Δευτέρα 11 Δεκεμβρίου 2017

Η Κικηκόπιτα



Ήτανε μια εποχή που η Κικηκόπιτα ήταν ιδανικό.
Ένα όνειρο  του κάθε στερημένου.
Αντικείμενο του πόθου.
Αιτία για να βρεθείς φυλακισμένος στην απομόνωση σε ένα υγρό   και σκοτεινό   καταγώγιο .

Μπορούσε να ανταγωνιστεί επαξίως την εικόνα μιας γυναίκας με μπουρνούζι που μόλις είχε βγει από την κατάλευκη και αχνίζουσα μπανιέρα.

Ας πάρουμε τα πράματα όμως από την αρχή.

Η Κικηκόπιτα έχει ως βάση μια στρώση τηγανισμένες πατάτες σε ροδέλες.
Από πάνω ακολουθεί μια στρώση από πιπεριές διαφόρων χρωμάτων.
Στην συνέχεια χτυπιούνται ανηλεώς τα αυγά μαζί με καυτερό μπούκοβο και διάσπαρτα κομματάκια χωριάτικο τυρί.
Το εκρηκτικό μείγμα περιχύνεται εντέχνως πάνω στις τηγανισμένες πατάτες και τις πιπεριές και το ταψί εισάγεται τελετουργικώς στον μαντεμένιο φούρνο με τα ξύλα να σιγοκαίνε.

Πρέπει να υπάρχει κάποιο επιπλέον μυστικό διότι κανείς δεν μπορούσε να την πετύχει όπως η κυρία Κική.

Η Κυρία Κική ήταν μια μαυροφορεμένη ηπειρώτισσα που κανείς δεν εγνώριζε την αιτία του πένθους της και κανείς δεν την έμαθε ποτές.

Έγιναν άπειρες εικασίες για το πένθος της Κυρίας Κικής.

Ο Άντρας της ζούσε . Τα αδέλφια της επίσης . Τα παιδιά της είχαν μετακομίσει στα Γιάννενα αλλά αυτός δεν θα μπορούσε να ήταν λόγος για να βάλει μαύρα.

Οι πιο ευφάνταστοι υπέθεσαν ότι ένας επαρκής λόγος θα μπορούσε να ήταν ένας μεγάλος και ανικανοποίητος έρωτας των νεανικών της χρόνων .

Κατόπιν προτάσεώς μου συμφωνήσαμε σιωπηρώς στο συμπέρασμα   ότι η Κυρία Κική  πενθούσε γενικώς κατά τον τρόπο και τα έθιμα των Ηπειρωτών που δεν χρειάζεται να υπάρχει κάποιος συγκεκριμένος λόγος για να πενθεί κανείς.

Η Πενθούσα (και συμπαθεστάτη)  Κική μετέτρεψε ένα  σταύλο που κλερονόμησε  σε ταβέρνα απέναντι από το στρατόπεδο.

Στην αρχή η ταβέρνα  είχε τα πάντα.

Τελικά η «αγορά»  την υποχρέωσε να κάνει μοναχά Κικηκόπιτες , πατάτες τηγανιτές και τυρί χωριάτικο με λάδι  ρίγανη και πιπέρι μαύρο.

Ο κόσμος του στρατοπέδου ήταν χωρισμένος ταξικά ως εξής.

Οι εξαθλιωμένοι δεν μπορούσαν ούτε να πατήσουν το ποδάρι τους «στης Κικής».

Οι φτωχοί τρώγανε μία πατάτες.

Η μεσαία Τάξη έπαιρνε και τυρί .

Η «Πλουτοκρατία»   έτρωγε από μια Κικηκόπιτα και πάνω με τυρί χώρια και κρασί χωριάτικο.

Οι σημαντικότεροι οραματιστές της Κικηκόπιτας κατοικούσαν στο ακριβώς απέναντι μου κρεβάτι.

Επάνω κοιμότανε ο Πατρινός  και από κάτω ένας μυστήριος τύπος από  την Καρδίτσα που ότι του ζητούσες το βρίσκε.

Ο Πατρινός ήταν τελείως απείθαρχος και ακατάστατος .

Ο Καρδιτσιώτης ήταν σχολαστικός  νοικοκυρεμένος  και πειθαρχημένος.

Ήταν σχεδόν αδύνατο να τους δεις χώρια . Όπου έβλεπες τον  ένα,  σίγουρα σε πολύ μικρή απόσταση, θα έβρισκες και τον άλλον.

Ήταν συνέχεια τσακωμένοι και συνέχεια μαζί. Σαν να τους έτρεφαν οι καυγάδες τους .
Το μοναδικό κοινό τους σημείο ήταν η Κικηκόπιτα . Σε όλα τα άλλα διαφωνούσαν. Παρόλα αυτά ήταν το πιο αχώριστο ζευγάρι του στρατοπέδου.
Τα βράδια ο Καρδιτσιώτης  αφηγούνταν όνειρα με Κικηκόπιτες  και έκανε διάφορες υποθέσεις για την πολυτάραχη ιστορία της κυρίας Κικής.

Ο Πατρινός  δεν έλεγε πολλά αλλά μετά το «σιωπητήριο» πήγαινε δήθεν για κατούρημα και τον χάναμε.

