Τετάρτη 30 Ιανουαρίου 2013

Η Μάμα



Όσο θυμάμαι την μάνα μου έπλενε ακατάπαυστα. Έπλενε και τραγουδούσε. Τραγουδούσε ακόμα και στην Αθήνα μολονότι  όσο πέρναγε ο καιρός τραγούδαγε όλο και λιγότερο.

Θυμάμαι που την άκουγα με μεγάλο θαυμασμό γιατί, όπως όλες οι γυναίκες του χωριού μας, είχε εξαιρετική φωνή.

Το πλύσιμο ήταν η βασική της απασχόληση. Έπλενε στον παλιοχόρτη , έπλενε στα βρυσούδια, έπλενε στον Αι Νικόλα, έπλενε στην Αθήνα , έπλενε στα ποτάμια και στις βρύσες, στα πλυσταριά και τέλος, προς μεγάλη της ανακούφιση, άρχισε να πλένει και σε πλυντήριο.

Η βασική παρατήρησή της και απειλή  ήταν «Πλυθείτε, θα βγάλουμε σκουλήκια!».

Στην Αθήνα μας υποχρέωνε να περπατάμε πάνω  σε πατάκια για να μην λερώνουμε το πάτωμα.

Άσε τα «σεμεδάκια». Ο Εφιάλτης μας ! Είχε γεμίσει τον κόσμο καλοσιδερωμένα και φρεσκοπλυμένα σεμεδάκια.

Σεμεδάκια στην τηλεόραση, σεμεδάκια στο ραδιόφωνο σεμεδάκια σε όλα τα τραπέζια και τραπεζάκια,  σεμεδάκια ακόμα και στο πλυντήριο .

Πήγαινες να πάρεις τηλέφωνο (εκείνο με το καντράν) και στο τελευταίο νούμερο σου έφευγε το τηλέφωνο μαζί με το σεμεδάκι. Κόλαση!

Ναι! Πίστευα ακράδαντα τότε ότι η κόλαση θα ήταν γεμάτη σεμεδάκια.

Έπλενε μετά μανίας . Σου έδινε την εντύπωση ότι είχε βαλθεί να ξεπλύνει όλες τις αμαρτίες του κόσμου.

Τα χρόνια εκείνα οι γυναίκες έπρεπε βασικά να πλένουν και μετά όλα τα άλλα. Προσπάθησα πολλές φορές να φαντασθώ πόσες δουλειές έπρεπε να κάνει μια γυναίκα από το πρωί μέχρι βαθείας νυκτός. Μου φαινόταν αδιανόητο το πως τα κατάφερνε.

Κυρίως δεν μπορούσα να φαντασθώ ότι έπρεπε να κουβαλήσουν τα ρούχα στην βρύση …να τα πλύνουν στο χέρι με πράσινο σαπούνι  …να τα στύψουν …να τα απλώσουν …να τα σιδερώσουν και ξανά από την αρχή ….και όλα αυτά για μια , συνήθως πολυμελή, οικογένεια που κυλιόταν στην κυριολεξία στις λάσπες ….και αυτή να είναι απλώς μια από τις δουλειές!  Τρέλα!

Και όμως αυτή ήταν μια απολύτως φυσιολογική εργασία για μια νέα γυναίκα εκείνης της εποχής. Κάτι συνηθισμένο.

Στην Παβία, μια πόλη της βόρειας Ιταλίας , δίπλα στο ποτάμι έχουν στήσει το μπρούτζινο άγαλμα μιας Ιταλίδας πλύστρας . Για να μην ξεχνούν.

Εμείς έχουμε γεμίσει τις πλατείες με αγάλματα από παλιοτόμαρα.

Όλοι ξέρουν ότι δεν πιστεύω στην ύπαρξη των θεών (συγχώραμε Παπασταμάτη).
 Ελπίζω να κάνω λάθος και να υπάρχει τουλάχιστον ένας από τους παραδείσους των θρησκειών και των μύθων.

Σίγουρα, τότε, θα είναι εκεί και η μάνα μου.

Ετοίμασα το παρακάτω βιντεάκι  με ένα τραγούδι που μου αρέσει και που σίγουρα θα της αρέσει. Να το ακούει στις άπειρες ελεύθερες ώρες της.


Το τραγούδι λέγεται Amor dammi quell fazzolettino (Αγάπη μου δώσε μου εκείνο το μαντηλάκι). Είναι ένα πολύ παλιό τραγούδι ερωτικό λαϊκό  της βόρειας Ιταλίας που μοιάζει τόσο με τα δικά μας χωριάτικα τραγούδια. Οι εικόνες είναι από πίνακες γνωστών ζωγράφων  και την μετάφραση έχω κάνει εγώ.





