Σάββατο 21 Ιανουαρίου 2017

Τα Μουρόνια


Στην αρχή είπαν ότι την αρρώστια την έφεραν οι άνεμοι από τις μακρινές στέπες  της Μογγολίας.

Άλλοι έλεγαν ότι την έφεραν οι σταυροφόροι.

Οι περισσότεροι πίστευαν ότι ήταν έργο του διαβόλου η , ακόμα, δοκιμασία του θεού .

Κανείς δεν ήταν σίγουρος.

Οι αρχές επέβαλαν καραντίνα στα εμπορικά πλοία.

Θα έμεναν δεμένα για σαράντα μέρες αρόδου και ύστερα θα έπαιρναν άδεια για να δέσουν στο λιμάνι και να ξεφορτώσουν .
Quaranta Giorni” λέγανε την  απαγόρευση.

Αλχημιστές έριξαν στην αγορά  φάρμακα με ιδιότητες μαγικές .

Οι παπάδες έκαναν καθημερινά δεήσεις.

Κατηγορήθηκαν μάγισσες ως υπαίτιες για την συμφορά και οδηγήθηκαν στην πυρά.

Φτωχοί και πλούσιοι κατηγορούσαν τους διπλανούς τους ως αμαρτωλούς φορείς της αρρώστιας και πλήρωναν αδρά για τον αφορισμό τους.

Οι πρωτοπαπάδες αφόριζαν νυχθημερόν αρκεί να καταβαλλόταν το αντίστοιχο ποσόν.

Κάθε εκκλησία είχε το δικό της τιμοκατάλογο.

Άλλες οι τιμές στους μητροπολιτικούς ναούς και άλλες στα ξωκλήσια.

Παρόλα αυτά η αρρώστια συνέχιζε το  έργο της.

Ολόκληρες πόλεις και χωριά ερήμωσαν και όσοι απέμειναν τριγυρνούσαν απελπισμένοι στους δρόμους ικετεύοντας για ένα κομμάτι ψωμί.

Άρχοντοι  και φτωχοί κλείστηκαν στα σπίτια τους για μήνες και απέφευγαν οποιαδήποτε επαφή ακόμα και με τους συγγενείς τους .

Η λέσχη των ευγενών έκλεισε επ αόριστο και στις ταβέρνες των συνοικιών δεν πλησίαζε κανείς.

Όλοι ήταν ύποπτοι ως φορείς της αρρώστιας.

Όλοι ήταν εχθροί όλων.

Ο καθένας στο σπίτι του μέχρι να περάσει το κακό.

Τότε κάποιος είπε ότι η μόνη λύση είναι «τα μουρόνια».

Τοχε  δει με τα μάτια του σε κάποιο μακρινό τόπο.

Η λύση ήταν πολύ ακριβή και μόνον οι οικογένειες των ευγενών μπορούσαν να πληρώσουν τόσα λεφτά .

Έβαλαν ειδικούς τεχνίτες να σκαλίσουν φοβερά πέτρινα πρόσωπα ανύπαρκτων ανθρώπων που να μην μοιάζουν σε κανέναν και τα εντοίχιζαν στις εισόδους των σπιτιών .

 Η αρρώστια θα πέρναγε απέξω και θα συνέχιζε την πορεία της για το επόμενο σπίτι.

Το θανατικό  συνέχιζε το μακάβριο έργο του.

Μερικοί γεροντότεροι έλεγαν  ότι αυτή η κατάρα είναι η  τιμωρία του θεού επειδή μαζεύτηκαν πολλοί στην πόλη και εγκατέλειψαν την ζωή στα χωράφια.

Άλλοι προφήτευαν ότι την τελευταία στιγμή θα στείλει ο θεός τους αγγέλους του και θα εξόντωναν το κακό.

Η ανθρωπότητα θα έβγαινε ξανά στο φώς και μια αιώνια  εποχή ευτυχίας θα άρχιζε μετά από αυτή την θεϊκή δοκιμασία.

Πέρασαν χρόνια και πράγματι το κακό πέρασε και οι άνθρωποι ξαναβγήκαν στους δρόμους .

Η λέσχη των ευγενών ζωντάνεψε.

Ξανάρχισαν οι εμπορικές συναλλαγές και τα πανηγύρια.

Στις εκκλησίες περίμεναν στην σειρά τα ζευγάρια για να παντρευτούν.

Γέμισαν οι γειτονιές παιδιά που έπαιζαν ανέμελα.

Όλοι ήταν πλέον σίγουροι ότι οι άγγελοι είχαν διώξει για πάντα το κακό και μια φορά το χρόνο γινόταν μια μεγάλη γιορτή για να τιμήσουν αυτούς τους αποστόλους του θεού που με τα πύρινα σπαθιά τους έσωσαν την πόλη.

Έμειναν τα μουρόνια στους τοίχους να κοιτούν με τα φοβερά τους πρόσωπα τους περαστικούς.

