Σάββατο 31 Δεκεμβρίου 2022

Όλα αρχινήσανε την πρωτοχρονιά του 44


Ο Αντρέας καθότανε κάθε πρωί στο πεζούλι της πλατείας Σαρόκο και παρατηρούσε τους περαστικούς.
Φορούσε ένα φθαρμένο αλλά κατακάθαρο κουστουμάκι , πάντα ένα καπέλο τύπου ρεπούμπλικα και δερμάτινα παπούτσια παντοφλέ καλογυαλισμένα.
Τον χαιρετούσα κάθε που περνούσα και ανταπέδιδε με ένα ελαφρό άγγιγμα του καπέλου.
Μια μέρα κάθισα δίπλα του να πάρω μια ανάσα από τον καθημερινό μου ποδαρόδρομο και πιάσαμε την κουβέντα.
Μου είπε απνευστί όλη την ιστορία της ζωής του.
«Όλα αρχινίσανε την πρωτοχρονιά του 44».
Είχα σκοπό να κάτσω δυο τρία λεπτά και έφυγα μετά από μιάμιση ώρα.
Τον παρακολουθούσα με ανοιχτό το στόμα και κομμένη την ανάσα.
Το χειμώνα του 43 προς 44 ήρθαν οι Γερμανοί στην Κέρκυρα.
Την πρωτοχρονιά του 44 , ένα βράδυ έμειναν ξαφνικά χωρίς τηλέφωνα.
Διαπίστωσαν ότι η βλάβη οφειλόταν στο ότι είχαν εξαφανιστεί τα καλώδια των τηλεφώνων σε όλη την πόλη.
Τα καλώδια λόγω των συνθηκών του πολέμου τα έριχναν πάνω από τα κεραμίδια επειδή δεν υπήρχε χρόνος για μόνιμες εγκαταστάσεις με κολώνες.
Αμέσως σήμαναν συναγερμό και αναζητούσαν την άγνωστη οργάνωση που έκανε αυτό το ανήκουστο σαμποτάζ.
Τι είχε συμβεί.
Ο Αντρέας και η συμμορία του κλέψανε τα καλώδια. Ο ένας έκοβε το καλώδιο με την πένσα και ο άλλος από την άλλη το τύλιγε με ένα αυτοσχέδιο καρούλι.
Όλη νύχτα μάζευαν καλώδια και τα μετέφεραν σε ένα υπόγειο καταστραμμένου κτηρίου στην Οβριακή.
Εκεί έκοβαν τα καλώδια σε κομμάτια των σαράντα εκατοστών και τραβούσαν από μέσα το χάλκινο σύρμα. Απέμενε μόνο το πάνινο περίβλημα.
Έβαζαν στις δύο άκρες δυο τσίγκινα λατάκια από τενεκέ και τα πρεσάριζαν με την πένσα. Τα τύλιγαν σε ζευγάρια και τα έδεναν με σπάγκο.
Το πρωί βγαίνανε στην πιάτσα και τα πουλούσαν ως κορδόνια παπουτσιών.
Λίγο καιρό πριν οι Γερμανοί είχαν βομβαρδίσει και το μοναδικό εργοστάσιο στον Πειραιά με αποτέλεσμα , εκτός των άλλων να έχει μείνει και όλη η Ελλάδα χωρίς κορδόνια.
Λυσσιάξανε οι Γερμανοί να βρουν τους σαμποτέρ του τρίτου ράιχ ώσπου κάποιος παρατηρητικός της Γκεστάπο είδε τα κορδόνια στα παπούτσια των περαστικών.
Ακολουθώντας τα ίχνη φτάνουν στην «Ανδρέας ΕΠΕ» τους συλλαμβάνουν και τους σαπίζουν στο ξύλο για να ομολογήσουν την σχέση τους με την αντίσταση.
Εν συνεχεία τους στέλνουν στα Γιάννενα που ήταν τα «κεντρικά» των Ες-Ες όπου τους ξανασαπίζουν στο ξύλο.
Πάνω που ήταν έτοιμοι να τους εκτελέσουν νάσου και μεσολαβεί η γκόμενα του διοικητή των Γερμανών που ήταν Κερκυραία και γνώριζε το έναν από την συμμορία των κορδονιών.
Τους σαπίζουν για μια τελευταία φορά στο ξύλο και τους ξαναστέλνουν στην Κέρκυρα.
Μετά από λίγο καιρό φεύγουν οι Γερμανοί αλλά η αστυνομία έχει καταγραμμένο τον Ανδρέα ως κλεφτρόνι.
Κάθε που γινόταν κάτι στην πόλη συλλαμβάνονταν οι συνήθεις ύποπτοι μεταξύ των οποίων και ο Ανδρέας.
Τον ξανασάπιζαν στο ξύλο κάθε τόσο χωρίς να ξέρει το γιατί.
Είδε και αποείδε ώσπου ένα βράδυ κλέβει μια βάρκα και βγαίνει στην Αλβανία όπου δηλώνει ένθερμος υποστηρικτής του Ενβέρ Χότζα.
Λέει όλη την ιστορία του αλλά οι Αλβανοί δεν τον πιστεύουν , τον θεωρούν κατάσκοπο των Ιμπεριαλιστών και τον ματαξανασαπίζουν στο ξύλο.
Εν συνεχεία τον καταδικάζουν σε καταναγκαστικά έργα .
Ο Ανδρέας συνεχίζει τον ταραγμένο βίο του κουβαλώντας πέτρες για να χτίσουν τα πολυβολεία απέναντι από το Κασσιόπη.
Μη αντέχοντας άλλο δραπετεύει από τα κάτεργα αλλά τονε πιάκανε στο δρόμο .
Το ξανασαπίζουνε στο ξύλο και τελικά τον ανταλλάσσουν στην Κακαβιά ως αιχμάλωτο πολέμου .
Αναφέρει την ιστορία του στους φύλακες των δημοκρατικών μας ιδεωδών αλλά δεν τον πιστεύουν και τον ξανασαπίζουν στο ξύλο ως κατάσκοπο των κομμουνιστών.
Μετά από πολλά βάσανα επιστρέφει στην Κέρκυρα αλλά έρχεται η χούντα οπότε τον σαπίζουν ξανά στο ξύλο ως κομμουνιστή.
Βίος και πολιτεία.
Ο Αντρέας έτρωγε ξύλο σε κάθε απότομη καμπή της σύγχρονης ιστορίας του τόπου.
«Έφαγα πολύ ξύλο για αυτά τα κορδόνια , Σταμάτη» μου λέει με παράπονο.
Τον Ανδρέα της πλατείας Σαρόκου με το κουστουμάκι , την ρεπούμπλικα και τα γυαλισμένα παντοφλέ παπούτσια έκανα καιρό να τον δώ.
Μου είπαν ότι είναι κατάκοιτος και τον έχει αναλάβει μια βουλγάρα.
Πέρασαν τα χρόνια και στην γωνία την πλατείας , σε ένα ταμπλό είδα τα κηδειόχαρτο του.
Ελπίζω στον παράδεισο να τον πιστέψανε και να τελειώσανε τα βάσανα του.

