Πέμπτη 31 Ιουλίου 2014

Ο Μάστορας

Με πήρε τηλέφωνο και μου συστήθηκε ως «Μαστρογιώργης».

«Βρήκε το τηλέφωνο μου από κάποιο γνωστό»  είπε.

Τον συνάντησα  αργά ένα μεσημέρι σε ένα μαγέρικο  στον Ταύρο κοντά στο σταθμό.

Μόλις είχε γυρίσει από την εξορία.

Ξανάπιασε δουλειά σε ένα μεγάλο μηχανουργείο στον Πειραιά  σαν τορναδόρος.

Μου μιλούσε για την ανάγκη επανίδρυσης  του σωματείου μεταλλεργατών «Αθηνών –Πειραιώς και περιχώρων».

Είχε σχεδόν άσπρα μαλλιά αλλά δεν φαινόταν κακοζωισμένος για εξόριστος . Μάλλον τον αντίθετο έδειχνε.

Περισσότερο μου έκανε εντύπωση ότι δεν έμοιαζε με το στερεότυπο του βιομηχανικού εργάτη που πρόβαλε η  αριστερά.

Μου άρεσε η φυσιογνωμία του και η διεισδυτική ματιά του.

Με ρώτησε τι θα ήθελα να κάνω σε ένα υπό ίδρυση σωματείο σαν αυτό  και του είπα ότι θάθελα να βγάλουμε μια εφημερίδα και να γράφω σε αυτήν.

«Ωραία!..» μου λέει  «..αναλαμβάνεις αρχισυντάκτης».

Έτσι , εκεί στο μαγέρικο του Ταύρου, ο  Μαστρογιώργης   έγινε Πρόεδρος ενός ανύπαρκτου Σωματείου Μεταλλεργατών  και εγώ  έγινα  αρχισυντάκτης μια ανύπαρκτης εργατικής  εφημερίδας.

Μετρήσαμε ένα-ένα τα κέρματα που είχαμε στην τσέπη μας και πληρώσαμε τον λογαριασμό.

Μου δώσε να διαβάσω και ένα βιβλίο καταταλαιπωρημένο και χωρίς εξώφυλλο.

Υπέθεσα ότι θα ήταν καμιά συλλογή  αποσπασμάτων από το έργο του Λένιν που συνήθιζαν να αποστηθίζουν οι αριστεροί τα χρόνια εκείνα για να  « εξοπλιστούν ιδεολογικά» απέναντι στους «αιρετικούς και στον ταξικό εχθρό».

Στον ηλεκτρικό το ξεφύλλισα . 

Επρόκειτο για ένα θεατρικό έργο.

Ο Μαστρογιώργης ήταν ένας από τους σπουδαιότερους μαστόρους εκείνης της εποχής.
Υπήρχαν και άλλοι . 

Ετούτος μπορούσε να   πάρει ένα άψυχο κομμάτι  ατσάλι και φτιάξει στον τόρνο έναν ατέρμονα κοχλία με την ίδια ευκολία που κάποιος θα έκοβε μια φέτα ψωμί με το κουζινομάχαιρο.
Την άλλη στιγμή μπορούσε να σου αναλύσει  το «Επτά επί Θήβας»  σαν να ήταν καθηγητής Θεατρολογίας .

Σύντομα απέκτησα ταυτότητα σωματείου με αριθμό μητρώου 7.

Είχε βρει και κάποιον άλλο συνεξόριστο του και τον έκαμε ταμία  σε ένα ανύπαρκτο ταμείο καθώς και μερικούς άλλους που τους έχρισε «μέλη του προσωρινού διοικητικού συμβουλίου».

Σύντομα το  σωματείο απέκτησε χιλιάδες μέλη , το διοικητικό συμβούλιο μετατράπηκε σε ένα ιερατείο κομματικών επιτρόπων , ο Μαστρογιώργης «ξεπερασμένων αντιλήψεων» και εγώ  «Ύποπτος».

Είχα καθιερώσει μια σελίδα με παρουσίαση βιβλίων και μια στήλη με παρουσίαση κινηματογραφικών έργων.