Κανείς δεν πίστευε ότι θα χρειαστούν ξανά αλλά και κανείς δεν τα έβγαζε από τους τοίχους.

Πέρασαν τα χρόνια. Άλλαξαν οι εποχές και κανείς δεν ήξερε πλέον για ποιο λόγο οι  παλαιότεροι είχαν εντοιχίσει αυτά τα φοβερά πρόσωπα μπροστά στις εισόδους των σπιτιών.

Ούτε καν οι ξεναγοί δεν μπορούσαν να δώσουν μια πειστική απάντηση στις ερωτήσεις των τουριστών και εφεύρισκαν διάφορες πρόχειρες εξηγήσεις όπως: «Πρόκειται για προτομές των ιδιοκτητών μιας άλλης μακρινής εποχής…».

Περνούσαν τα χρόνια και οι αιώνες για τους ανθρώπους αλλά για τα μουρόνια δεν ήταν παρά λίγες στιγμές.

Τις βροχερές νύχτες του χειμώνα αν περάσεις από κάτω και τα κοιτάξεις επίμονα φαίνεται σαν να χαμογελάνε .

Σαν να διέκοψαν την κουβέντα τους περιμένοντας να περάσεις.

Κυριακή 8 Ιανουαρίου 2017

ΓΝΚ Θάλαμος 521


Aνοίγω τα μάτια μου και βλέπω στο ταβάνι κάτι μαύρα ζωύφια που μοιάζουν με μοστερίτσες με κοντή ουρά … μάλλον με γυμνοσάλιαγκες .
Τα παρατηρώ αδιάφορα να διασχίζουν το ταβάνι αργά αργά 
 Κλείνω τα μάτια μου και το ταβάνι γίνεται ένα κόκκινος συννεφιασμένος ουρανός .
Αλήθεια αν μέναμε στον Άρη και ο (φυσιολογικός) ουρανός ήταν κόκκινος πως θα μας φαινόταν ένας μπλε ουρανός;
Κουράζομαι και ξανανοίγω τα μάτια . Ξανά τα σκαθάρια στο ταβάνι.
Ο Νοσηλευτής μου ετοιμάζει τους ορούς . Στο ταβάνι πάνω από το κεφάλι του περπατάει ένα μαύρο σκαθάρι.
«Πρόσεχε του λέω θα σου πέσει στο κεφάλι» 
«Ποιος;» μου λέει .
«Το σκαθάρι» του λέω και του δείχνω με τα μάτια το ταβάνι.
Κοιτάει επάνω.
«Κατάλαβα…. πρέπει να σου αλλάξω το παυσίπονο …μερικούς τους πειράζει αυτό το συγκεκριμένο».
Χαλαρώνω , μάλλον με παίρνει ο ύπνος. Ξαφνικά μια τρομερή έκρηξη με συνταράσσει. Ρωτάω τι γίνεται . Κανένας δεν φαίνεται να έχει ανησυχήσει . Περίεργο. Τελικά η «έκρηξη» ήταν μια πόρτα κομοδίνου κάπου στο βάθος.
Δεν θυμάμαι πόσες ώρες κοιμόμουν . Το χειρουργείο μου είπαν κράτησε τριάμισι ώρες.
Κουνάω το πόδι μου και πονάω. Ανασαίνω και πονάω . Φοβάμαι ότι αν βήξω θα διαλυθώ.
Η πρώτη βραδιά πέρασε με παραισθήσεις και χωρίς να καταλαβαίνω που βρίσκομαι. Άκουγα παντού γύρω μου βογγητά και ακατάληπτες συζητήσεις .
Ξημέρωσε η δεύτερη (άγια) μέρα και ήμουν λίγο καλύτερα . Φοβόμουν ότι όταν θα νυχτώσει θα ξαναρχίσουν τα βογγητά.
Βογκούσαν και την ημέρα αλλά το βράδυ γινόταν ανυπόφορο.
Προσανατολίζομαι στον θάλαμο με την άκρη του ματιού μου .
Απέναντί μου ένας γέρος αλευκιμιώτης με ανοιχτό το στόμα κοιτάει στο νταβάνι ακίνητος . 
Δίπλα του συνοδοί διαδοχικά ο γιός , η κόρη , η εγγονή, και η γυναίκα του.
Τυπική αγροτική οικογένεια της Λευκίμμης . 
Ο κάθε ένας στέκεται στη βάρδιά όρθιος σαν φρουρός μπροστά στο κρεβάτι πρόθυμος να εξυπηρετήσει τον ασθενή «αφέντη» .
Η πρώτη εντύπωση είναι ότι τον αγαπούν πολύ. Δεν είναι λάθος . Δεν είναι όμως και όλη η αλήθεια. Τα συναισθήματα τέτοιες ώρες εναλλάσσονται και αυτό φαίνεται πιο πολύ στον μεγάλο γιό και στην μάνα.
