος»
.
Φορούσε
κολλητό τζίν , φθαρμένο δερμάτινο μπουφάν και καβαλούσε μια παλιά πεντακοσάρα Benelli Quattro.
Έμενε
σε ένα δυάρι που του τόχε παραχωρήσει η
θειά του στον Νέο Κόσμο.
Ο
Νικολάκης «Θα» έπιανε δουλειά ... «Θα» έκανε ταξίδια ...«Θα» άλλαζε μηχανή.... «Θα» γινόταν σπουδαίος
μουσικός.... «θα» κατακτούσε τον κόσμο... «Θα»
τάβαζε με τους ισχυρούς... «Θα» γινόταν το σύμβολο μιας ολόκληρης εποχής.
Μέχρι
τότε έκανε «τραβηχτικές» από όποιον έβρισκε μπροστά του.
Είχε
διαβάσει, έλεγε, και κάτι που είχε γράψει ο αδελφός του Μάρξ
για «το δικαίωμα στην τεμπελιά» .
Το
βρήκε ποιο ενδιαφέρον από το «Κεφάλαιο» που ήταν «Μπανάλ».
Μιας,
και λοιπόν , είχε αποκτήσει αυτοδικαίως «το
δικαίωμα στην τεμπελιά» ζούσε με τα «δανεικά» που έπαιρνε από μένα (που δεν είχα αποκτήσει ακόμα το, εν λόγω
, δικαίωμα).
Ας
είναι.
Δεν
μπορούσα να τον αντιπαθήσω. Αντιθέτως
ήταν διασκεδαστικός.
Εκείνο
που δεν άντεχα ήταν που έβαζε στην διαπασών μουσική.
Το
χειρότερο, όμως, ήταν που έβαζε και
ξανάβαζε το ίδιο κομμάτι ξανά και ξανά νυχτιάτικα.
«Δεν
τα κάνω εγώ πλακάκια με κανένανε θεσμό».
Βογκούσε
η εργατιά της γειτονιάς που έπρεπε να ξυπνήσει στις πέντε.
Τονε
πήγανε μέσα «επί διαταράξει» και πλήρωσα για να τον ελευθερώσω.
Αργότερα
έγινε «αυτόνομος».
Ξάπλωνε
στο μπαλκονάκι φορώντας κάτι μαύρα ράσα και το χέρι του κρεμότανε από τα κάγκελα.
Κοίταγε
τον ουρανό σκεπτικός.
Παρίστανε
τον Τσέ Γκεβάρα στην γνωστή φωτογραφία στο μπαλκόνι του στην Αργεντινή λίγο πριν ξεκινήσει για τον γύρο της Λατινικής
Αμερικής με μοτοσυκλέτα.
Μου
πρότεινε να πάμε το γύρο της Ελλάδας με την σαραβαλιασμένη Benelli.
Τουπα
ότι έχω δουλειά και δεν μπορώ να φύγω τώρα.
Μου
εξαπέλυε βαριές κατηγορίες.
Ήμουν
, λέει, «μέρος του συστήματος» και «αναπαράγω τον καπιταλισμό» .
Αφού
με φόρτωνε με ενοχές μου πήρε και δύο κατοστάρικα.
Μετά
έγινε «ανένταχτος - ακομμάτιστος»
Δεν
μπορούσε να μπαίνει σε «κοπάδια»…. «Αυτός»…. ένας «ανεπηρέαστος» ….ένας «ανεξάρτητος» ….
….Και
μέσα στη σύγχυση μου ξανάπαιρνε άλλα δυό κατοστάρικα.
Πέρασε
καιρός και ξαφνικά τονε βρίσκω «βιοτέχνη ετοίμων ενδυμάτων» με κλειστό φορτηγάκι.
Δεν
ήξερε από τέτοιες δουλειές αλλά …«ήξεραν
οι άλλοι».
Βρήκε
και «συνέταιρο» έναν δυστυχή ναυτικό που έβαλε τα λεφτά και νάσου τον ο
Νικολάκης «Βιοτέχνης».
Ακριβώς
τότε η παρέα μας εισήγαγε για πρώτη φορά στην νεοελληνική γλώσσα τον όρος «Ακάλυπτος».
Σε
ένα χρόνο το μαγαζί έκλεισε, ο ναυτικός ξανά μπαρκάρισε και ο
Νικολάκης μου πήρε δέκα χιλιάρικα για να
«την βγάλει» τον πρώτο καιρό μετά την
καταστροφή.
Αρκετά
χρόνια αργότερα βρέθηκα σε μια τράπεζα.
Τόνε βλέπω ξαφνικά υπάλληλο τραπέζης με κουστούμι ,γραβάτα και καράφλα.
Μασούλαγα ένα κριτσίνι και παραλίγο να πνιγώ. Φωνάζανε
το ασθενοφόρο να με πάρει.
Πάντως
, δεν έχω παράπονο πάντα βρισκόμαστε.
Έρχεται
και στην Κέρκυρα που και πού.
Μου
κάνει «αναπάντητη» και τόνε παίρνω εγώ.
«Έμεινε
πάλι χωρίς δουλειά»
«Κάνει
σχέδια για το μέλλον»
«Θαρθεί
στην Κέρκυρα να κάνει ένα εκτροφείο
πέστροφας»
«Με
ρωτάει αν έχει ποτάμια στο νησί και αν
ξέρω κανένα ναυτικό».
Ποτέ
δεν τον αντιπάθησα.
Ο
Νικολάκης «ο αναπάντητος».
Είμαι
σίγουρος ότι θα τον συναντάω πάντα.
Αυτή
η ράτσα δεν πεθαίνει ποτέ.
1 σχόλιο:
..........
έχουμε όλοι γνωρίσει κάτι τέτοια φυντάνια...
μια φορά σε μια επιχείρηση φουλ υψηλής τεχνολογίας τότε... ο εργοδότης μας πήγε σε μια κυριλέ ψαροταβέρνα... μαζί του και ένα αγόρι... σύμβουλος επιχειρήσεων... και αρχίζει να μου ήμουν στην τάδε παραλία, να στην άλλη... να κι η Σούγια που ήταν αναρχικός.. πάγος εμείς.... ούτε λέξη...
είδε και αποείδε... και σκάει το παραμύθι.... αύξηση της παραγωγικότητας... φουλ δουλιά συν τρεις ώρες....
καλόπαιδο ΚΩΛΟΠΑΙΔΟ
Δημοσίευση σχολίου