Το Ιερατείο υποχρεώθηκε να διαβάζει τα βιβλία και να πηγαίνουν στο σινεμά για να δουν  τι είναι «εκτός Γραμμής».

Ο Μαστρογιώργης είχε σκάσει στα γέλια και με παρότρυνε να γράφω και για την Επίδαυρο η για τις όπερες της Λυρικής σκηνής.

«Είναι και αυτός ένας τρόπος να μορφωθούν οι ηλίθιοι.» έλεγε.

Οι Μαστόροι σαν τον Μαστρογιώργη εκείνα τα χρόνια ήταν κάτι παραπάνω από χειρώνακτες εργάτες. Ήταν το πιο μορφωμένο κομμάτι της εργατικής τάξης.
Μπορούσαν να μετράνε την διάμετρο ενός  τεράστιου στροφαλοφόρου άξονα μιας ντηζελομηχανής  πλοίου  με ακρίβεια χιλιοστού του χιλιοστού (η ενός «μικρού» όπως το έλεγαν στην γλώσσα τους) , και ταιριάζουν επάνω με απόλυτη ακρίβεια τα κουζινέτα.
Δεν υπήρχε το περιθώριο του παραμικρού λάθους.

Αν ζούσε σήμερα ο Μαστρογιώργης , δεν ξέρω, θα έμενε κατάπληκτος από την μετέπειτα εξέλιξη.
Θα του φαινόταν αδιανόητο να παράγονται εξαρτήματα μηχανών από αυτόματους τόρνους.
Ακόμα περισσότερο θα του φαινόταν αδιανόητο να λειτουργεί ένας τόρνος με εντολές ενός υπολογιστή.
Αυτό όμως που δεν θα μπορούσε να διανοηθεί θα ήταν οι τρισδιάστατοι εκτυπωτές.

Πώς να χωρέσει το μυαλό του ανθρώπου ότι θα ερχόταν μια μέρα (τόσο σύντομα)  που   οι  αστροναύτες στους διαστημικούς  σταθμούς θα «κατεβάζουν» ένα αρχείο στον υπολογιστή και θα εκτυπώνουν ένα ανταλλακτικό έτοιμο να αντικαταστήσει το κατεστραμμένο;

Πώς να χωρέσει το μυαλό ενός ανθρώπου ότι σύντομα θα είναι δυνατόν να εκτυπώσουμε οποιοδήποτε αντικείμενο χρειαζόμαστε στο σπίτι μας όπως μια σελίδα ενός εγγράφου;

Φαντάζομαι ότι θα με κοίταγε με εκείνη την κοφτερή και διεισδυτική ματιά του και θα μου έλεγε;
«Αν  ο κοινωνικά αναγκαίος χρόνος για την παραγωγή ενός προϊόντος πλησιάζει το μηδέν , τότε και η αξία του θα πλησιάζει το μηδέν. Συνεπώς η υπεραξία θα μειώνεται  διαρκώς. Άρα το ποσοστό κέρδους θα μειώνεται και αυτό.  Τότε ο κόσμος μας θα βρεθεί αντιμέτωπος με τις θεμελιώδεις αντιφάσεις του.»

Ο Μαστρογιώργης συνήθιζε να χρησιμοποιεί την έκφραση «Ο Κόσμος μας» αντί του δεικτικού «Ο Καπιταλισμός (τους)».

Θεωρούσε ότι είμαστε κομμάτι του κόσμου μέσα στον οποίο ζούμε και η αμφισβήτηση του σημαίνει και αμφισβήτηση του εαυτού μας.

Μου λέγε ακόμα ότι αν ο μαθητευόμενος δεν έχει την υπομονή να διδαχθεί από τον μάστορα θα είμαστε ακόμα στην λίθινη εποχή.


Εάν πάλι ο μαθητευόμενος δεν μπορεί να υπερβεί τον μάστορά του , πάλι στην λίθινη εποχή θα είμαστε.

Τρίτη 15 Ιουλίου 2014

Λουτσία


 Παρακάτω από το σπίτι μου είναι ένα παλιό Βενετσιάνικο χωριάτικο  ερείπιο.