Είχε ανοίξει μια τρύπα με πένσα στο συρματόπλεγμα του στρατοπέδου , λάδωνε και τον φρουρό με κανένα τσιγάρο και κατέληγε στην Κικηκόπιτα.
Τονε φέρνανε τα «Καρακόλια» αλλά μπρατσάντε και το πρωί στην αναφορά ο διοικητής τον έστελνε  στο πειθαρχείο.

Διέσχιζε το προαύλιο συνοδευόμενος από τον επιλοχία ευθυτενής , αγέρωχος, περήφανος και σοβαρός σαν τον Στήβ Μακ Κουήν στην Μεγάλη απόδραση.

Έλεγε ότι δεν τον ενδιέφερε η άδεια. Του αρκούσε μια δίωρη. Ίσα για να πεταχτεί απέναντι στης Κικής.

Η Πάτρα «ήταν μακριά»  και το χειρότερο,  έπρεπε μετά το κουραστικό ταξίδι να περάσει και απέναντι με το φέρυ μπώτ που τονε «χάλαγε» και έφτανε τελικά στο σπίτι του ξερνοβολώντας Κικηκόπιτες.

Το  δεύτερο όραμα του μετά την Κικηκόπιτα ήταν να γίνει μια γέφυρα Ρίο - Αντίριο.

Τον κοίταγαν όλοι και κουνούσαν το κεφάλι τους.

«Γίνονται τέτοια πράματα;»

Ο Μόνος που τον καταλάβαινε κάπως ήταν ο Καρδιτσιώτης.
«Μην είσαστε μαλάκες ρε … Θα γίνει κάποτε αλλά δεν θα γίνει επειδή  το θέλουνε οι Πατρινοί. Θα γίνει όταν μπορεί να γίνει»

Προχτές είπα να δοκιμάσω ξανά.

Πήρα όλα τα υλικά και ξεκίνησα να φτιάξω μια Κικηκόπιτα.

Όσο την ετοίμαζα ήμουν σίγουρος ότι επιτέλους τώρα θα τα καταφέρω.

Τίποτα.

Ξανά η απογοήτευση.

Η Κικηκόπιτα μπορεί να  είχε κάποιο μυστικό που το πήρε μαζί της η Κική.
Μπορεί πάλι τα σημερινά υλικά να είναι άχρηστα.
Υπάρχει και η περίπτωση να πεινάγαμε πολύ τότε.

Μπορεί να συμβαίνουν και όλα μαζί.

Τρίτη 31 Οκτωβρίου 2017

Κάτω ο χρόνος

Όταν  ήμουν μικρός δούλευα σε ένα μηχανουργείο στον Νέο Κόσμο.

Σε μια πάροδο της Λεωφόρου Συγγρού του ευεργέτου.

Φτιάχναμε μικρά μηχανήματα τυπογραφείου, τα περισσότερα χειροκίνητα.

Μια φορά και τόσο με έστελνε το αφεντικό με κάτι χαρτιά στην Μπουμπουλίνας που ήτανε τα γραφεία της ασφάλειας . Ανέβαινα στον τρίτο όροφο και τα παρέδιδα στο «γραφείο τύπου».

Μια μέρα καθώς ανέβαινα τις σκάλες, μπροστά μου ανέβαιναν δύο άντρες και στη μέση κράταγαν από τις μασχάλες μια γυναίκα .

Τα πόδια της γυναίκας ήταν γυμνά και ματωμένα. Σε κάθε σκαλί χτυπούσαν στο επόμενο σαν παράλυτα.

Ταράχτηκα.

Όταν γύρισα πίσω το είπα στο αφεντικό.

Με κοίταξε αυστηρά και μου είπε: «Μην πεις σε κανέναν τίποτα θα βρούμε το μπελά μας».

Εκείνες τις μέρες μου είχε δώσει ένας από το μηχανουργείο ένα βιβλίο χωρίς εξώφυλλα και κακομεταχειρισμένο. 
Επρόκειτο για ένα θεατρικό έργο που δεν καταλάβαινα τι ήθελε να πει.
Απορούσα με το συνωμοτικό ύφος  του .  
Σχεδόν με όρκισε να μην πω πουθενά τίποτα σε σχέση με το βιβλίο.

Εκείνες τις μέρες τα μυστικά ήταν περισσότερα από τα φανερά.

Μια μέρα , εκεί που δουλεύαμε αμέριμνοι στους πάγκους με καλά κρυμμένα τα μυστικά μέσα μας,  μια τρομερή έκρηξη έσπασε τα τζάμια του μηχανουργείου.
Βγήκαμε έξω και στην μέση του δρόμου ένας άνδρας σφάδαζε μέσα στα αίματα.

«Βάλανε βόμβα στον σκουπιδοτενεκέ!»

Η Βόμβα έσκασε στα χέρια ενός εργαζόμενου  του σούπερ μάρκετ  του αμερικάνικου στρατού που βρισκόταν απέναντι από το μηχανουργείο.

Οι εφημερίδες δεν έγραψαν τίποτα . Οι γείτονες έκλεισαν τα στόματα τους ακόμα περισσότερο.

Κανείς δεν έμαθε τι απέγινε ο τραυματίας και εάν έζησε.