Πέμπτη 8 Δεκεμβρίου 2022

Ο Άγιος Σώστης


-------------------
Αυτά που γράφω κατά καιρούς είναι κατά βάση μυθεύματα που μοιάζουν αληθινά .
Αυτός και ο λόγος που διάφοροι φίλοι με ρωτούν αν η τάδε ιστορία μου αφορά σε κάποιο υπαρκτό πρόσωπο.
Κανένα παραμύθι δεν είναι ψέματα. Απλώς ο τρόπο που συντίθενται οι ψηφίδες δημιουργούν μια εικόνα που μπορεί να μην είναι πραγματική , είναι όμως αληθινή.
Ο «Άγιος Σώστης» είναι όμως ντοκιμαντέρ από μια περίοδο της ζωής μου.
Το γράφω σήμερα με την ελπίδα ότι θα το διαβάσουν κάποιοι επόμενοι και ίσως κάτι να τους πει.
Ο Άγιος Σώστης , το λοιπόν, είναι μια πανέμορφη εκκλησία στην Λεωφόρο Συγγρού παρακάτω από την Πάντειο.
Πίσω ακριβώς βρίσκονται οι εργατικές πολυκατοικίες.
Κάπου εκεί έζησα τα μισά χρόνια της ζωής μου.
Κάθε πρωί στις πέντε κατέβαινα τρέχοντας για να πάρω το κίτρινο λεωφορείο των ναυπηγείων.
Για την ακρίβεια ήταν μια κίτρινη νταλίκα που την έσερνε ένας κίτρινος τράκτορας γεμάτη με κοιμισμένους εργάτες που βρώμαγε ανακατεμένα χνώτα διαφόρων οσμών συνθέτοντας μια ατμόσφαιρα που όμοια της δεν συνάντησα ποτέ.
Στην στάση του Άγιου Σώστη γνώρισα τον Δημήτρη.
Τον εύρισκα κάθε πρωί να περιμένει μόνος.
Εγώ ήμουν της βάρδιας 6-2
Ο Δημήτρης ήταν της βάρδιας 2-5
Ο Δημήτρης περίμενε με τα ρούχα της δουλειάς.
Εγώ άλλαζα στα αποδυτήρια των ναυπηγείων.
Ο Δημήτρης στη δουλειά φορούσε συνήθως ένα άσπρο νυφικό διαφανές που «έφεγγε» από παντού.
Εγώ φορούσα μια φόρμα εργασίας κατατρυπημένη από τις σπίθες.
Μερικές φορές εύρισκα τον Δημήτρη ντυμένο μαθήτρια με κοντή καρώ φουστίτσα , φιόγκους, άσπρα σοσόνια και μαθητική τσάντα.
Ανταλλάσσαμε ελάχιστες κουβέντες.
Αυτός σχόλαγε . Εγώ πήγαινα για δουλειά.
Τον θεωρούσα συνάδελφο για δύο λόγους.
Αφενός πουλούσαμε και οι δύο το κορμί μας , αφετέρου παλαιότερα δούλευε και αυτός στα Ναυπηγεία Ελευσίνας , στο βαρύ ελασματουργείο.
Το θέμα μας όμως δεν είναι ο Δημήτρης. Άλλωστε κάπου έχω γράψει για αυτόν πριν από καιρό αλλά δεν θυμάμαι πού.
Το θέμα μας είναι ο Άγιος Σώστης.
Η εκκλησία αυτή είναι βιομηχανία βαφτίσεων , γάμων , θανάτων και αναστάσεων.
Εκεί παντρεύτηκα , τρόπος του λέγειν.
Θα μάθετε παρακάτω γιατί «τρόπος του λέγειν».
Ο γάμος έγινε κανονικά με παππά και με κουμπάρα. Με ρύζια με στέφανα , με βέρες και με φωτογράφο .