Η συνηθισμένη αρχιτεκτονική της εποχής εκείνης.

Ένα κατώι ,ένας όροφος με μπότζο και εξωτερική πέτρινη σκάλα.

Πριν τον πόλεμο εκεί  κατοικούσε μια οικογένεια νοικοκυραίων με αμπέλια και αρκετές  ελιές.

Ο αφέντης μοίρασε την περιουσία του στα τρία του παιδιά .

Το σπίτι έπρεπε να μοιραστεί σε τρεις οικογένειες .
Μαζί  τα αμπέλια και οι ελιές.

Η εποχή μετά τον πόλεμο ήταν το ίδιο δύσκολη. 
Για μερικούς ήταν ακόμα χειρότερη.

Το σπίτι χωρίστηκε σε τρία κομμάτια  που το καθένα δεν μπορούσε να στεγάσει ούτε έναν σημερινό άνθρωπο.

Ανοίχτηκαν δυό καινούργιες πόρτες και δυό παράθυρα. 
Τα δωμάτια χωρίστηκαν με καλαμένια μοροφίντα και πηλό.

Τα αδέλφια θεωρούσαν όλα ότι αδικήθηκαν στην μοιρασιά.

Δεν μιλούσαν για χρόνια και οι οικογένειες  ζούσαν μεταξύ τους έναν  μακροχρόνιο και αδυσώπητο εμφύλιο πόλεμο.

Οι πρωταγωνιστές αυτού του τρομερού εμφύλιου πέθαναν όλοι .

Τα παιδιά τους  μετανάστευσαν  μέσα στο εξήντα και πλέον δεν ενδιαφέρεται κανείς  (αν υπάρχει κανείς )  για να ξαναμοιράσει το σπίτι στα εννιά.

Οι κυπαρισσένιες κόρδες  της σκεπής δεν άντεξαν και η σκεπή έπεσε.
Αντιστέκονται ακόμα οι πέτρινοι τοίχοι  αλλά, λένε αυτοί που ξέρουν,  ότι κανείς δεν μπόρεσε ποτέ να  τα βάλει με τον χρόνο.

Κάποια φορά μπήκα μέσα από περιέργεια.  
Μου φαινόταν αδιανόητο ότι έμεναν τόσοι άνθρωποι σε αυτό το σπίτι που όλο μαζί δεν ήταν ούτε πενήντα τετραγωνικά.

Πέρασαν τα χρόνια και στο σπίτι εγκαταστάθηκε  αυθαίρετα η μάνα της Λουτσία.

Εκεί γεννήθηκε η Λουτσία μαζί με τα  πέντε της αδέλφια.

Την ονόμασα έτσι γιατί  ήρθε πεινασμένη και νιαούριζε  έξω από την πόρτα μου μια κρύα νύχτα  του  χειμώνα .

Ήταν τριάντα Δεκεμβρίου και την έβγαλα έτσι γιατί εκείνη την ημέρα τυχαίνει να γιορτάζει μια φίλη  μου που την λένε Λουτσία.

Η Λουτσία ήταν ένα αγρίμι. 
Ήταν αδιανόητο να την πλησιάσεις.  
Τα αδέλφια της ήταν ακόμα χειρότερα.
Το ένα  από αυτά πήγα να το ταΐσω και μου έγδαρε το χέρι.

Είχαν την ατυχία να γεννηθούν σε εποχή κρίσης  και ως γνωστόν η κρίση πλήττει πρώτα από όλα αυτούς που είναι εντελώς ανεύθυνοι και ανυποψίαστοι.

Οι γάτοι της γειτονιάς είναι στα πρόθυρα της λιμοκτονίας.
Οι σκύλοι αντέχουν ακόμα λίγο.

Για κάποιο λόγο  που η επιστήμη δεν μπορεί ακόμα να εξηγήσει επαρκώς , η Λουτσία  ήταν λίγο λιγότερο άγρια από τα αδέλφια της .

Τις δίνω κάτι τις  και , αν δεν απομακρυνθώ,  δεν πλησιάζει να φάει.