Άλλο ένα μυστικό που έπρεπε να θαφτεί όσο πιο βαθειά γινόταν.

Έτσι έμαθα ότι η «Χούντα ήταν κακό πράμα».

Εάν με ρώταγε κανένας « τι είναι η χούντα» δεν θα ήξερα τι να του απαντήσω.

Ξεκίνησα να τυπώνω προκηρύξεις «κατά της χούντας».

Έκλεψα ένα παλιό χειροκίνητο πιεστήριο για δοκιμές που είχαμε πετάξει στην πίσω αυλή. 
Πήρα και από ένα τενεκέ άχρηστα τυπογραφικά στοιχεία που τα είχαμε  για να κάνουμε δοκιμές και τα μετέφερα με άκρα μυστικότητα στο υπόγειο ενός ακατοίκητου νεοκλασικού στην γειτονιά μου.

Εκεί, στο ημιυπόγειο του ακατοίκητου σπιτιού έστησα το τυπογραφείο μου ανάμεσα από παλιά έπιπλα και αποθηκευμένα κουτιά.

Οι προκηρύξεις μου ήταν εξαιρετικά ολιγόλογες.  «Κάτω η χούντα»  σε μικρά χαρτάκια. Τίποτε άλλο.

Άλλωστε δεν ήξερα και τίποτε άλλο.

Τις μοίραζα την νύχτα κάτω από τις πόρτες.

Κανείς δεν ήξερε αυτό το τρομερό μυστικό μου.

Αργότερα έμαθα ότι ήμουν ο μόνος από όλες τις μεγάλες αντιστασιακές οργανώσεις που τύπωνα με τυπογραφικά στοιχεία.

Οι σπουδαίες οργανώσεις τύπωναν με σφραγίδες που τις φτιάχνανε από Τσέλ Κρέπ. Δηλαδή από ένα ελαστικό υλικό που χρησιμοποιούσαν οι τσαγκάρηδες για να κάνουν λαστιχένιες σόλες.

Ήμουν έτη φωτός μακριά.

Δεν είχα ακριβή συναίσθηση του κινδύνου.

Αν με  έπιαναν θα με έγδερναν ζωντανό.

Ευτυχώς έπεσε η χούντα πριν με πιάσουν και έτσι γλύτωσαν μεν τα βασανιστήρια αλλά δεν έγινα και ποτέ επώνυμος αντιστασιακός.

Με τούτα και με κείνα μου έμεινε το κουσούρι και όλο κάτι ήθελα να γκρεμίσω.

Λίγα χρόνια αργότερα έγινα «εκδότης» μιας εργατικής εφημερίδας και έγραφα πύρινα άρθρα που περιελάμβαναν οπωσδήποτε την φράση «Κάτω το Κεφάλαιο».

Μου άρεσε όταν ο εχθρός ήταν ανίκητος.

Εάν τον έβλεπα να παραπατάει μπορούσα και να τον συμπαθήσω.

Έτσι περνούσαν τα  χρόνια τυπώνοντας και διανέμοντας  τα δικά μου «Κάτω». Άλλες φορές νύχτα κάτω από πόρτες και άλλες το καταμεσήμερο σε σταθμούς.

Τελευταία τάχω βάλει με το χρόνο.

Πρόκειται για την πλέον σκληρή δικτατορία που έχει γνωρίσει το ανθρώπινο γένος στην Ιστορία του.

Ορίζει τα πάντα και τιμωρεί τους απειθαρχούς που θα συλληφθούν  να παραβιάζουν τις ντιρεκτίβες του.

Εκτελεί με συνοπτικές διαδικασίες στις μάντρες όσους περιφρονούν τις επιταγές του.

Έχουμε χάσει πολλούς καλούς μαχητές τον καιρό της παντοδυναμίας του.

Μέχρι τώρα μόνο μικρά  σαμποτάζ  έχουμε καταφέρει που τον κάνουν ακόμα πιο αδίστακτο.

Σε τρώει από μέσα .

Ιδού ένας εχθρός στα μέτρα μας.

Χαράζω ταχτική.

Γιατί όπως έλεγε και ένα σοφός κινέζος στρατηγός που τα είχε βάλει με πολλούς πριν από μένα «Η Στρατηγική χωρίς ταχτική είναι ο θόρυβος πριν από την ήττα».

Ξεκινάω αντιστασιακή δράση με σύνθημα «Κάτω ο χρόνος»

Το ξέρει. Ανησυχεί  και χρησιμοποιεί τα πιο δοκιμασμένα  του όπλα εναντίον μου.

Κατ αρχήν πρέπει να αντιμετωπίσω την χοληστερίνη του χρόνου  πριν με ξεκάνει αυτή .

Ο γιατρός μου είπε ότι έχει φτάσει στα ύψη.

Γράφω ακριβές διαιτολόγιο ανά εβδομάδα και το τηρώ κατά γράμμα.

Το εκτυπώνω και βάζω επικεφαλίδα «ΚΆΤΩ Η ΧΟΛΗΣΤΕΡΊΝΗ» .


Λέω να ξεκινήσω τα βράδια να το μοιράζω κάτω από τις πόρτες παίρνοντας όλες τις προβλεπόμενες προφυλάξεις.