Αμέσως μετά την δοκιμασία , ανακουφισμένοι φύγαμε για μήνα του μέλιτος .
Στην διαδρομή αποφασίσαμε να μην ξαναγυρίσουμε πίσω.
Περιπλανηθήκαμε ανά την Ελλάδα και τελικά ριζώσαμε στην Κέρκυρα.
Εδώ χρειάζεται να υποβάλω τον αναγνώστη σε μια μικρή χρονική παρένθεση.
Την ώρα που φεύγαμε από εκκλησία ο παππάς που μας πάντρεψε συνέχισε με τους επόμενους γάμους.
Ενώ βρισκόταν στο ιερό νοιώθει μια αδιαθεσία και πέφτει μπροστά στην Αγία Τράπεζα.
Τρέχει το ασθενοφόρο προς τον Ευαγγελισμό αλλά στην διαδρομή ο παππάς αφήνει την τελευταία του πνοή.
Αμέσως αναλαμβάνει ο επόμενος παππάς να διεκπεραιώσει τους υπόλοιπους γάμους αλλά στην διάρκεια της μεταβίβασης γίνεται κάποιο λάθος και πεντέξι γάμοι συμπεριλαμβανομένου και του δικού μας δεν καταχωρήθηκαν αμέσως σύμφωνα με το πρωτόκολλο.
Όλα τα προηγούμενα ζευγάρια έσπευσαν να προωθήσουν τα χαρτιά στις αρμόδιες υπηρεσίες .
Εμείς ούτε ξέραμε τι συνέβη πίσω μας ούτε και μας ενδιέφερε.
Μάλιστα , καθοδόν προς την φυγή μας χάσαμε τις βέρες , τα στέφανα καθώς και το άλμπουμ των φωτογραφιών.
Έκτοτε πέρασαν τριάντα χρόνια .
Κάποτε πήγα στην αστυνομία να αλλάξω ταυτότητα.
Η προηγούμενη έγραφε ακόμα «μαθητής» και είχε μια φωτογραφία μου από την πρώτη γυμνασίου.
Ο μπάτσος με κοίταξε ερευνητικά και μου είπε:
«Δεν προκύπτει από πουθενά ότι είστε παντρεμένος».
Ανατρίχιασα.
Ήμασταν ανύπαντροι όλη μας την ζωή χωρίς να το ξέρουμε .
Τελικά μετά από μια γραφειοκρατική Οδύσσεια το θέμα διευθετήθηκε χωρίς να χρειαστεί να ξαναπαντρευτούμε.
Έκτοτε διαμένουμε σε μια (άθλια) πολυκατοικία όπου δια μέσω του φωταγωγού μαθαίνουμε όλα τα τεκταινόμενα άθελά μας.
Οι πάντες είναι τσακωμένοι.
Άλλοι για ερωτικές ατασθαλίες και άλλοι για κτηματικές διαφορές.
Οι πάντες εκτός από εμάς.
Είμαστε το τελευταίο ζευγάρι στην πολυκατοικία που μοιάζουμε να είμαστε από άλλο πλανήτη.
Αν καμιά φορά βρεθώ στην Αθήνα περνάω απαραιτήτως από τον Άγιο Σώστη.
Όχι ότι έχω ανάγκη να ανάψω κερί , όπως θα μπορούσε να υποθέσει κανείς, αλλά για «κάτι υπόθεσες πνευματικές» που έλεγε και ο Σολωμός.
Ο Άγιος Σώστης συνεχίζει εκεί ατάραχος στην αιωνιότητα του.
Η στάση των λεωφορείων επίσης.
Λείπει ο Δημήτρης.
Λογικό.
Εκτός αν φαντασθούμε ότι περιμένει ακόμα ντυμένος νύφη έξω από την εκκλησιά η ακόμα ότι περιμένει το σχολικό στην στάση ντυμένος μαθήτρια.
Μου αρέσει!
Σχόλιο
Κοινοποίηση