     

Τρίτη 29 Ιανουαρίου 2013

Η Συναλλαγή



Με  επισκέφτηκε και  μου είπε σοβαρά :
-«Θέλω να μου φτιάξεις  ένα κλειδί»
-« Δεν είμαι κλειδαράς…» του λέω «….τι σούρθε;»
-«Δεν πρόκειται για συνηθισμένο κλειδί» μου απάντησε.

Με πήγε στο ατελιέ του.
Είχε βρει μια παλιά πόρτα αποθήκης μέσα στα ερείπια της Οβριακής .
Η κλειδαριά ήταν τεράστια.
Το κλειδί που ήθελε να του φτιάξω  θα έπρεπε να ήταν  σχεδόν μισό μέτρο.
Σκόπευε να βάλει την πόρτα πάνω σε δύο τρίποδα και να την κάνει τραπέζι.
Ήθελε , λέει,  να έχει και το κλειδί επάνω.

Ο Κώστας είναι ζωγράφος . Ζωγραφίζει με ένα τρόπο που θυμίζει αγιογραφίες.
Συχνάζει στις άκρες  της πόλης.
Στις άκρες των πλατειών.
Στις άκρες  των μεγάλων γεγονότων .
Στις  σκοτεινές άκρες των μπαρ της πόλης.
Έτσι συνέβαινε σχεδόν πάντα με το  σινάφι του.

-«Μου ζητάς να σου φτιάξω ένα κλειδί  που, εκτός του ότι είναι πολύ δύσκολο , είναι για μια πόρτα που δεν οδηγεί πουθενά» του λέω σκεπτικός  «κάτι τέτοιο εκτός  του ότι μου φαίνεται μηδενιστικό  και  μάταιο , δεν συνάδει και με τις πεποιθήσεις μου.»  συνεχίζω περιπαιχτικά.

-«Άστα αυτά!  Μου το φτιάχνεις  ναι η όχι.»
-« Πες ότι στο φτιάχνω ….πως θα με πληρώσεις;»
-«Σε είδος….» μου λέει «….Θα σου φτιάξω έναν πίνακα».
-«Και άμα δε μου αρέσει  τι γίνεται;» Ερωτώ αφελώς.

Το σκέφτηκα και του ζήτησα να μου ζωγραφίσει μια γυναικεία μορφή.
«Σύμφωνοι..» μου λέει «..πες ότι έγινε.»
«Όχι έτσι…»  του λέω «..γιατί εσύ μπορεί να μου ζωγραφίσεις την Βούλα Τουρλουμούση Κοτοπούλη.»

Είδα την ανησυχία στο βλέμμα του. Το πράγμα γινόταν περίπλοκο.
Είπα να βοηθήσω.
Tου είπα να του δώσω πέντε λέξεις για τον πίνακα.
Πήρα ένα κομμάτι χαρτί και έγραψα.

«Αξιοπρέπεια»
«Υπερηφάνεια»
«Μελαγχολία»
«Σεμνότητα»
«Εντιμότητα»

Του έδωσα το χαρτί και περίμενα ανήσυχος .
Το διάβασε και μαλάκωσε . Μου χαμογέλασε.
«Κατάλαβα» μου λέει.
Ησύχασα και εγώ . Ήξερα ότι θα τα καταφέρει.
Βρήκε μέσα στα ερείπια ένα κομμάτι  ξύλο. Το καθάρισε και το ζωγράφισε.
Βρεθήκαμε μετά από δύο βδομάδες.
 Έγινε η συναλλαγή με την συμφωνία να μπορώ να πηγαίνω να πίνω το τσάι μου στο ατελιέ του  πάνω στην πόρτα  και να έρχεται και αυτός στο σπίτι μου να πίνει το κρασί του όποτε ήθελε. 

Κυριακή 20 Ιανουαρίου 2013

Το Πάχτο



Μια φορά και έναν καιρό ζούσε σε ένα ορεινό χωριό ένας πολύ πλούσιος  άρχοντας με χιλιάδες ρίζες ελιές στην ιδιοκτησία του.

Όλα πήγαιναν καλά στην κοινωνία του ορεινού χωριού .

Ο άρχοντας στεκόταν όρθιος μπροστά στο παράθυρο του και αγνάντευε τα κτήματα του.
Τα μπουλούκια των γυναικών μάζευαν τις ελιές.
Ο χωροφύλακας  έκανε την καθιερωμένη  και βαρετή του περιπολία.
Ο  δικαστής  εκδίκαζε συνηθισμένες μικρό υποθέσεις.
Οι Πρετεντέρηδες  κουτσομπόλευαν στα καφενεία  πικάντικα  και φαιδρά θέματα.
Το «Κόμμα των φτωχών» διακήρυττε την έλευση της Δευτέρας  Παρουσίας.