Παρασκευή 13 Οκτωβρίου 2017

Ο Παπαγιάνης


Ο Παπαγιάνης παρέλαβε την ενορία  ένα απόγευμα του Αυγούστου.

Είχε ραντεβού (με τον προηγούμενο) στην εκκλησιά του χωριού.

Ο Παπαγιάνης περίμενε αλλά (ο προηγούμενος)  αργούσε να φανεί.

Ώσπου να δεήσει να εμφανιστεί (ο προηγούμενος) , ο Παπαγιάννης έκανε …κούνια στην παιδική χαρά.

Τα παιδιά τον κοίταζαν αμίλητα να πηγαινοέρχεται και τα ράσα του να ανεμίζουν.

Πρώτη φορά έβλεπαν παππά να κάνει κούνια.

Ακόμα δεν είχαν δει τίποτα.

Μόλις ξεκίνησε ο καθιερωμένος  απογευματινός  ο αγώνας ποδοσφαίρου ο  Παπαγιάννης έκανε τα χέρια του χωνί και έδινε  οδηγίες σαν προπονητής.

Σε μια στιγμή που θεώρησε ότι δεν εισακούεται μπαίνει στον αγωνιστικό χώρο, παίρνει την μπάλα και κατεβαίνει ακάθεκτος προς το αντίπαλο τέρμα.

Τριπλάρει δυό τρείς και έξω από την μεγάλη περιοχή με ένα ιστορικό σουτ στέλνει την μπάλα στα δίχτυα της αντίπαλης ομάδας.

«Έτσι παίζουν μπάλα!» είπε και αποχώρησε αγέρωχος για τα εκκλησιαστικά του καθήκοντα αφήνοντας άναυδους τους πιτσιρικάδες .

Ο Παπαγιάννης δυσκολεύτηκε να γίνει αποδεκτός από το χωριό.

«Δεν κάνει για παππάς αυτός. Που ακούστηκε παππάς να γυρνάει τσι ρούγες, να τραγουδάει λαϊκά, να συζητάει για ποδόσφαιρο και να παίζει με τα παιδιά κουτσό ».

Το χωριό, όμως,  ήταν μικρό και περίπτωση να στείλουν άλλον παππά «σοβαρότερο» δεν υπήρχε. Έσφιξαν την καρδιά τους και τα δόντια τους και τον  ανέχτηκαν.

Σκέφτηκαν «Κάποιος θα πεθάνει.. κάποιος θα αναστηθεί… χρειαζομάστενε έναν παππά βρε αδελφέ κι ας είναι και σπερλάδος».

Ο Παπαγιάννης εκτός από σέντερ φόρ αποδείχθηκε εξαιρετικός καλλίφωνος και τονισμένος.

Η Λειτουργία της Κυριακής με τον Παπαγιάννη και την τετραφωνική χορωδία έγινε τόσο σημαντικό πολιτιστικό γεγονός που ακόμα και εγώ, ένας άθεος,  έπιανα πρωί πρωί το πρώτο στασίδι.

Ο Παπαγιάννης  εκτός από κριτικός ποδοσφαίρου έβαλε σκοπό να κάνει φαγητό για πεντέξι γριές και γερόντους που ήτανε κατάκοιτοι.

Μερικές Κυριακές έλειπε διότι είχε αναλάβει και την εκκλησιά από ένα μικρό και νησί  χωρίς κατοίκους. Για την ακρίβεια το νησί είχε δύο κατοίκους Αλβανούς που ο ένας ήταν οπαδός του Εμβέρ Χότζα και ο άλλος μουσουλμάνος.

Ο Παπαγιάννης με συμπαθεί και έρχεται πάντα στο σπίτι μου για καφέ.

Στην αρχή νόμιζα ότι ήθελε να με οδηγήσει στο δρόμο του Θεού και ήμουν «κουμπωμένος¨».

Σύντομα διαπίστωσα ότι απλώς του άρεσε η παρέα και με συμπαθούσε.

Όλα πήγαιναν καλά στο μικρό χωριό ώσπου έφτασε η μεγάλη στιγμή της μεγάλης σύγκρουσης με το διπλανό χωριό για πρωτάθλημα της Γ’ Ερασιτεχνικής.

Στην κρίσιμη φάση που ο διαιτητής σφυρίζει πέναλτι εις βάρος μας, πηδάει ο Παπαγιάννης  τον φράχτη με τα ράσα και παίρνει στο κυνήγι τον διαιτητή ο οποίος έντρομος φυγαδεύεται από έναν παίκτη του μισητού διπλανού χωριού με.. «παπί».

Οι γεροντότεροι και σοβαρότεροι ιερείς της περιοχής οδήγησαν τον Παπαγιάννη σιδηροδέσμιο στην ιερά εξέταση.

Ο Δεσπότης του είπε:

«Πάτερ Ιωάννη, είναι σωστά πράματα αυτά;»

«Μα, Δέσποτά μου, αφού μας …αδίκησε.»

Έτσι μίλησε ο Παπαγιάννης και αφέθη ελεύθερος.

Αργότερα έγραψα ένα πύρινο άρθρο υπέρ του Παπαγιάννη που έκανε τόση εντύπωση ώστε το δημοσίευσε και μια μεγάλη εφημερίδα.

«Ένας άθεος υπερασπίζεται τον Παπαγιάννη.»  

