Δευτέρα 25 Μαρτίου 2024

Ο άνεμος θα μας πάρει

Ο Έκτορας  σύχναζε τριγύρω από τον Φοίνικα.

Ήτανε ο μοναδικός αδέσποτος σκύλος της περιοχής αυτής

Τριγύρω δεν είχε ούτε χασάπικα, ούτε σκουπιδοτενεκέδες.

Αυτός , για κάποιο λόγο που δεν μου αποκάλυψε ποτέ,   σύχναζε τριγύρω από ένα θέατρο και ένα θερινό σινεμά.

Ήταν ο μοναδικός αδέσποτος σκύλος σινεφίλ.

Ο Παναγιώτης μου έλεγε  ότι ο Έκτορας είχε δει όλα τα έργα του Κιαροστάμι που είχε προβάλει η κινηματογραφική λέσχη «Μετείκασμα».

Ο Έκτορας , εκτός των άλλων,  είχε για ένα φεγγάρι γκόμενα την Λούλα την κουτσή.

Η Λούλα η κουτσή , βασικά έκανε παρέα με τον Τζίνο του ψυχιατρείου. Ενίοτε δε ηγείτο και μιας αγέλης  που αν σε έπαιρναν  με κακό μάτι αλλοίμονο σου.

Ένα βράδυ παραλίγο να με κάνουνε κομμάτια κάτω από τα βόλτα της Πολυχρονίου Κωνσταντά .

Την τελευταία στιγμή  μπήκε μπροστά η Λούλα και με γλύτωσε.

Με συμπαθούσε λόγω του ότι την τάιζα που και πού.

Ανέκαθεν  είχα πολλές φιλίες με αδέσποτους σκύλους και βουρλισμένους και μου βγήκε σε καλό.

Το αίνιγμα του Έκτορα λύθηκε όταν γνώρισα τον Αχιλλέα.

Ο Αχιλλέας δεν ήταν σκύλος ….για την ακρίβεια, δεν ήταν ακριβώς σκύλος.

Ο Αχιλλέας είχε κάνει κατάληψη σε ένα ερειπωμένο διαμέρισμα της Πόρτα Ρεμούντα που ήταν ιδιοκτησίας ενός θείου του που έλειπε χρόνια στο  εξωτερικό.

Με κάλεσε μάλιστα και κάποια φορά στο «σπίτι»  για καφέ.

Επρόκειτο για μια αθλιότητα απερίγραπτη.

Ένα ράντζο, ένα πτυσσόμενο τραπεζάκι, δύο φλιτζάνια και ένα γκαζάκι.

Όλα από τα σκουπίδια. 

Καθίσαμε και οι δύο στο ράντζο με προσοχή για να μην διαλυθεί με το φλιτζάνι στο χέρι.

Πρόσεξα ότι πίσω από την πόρτα είχε κρεμασμένο ένα πτυσσόμενο  λουρί σκύλου  πολυτελείας.

«Έχεις σκύλο;» τον ρώτησα.

«Όχι , το λουρί είναι για τον Έκτορα».

Έτσι έμαθα  ότι , κάθε απόγευμα , ο Αχιλλέας κατέβαινε με μια κονσέρβα να ταΐσει τον Έκτορα.

Εκεί που ο Έκτορας έτρωγε αμέριμνος του έδενε το λουρί στον λαιμό και το έσερνε μαζί του στην Γαρίτσα.

Αυτός ήταν και ο λόγος που τον ονόμασε «Έκτορα»

Βασική επιδίωξη του Αχιλλέα ήταν , μέσω του Έκτορα, να βρει γκόμενα  στα Κουρτελάτσα .

Δεν έψαχνε στα τυφλά.

Ήθελε κάποια οικονομικά  καλοστεκούμενη φιλόζωο , μιας κάποιας ηλικίας , «να  τρυπώσει κάπου».

Ομοίως,  ο Έκτορας δεν είχε καμία όρεξη  να τονε σέρνουνε αλλά και αυτός είχε συνηθίσει στην σιγουριά της κονσέρβας του Αχιλλέα.

Μόλις γυρίζανε από τον Ανεμόμυλο , τον έλυνε και ο Έκτορας τριγύρναγε έξω από το θερινό σινεμά.

Ο Αχιλλέας είχε και άλλες ενασχολήσεις … πνευματικές.  