Γύρευε πόσες κλωτσιές έφαγε από τους ανθρώπους  πόσες επιθέσεις άντεξε από τους σκύλους του χωριού και πόσες φορές απέφυγε τις ρόδες των διερχομένων  αυτοκινήτων.

Η Επαφή έγινε βήμα-βήμα και  χρειάστηκε πολύ επιμονή.

Η Λουτσία τώρα έρχεται και τρίβεται στα πόδια μου.
Κάθεται στο διπλανό σκαμπό και κοιμάται ήσυχα.
Θα γυρίσει στο πατρικό της αργά το βράδυ.

Ο Νικολάκης από απέναντι με κοιτάζει κατάπληκτος.

«Πως  έγινε και σε πλησίασε αυτό το αγρίμι;»

Ο Νικολάκης   είναι  ένας ήρεμος αγρότης και παλιός  μουσικός.
Μαζί με τον πατέρα μου έπαιζαν στα πανηγύρια.
Ο Νικολάκης ακορντεόν και ο πατέρας μου βιολί.
Θυμάμαι ένα παλιό τραγούδι που έλεγαν στην αυθεντική του μορφή.
Μιλούσε για το φημισμένο πανηγύρι της Υπαπαντής  στους Καστελάνους Μέσης.

«Εγώ παπούτσια δεν έχω Στην Παπαντή  να πάω
Ο Φτύμιος μους νάναι καλά κι’απ’ άλλο χρόνο πάω

Και το κερί που σού ταξα παρθένα Παναγιά μου
Θα σου το φέρω άλλη φορά  για νάχω την υγειά μου

Καλότυχοι καλόμοιροι όπου έχουνε και τρώνε
Και  γω σπέζα δεν έφαγα μέσα από τσου Φωτώνε.

«Δεν ξέρω Νικολάκη  μου … τι να σου πω….  Μερικοί λένε ότι  είναι τα γονίδια …άλλο γεννιέται πιο άγριο και άλλο πιο ήμερο»

«Αυτό λες  νάναι;»

« Και αυτό μπορεί να  είναι.»

«Το κυριότερο όμως είναι ότι  μέσα  μας πολεμάνε δυό λύκοι .

Στο τέλος θα νικήσει εκείνος που ταΐσαμε.»

Δευτέρα 7 Ιουλίου 2014

Ο Μαρκάντες τσι Βενετιάς

Η Ρένα γύρναγε  τις νύχτες στην πόλη και τραγουδούσε μόνη της.

Την εύρισκες στις τρείς το πρωί να κάθεται μόνη στις άδειες καρέκλες του Ζήσιμου.

Άλλοτε  έπαιρνε το πλεχτό της και πήγαινε και καθότανε στο ταπετσιέρικο του Μιχάλη  να ακούει ιστορίες και καθημερινούς καυγάδες και αστεία.

Μια συνηθισμένη γυναίκα που αν πέρναγε δίπλα σου δεν θα έδινες καμιά σημασία.

Το Θεατράκι «Ρένα Βλαχοπούλου»  βρίσκεται  στην καρδιά ενός δάσους με τεράστια δέντρα και  πυκνή βλάστηση.

Πρόκειται για μια καλοφτιαγμένη ξύλινη κατασκευή πλήρως εναρμονισμένη με το περιβάλλον.

Τριγύρω η θάλασσα και πιο πέρα  η φημισμένη πηγή του Καρδακίου.

Εδώ τα παλιά χρόνια έκαναν τον περίπατό τους αποκλειστικά οι Βασιλείς μας μακριά από τα αδιάκριτα βλέμματα των υπηκόων τους.

Πόσες καλοκαιρινές  παραστάσεις στο υπαίθριο θεατράκι και πόσους βορδόνους μετρήσαμε  από τα ανελέητα τσιμπήματα των κουνουπιών!

Απόψε στο θεατράκι της Ρένας έχουν παράσταση τα παιδιά του 6ου Γυμνασίου Κέρκυρας.

 Ανεβάζουν τον «Έμπορο της Βενετίας».

Αποφάσισαν να παίξουν όλους τους ρόλους οι κοπέλες,  σε αντίθεση με ότι συνηθιζόταν από αρχαιοτάτων χρόνων.

