Τρίτη 15 Δεκεμβρίου 2015

Do Not cover




Ο Τότος από μικρός μίλαγε λίγο και σπάνια κοίταγε κάποιον στα μάτια.

Ο Πατέρας του, εκτός του ότι τον έδερνε με το παραμικρό είχε δώσει και το ελεύθερο στον δάσκαλο να τον δέρνει ταχτικά «μπας και γίνει άνθρωπος».

Ήταν η εποχή που ο ξυλοδαρμός ήταν η αγαπημένη καθημερινή  ενασχόληση της κοινωνίας.

Ο Πατέρας έδερνε την Μάνα.

Ο Μάστορας τον βοηθό.

Ο  δάσκαλος τον μαθητή.

Ο λοχαγός τον φαντάρο.



Ο Τότος είχε φάει πολύ ξύλο.



Μένανε σε μια παράγκα λίγο έξω από την Πόλη.

Ο Πατέρας του τον έπαιρνε «στη δουλειά» . Πουλούσανε παυλόσουκα στο Σαρόκο το πρωί και έξω από τους σινεμάδες το βράδυ. Ο Τότος τα καθάριζε με γυμνά χέρια. Είχαν πληγιάσει από τα αγκάθια.



Πέρασαν τα χρόνια και με τις δουλειές του ποδαριού ο Πατέρας του Τότου απέκτησε μια μικρή αλλά υπολογίσιμη περιουσία.

Όπως συμβαίνει συνήθως ήρθε η ώρα ο αφέντης ιδιοκτήτης να «μοιράσει».



Έδωσε λοιπόν τα καλύτερα κομμάτια από τις ελιές που είχε αποκτήσει σε όσους εκ των τέκνων τον γλύφανε.



Του Τότου του άφησε έναν καλαμιώνα στην άκρη στη θάλασσα που δεν είχε καμιά αξία. Ξέχασε δε και να του τονε γράψει.



Έτσι ο Τότος έγινε ιδιοκτήτης «δια λόγου» ενός καλαμιώνα στην άκρη ενός τράφου που, το καλοκαίρι αν πλησίαζες σε κάνανε κομμάτια τα κουνούπια.



Ο Τότος αγάπησε τον καλαμιώνα. Έστησε μια παράγκα για να μένει . Άναψε και καβαλίνες τριγύρω για να γλυτώσει από τα κουνούπια και αποσύρθηκε από τα εγκόσμια.



Έβγαζε σκαρτσιμά και έριχνε το παραγάδι του με ένα αυτοσχέδιο πατέλο. 

Βρήκε και μια λάτα και έψηνε σαρδέλες για κανένα φίλο.



Σιγά-σιγά η παράγκα του καλαμιώνα έγινε «Ταβέρνα».

Τούφερνε τυρί ένας τσοπάνος από την παλιά Περίθεια. Κρασί καθημερινό από τ’Αλευκι και για εξαιρετικές περιπτώσεις είχε και ρομπόλα που του τόστελνε ένας φίλος του Κεφαλλονίτης που ήτανε μαζί φαντάροι.



Έκανε και λακέρδα με αγουρέλαιο και λεμονάκι από δίπλα. Μαρινάριζε γαύρο. Είχε και ένα ντενεκέ με αρμυροσαρδέλες «Καλλονής» και κρητική ρακή.



Ήτανε μερακλής αλλά η εποχή δεν τον έσπρωχνε.



Ο Κόσμος τότε ζούσε στον πυρετό του τουρισμού.

Ένας μπάρμαν σε μια σαιζόν μπορούσε να αλλάξει αυτοκίνητο να αγοράσει σπίτι και να πάει και διακοπές τον χειμώνα στην Αγγλία.

Ποιος ενδιαφερότανε για τις αλμυροσαρδέλες Του Τότου.



Οι συγγενείς ούτε που τονε θυμόντουσαν.



Για την ακρίβεια υπήρχαν και κάποιοι που το χειρότερο που θα μπορούσες να τους κάνεις ήταν να τους θυμίσεις την συγγένεια τους  με αυτόν.