Όλα πήγαιναν καλά στην μικρή κοινωνία τους ορεινού μας χωριού , ώσπου ήρθε να μείνει ένας σπουδαίος  επαναστάτης που έλειπε χρόνια στα ξένα και  τα μάτια του είχανε δει πολλά . Ακόμα περισσότερα, όμως,  είχανε ακούσει τα αυτιά του.
Οι χωριανοί του πρότειναν να γίνει Δήμαρχος μιας και ήταν πολύ μορφωμένος και πολύ δίκαιος.
Ο  «Κύριος Σπύρος» ήθελε να ξεκουραστεί αλλά ,πάλι,  σκεφτόταν ότι  για να φτάσεις  στο ξημέρωμα  ο μόνος δρόμος είναι η νύχτα.
Έτσι λοιπόν έβαλε υποψηφιότητα και εκλέχτηκε Δήμαρχος.

Επί των ημερών του έγιναν σπουδαία πράγματα στο χωριό.
Έφτιαξε παιδικό σταθμό για να αφήνουν οι γυναίκες τα παιδιά τους όταν πηγαίνουν για στις ελιές, σε μια εποχή που κανένας , ούτε καν στην πόλη,  δεν  ήξερε τι είναι αυτό το πράγμα.
Έφερε μόνιμο γιατρό που  ήταν  πολυτέλεια ακόμα και για τους κατοίκους της πόλης.
Οργάνωσε συσσίτιο στο σχολείο  με έξοδα της κοινότητας.
Έκανε σπουδαίες πολιτιστικές εκδηλώσεις .

Ο Άρχοντας κοίταγε ανήσυχος πίσω από τις κουρτίνες του παραθύρου του. Όσο ο κύριος  Σπύρος μάθαινε τους χωριάτες να μοιράζονται την φτώχεια ήταν απλώς ενοχλητικός και ίσως , εν δυνάμει, επικίνδυνος.

Ώσπου μια μέρα το Δημαρχείο  ανακοίνωσε μια σημαντική απόφαση . «Όσοι είχαν κάτω από εκατό ρίζες ελιές θα απαλλάσσονταν από την δημοτική φορολογία. Όσοι είχαν μέχρι χίλιες θα συνέχιζαν να πληρώνουν τον ίδιο φόρο  και όσοι είχαν πάνω από χίλιες ρίζες ελιές θα πλήρωναν  διπλάσιο φόρο».
Οι σύντροφοι του Δημάρχου έπεισαν επίσης τα μπουλούκια των γυναικών να ζητήσουν μεγαλύτερη αμοιβή από τον άρχοντα  για το μάζεμα της ελιάς.
Το σπουδαιότερο όμως  ήταν που έπεισε όσους έπαιρναν «πάχτο»  τις ελιές του άρχοντα να ζητήσουν το μισό λάδι  από κάθε σοδειά.

Ο Κύριος Σπύρος  δοκίμασε να περάσει την αόρατη κόκκινη γραμμή γύρω από τον άρχοντα.
Δεν του αρκούσε το μοίρασμα της φτώχειας  και ξεκίνησε να μοιράσει τον πλούτο.

Και ενώ όλα πήγαιναν καλά στην μικρή κοινωνία του ορεινού χωριού, ο άρχοντας σήμανε συναγερμό.

Οι Πρετεντέρηδες άρχισαν να διαδίδουν ψέματα και συκοφαντίες στα καφενεία.
Ο Χωροφύλακας άρχισε νευρικές περιπολίες  και συλλήψεις υπόπτων.
Το στρατιωτικό φυλάκιο «ετέθει σε επιφυλακή  για την περίπτωση πιθανής εισβολής  αιμοβόρων εχθρών» .
Ο Δικαστής ανέλαβε να βγάλει  «αντισυνταγματικές» τις αποφάσεις του Δημάρχου.
Ακόμα και το «Κόμμα των φτωχών» ,  μικροαστό τυχοδιώκτη  τον ανέβαζε , αντεπαναστάτη ρεβιζιονιστή τον κατέβαζε.

Μετά από την περίοδο των διώξεων επανήρθε η κανονικότητα.
Ο άρχοντας στεκόταν πάλι όρθιος μπροστά στο παράθυρο του και αγνάντευε τα κτήματα του.
Τα μπουλούκια των γυναικών μάζευαν πάλι τις ελιές.
Ο χωροφύλακας  έκανε πάλι την καθιερωμένη  και βαρετή του περιπολία.
Ο  δικαστής  εκδίκαζε πάλι τις συνηθισμένες μικρό υποθέσεις.
Οι Πρετεντέρηδες  κουτσομπόλευαν ξανά στα καφενεία  πικάντικα  και φαιδρά θέματα  και
το «Κόμμα των φτωχών» συνέχιζε να διακηρύττει  την έλευση της Δευτέρας  Παρουσίας.