Έτσι λοιπόν βρέθηκα ξανά στις ξύλινες εξέδρες να περιμένω να αρχίσει η παράσταση,  να χαζεύω τις ψηλές κορυφές των αιωνόβιων δένδρων και να συλλογίζομαι.

Μαρέσει εδώ .

Αν  αναβληθεί η παράσταση για τεχνικούς λόγους , ας πούμε, ήθελα να μείνω εδώ απόψε. Να μην με δουν οι φύλακες , λέει, και να ξαπλώσω στην ξύλινη κερκίδα να κοιμηθώ.

Μιας και τίποτα τέτοιο δεν συμβαίνει,  ξαναφέρνω στο μυαλό μου την ιστορία του Έμπορου της Βενετίας  στην Κέρκυρα .

Οι «Μαύροι» ήταν οι πρώτοι που μετέφρασαν το έργο του Σαίξπηρ στα Ελληνικά.

 Έτσι λέγανε τότε στην πιάτσα τα μέλη του «Σοσιαλιστικού ομίλου Κέρκυρας» επειδή   συνήθιζαν να φοράνε μαύρα ρούχα και καπέλα.

Ο Ντίνος  Θεοτόκης ,ο Γεράσιμος Σπαταλάς  και άλλοι δούλεψαν σκληρά.

Συνηθισμένοι άνθρωποι που αν πέρναγαν δίπλα σου δεν θα έδινες καμιά σημασία.

Τότε τα βιβλία ήταν πολύ ακριβά για να τα αγοράσει ο οποιοσδήποτε. Πόσο μάλλον οι εργάτες των εργοστασίων της Κέρκυρας που ήταν πάμφτωχοι.

Λένε οι παλαιότεροι ότι τα έσχιζαν σε διάφορα μέρη η και σε σελίδες και τα μοιραζόταν .

Μετά έπρεπε να βρεις αυτόν που είχε την συνέχεια και να σε βρει και αυτός που έψαχνε το δικό σου κομμάτι.

Εκείνη την εποχή  εκτός από τα βιβλία ήταν ακριβά και τα ξυπνητήρια.

Τα εργοστάσια είχανε σειρήνες στις διασταυρώσεις ώστε να ξυπνάνε τον κόσμο να πάει στη δουλειά.

Σκέφτομαι ότι μάλλον εκεί έξω από το 6ο Γυμνάσιο , στο τρίστρατο , θα περιμένανε τα άγρια χαράματα οι «Μαύροι» τους εργάτες που πηγαίνανε στα εργοστάσια του Μαντουκιού η στο Λιμάνι και θα τους μοίραζαν μια-μια, σαν επαναστατικές προκηρύξεις,  τις σελίδες από τον «Έμπορο της Βενετίας».

Πέρασαν τα χρόνια και λίγο πιο πέρα από το τρίστρατο του 6ου Γυμνασίου Κέρκυρας   χτίστηκε το «Ξενοδοχείον Ιόνιο».

Εκεί το 1966  ένας παράξενος θίασος έκανε για μήνες πρόβες τον έμπορο της Βενετίας .

Έγραψε λίγα λόγια ο φίλος μου ο Μάκης Μανέτας , βέρος Μαντουκιώτης , για αυτήν την παράσταση.

Οι Ηθοποιοί ήταν απλοί καθημερινοί άνθρωποι της πόλης που δεν είχαν ασχοληθεί ποτέ με το θέατρο.

Ο Μαυρόπουλος,  O Μάχος Ρούσης , η Μαρία Τσατσοπούλου,  Ο Πίπος Αναγνώστης, Ο Γιώργος Λεβέντης  και άλλοι πολλοί .

Εμπνευστής , σκηνοθέτης, διασκευαστής, στάθηκε ο ανεπανάληπτος  Μάχος  Ρούσης . Απ' εκείνες τις προσωπικότητες  που  αφήκανε αποτύπωμα βαθύ στη γη μας κι όχι με τα γραφτά τους μοναχά.

Συνηθισμένοι άνθρωποι που αν πέρναγαν δίπλα σου δεν θα έδινες καμιά σημασία.