Χιονίζει στην Μουργκάνα


-----------------------------
Ο κανονικός χειμώνας έρχεται μόλις χιονίσει στην Μουργκάνα.
Από τη «σκάλα του Δημάρχου» κόβεις αζιμούθιο ανατολικά προς Σαγιάδα.
Στην ευθεία προς Φιλιάτες βλέπεις την κορυφή της Μουργκάνας.
Όταν την δεις χιονισμένη τελειώσανε τα ψέματα. Έχουμε χειμώνα.
Σε αυτή τη βουνοκορφή έχουν γίνει πολλές γνωστές μάχες (και εξακολουθούν να γίνονται).
Ξεχωρίζω μία σχετικά άγνωστη .
«Το 'μαθες μωρ' δόλια μάνα,
τι έχει γίνει στην Μουργκάνα,
Πολεμούσαν οι Σουλιώτες,
με τους κάτω Δελβινιώτες.»
Μην πάει το μυαλό σας σε κανένα θρησκευτικό η πατριωτικό πόλεμο.
Η σύγκρουση δεν είχε τίποτα το ρομαντικό.
Βασικά σκοτωνόντουσαν (οι Σουλιώτες με του Κάτω Δελβινιώτες) για το ποιος θα αρπάξει του αλλουνού τα υπάρχοντα .
Έτσι οι νικητές …
«..πήρανε φλουριά και γρόσια,
μωρ' γιαλένια, κρουσταλένια.»
Κακά πετσιά οι Σουλιώτες (όχι ότι οι Δελβινιώτες πηγαίνανε πίσω δηλαδή) .
Θα μπορούσε βέβαια να μην με αφορούσε το θέμα και να περιοριζόμουν μόνο στην χιονισμένη βουνοκορφή αλλά και να θέλεις να αγιάσεις δεν σε αφήνουν οι διαόλοι.
Έτσι λοιπόν συνεχίζω.
Κάποτε βρέθηκα φαντάρος στα όρη της Μουργκάνας να φυλάω το έθνος από τους «Κομμουνιστάς».
Ήμουν το κατάλληλο πρόσωπο.
Όλα πήγαινα κατ΄ ευχή στην εξορία ώσπου μας φορτώσανε στα καμιόνια και μας πήγανε στο Σούλι.
Θα γινότανε , λέει η ετήσια αναπαράσταση της ανατίναξης της μονής του Κουγκίου και εμείς (οι ανεπιθύμητοι) θα παίζαμε τον ρόλο των «Τούρκων».
Σύμφωνα με την σκηνοθεσία και το σενάριο της παράστασης, οι θεατές και οι επίσημοι θα καθόντουσαν αναπαυτικά στην εξέδρα κάτω από το Κούγκι , οι «επιθυμητοί» θα ντυνόντουσαν «Σουλιώτες» και θα μένανε στην κορφή στο Κούγκι αμυνόμενοι υπέρ βωμών και εστιών και εμείς οι «Τούρκοι» θα κάναμε την επίθεση.
Ο λοχαγός μας συμβούλεψε «να πέφτει και κανένας νεκρός κατά το «γιουρούσι» ώστε να φαίνεται η σθεναρή αντίσταση των «Ελλήνων» .
Δεν προσδιόρισε όμως ποιοι ακριβώς και πότε θα έπεφταν νεκροί.
Μέγα λάθος.
Στο πρώτο σμπάρο των «Ελλήνων» πέσαμε νεκροί όλοι οι «Τούρκοι».
Ποιος ανέβαινε αρόντα όλη αυτή τη γουλάδα.
Ο μόνος «Τούρκος» που συνέχισε ήταν κάποιος αφελής νεοσύλλεκτος που ανεβαίνοντας πυροβολούσε μόνος του με άσφαιρα ώσπου έφτασε στην κορφή χωρίς τσαρούχια , χωρίς ντουφέκι και γδαρμένος από τα πουρνάρια.
Μόλις τον είδε ο καλόγερος Σαμουήλ (ο σιτιστής) έβαλε φωτιά και ανατίναξε το Κούγκι.
Φάγαμε από είκοσι μέρες φυλακή.
Είχε δίκιο ο Μάρξ.
Η Ιστορία γράφεται ως τραγωδία και επαναλαμβάνεται ως κωμωδία.
Γελάσαμε πολύ.
Μερικοί μέχρι δακρύων.
Ένας γελούσε ξαφνικά και το βράδυ στον ύπνο.