Πέρασαν τα χρόνια  και η ύπαρξη της αόρατης κόκκινης γραμμής γύρω από το αρχοντικό παρέμενε για όλους ένα επτασφράγιστο μυστικό.

Πέθανε ο κύριος Σπύρος και πήγα και εγώ στην κηδεία του .

Έριξα λίγο χώμα στον τάφο παρόλο που πάντοτε σιχαινόμουνα να πιάνω τα χώματα των νεκροταφείων.

Με πέρασε  και από τον κώλο του βελονιού ο κομματικός επίτροπος του «Κόμματος των φτωχών» :   «Τι δουλειά έχεις εσύ στην κηδεία αυτού του αναρχοτροτσκιστικού αποβράσματος;».


Ω!

Αυτά που λες φίλε!

Για να  φτάσεις στο ξημέρωμα ο μόνος δρόμος είναι η νύχτα.

Τετάρτη 16 Ιανουαρίου 2013

Κοντσέρτο για Παταράτσα*


Τα βράδια που φυσάει έχουν συναυλία τα παταράτσα   στο καρνάγιο.

Προτιμώ να παρακολουθώ την συναυλία από μιαν απόσταση. Έχω μια γενικότερη ακουστική εικόνα.

Οι βιαστικοί οδηγοί   πιστεύουν ότι πρόκειται για έναν χαοτικό  ήχο χωρίς κανένα ενδιαφέρον που παράγουν τα συρματόσχοινα καθώς κουνιούνται από τις  απρόβλεπτες ριπές του αέρα.

Υπάρχουν και άλλοι  , στις γειτονικές καφετέριες ,  που ενοχλούνται από το ακατάσχετο και συνεχές «γκλίν-γκλάν».

Αυτό συνέβαινε (σχεδόν)  πάντα.

Λέω «σχεδόν πάντα» διότι από τότε που γίναμε «πολιτισμένοι» ξεχωρίσαμε την έννοια της  «καλής»  αρμονίας  από το «κακό» χάος  και αποφασίσαμε «να βάλουμε τα πράγματα σε μια τάξη».

 Όσο περισσότερο  , όμως,   διακηρύσσαμε  την πίστη  μας  στην «τάξη» τόσο περισσότερο επιβάλλαμε  την αταξία μας.

Το χάος και η αρμονία , το προβλέψιμο και το απρόβλεπτο,  στην φύση  είναι, από μόνα τους,   ανύπαρκτες καταστάσεις .Γεννιούνται και ζουν  μόνον στο φαντασιακό μας.

Πρώτα ήμασταν όλοι «μουσικοί» μιμούμενοι τους ήχους της φύσης .

 Μετά μάθαμε να μιλάμε  μουσικά.

Αργότερα εγκαταλείψαμε τις  προσωδιακές  γλώσσες μας και γίναμε μονοτονικοί .

 Για να τραγουδήσουμε, πλέον,   χρειαζόταν να πιούμε δύο μποτολιόνια κρασί .

Αν ακούσεις ένα αηδόνι με «αυστηρά κριτήρια», το κελάηδημα του είναι  «χαοτικό».

Αν ακούσεις έναν Γκιώνη (με το ασταμάτητα επαναλαμβανόμενο ήχο του σε ίσους χρόνους )  με «αυστηρά κριτήρια», το κελάηδημα του είναι  «αρμονικό». 

Η συμφωνική μουσική είναι απείρως ποιο «χαοτική» από ένα κομμάτι Χιπ Χοπ (το οποίο θα μπορούσε να χαρακτηριστεί  «με αυστηρά κριτήρια» ως αποθέωση της  αρμονίας)  .
Κατά τον ίδιο τρόπο που η συμφωνική μουσική περιφρονεί  το  Χιπ Χόπ , κατά τον ίδιο τρόπο περιφρονεί και το Χιπ Χοπ την συμφωνική μουσική.

Δεν είναι ζήτημα γούστου.

Δεν είναι ζήτημα «επιπέδου».

Δεν είναι ζήτημα ηλικίας και ψυχοσύνθεσης .

Διαχωριστήκαμε και βαλθήκαμε να διαχωρίσουμε τα πάντα.

Παραγίναμε «πολιτισμένοι» .

Χρειαζόμαστε διαρκώς  να διαχωρίζουμε τον Γκιώνη από το αηδόνι και αυτό μας βασανίζει.