Άλλος έγινε καθηγητής με «ιδιαίτερα» και φροντιστήρια.

Άλλος έγινε δικηγόρος εγκληματιών με βίλα και «ενοικιαζόμενα».

Η άλλη διέπρεψε ως υπάλληλος πολεοδομίας και έβγαζε περισσότερα από τον πρόεδρο του Αρείου Πάγου.

Ο Καλαμιώνας δεν ήξεραν ούτε κατά που έπεφτε.

Εκεί μαζευόταν μερικοί ηπειρώτες οικοδόμοι από τη γύρω περιοχή και ελάχιστοι εραστές του καλαμιώνα.



Ο Τότος έβαλε και μουσική. Είχε ένα μαγνητόφωνο γιομάτο λάδια πάνω σε ένα σκαμπώ.



Του έδωσα και μια κασέτα με την Μαρία Κάλλας σε μια  φημισμένη παράσταση της Τραβιάτα το 56  στην Σκάλα.



 Την έβαζε απαραιτήτως κάθε βράδυ και ταλαιπωρούσε τους Ηπειρώτες.

  

«Φτάνει ρε Τότο με αυτό το πράμα!»

«Άμα θέλετε κλαρίνα να πάτε στα Γιάννενα και να μη μου σκοτίζετε τον Άι Σπυρίδωνα» τους έλεγε.



Κάθε βράδυ οι Ηπειρώτες υποβάλλονταν στο μαρτύριο της ερωτικής εξομολόγησης του Μάριο στην Βιολέτα

“..di quell amor che palpito del universo intero..”



Από μακριά ακουγόταν τα μπουζούκια του Κορφού μπάι νάιτ  όπου ξενυχτούσαν οι «συγγενείς»  με σαμπάνιες, ουίσκια, γκομενιλίκια, «εγώ δεν ήμουνα αλήτης», ακρωτηριασμένες γαρδένιες  και «μου κρατούσες το χέρι στα λασπόνερα».



Έτσι περνούσαν τα χρόνια και οι δεκαετίες ώσπου ήρθε η «κρίση».



Ο Τότος όχι μόνο δεν την  κατάλαβε αλλά αντιθέτως η παράγκα άρχισε να δουλεύει στο φούλ.



Βρήκε και έναν θερμοσίφωνα στα σκουπίδια, τον έκοψε στη μέση , τον έκανε ψησταριά και η  παραγωγικότητα της ψητής σαρδέλας ανέβηκε κατακόρυφα.



Οι συγγενείς όμως άρχισαν να ανησυχούν.



Όταν τα πράματα έσφιξαν πολύ,  ο ιδιοκτήτης φροντιστηρίου έβαλε τον δικηγόρο να «το ψάξει» και θυμηθήκανε ότι ο καλαμιώνας δεν έχει «τίτλους ιδιοκτησίας».

Σύρανε τον Τότο στα δικαστήρια και το αποτέλεσμα ήτανε να του κλείσουνε την ταβέρνα μιας και ήταν «εξ αδιαιρέτου».

Ίσα που πρόλαβε και πήρε μια μικρή σύνταξη με κάτι ένσημα που είχε μαζεμένα από δω και από κει.

Κράτησε και το δωμάτιο με την κουζίνα πίσω από την  παράγκα μιας και δεν έδωσε κανείς σημασία.



Τις προάλλες πέρασε να με δει στο σιδεράδικο.

Είχε κάτι σακούλες με ψώνια.

«Πώς πάει;»

«Πώς να πάει ρε Τότο… κάθομαι εδώ και κρυώνω.»

Έφυγε χωρίς να πει κουβέντα.

Την άλλη μέρα ήρθε και μου άφησε στην πόρτα ένα αερόθερμο σχεδόν καινούργιο.

Επάνω έγραφε “do not cover”

«Έχω και άλλο» μου είπε και έφυγε αμέσως.