Που ακούστηκε!

Μέχρι και η Κόβα του ΚΚΕ συνεδρίασε για να με αφορίσει και να εξηγήσει στους πιστούς «μέχρι που μπορεί να φτάσει ο κατήφορος ενός οπορτουνιστή».

Τέτοια πράματα σκέφτομαι αυτές τις μέρες που διάβασα ένα σχόλιο μιας φίλης μου στο φέις μπουκ.

Έγραφε λοιπόν.

«Εάν έρθει για ψήφιση στην βουλή το σχέδιο νόμου για την νομιμοποίηση της θεραπευτικής κάνναβης. Να μην τολμήσει κανείς να φέρει αντίρρηση διότι θα  αποπεμφθεί πάραυτα».

Εγώ (ευτυχώς) δεν κινδυνεύω διότι συμφωνώ με την χρήση της κάνναβης για ιατρικούς λόγους. Άλλωστε υπάρχουν τόσες παυσίπονες ουσίες πολύ ισχυρότερες που χρησιμοποιούν τα νοσοκομεία.

Το θέμα όμως δεν είναι αυτό.

Το θέμα μας είναι ότι εμφανίζεται μια ιερά εξέταση φορώντας δημοκρατικά προσωπεία που αρνούνται την ύπαρξη οποιασδήποτε άποψης  είναι αντίθετη με την δική τους.

Μια νέα φάρα αδιάλλακτων φανατικών με ροζ στολή εκστρατείας .

Είναι έτοιμοι να ρίξουν στην πυρά των «προοδευτικών τους αντιλήψεων» τον κάθε δυστυχή που έχει άλλη άποψη .

Ίσως θα τους έκανε καλό να παρακολουθήσουν την λειτουργία της Κυριακής από τον Παπαγιάννη και την Χορωδία του.


«Άνω σχώμεν τας καρδίας»

Σάββατο 7 Οκτωβρίου 2017

Accelerando



Ο Δάσκαλος της μουσικής ήταν νευρικός , αυταρχικός , απόλυτος και απαιτητικός.

Από τις πρώτες μέρες με έβαλε σε ένα σκαμπό στο διάδρομο και ανεβοκατέβαινα την φυσική του Ντό ασταμάτητα.

Μαρτύριο!

Θυμάμαι το Σπυράκο  στην Αυλή τα μεσημέρια του καλοκαιριού με ένα ξεχειλωμένο σλιπάκι να παίζει στο βιολί ασταμάτητα το Μι καντίνι.

Ανυπόφορο!

Ο πατέρας του από μέσα του φώναζε:

«Σπύρο η άλλαξε νότα η θα βγω έξω και θα το πατήσω».

Αυτό ήταν το σύστημα. Η ασταμάτητη επανάληψη.

Τότε διαπίστωσα ότι το αγύμναστο μικρό δαχτυλάκι του αριστερού χεριού ήταν άκρως απαραίτητο για την Ντό.

Αν προσπαθούσα να το αποφύγω το καταλάβαινε ο δυνάστης μου από μακριά και γινόταν έξαλλος. Ακόμα ηχούν στα αυτιά μου οι κραυγές του.

Αργότερα  έμαθα από υπεύθυνα χείλη ότι «όλα τα δάχτυλα δεν είναι ίσια».

Ειδικά σε εμένα δεν ήταν ίσια ούτε τα δύο μου χέρια.

Εξαιτίας της πολύχρονης εργασιακής μου καλοπέρασης  με σφυριά και λοιπά εργαλεία,  απέκτησα χοντρότερα δάχτυλα στο δεξί μου χέρι και όταν άπλωνα τα χέρια το δεξί ήταν μακρύτερο.

Ένα άλλο κουσούρι που απέκτησα εκτός από την   διαρκής επανάληψη ήταν η διαρκώς επιταχυνόμενη ενασχόληση με ότι καταπιανόμουν.

Όσοι είδαν την ταινία «Forrest Gump» μάλλον συγκινήθηκαν.

Εγώ ταυτίστηκα.

Έτσι, για παράδειγμα,  όταν αρχίζω να τραγουδάω ένα τραγούδι η παίζω ένα κομμάτι  το επαναλαμβάνω ασταμάτητα χωρίς λόγο και γίνομαι ανυπόφορος.

Αυτό νομίζω το λένε αυτισμό.

Μάλλον είμαι αυτιστικός τόσα χρόνια και δεν το ήξερα.

Η διαρκής επανάληψη με βοηθάει μεν αλλά ποιος αντέχει.

Επίσης μου φαίνεται φυσιολογικό να ασχολείσαι με κάτι ευρισκόμενος διαρκώς σε έναν ασταμάτητο και επιταχυνόμενο καλπασμό.

Κάποια στιγμή όμως ο καλπασμός η θα τελειώσει άδοξα με το άλογο σκασμένο η θα πρέπει η κίνηση να αποκτήσει ένα τέμπο διαχειρίσιμο.

Μου το λέγανε, άλλωστε : 
«Το ντεμαράζ γίνεται στο κρίσιμο σημείο. Στην διαδρομή χρειάζεται να κρατάς το τέμπο».

Δεν άκουγα τους σοφότερους εμού.