Δεν κρατήθηκε και έβαλε τα γέλια και το πρωί στην αναφορά.
Έφαγε επιπλέον πέντε μέρες φυλακή.
Κακά πετσιά οι Σουλιώτες.
Ήταν οι πρώτοι που ανακάλυψαν τα διόδια πολύ πριν την Εγνατία.
Στήσανε διόδια στο γιοφύρι στο Γλυκύ , απάνω στον Αχέροντα , και πέρνανε το δέκα τις εκατό από το αλεύρι και το αλάτι του Αλή Πασά.
Χωριά πόσα του κλέβανε στην Δωδώνη ως «άγνωστες συμμορίες».
Όταν ήρθαν στην Κέρκυρα ως μετανάστες γίνανε διάσημοι ως κλέφτες κοτετσιών.
Παρόλο που ο Ναύαρχος Ουζακώφ τους έδωσε χτήματα αυτοί αρνούνταν να τα δουλέψουν διότι θεωρούσαν ως το μόνο ευγενές επάγγελμα την εκτροφή αιγοπροβάτων.
Η Μουργκάνα σήμερα είναι το πλέον μακρινό και δυσπρόσιτο βουνό της χώρας.
Τα σύνορα της Ελλάδας με την Αλβανία είναι ακριβώς στην κορυφογραμμή.
Από ένα σημείο και μετά (του μοναδικού δρόμου) δεν ξέρεις αν βρίσκεσαι στην Ελλάδα η στην Αλβανία.
Τα μικρά και σχεδόν ακατοίκητα χωριά που βρίσκονται εκατέρωθεν του όρους χρησιμεύουν μόνο ως σταθμοί και καταφύγια κοντραμπαντιέρηδων.
Πάνε τα αξέχαστα εκείνα χρόνια , την εποχή των «Κομμουνιστών» , όπου φύλαγα μόνος μου την παραμεθόριο όλη νύχτα.
Τώρα αν βρεθείς εκεί σίγουρα θα σε σταματήσει κάποια περίπολος και άντε εσύ να τους πείσεις ότι ανέβηκες εκεί επάνω για να ρεμβάσεις και να δεις την θέα.
Μιάς και τόφερε η κουβέντα, να το ξαναπώ.
Υπάρχει και μια χαμένη όπερα του Giovanni Batista Ferrari με τίτλο «Οι τελευταίες μέρες του Σουλίου» (Ultimi giorni di Suli).
Το 1856 ανέβηκε στο μεγάλο θέατρο «Φοίνικας» της Βενετίας. Μάθαμε ότι ανέβηκε και στην Κέρκυρα στο Σαν Τζιάκομο.
Συγγραφέας του έργου ήταν ο Giovanni Peruzzini (1815-1869).
Το λιμπρέτο και οι παρτιτούρες της όπερας έχουν χαθεί.
Δεν καταφέραμε να βρούμε κάποιο ίχνος.
Αν υπήρχε ένα υπουργείο πολιτισμού σε αυτό το καταραμένο τόπο θα έστελνε έναν άνθρωπο στη Μαδρίτη όπου είναι μαζεμένα σχεδόν όλα τα έργα του Peruzzini να ψάξει να βρει την χαμένη όπερα.
Φαντάζομαι ότι ο Peruzzini θα έχει ωραιοποιήσει το παρελθόν σύμφωνα με τις πληροφορίες που θα είχε αλλά δεν πειράζει.
Έστω και έτσι μπορεί το έργο αυτό να αξίζει.
Στην άγνωστη Μουργκάνα συμβαίνουν ακόμα πολλές μάχες.
Χθες το βράδυ τόσα μπόρεσα να διακρίνω στην χιονισμένη της βουνοκορφή.

Πέμπτη 15 Σεπτεμβρίου 2022

Οι πύργοι της μαλακίας

Κάθε Κυριακή πρωί αγναντεύω απέναντι το Μπόρζ πίνοντας τον καφέ μου.

Το Μπόρζ είναι ένα χωριό της Αλβανίας περίπου πενήντα χιλιόμετρα βόρεια των Αγίων Σαράντα.

Είναι χτισμένο στην πλαγιά του βουνού εκατό μέτρα πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας.

Οι κάτοικοι του λογικά θα πρέπει να απολαμβάνουν ένα εξαιρετικό ξημέρωμα αλλά και ένα εξίσου ωραίο ηλιοβασίλεμα.