Η Αλευκιμιώτισσα είναι μια τυπική αγρότισσα της Λευκίμμης , αδύνατη , ξερακιανή με χέρια σκασμένα από τα χωράφια και τα πλυσίματα που τα περιπλέκει αμήχανα καθώς μου μιλάει.
Φοράει μια μαύρη πλεχτή ζακέτα και μια φούστα σκουρόχρωμη. 
Μου μιλάει για την εποχή που δούλευε με τη δίκοπη μέχρι τη νύχτα για να πάρει ένα κομμάτι γης που μαζί με το δικό της θα γινόταν μια επαρκής προίκα για την παντρευτεί ο «Αφέντης».
Μου μίλαγε για τις δουλείες που έκανε για να κρατήσει την οικογένεια αξιοπρεπώς και να μεγαλώσει τα παιδιά και για τα «δικά του τα καμώματα».
Κάποια στιγμή την βλέπω να ψαχουλεύει το χειριστήριο του κρεβατιού του άντρα της. 
Πατάει ένα κουμπί στην τύχη και το κρεβάτι του ανήμπορου αλευκιμμιώτη αρχίζει να μαζεύει προς τα πάνω σε σχήμα τάμπλιγιου.
Η Αλευκιμμιώτησσα κοιτάει γύρω της με ύφος «ξέρω και από τεχνολογία» αλλά δεν λέει να αφήσει το κουμπί .
Τα πόδια του αλευκιμιώτη φτάσανε στη μύτη του.
Τέτοια στάση δεν είχε καταφέρει ούτε η Άννα Παύλοβα στο Dying Swan .
Ευτυχώς πρόλαβαν και τον απεγκλώβισαν οι ψυχραιμότεροι των διπλανών κρεβατιών.
Η Νύχτα μετά την αναστάτωση συνέχιζε την πορεία της με τα συνήθη βογγητά και μαζί με την νύχτα συνέχιζαν την πορεία τους και οι γυμνοσάλιαγκες του ταβανιού.
Κάποια στιγμή , που δεν ξέρεις αν είναι δέκα η ώρα η τρείς τα ξημερώματα , μια παράξενη πομπή μπαίνει αργά και τελετουργικά στον θάλαμο.
Μεταφέρουν μια τεράστια μπάλα και την τοποθετούν με προσοχή στο μεσαίο κρεβάτι σαν αρχαίο τοτέμ.
Στην αρχή νόμιζα ότι είναι κάποια νυχτερινή παραίσθηση από τα ισχυρά παυσίπονα. Σύντομα όμως μαθαίνω ότι η «μπάλα» είναι ένα Γερμανός που δεν κρατιότανε και έφαγε «κατιτίς» παραπάνω στις γιορτές.
Οι Ειδικοί απεφάνθησαν ότι ο τυμπανισμός του Γερμανού έπρεπε να αντιμετωπισθεί σε δυο φάσεις.
Την πρώτη φάση δεν την γνωρίζουμε και δεν μας αφορά .
Η Δεύτερη όμως ήταν το κλασικό κλύσμα που στην συγκεκριμένη περίπτωση θα έπρεπε να γίνει στο κατάλληλο χώρο . Να μεταφερθεί ο γερμανός (ας πούμε) στον βιολογικό σταθμό καθαρισμού.
Το κλύσμα έγινε επάνω στο κρεβάτι και ο Θάλαμος 521 «μετετράπει εις κόλασιν του Δάντη».
Έντρομος σηκώνομαι από το κρεβάτι του πόνου κρατώντας το στάντ με τους ορούς μου και σαν τον Μωυσή ανοίγω δρόμο στην ερυθρά θάλασσα και οδηγώ το ποίμνιο μου του θαλάμου 521 προς την σωτηρία.
Καταφεύγουμε μέσα στην νύχτα σε διπλανούς θαλάμους και περιμένουμε να περάσει το «κακό».
Ας ελπίσουμε ότι δεν θα πάθει μέσα στο επόμενο σαββατοκύριακο κανένα τυμπανισμό η Γερμανία και φτάσουν τα σκατά μέχρι την Αίγυπτο.
Με τόσα που έχουνε δει τα μάτια μας πρέπει να είμαστε έτοιμοι για όλα.
Ξημέρωσε και γυρίσανε στη φωλιά τους οι μαύροι γυμνοσάλιαγκες του ταβανιού.
Το καλοκαίρι θα κατέβω στην Λευκίμμη να βρω την οικογένεια του κρεββατιού νο 1 .
Θα τους πάρω και λίγους μπολσεβίκους από του Βουλισμά.
Ο Μεγάλος γιός όταν πήγαινα στην τουαλέτα μου έστρωνε το κρεβάτι και με βοηθούσε να ξαπλώσω.
Δεν ήθελε και να του λέω «ευχαριστώ».
Κάτι τέτοια δεν ξεχνιούνται.