Έτσι πέρασαν τα χρόνια και ξαφνικά με πιάνει ένας πόνος στον αντίχειρα του δεξιού χεριού που καθώς λένε αυτοί που γνωρίζουν είναι το σημαντικότερο δάκτυλο του ανθρώπου.

Άνευ του αντίχειρα δεν μπορείς γυρίσεις ούτε το κλειδί στην πόρτα.

Ορισμένοι ειδικοί μάλιστα ισχυρίζονται  ότι δεν μπορείς να ξύσεις ούτε τον κώλο σου .

Εμένα, πάντως, μου χρειάζονται όλα τα δάχτυλα και δεν μπαίνω στη διαδικασία της ιεράρχησης.

Έτσι κατέληξα σε φυσιοθεραπευτή ο οποίος απεφάνθη ότι πάσχω (εκτός των άλλων) και από «τενοντίτιδα».

Ξεκίνησα μια διαδικασία τριψίματος του δεξιού μου αντίχειρα με πάγο και αγόρασα ένα πράμα που μου κρατάει το δάχτυλο ακίνητο και τεντωμένο σαν το άγαλμα του Λένιν που δείχνει στις πλατιές λαϊκές μάζες την κατεύθυνση που πρέπει να ακολουθήσουν προκειμένου να την βγάλουν καθαρή.

Με ρωτούν πώς το έπαθα.

Έκανα έναν πρόχειρο λογαριασμό.

Τρακόσιες σφυριές την ημέρα κατά μέσο όρο επί σαράντα δύο χρόνια ασταμάτητης εργασίας (για την ανάπτυξη του τόπου)  μας κάνουν τρία εκατομμύρια εφτακόσες ογδόντα χιλιάδες σφυριές.

Εδώ ο αναγνώστης θα πρέπει να λάβει υπ όψιν του ότι δεν μιλάμε για ένα σφυρί από αυτά που καρφώνουν οι δικηγόροι πινέζες.

Παρόλα αυτά εξακολουθώ να έχω μια ισχυρή παρόρμηση για ένα ασταμάτητο ατσελεράντο που αντίκειται στους νόμους της φυσικής.

Ο Ίδιος ο Αϊνστάιν ήταν βέβαιος ότι «η επιτάχυνση ενός κινητού έχει σαν όριο την ταχύτητα του φωτός».

Η αλήθεια είναι ότι δεν έχω φτάσει ακόμα εκεί αλλά όσο κοιτάω το δάχτυλό μου τώρα που πληκτρολογώ λέω να το ελέγξω πριν μείνω κουλός.

Έγινα σαφής νομίζω.