Έγραφε  διάφορα πονήματα σε μια γλώσσα που ελάχιστοι μπορούσαν να αποκωδικοποιήσουν και που αφορούσαν σε διάφορα θέματα συνωμοσιών, εξωγήινων, αρχαίων Ελλήνων, ψεκασμών, σατανικών λεσχών κλπ.

Αν τα έγραφε για τον εαυτό του το κακό θα ήταν μικρό.

Ο Αχιλλέας έμπαινε σε όποια εκδήλωση εκτιμούσε ότι τον «έπαιρνε».

Περίμενε υπομονετικά και με ύφος βαθυστόχαστο.

Μόλις τελείωνε την ομιλία του ο ομιλητής ζητούσε το λόγο και διάβαζε ατελείωτες σελίδες με πράματα εντελώς άσχετα με την εκδήλωση.

Ο Αχιλλέας είχε διαλύσει έτσι πολλές παρουσιάσεις βιβλίων, προσυνεδριακές εκδηλώσεις κομμάτων, ομιλίες της αστρονομικής εταιρείας και  ποιητικές βραδιές.

Τον έβλεπες να έρχεται με τις σημειώσεις παραμάσχαλα και ανατρίχιαζες.

Όσο ο Αχιλλέας ασχολούταν με πνευματικά θέματα , ο Έκτορας έβλεπε ταινίες.

Έτρωγε και κανένα πατατάκι που του δίνανε  οι ελάχιστες ευαίσθητες φοιτήτριες  που πηγαίνανε στο σινεμά και περίμενε την επομένη το απόγευμα,  την κονσέρβα.

Ιδιαίτερα του  άρεσαν  οι εικόνες από τα ατελείωτα λιβάδια με τα στάχυα του Κιαροστάμι.

Όταν έκλεισε  το θερινό σινεμά , όπως ήταν αναμενόμενο, ο Έκτορας συνέχισε να κοιμάται τα βράδια του χειμώνα στο  άδειο δωμάτιο του μηχανικού προβολής.

Πέρασαν τα χρόνια και άλλαξαν οι εποχές.

Πέθανε ο Κιαροστάμι.

Πέθανε ο Παναγιώτης.

Έκλεισε  το θερινό σινεμά.

Κατέρρευσε και η σκεπή του Φοίνικα.

Η Λούλα η κουτσή βολεύτηκε σε  έναν κήπο στο τένις όπου και έζησε ευτυχισμένη τα τελευταία χρόνια της περιπετειώδους της ζωής.

Ο Τζίνο υιοθετήθηκε από μια Αθηναία και ταξίδεψε δεμένος μέχρι το Αιγάλεω όπου έζησε σε κήπο με ξυλόσπιτο.

Ο Αχιλλέας έμεινε μόνος και συνεχίζει να περιφέρεται στην πόλη χωρίς να έχει καταφέρει να πείσει κανέναν και χωρίς να βρει γκόμενα.  

Θα έχει πεθάνει και ο Έκτορας.

Έτσι είπα να γράψω λίγα λόγια να τον μνημονεύσω εγώ .

Σάββατο 16 Μαρτίου 2024

Armolino (Σαν ξένοι πάνω σε σανίδες)

 Άκουσα το «Αρμολίνο»   για πρώτη φορά όταν ήμουν εννιά χρονών.

Με είχε πάει ο πατέρας μου να μάθω μαντολίνο  στην Άνω Δάφνη  , στην «Κερκυραϊκή χορωδία Αθηνών».

Ακούγεται  βαρύγδουπο αλλά η «Κερκυραϊκή χορωδία και μαντολινάτα Αθηνών» στεγαζόταν στο δυάρι του μαέστρου μας.

Με έβαλε σε ένα σκαμπό στο  στενό διάδρομο .

Θα έπρεπε να παίζω ασταμάτητα τρέμολο  το Μι  καντίνι.

Μέσα κάνανε πρόβα οι μεγάλοι της χορωδίας.

Κάθε που ο μαέστρος έκανε πρόβα τους πριμοσεκόντους βγαίνανε στο διάδρομο οι βαρυτονόμπασοι και με ποδοπατούσαν.

Θυμάμαι που όταν βαριόμουν το ίδιο και το ίδιο άρχισα να παίζω ότι μουρχώτανε.

Με ξεχώριζε μέσα στην φασαρία και τις φωνές και έβγαινε έξω νευριασμένος .