Τους έβλεπε ο Μάκης να μαζεύονται στο «Ξενοδοχείον Ιόνιο».

Αυτός δούλευε, τότες,   εργάτης και μετέφερε με την καρέτα του πατέρα του κολόνες πάγου.

Όπως πέρναγε απ' έξω, τους έβλεπε να κρατάνε όλοι κάτι πράσινα βιβλιαράκια.

Δύσκολα πράματα.

Πώς να σταθεί κάποιος μπροστά στους γνωστούς του , τους φίλους του και τους γείτονές του και να υποδυθεί κάποιον άλλον;

Ο Φοίνικας ήταν γεμάτος από νωρίς και ο κόσμος ενθουσιάστηκε.

Η παράσταση έμεινε στην ιστορία.

Σχεδόν όλοι οι ηθοποιοί της ιστορικής αυτής παράστασης δεν υπάρχουν πια.

Νάμαστε ξανά, λοιπόν, εν έτει 2014 στις ξύλινες κερκίδες του θεάτρου «Ρένα Βλαχοπούλου» στο Μον Ρεπό.

Κάνω τη βόλτα μου πίσω από την σκηνή και τα παιδιά είναι αναστατωμένα.
Άλλα έχουν τρακ.
Άλλα προσπαθούν να πουν κανένα αστείο για να χαλαρώσει η ένταση.
Δίνει κουράγιο η μια στην άλλη.

Τα κοριτσάκια του 6ου Γυμνασίου Κέρκυρας έτοιμα να αναμετρηθούν με ένα από τα τέρατα του παγκόσμιου θεάτρου που μπορεί με το παραμικρό να μεταμορφωθεί σε δράμα η σε κωμωδία. Σε αντισημιτικό παραλήρημα η σε σφοδρή κριτική στην κοινωνία.

Η Αλίκη, Η Αντριάνα, Η Βίκυ, Η Ισαβέλλα , Η Σταυρούλα, Η Έλενα, Η Ειρήνη, Η Χρυσούλα.

Συνηθισμένα κοριτσάκια που το πρωί περνάνε με την τσάντα τους να πάνε σχολείο και δεν τους δίνεις σημασία.

Δύσκολα πράματα.

Πώς να σταθεί ένα κοριτσάκι μπροστά στους φίλους του , στους  γείτονες του και στους συγγενείς του και να υποδυθεί κάποιον άλλον;

Η παράσταση άρχισε και τα φώτα χαμήλωσαν.

Κοιτάω πίσω μου αφηρημένος.

Ψηλά στις πάνω κερκίδες κάθονται οι «Μαύροι».

Κάτι μουρμουράνε σοβαροί.

Η Ρένα από κάτω γυρνάει θυμωμένη και τους κάνει την παρατήρηση.

-«Θα τσωπάσετε ορέ; ….. Άμα θέλετε κουβέντα να πάτε στη πάνω πλατεία! …Ορίστε μας!»

Πιο πέρα , ανάμεσα στον κόσμο, βλέπω τον Μάχο τον Ρούση και τους άλλους από την παράσταση του φοίνικα.

Κοιτάνε σοβαροί και με βλέμμα κριτικό.

Η παράσταση τελείωσε μέσα σε ασταμάτητα χειροκροτήματα.

Τα παιδιά αγκαλιάζονται και χορεύουν πίσω από την σκηνή.

Η Ελένη , η δασκάλα τους, τα καμαρώνει χαμογελώντας.

Ο κόσμος  παίρνει το μονοπάτι προς την έξοδο.

Τα φώτα σβήνουν.

Ψηλά στις κερκίδες έχουν μείνει οι «Μαύροι»  , η Ρένα , και πιο πέρα ο θρυλικός θίασος του Φοίνικα.

Συζητούν χαμηλόφωνα  και κάνουν μάλλον τις παρατηρήσεις τους επί του έργου.

Αν δεν με δει ο φύλακας  λέω να ξαπλώσω στην ξύλινη κερκίδα και να αποκοιμηθώ.


 Καθώς λεν και οι ποιητές «..μες τα χρώματα του κήπου σου και δίπλα στο νερό».