Τετάρτη 13 Σεπτεμβρίου 2017

Μια Λουκία στο Ψυχιατρείο


Διαμένω εδώ και χρόνια δίπλα στο Ψυχιατρείο.
Ένα μοροφίντο με χωρίζει από το ίδρυμα.
Γνωρίζω όλους τους τρόφιμους του και έχω κερδίσει την εκτίμηση και τον σεβασμό τους.
Μου λένε την (πονεμένη) ιστορία τους.
Τους δίνω συμβουλές και παρηγοριά αφιλοκερδώς με ένα και μόνο όρο.
Να μην υπερβαίνει η αφήγηση τα εφτά λεπτά.
Εξαίρεση έχω κάνει μόνο για τον Αντώνη ο οποίος έλαβε παράταση λόγω του συγκλονιστικού τρόπου της αφήγησης του.
Ουσιαστικά εξεχάστηκα και δεν τον διέκοψα με την παροιμιώδη μου ευγένεια.
Ο Αντώνης ήταν (και είναι) ένας από τους καλύτερους ξυλοτορναδόρους που έχω γνωρίσει στην πολυτάραχη ζωή μου.
Ζούσε στην Αθήνα όπου και αρραβωνιάστηκε με μια κοπέλα από το Μπουρνάζι.
Η κοπέλα τον πρόδωσε και τούφυγε πριν γίνει ο γάμος.
Ο Αντώνης το πήρε πολύ βαριά για Κερκυραίος και κρεμάστηκε.
Τονε πήγανε στον Ευαγγελισμό και έμεινε για μήνες σε κώμα .
Ο Αντώνης ήταν και πιο πριν σε κόμμα.
Είχε θητεύσει στο ΚΚΕ (μλ) για μερικά χρόνια.
Όταν συνήλθε είχε πάρει μια «σπονδή» και χρειάστηκε περαιτέρω ψυχιατρική υποστήριξη.
Τα κατάφερε και επανήλθε πλήρως στην φυσιολογική ζωή.
Έρχεται και στις διαδηλώσεις στην ώρα του, μαθημένος από την πειθαρχία του κόμματος και φωνάζει συνθήματα κατά του ιμπεριαλισμού.
Καθώς τον βλέπω σκέφτομαι ότι όταν φωνάζει «κάτω οι ιμπεριαλιστές» μάλλον εννοεί την μάνα της πρώην του που την κατηγορεί ότι αυτή έβαλε λόγια και τους χώρισε.
Άτυχος ο Αντώνης και αξιαγάπητος.
Πολλοί νομίζουν ότι η Κέρκυρα έχει αυτό το φημισμένο ψυχιατρείο εξαιτίας του ότι εδώ υπάρχουν πολλοί τρελοί.
Λάθος.
Οι περισσότεροι τρόφιμοι του ιδρύματος είναι από απέναντι.
Εκεί θερίζει η μανιοκατάθλιψη και η σχιζοφρένεια και δεν υπάρχουν (το κυριότερο) βαλβίδες αποσυμπίεσης.
Εδώ όποιος έχει το παραμικρό πρόβλημα βγαίνει αμέσως και το ανακοινώνει παντού.
Οι απέναντι το κρατάνε μέσα τους και τους τσακίζει.
Θυμάμαι τη Μαρία που έγραφε κασέτες με πονεμένα τραγούδια σε ερωτευμένους και προδομένους ηπειρώτες.
Δεν είχε ούτε έναν πελάτη Κερκυραίο.
Οι Κερκυραίοι γυρνάνε γύρω γύρω από το ψυχιατρείο αλλά μέσα δεν μπαίνουν.
Τελευταία η επιστήμη έχει κάνει τεράστια βήματα στον τομέα της ψυχιατρικής που έχουν προκαλέσει μεγάλη κοινωνική αναστάτωση .
Ο Πανέμορφος χώρος του ψυχιατρείου έχει μετατραπεί σε πάρκο αναψυχής και μια όαση ηρεμίας στο κέντρο της πόλης.
Κάθεσαι κάτω από τα δένδρα στο «καφέ Λουνάτικο» και η Γεωργία σε ρωτάει ήρεμα και ευγενικά:
«Καλημέρα κύριε Σταμάτη , τι θα πάρετε;»
«Γεια σου Γεωργία, Ένα καπουτσίνο παρακαλώ.»
«Με πάνα όπως πάντα;»
«Ακριβώς! Πως πάει το δόντι σου; Πέτυχε η απονεύρωση;»
«Πολύ καλά κύριε Σταμάτη , ευχαριστώ πολύ».
Όλοι έχουν μια απασχόληση και βγάζουν και το κάτιτίς τους .
Άλλος στα χωράφια και στο θερμοκήπιο, η άλλη μανάβισσα πουλαεί φρέσκα λαχανικά χωρίς φάρμακα, ο Ηλίας ταμίας στο Πάρκινγκ.
Μια όαση φυσιολογικών και ευγενικών ανθρώπων μέσα σε μια πόλη που κρατιέται με νύχια και με δόντια για να μην εκραγεί.
Πολιορκημένοι από ασκόπως περιφερόμενους ψυχασθενείς που κρατιούνται για να μην αρπαχτούν στη μέση του δρόμου για το τίποτα.
Πολιορκημένοι από διαφωνούντες που δεν σου λένε σε τι διαφωνούν .
Πολιορκημένοι από οργισμένους που δεν ξέρουν με ποιόν είναι οργισμένοι.
Πολιορκημένοι από μειλίχιους και εν δυνάμει βιαστές που σου χαμογελούν και ανατριχιάζεις.
Η Λουκία γέννησε μέσα στο ψυχιατρείο.
Εδώ αισθάνεται ασφαλής να μεγαλώσει τα παιδιά της.
Η Λουκία βγαίνει κάθε μέρα για τα προς το ζην.
Δεν ζητιανεύει.
Βρίσκει ότι θέλει στον διάσημο και δημοφιλή σκουπιδοτενεκέ της γωνίας Νίκου Μώρου και Αθανασίου Πολίτη.
Σκαρφαλώνει τον μαντρότοιχο με το φαί στο στόμα.
Πολλές φορές. Κάθε μέρα. Η ίδια διαδρομή.
Όταν βγαίνει στο δρόμο για το φαί των παιδιών της το βλέμμα της είναι αλαφιασμένο.
Φοβάται μην την πατήσει κανένα αυτοκίνητο και «τι θα απογίνουν τέσσερα κεφάλια γατιά».
Όταν επιστρέφει το βλέμμα της γαληνεύει.
Κοιμάται σε μια αποθήκη με φακέλους ψυχασθενών.
Τα βράδια, μόλις αποκοιμηθούν τα γατιά της, διαβάζει ιστορίες γεμάτες πόνο και δάκρυα ανθρώπων που δεν άντεξαν την λογική των λογικών.
Αμέτρητες ιστορίες ποστιασμένες σε τεράστιες στοίβες.
Ξέρει πολλά η Λουκία.


Κυριακή 27 Αυγούστου 2017

Ένας σκίουρος στο Ασκηταριό


Οι περισσότεροι πιστεύουν ότι τα δέντρα στην πλατεία μας φυτεύτηκαν τυχαία.

Λάθος.

Θα ήθελα να είχα γνωρίσει τον άνθρωπο που τα φύτεψε αλλά μάλλον είναι αδύνατον. 

Αυτά τα δέντρα ζουν αιώνες και εμείς ούτε που προλαβαίνουμε να τα δούμε έστω ως έφηβους.

Οι Βαλανιδιές, οι αγριοκαστανιές, τα Τήλια, οι Κοκκυκιές  είναι μερικά από τα  δέντρα που κυριαρχούσαν στην χλωρίδα  της Κέρκυρας πριν την δενδροφύτευσή της από τους Ενετούς.

Έτσι, που λέτε,  οι διαβάτες περνάνε κάτω από τα δέντρα με τα δικά τους ιντερέσα.