Το καλοκαίρι είχαμε μια συναυλία τζαζ στο χωριό.
 Έπαιζαν σπουδαίοι μουσικοί.
 Ήρθαν όλοι οι χωριανοί και πολλοί  άλλοι.
Πρόσεξα μια γριούλα του χωριού που παρακολουθούσε  μαγεμένη. 
Χειροκροτούσε ασταμάτητα.  Την  άκουσα να λέει  «Άγιε μου Σπυρίδωνα!   Τι μουζικάντηδες είναι ετούτοι!

Περιμένω την άνοιξη να κάθομαι τα βράδια στον μπότζο και να ακούω  τον Γκιώνη με τις ώρες  και άλλες φορές να πηγαίνω στο  Κρύο νερό  το δειλινό για να ακούσω τη συναυλία των αηδονιών.

Απόψε , όμως, έχει όστρια και θα  έχουν κοντσέρτο τα Παταράτσα στο Καρνάγιο.


Patarazza  (Ενετική διάλεκτος) = σχοινιά που ισοσταθμίζουν τον ιστό του καραβιού  

Κυριακή 13 Ιανουαρίου 2013

Η ποταμίσια μαρίδα του Απραού



Η ποταμίσια μαρίδα θεωρείτε από  του  ιχθυολόγους  είδος υπό εξαφάνιση.

Άλλοι , πάλι ,  συνάδελφοι τους ισχυρίζονται ότι έχει ήδη εξαφανισθεί και η συντήρηση του μύθου «δεν αφορά , πλέον,  την επιστημονική κοινότητα».

Η αλήθεια είναι ότι η ποταμίσια μαρίδα  πάντα λίγη ήταν , απλώς  παλαιότερα  δεν είχε ανακαλυφθεί ο όρος «είδος  υπό εξαφάνιση».

Αντίθετα η μαρίδα της θάλασσας ήταν πάντα άφθονη.

Ζει σε μεγάλα κοπάδια  που κινούνται νευρικά σαν να τις  χτυπά ηλεκτρικό ρεύμα.

Βασανίζονται αιώνια από τον φόβο αμέτρητων εχθρών.

Σχεδόν όλα τα ψάρια είναι μεγαλύτερά τους και τα περισσότερα τις κυνηγούν.

Τα αόρατα δίχτυα αποτελούν τον μόνιμο εφιάλτη τους.

Οι δολοφονικές ανεμότρατες  εξοντώνουν τα πάντα στο πέρασμα τους .

Ακόμα και τις νύχτες που ησυχάζει ο κόσμος του βυθού , τεράστια πλοία που διασχίζουν το στενό ανάμεσα στον Απραό και τους Άγιους Σαράντα  αναστατώνουν τον ύπνο τους και  τις τρέπουν σε  ξαφνική  και ασθμαίνουσα φυγή.

Λένε (αυτοί που ξέρουν)  ότι ,πλέον,  η θαλασσινή μαρίδα δεν μπορεί να ζήσει αλλιώς . Έχει εθισθεί στην αδρεναλίνη. «Αυτή είναι η φύση της».
Μπορεί να  καταριέται την μοίρα της- λένε- αλλά αν εκλείψουν  αυτές οι συνθήκες ζωής  της θα βυθισθεί σε μια ψυχολογική άβυσσο και θα πολλαπλασιασθούν τα φαινόμενα μαζικών αυτοκτονιών  θαλασσινής μαρίδας  δια της εισπνοής  ατμοσφαιρικού αέρα.

Παρόλα αυτά μερικές θαλασσινές μαρίδες μαζεύονται κοντά στις εκβολές του μικρού και ανώνυμου ποταμιού του Απραού και  μαθαίνουν να ζουν στο υφάλμυρο νερό τους.
Γεννούν τα  αυγά τους εκεί και μαθαίνουν τα μικρά να ζουν σε αυτές τις συνθήκες.
Από γενιά σε γενιά προσαρμόζονται και εισχωρούν μέσα στο ποτάμι . 
Φτιάχνουν καινούριες κοινότητες μέσα στους καλαμιώνες.

Δεν είναι πολλές,  είναι αλήθεια,  αλλά οι ποταμίσιες μαρίδες πάντα λίγες ήταν.

Η ζωή στους καλαμιώνες του ποταμιού δεν ήταν, βέβαια, ένας επίγειος παράδεισος.
Έχω ακούσει αφηγήσεις για τις  εποχές του μεγάλου λιμού,  που οι άνθρωποι των γύρω χωριών  ψάρευαν τις μικροσκοπικές μαρίδες για να επιβιώσουν.
Έκλειναν τα ποτάμια σε ένα σημείο με πέτρες και έριχναν ασβέστη.
Ύστερα ανακάτευαν το νερό με τσαπιά ώσπου να γίνει  άσπρο σαν το γάλα.
Οι μαρίδες και τα χέλια του ποταμιού τυφλωνόταν και ανέβαιναν στην επιφάνεια.