Το Μπόρζ έχει επίσης και μια ατελείωτη αμμουδιά μήκους χιλιομέτρων.

Ο Μόντι κατάγεται από το Μπόρζ αλλά δεν θυμάται ούτε ένα ηλιοβασίλεμα ούτε ένα ξημέρωμα .

Πολύ περισσότερο δεν θυμάται να έκανε ούτε ένα μπάνιο στην παρθένα αμμουδιά του Μπόρζ.

Ο Μόντι δουλεύει ως κηπουρός σε ένα ξενοδοχείο της Κέρκυρας.

Γενικών καθηκόντων και ακαθόριστου ωραρίου.

Καθαρίζει την πισίνα , μαζεύει τα φύλλα κλαδεύει τα φυτά , ποτίζει και διορθώνει καζανάκια καθώς και κάθε βλάβη που περνάει από το χέρι του.

Ο Μόντι όσο ζούσε  στο Μπόρζ ονειρευόταν την Κέρκυρα ως το Ελντοράντο.

Την μισή του ζωή την έζησε στο Μπόρζ χωρίς να το χαρεί και την άλλη μισή την έζησε στην Κέρκυρα δουλεύοντας ως σκλάβος.

Έχασε και τις πρώτες οικονομίες του στις πυραμίδες.

Δεν τόβαλε κάτω.

Το όνειρό του ήταν να γυρίσει στο χωριό του και να χτίσει ένα τεράστιο οικοδόμημα που θα δέσποζε του Μπόρζ ώστε να βεβαιωθούν πλήρως οι χωριανοί του για την λαμπρή του σταδιοδρομία.

Δεν έτρωγε , δεν έπινε , δεν κάπνιζε , δεν πήγαινε στο καφενείο .

Κατάφερε να ρίξει τα μπετά «βάσει αδείας».

Δεν του  έφτανε.

Τόθελε πιο ψηλό από του γειτόνου του.

Έχτισε παράνομα άλλο ένα όροφο.

Τόνε πήγε στα δικαστήρια ο από πίσω.

Τόνε βάλανε να γκρεμίσει τον παράνομο όροφο με δικά του έξοδα.

Κατάφερε να αγοράσει και μεταχειρισμένη μερσεντές  από την Γερμανία με  Αλβανικές πινακίδες που έμεινε για πάντα παρκαρισμένη έξω από την οικοδομή στο Μπόρζ.

Τσακώθηκε με τους χωριανούς του αλλά δεν τόβαλε κάτω.

Συνέχισε το αγώνα μέχρι που βρέθηκε στο νοσοκομείο της Κέρκυρας με ανεύρυσμα αορτής.

Τη γλύτωσε αλλά του είπανε να μην δουλεύει.

Ο κίνδυνος να γυρίσει στο Μπόρζ ταπεινωμένος  με μια μικρή σύνταξη και χωρίς να έχει ολοκληρώσει τον πύργο είναι υπαρκτός.

Η κόρη του και ο γιός του δεν ξέρουν και ούτε θέλουν να μάθουν που είναι το Μπόρζ.

Προσπαθώ να συμμεριστώ το δράμα του ματαίως.

Θυμάμαι την Μπολόνια.

Η μεσαιωνική αυτή πόλη της βόρειας Ιταλίας έχει πολλά αξιοθέατα.

Το πιο εμβληματικό είναι οι «Δύο πύργοι» στο κέντρο της παλιά πόλης δίπλα στην Πιάτσα Ματζόρε.

Μην πάει το μυαλό σας σε μεσαιωνικούς πύργους με πολεμίστρες κλπ.

Πρόκειται για δύο κολόνες με εμβαδόν στην βάση σχεδόν πενήντα τετραγωνικά μέτρα που υψώνονται εκατό πενήντα μέτρα πάνω από την πόλη.

Το πρώτο ερώτημα που σου δημιουργείται είναι «σε τι χρησίμευαν αυτοί οι πύργοι».

Αμέσως μαθαίνεις ότι τον μεσαίωνα η πόλη ήταν γεμάτη από παρόμοιους πύργους που τους έχτιζαν οι φεουδάρχες της περιοχής χωρίς κανένα σκοπό. Απλώς προσπαθούσαν να ξεπεράσουν τον διπλανό τους σε ύψος.

Χιλιάδες σκλάβοι εργάσθηκαν για να τους χτίσουν.

Εν συνεχεία οι πύργοι αυτοί γκρεμίστηκαν διότι υπήρχε κίνδυνος να πέσουν πάνω στα σπίτια.

Απέμειναν οι δύο υποστηριζόμενοι από ποντέλα ως τουριστικό αξιοθέατο.