Ουδείς σκέφτηκε να βάλει μια πινακίδα που να μιλάει για αυτά τα μνημειακά μας εκθέματα.

Οι αγριοκαστανιές, βεβαίως, Δεν ενδιαφέρονται για την μουσειακή και ιστορική τους αποκατάσταση.
 
Συνεχίζουν την δουλειά τους  παρά την κυριαρχία του εξημερωμένου ελαιώνα.

Οι Νύμφες ήταν θεότητες των τρεχούμενων νερών και των καταρρακτών μέχρι που αντικαταστάθηκαν από άλλες θεότητες της υπηρεσίας ύδρευσης και αποχέτευσης.

Ωστόσο και αυτές συνέχισαν την δουλειά τους αδιαφορώντας για τα εφήμερα.

Έτσι περνούσαν τα χρόνια και την χλιδή των «Κορφού μπαι νάιτ» και του «μου κρατούσες το χέρι στα λασπόνερα» ήρθε να αντικαταστήσει η φτήνια των πανηγυριών.
Πανηγύρια «σαρδέλας» με ψητά αρνιά
Πανηγύρια κρασιού με Τζάκ Ντάνιελς από γκαζοντενεκέ. 
Πανηγύρια παραδοσιακά με φουσκωμένα μπαλόνια, μαλλί της γριάς, προτηγανισμένες πατάτες,  φωτεινά σπαθιά , τραγούδια με έκο που δεν τελείωναν ποτέ και θλιμμένα πρόσωπα.

Φτήνια!

Οι Αγριοκαστανιές αδιαφορούν για τα εφήμερα γιατί ξέρουν.

Το ασκηταριό Νυμφών είναι ένα μοναστήρι καλά κρυμμένο μέσα σε δάση από βαλανιδιές , αγριοκαστανιές , κοκκυκιές και τρεχούμενα νερά.
Παλιά δεν μπορούσες να πάς εκεί παρά μόνο αν άνοιγες δρόμο μέσα στο δάσος.

Ποιος να το κάνει και γιατί;
Για να πιει νερό;
Γιατί; Τέλειωσε το ουίσκι του Κορφού μπαι νάιτ;
Η για να συναντήσει ανύπαρκτες θεότητες που έζησαν μόνο στα παραμύθια άλλων εποχών;

Εκεί λοιπόν στα βάθη του δάσους χθες το βράδυ έγινε μια σύναξη απόκοσμη και πρωτοφανής.

Μέρες τώρα τα συνεργεία του χωριού καθάριζαν μια ρεματιά . Κόψανε τα πουρνάρια. Άνοιξαν δρόμο και έφτιαξαν ένα αμφιθέατρο στην καρδιά του δάσους με τραπέζια, καρέκλες, τραπεζομάντηλα και.. κεράκια.

Εκμεταλλεύτηκαν ακόμα και κοιλότητες των βράχων για μοναχικά τραπέζια ρομαντικών ζευγαριών.

Μαγείρεψαν με τα χεράκια τους εξαιρετικά φαγητά της κουζίνας μας για την περίσταση.

Πρόσεξαν και τον φωτισμό . Οι Πυρσοί αντικατέστησαν τους εκτυφλωτικούς προβολείς.

Η Ορχήστρα του Σπύρου του Βαλανίτη τοποθετήθηκε στο βάθος της ρεματιάς για να είναι η ακουστική τέλεια.

Νόμιζες ότι σου τραγουδούσαν στο αυτί.

Είπαν τραγούδια για μεγάλους έρωτες , για μεγάλους χωρισμούς , για ασήμαντα γεγονότα, για μικρά λουλούδια, για  πληγωμένα πουλιά.

Έτσι ταξιδεύαμε χτές το βράδυ και από πάνω μας χαμογελούσαν οι αγριοκαστανιές γιατί αυτές  ξέρουν.

Αναστατώθηκαν και τα ζώα του δάσους γιατί δεν γνωρίζουν τους ανθρώπους και τα ιντερέσα τους.

Ένας σκίουρος πήδησε πάνω στο τραπέζι μας κοίταξε τριγύρω με τα τρομαγμένα του μάτια.

Μύρισε το κοκκινιστό αλλά φαίνεται ότι οι σκίουροι αποφεύγουν τα καυτερά και τις σάλτσες.

Κάποιο παιδί πήγε να τον φωτογραφήσει.

Τρόμαξε.

Πήδηξε από το τραπέζι και χάθηκε στο Δάσος.

Αργότερα μπορεί να διηγείται την περιπέτεια του στα εγγόνια του.

Να κάθονται τα σκιουράκια γύρω του και να τους μιλάει για μια απόκοσμη σύναξη ανθρώπων μέσα στο δάσος με  πυρσούς , με μουσικές, με παράξενα φαγητά και με λάμψεις φωτογραφικών μηχανών που σε τυφλώνουν.

Τα σκιουράκια να ακούν με ανοιχτό το στόμα και να φαντάζονται ένα μαγικό δάσος όπου όλα μέσα σε αυτό ήταν δυνατόν να συμβούν.

Οι μεγάλοι σκίουροι να παρακολουθούν σοβαροί κουνώντας το κεφάλι τους.


Επάνω οι αγριοκαστανιές να χαμογελούν.

...