Έκτοτε  οι νυχτερινοί μου εφιάλτες, μερικές φορές, συνοδεύονται με τυφλά ψάρια που  σπαρταρούν σε μια κατάλευκη επιφάνεια.

Πολλοί είπαν ότι οι  ποταμίσιες μαρίδες έχουν πλέον εκλείψει.

Άλλοι πάλι λένε ότι απλώς δεν υπήρξαν ποτέ και ότι πρόκειται για έναν ακόμα λαϊκό θρύλο.

  Αν , όμως,  καθίσεις στο ξύλινο γεφυράκι στο ποταμάκι του Απραού και έχεις υπομονή θα τις δεις να σε κοιτάζουν περίεργα ανάμεσα από τα καλάμια.

Πρέπει να χαλαρώσεις .

Σε αισθάνονται.

Τότε θα αρχίσουν να βγαίνουν  δειλά και να πλησιάζουν το πόδι σου μέσα στο νερό. Θα σου γαργαλήσουν τις πατούσες απαλά και θα σε κάνουν να χαμογελάσεις.

Μετά  θα βγάλουν το κεφάλι τους μία-μία από το νερό .

Στην αρχή θα νομίσεις ότι κάνουν μπουρμπουλήθρες με το ανοιχτό τους  στόμα  για να σε κοροϊδέψουν .

Ξάπλωσε στο ξύλινο γεφύρι .

 Χαλάρωσε,  κλείσε τα μάτια σου και διώξε τις σκέψεις που σε βασανίζουν.

Άφησε το σώμα σου να αιωρείται στο  άπειρο.

Αν τα καταφέρεις θα τις ακούσεις να τραγουδούν.

Κυριακή 6 Ιανουαρίου 2013

Η Λοκάντα


Το ταπεινό μας σπίτι μας στο χωριό έχουν επισκεφθεί κατά καιρούς  μεγάλοι τραγουδιστές, δεξιοτέχνες  σοβατζήδες , διάσημοι μουσουργοί , φημισμένοι γυψοσανιδάδες, ερασιτέχνες  ψυχαναλυτές,  σπουδαίοι φιλόσοφοι και  μεγάλοι επαναστάτες.

Είναι κάτι  μεταξύ πολιτιστικής λέσχης , κέντρου φιλοσοφικών ερευνών, οινομαγειρείου,  σταθμού ΚΤΕΛ και δημοσίων ουρητηρίων.

Φέτος μαζευτήκαμε ένα τσούρμο που θύμιζε έντονα την  ταινία του ’70 «Βαβυλωνία».
Καλύτερα, θα έλεγα, ότι έμοιαζε με πρόβες από μια «Βαβυλωνία Νο2».

Ενώ η πρώτη Βαβυλωνία αναφέρεται στο σοκ από την συγκόλληση διαφόρων ιδιαιτέρων συλλογικοτήτων σε ένα αστικό εθνικό κράτος , η δεύτερη θα πρέπει, μάλλον , να αναφέρεται στην  αμηχανία  μπροστά στην ολοκλήρωση αυτής  της αποστολής του.

Το να εξηγήσεις στους  φιλοξενούμενους σου ποιος ήταν ο «Σχουλεμβούργος» η ο  «Ντούγκλας» είναι μάλλον εύκολο. Όταν όμως η συζήτηση επικεντρωθεί (για παράδειγμα) στα αγριολάχανα, τότε τα πράγματα μπερδεύονται.

Οι Μυτιληνιοί έχουν μια πολύ ζωντανή σχέση με το δάσος και τα άγρια χόρτα , με τα ψάρια με τα  πουλιά και με τα ζώα. Γυρνάνε στα βουνά και μαζεύουν μετά μανίας μυκάνους. Έχουν μέχρι και …(άκουσον άκουσον)….σύλλογο μανιταρόφιλων.

Περπατούσαμε και μας έκοβαν χόρτα που τρώγονται ευχάριστα ακόμα και ωμά. Οι ονομασίες τους όμως δεν έμοιαζαν με τις αντίστοιχες δικές μας.

Ξέρουν να διαλέγουν τα μανιτάρια και έχουν μια ονομασία για το καθένα. Παράξενα και πρωτάκουστα ονόματα. Αν δεν τα ξέρεις μπορεί να βρεθείς στα καλά καθούμενα (στην καλύτερη περίπτωση) στο νοσοκομείο.

Τρώγαμε και εμείς τους μυκάνους αλλά , από όσο θυμάμαι, ξέραμε μόνο ποιοι  ήταν βρώσιμοι και ποιοι δηλητηριώδεις. Ετούτοι  τους ξέρουν προσωπικά έναν - έναν.

Στις  φιλοσοφικές συζητήσεις τα καταφέρναμε καλά .
Ο «Ιρασιοναλισμός» είναι κοινός σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της Γης.
 Όπου και να πας έτσι τόνε λένε.