Δικαίως οι σημερινοί κάτοικοι της Μπολόνια τους ονομάζουν «Οι Πύργοι της μαλακίας».

Νόμιζα ότι οι Πύργοι της Μαλακίας ήταν ένα αξιοθέατο της Μπολόνια μέχρι που έμαθα ότι στην Νέα Υόρκη οι ιδιοκτήτες των τεραστίων ουρανοξυστών συναγωνίζονται για μια θέση στη λίστα των ψηλότερων κτηρίων.

Μάλιστα επειδή ένας παραβίασε τον κανονισμό της μαλακίας και έβαλε μεγαλύτερη κεραία στην κορυφή από  όση δικαιούταν , ο διπλανός τον τρέχει στα δικαστήρια ,λένε οι ειδήσεις.

Με τούτα και με κείνα, και μιας και βλέπω ο Μόντι να αφήνει την αποξυλή του στην Κέρκυρα, σκέφτομαι να πάω εγώ στο Μπόρζ για χειμερινές διακοπές.

Είναι η καλύτερη εποχή.

Θα περάσω απέναντι και θα πάρω τον δρόμο για Σαγιάδα.

Θα περάσω από το Μαυρομάτη και σε μία ώρα θα είμαι στο Μπόρζ.

Θα νοικιάσω χειμωνιάτικα τον καλύτερο «πύργο» κοψοχρονιά.

Θα δω επιτέλους το ξημέρωμα και το δειλινό από την απέναντι ακτή.

Θα περπατήσω όλη απέραντη την αμμουδιά του Μπόρζ χωρίς μουσικές και χωρίς ομπρέλες.

Αν κάνει καλό καιρό μπορεί και να κολυμπήσω.

Θα φάω προβατίνα στη γάστρα και πίνοντας το κρασί μου θα εξιστορώ στους Αλβανούς της ταβέρνας τις ταξιδιωτικές μου αναμνήσεις μου από την Μπολόνια και τους πύργους της μαλακίας.

Παρασκευή 29 Ιουλίου 2022

«Πέθανε ο Μιχάλης»

 Έτσι απλά .

Είδα στο κινητό κάτι αναπάντητες αλλά δεν έδωσα σημασία.

Με ειδοποίησαν από την «Ενημέρωση».

«Το μόνο σίγουρο στην ζωή είναι ο θάνατος» ,   λένε οι σοφοί  .

Το περιμέναμε.  Αλλά είναι άλλο να το περιμένεις και άλλο να συμβαίνει  στα καλά καθούμενα ένα συνηθισμένο απόγευμα .

Με τον Μιχάλη Ψάϊλα  ήμασταν μαζί τριάντα χρόνια.

Κάθε μέρα πλην Κυριακών και εορτών.

Αυτός είχε το ταπετσιέρικο και δίπλα εγώ το σιδεράδικο.

Πιο πολλές ώρες ήμασταν με τον  Μιχάλη παρά με την γυναίκα μου.

Τόσο που το συζητούσαμε  γελώντας να κάνουμε και ένα «σύμφωνο συμβίωσης» τώρα που είναι της μόδας.

Μεγάλη καρδιά ο Μιχάλης.

Μια μέρα έδωσε σε μια τσιγγάνα δύο μποτίλιες λάδι  του ενάμιση λίτρου  που του τόχε δώσει κάποιος φίλος.

Μας  έμεινε λίγο σε ένα μικρό μπουκαλάκι για να βάζουμε στο ψωμί μας μαζί με κοκκινοπίπερο.

Την άλλη μέρα    έλειπε και το μικρό μπουκαλάκι.

Έγινα έξαλλος.  « Μα δεν έχει λίγο φιλότιμο;»

«Άστηνε  ρε Σταμάτη,  που ξέρεις τι ανάγκη έχει;»

Μεγάλη καρδιά ο Μιχάλης .

Όλοι ξέρουν την Κέρκυρα από το Κορφού Παλλάς , τα παλάτια, το Ποντικονήσι, την Μπέλα Βενέτσια.

Ο Μιχάλης ήταν ο άρχοντας της άλλης Κέρκυρας , της δικής μας.

Της βαθιάς λαϊκής Κέρκυρας .

Των ψαράδων της Κόντρα Φόσα.

Των μελισσοκόμων .

Της άγνωστης στους περιστασιακούς επισκέπτες .

Κάποτε με ερωτεύτηκε μια γειτόνισσα. Ερχόταν κάθε μέρα και ρωτούσε. Προσπαθούσα να την αποφύγω. Της έλεγα ότι είμαι παντρεμένος  και διάφορες άλλες δικαιολογίες.

«Άσε μου λέει ο Μιχάλης θα το κανονίσω εγώ.»

Η γειτόνισσα δεν ξαναπέρασε.

«Ρε Μιχάλη  εξαφανίστηκε!»