Τα «μουσκολάχανα» όμως , αλλιώς τα λένε στην Μυτιλήνη και αλλιώς στην Κέρκυρα.
Αν δεν έχεις ένα μουσκολάχανο στο χέρι να του το δείξεις δεν μπορείς να συνεννοηθείς. Εάν , δε , το μουσκολάχανο βγαίνει την άνοιξη  τότε δεν μπορεί να περιμένει ο άλλος τρεις μήνες για να του το δείξεις.

Είπαμε να τους φτιάξουμε μπουρδέτο.
Προέκυψε το ερώτημα «τι είναι το μπουρδέτο».
Λες:  «ένα φαγητό που το φτιάχνουμε με Παστανάκα».
Προκύπτει το ερώτημα «τι είναι η Παστανάκα;».
Λες: «ένα είδος σαλαχιού»
Προκύπτει το ερώτημα «ποιο από τα εκατοντάδες είδη σαλαχιών;»
Πώς να το περιγράψεις με νοήματα;
Απελπισία!

Λες να προτείνεις «να φτιάξουμε μια βόγγολη για το ούζο». Κρατιέσαι όμως.   Άντε να εξηγήσει από ποια οστρακοειδή και με ποιο τρόπο φτιάχνουμε την βόγγολη.

Λες: « ανοίξτε τη φανέστρα να πάρουμε αέρα»
Πρέπει να εξηγήσεις ποια είναι η φανέστρα.

Λές: «Μην τραβάς  την κορτίνα θα ρίξεις τη Μποναγράτσια.»
Πρέπει να εξηγήσεις  πάλι.

Εκεί που η βραδιά κυλούσε καλά , ξαφνικά σβήνουν τα φώτα και βυθιζόμαστε στο σκοτάδι. Σκέφτομαι: «Η Μας έκοψε το απλήρωτο ρεύμα η ΔΕΗ  η κάποιος έκλεισε με την πλάτη του κατά λάθος τον διακόπτη».
Οπότε θέτω ευθέως το ερώτημα: «Αυτό, τώρα, ήταν ένα κάζο πενσάτο η ένα κάζο ατσιτέντε;»

Πέμπτη 3 Ιανουαρίου 2013

Ο Φάρος


Πάντα με ενοχλούσε η αγέρωχη αλαζονεία των φάρων.

Όταν ανέλαβα να φτιάξω εκ νέου τα κάγκελα του φάρου των Οθωνών περισσότερο με ένοιαζε η εμπειρία παρά η αμοιβή .

Ξεκίνησα με ένα ταχύπλοο από ένα έρημο  λιμανάκι της βόρειας Κέρκυρας φορτωμένος εργαλεία.

Είχε  βάλει μαΐστρο και έφτασα στο νησάκι  τρέμοντας από το κρύο και βρεγμένος.

Στο λιμανάκι με περίμενε ένας  αμίλητος, αξούριστος και παράξενος  μεταφορέας με μια  σαραβαλιασμένη καμιονέτα χωρίς πινακίδες.

Μπήκα σε ένα παντοπωλείο  που  πουλούσε πράγματι  τα πάντα.

Ζήτησα ψωμί .  Ο μαγαζάτορας μου έκανε μια ακαθόριστη χειρονομία που θα μπορούσε να ερμηνευτεί περίπου ως  «Τι μας λες τώρα!» .

Αργότερα έμαθα ότι , το χειμώνα, έρχεται το καΐκι με το ψωμί μια φορά την εβδομάδα.

Διασχίσαμε το  έρημο νησί.

Προσπάθησα να  μιλήσω  με τον οδηγό αλλά δεν φαινόταν να έχει όρεξη για κουβέντες.

Μετά  από μια στροφή , στην βορειοανατολική πλευρά,  νάσου μπροστά μου  ολομόναχος ο θρυλικός φάρος των Οθωνών.

Ξεφόρτωσα και έμεινα μόνος με τον φαροφύλακα στη μέση του πουθενά.

Όσο έμεινα εκεί  οι λέξεις που ανταλλάξαμε  μετριόταν στα δάκτυλα του ενός χεριού.

Είχα διαρκώς  την αίσθηση  πως  ότι  είχε να πει το είχε πει κάπου αλλού ,  η πως είχε ξεχάσει να μιλάει.

Όταν τελείωνα τη δουλειά  , δανειζόμουν την καραμπίνα του, έδενα σε δύο πουρνάρια  έναν  άχρηστο μουσαμά , έκανα μικρούς κύκλους με έναν μαρκαδόρο στην τύχη  και  καθισμένος  σε μια καρέκλα απέναντι  έκανα εξάσκηση σκοποβολής.