«Δε σούπα ότι θα το κανονίσω;»

«Τι της είπες δηλαδή;»

«Της είπα ότι είσαι ..πούστης»

Μεγάλη καρδιά ο Μιχάλης.

Ήταν Μαλτέζικης καταγωγής.  Γεννήθηκε  στην Μητρόπολη. Παιδί της μεταπολεμικής Κέρκυρας των ασύλληπτων, για την εποχή μας,  στερήσεων.

Μου μίλαγε  για την Ανουντσιάτα όταν ακόμα ήταν εκεί ο λάκκος από την βόμβα  γεμάτος  βρομόνερα.

Η συμμορία των παιδιών κάνανε τσουλήθρα και πέφτανε στο νερό.

Η πρώτη νεροτσουλήθρα.

Πρόλαβε και την «Κουλοχέρω».

Η Κουλοχέρω ήταν μια πόρνη των Αγίων Πατέρων με χρυσή καρδιά. Πολλές οικογένειες επιβίωσαν στην κατοχή από την βοήθεια της Κουλοχέρως.

Τα μπουρδέλα  στην Κέρκυρα στεγαζόταν πάντα δίπλα στις Εκκλησιές .  Μάλλον για να μπορείς να αμαρτήσεις και να μην χάνεις χρόνο. Αμέσως μετά να πάς δίπλα να μετανοήσεις.

Μου μιλούσε πάντα με σεβασμό για την Κουλοχέρω.

Μεγάλη καρδιά ο Μιχάλης .

Το γήπεδο ποδοσφαίρου τότε ήταν η Λεμονιά.

Εκεί ανδρώθηκε ο Α.Ο Κέρκυρα.

Πήγα με τον Μιχάλη και μου έδειξε ακριβώς πώς ήταν τότε η μικρή πλατεία και που βρισκόταν ακριβώς τα τέρματα.

Έμενε τότε εκεί ένας χαφιές που ήθελε να κρατήσει πάση θυσία την παρθενιά της κόρης του και δεν την άφηνε να ξεμυτίσει.

Ρουφιάνευε  όλο τον κόσμο.

Μισητός άνθρωπος.

Όταν ερχόταν οι Αμερικάνοι  ναύτες ψάχνανε τα μπουρδέλα της Λεμονιάς.

Ρωτάγανε τα παιδιά που παίζανε στην πλατεία και τους δείχνανε το σπίτι του χαφιέ.

«Στηνόταν  κάτι αραπάδες  δύο μέτρα στην ουρά έξω από το σπίτι του χαφιέ και περίμεναν τη σειρά  τους. Χτύπαγαν την πόρτα  και όταν έβγαινε ο χαφιές γινόταν χαμός» μου έλεγε ο Μιχάλης .

Εκεί σε αυτήν την πλατεία ιδρύθηκε ο ΑΟ Κέρκυρα και εκεί πρέπει να στηθεί η προτομή του Μιχάλη, ενός δικού μας  ανθρώπου που σημάδεψε το ποδόσφαιρο.

Ο Μιχάλης  έγινε  ένας από του σπουδαιότερους ποδοσφαιριστές της Κέρκυρας . Στο ταπετσιερικό του  ήταν κορνιζαρισμένες όλες οι μεγάλες στιγμές και οι διακρίσεις μιας άγνωστης σε αρκετούς ιστορίας.

Η πρώτη αμοιβή του ποδοσφαιριστή τότε ήταν μια μοσχαρίσια μπριζόλα.

Μούλεγε με τι λαχτάρα περιμένανε αυτή την μπριζόλα.

Μια φορά πήγανε να παίξουν  στο Αγρίνιο και βρήκανε τον Πουτσαντσίνι κρυμμένο σε μια βάρκα του φέρυ μποτ.  Τον έψαχνε στην Κέρκυρα ο πατέρας του με την αστυνομία. Τον δέσανε σε ένα κατάρτι και τον στείλανε πίσω.

Στο ταπετσιερικο του Μιχάλη ερχόταν μερικές φορές και η Ρένα Βλαχοπούλου. Καθόταν με το πλεχτό της σε μια καρέκλα και μας έλεγε  ιστορίες από την ζωή της. 

Δεν θέλω να αναφερθώ σήμερα στις φάρσες  που οργανώναμε, όχι διότι η στιγμή δεν είναι κατάλληλη αλλά διότι  η απώλεια μου ήρθε ξαφνικά  και δεν τα έχω μαζεμένα.

Κάποια στιγμή υπόσχομαι να γράψω για την  ζωή του Μιχάλη και της γενιάς του .

Του Μιχάλη , πλέον,  δεν του χρειάζεται αλλά μας χρειάζεται εμάς και χρειάζεται και στους επόμενους.