Όλοι οι φάροι θεωρούν τον εαυτό τους αδιαμφισβήτητο σηματοδότη της πορείας μας.

Μόλις περάσεις τον φάρο των Οθωνών, αν βάλεις την πλώρη στις 250 μοίρες , σε λίγα μίλια θα αρχίσεις να βλέπεις τον φάρο του Ότραντο.

Στη μέση της θάλασσας μοιάζουν σαν  απόκοσμοι πολεμιστές που διασταυρώνουν τα  φωτισμένα ξίφη τους  στο σκοτάδι , και άλλες φορές σαν γειτόνισσες που κουτσομπολεύουν σε μια ακατανόητη διάλεκτο.

Γνώρισα πολλούς φάρους στην ζωή μου.

Είναι αδιανόητο να τους αμφισβητήσεις .

Πάντα με ενοχλούσε η  ακλόνητη βεβαιότητα τους (η μήπως ζήλευα;).

Μου αρέσει καλύτερα όταν τους περιβάλλει η θαλασσινή πάχνη της αμφιβολίας.


Τετάρτη 2 Ιανουαρίου 2013

Πέθανε η Λίζα.


Προχτές πέθανε η Λίζα.

Είχε έρθει στο χωριό κουλούκι και πέρασε μαζί μας όλη της την ζωή.

Την αγαπούσε όλο το χωριό, μικροί και μεγάλοι.

Την εύρισκες πάντα έξω από την ταβέρνα του Αλέκου. Κοιμόταν σε μια αποθήκη  του «προέδρου».

Ακολουθούσε την χορωδία που γύρναγε  τσι  ρούγες και έλεγε τα κάλαντα.

Ο Θοδωρής έλεγε να τηνε μάθουμε να κάνει σιγόντο που είχαμε έλλειψη.

Φέτος δεν τα πρόλαβε.

Η χορωδία μας συνηθίζει να λέει τα κάλαντα , αργά τη νύχτα της παραμονής, και στο νεκροταφείο του χωριού.

Βαραίνουμε όλοι  εκείνη την ώρα.

Φέτος  είχαμε και άλλη απώλεια.

Προχτές πέθανε η Λίζα.

Στην πόλη έχω έναν γείτονα  που περνάει κάθε μέρα με το  σκύλο του δεμένο  κάθε πρωί.
Το βγάζει δεμένο μια μικρή βόλτα.
Τον ταΐζει δεμένο .
Τον βάζει να παίζει με τα άλλα σκυλιά δεμένο.
Τον  αφήνει στην αυλή να κοιμηθεί δεμένο.

Πίστευα ότι τελικά ο σκύλος θα πεθάνει δεμένος  κάποιο βράδυ στην αυλή του γείτονα.

Προχτές μου είπε ότι δεν μπορεί να πληρώσει τα τέλη κυκλοφορίας του τέρατος.
«Ξενοικιάστηκε και το εστιατόριο» που του άφησε κληρονομιά ο πατέρας του.
 «Έχει  να πληρώσει και φόρους για τα τρία διαμερίσματα του».
Ο Αγέρωχος γείτονας με το τερατώδες τζιπ ,που τον εμπόδιζαν οι καθρέφτες από τα «παλιαυτοκίνητά μας», θα κάνει περικοπές.

Σκέφτεται να πάει ένα βράδυ και να αμολάρει το σκύλο έξω από το Λούνα ντ' Aρτζέντο.

«Κάποιος θα του ρίξει κανένα κόκκαλο».

Του λέω ότι  η ταβέρνα υπολειτουργεί και γύρω έχουν εγκαταλειφθεί πολλά σκυλιά από αργόσχολους  «ζωόφιλους  του  «τένις»  με δυόμιση χιλιάδες κυβικά».

Δεν ακούει . Πρέπει , πρωτίστως να σώσει το τομάρι  του.

Προχτές πέθανε η Λίζα.

Το χειμώνα , τα σαββατόβραδα , πηγαίναμε στο ταβερνάκι του χωριού, παίρναμε το μεζέ μας και το κρασί στο χέρι και  βγαίναμε έξω στο κρύο.

Κανένας δεν το παραδεχόταν αλλά , κατά βάθος, δεν θέλαμε να αφήσουμε μόνη της την Λίζα.

Μοιραζόμαστε το μεζεδάκι μαζί της.

Χτες  έβρεχε στο χωριό.

Είδα τον «πρόεδρο»  να κάθεται μόνος έξω από την ταβέρνα με το κρασί του.

Γύρισα σπίτι.

Έξω από την πόρτα ήταν ακουμπισμένο ένα μπουκάλι κρασί.

Δεν ξέρω ποιόν να ευχαριστήσω.

Μάλλον δεν έχει νόημα.