«Δε σούπα ωρέ  το Μι καντίνι; Τι παίζεις αυτού. Άμα το ξανακάνεις θα το βάλω κάτω και θα το πατήσω.»

Τότε λοιπόν ήταν που τους άκουσα  για πρώτη φορά να τραγουδάνε το «Αρμολίνο».

Δεν καταλάβαινα τίποτα. Η γλώσσα ήταν απολύτως ακατανόητη.

Αφού και γειτόνοι από τα διπλανά σπίτια αναρωτιόνταν «Μα τι τραγουδάνε αυτοί οι άνθρωποι εκεί μέσα.»

Ρώτησα τον πατέρα μου.

«Τίποτα  δεν τραγουδάνε. Πρόκειται για ένα πολύ παλιό τραγούδι που το τραγουδάγανε οι μεθυσμένοι στις ταβέρνες . Ακαταλαβίστικα λόγια ... Θυμάμαι από τον πάππου σου.»

Πέρασαν τα χρόνια και το αίνιγμα του «Αρμολίνο» έμεινε άλυτο.

Κάποια φορά το ξανάκουσα στην Κέρκυρα.

Σκέφτηκα να επιχειρήσω να το αποκωδικοποιήσω αλλά στο βάθος  σκεφτόμουν ότι μπορεί όντως να ήταν λόγια μεθυσμένων.

Ιταλικά δεν ήταν σίγουρα παρόλο που μερικές λέξεις έμοιαζαν. Ωστόσο δεν υπήρχε και ειρμός.

Προσπάθησα πολλές φορές να το μεταφράσω χωρίς αποτέλεσμα .

Παραλίγο θα είχα εγκαταλείψει την προσπάθεια.

Τότε έμαθα για την ύπαρξη ενός καλογέρου στο μοναστήρι των Καπουτσίνων που ήταν από κάποιο χωριό της Βενετίας και ήξερε καλά την διάλεκτο των Βενετσιάνων.

Θα έκανα και αυτή την προσπάθεια και αν δεν είχε αποτέλεσμα θα σταματούσα .

Ο Μοναχός με υποδέχτηκε με επιφύλαξη.

Μάλλον θα φαντάστηκε ότι η μετάφραση θα αφορούσε σε κάποιο  παλιό έγγραφο σχετικά με κάποια ιδιοκτησία και δεν ήθελε να ανακατευτεί.

Τελικά τον έπεισα να το κοιτάξει.

«Δεν είναι ακριβώς Ενέτικα . Υπάρχουν πολλές λέξεις μεν αλλά υπάρχουν και άλλες παραποιημένες . Ακόμα υπάρχουν και μερικές Ελληνικές.»

«Αρμολίνο σημαίνει χαϊδευτικά το πλήρωμα κάποιου πλοίου η κάποιας αρμάδας πλοίων . Τα χρόνια εκείνα τα πλοία ταξίδευαν σε αρμάδες για ασφάλεια.»

Συνέχισε ο Μοναχός να μου εξηγεί.

«Μιλάει για πεντακόσια άτομα που δούλευαν  σε κάποια αρμάδα πλοίων κάτω από άθλιες συνθήκες ..,…  Armolino sordito, cinque cento sareto…»

Και παρακάτω … « Armolino tersi mai, privi , soli, alegri mai..” δηλαδή  ζουν σε άθλιες συνθήκες και δεν είναι ποτέ χαρούμενοι.»

… «Σαν μονομάχοι , με μόνη παρηγοριά την αγάπη και την αλληλεγγύη μας…»

 «..Ορίστε εδώ λέει ότι «είμαστε και κατεργάρηδες, όμως,  τα καταφέρνουμε να πάρουμε και δεύτερη μερίδα»…»

Κοίταζα τον μοναχό με κομμένη την ανάσα.

Δεν καταλάβαινε ότι  θα έπρεπε να ήταν ο πρώτος που μετά από αιώνες ξεκλείδωνε  το μυστικό.

Προφανώς επρόκειτο για ένα τραγούδι αγνώστου συνθέτη που αναφερόταν στα πληρώματα των εμπορικών πλοίων μιας άλλης εποχής που  διέσχιζαν την Αδριατική και την Μεσόγειο με πανιά μεταφέροντας εμπορεύματα.

… «και τότε μας μπαίνει μια τρελή ιδέα..» συνεχίζει ο μοναχός.

.. «βουλιάζουμε τα πλοία στα σκοτεινά βάθη και βγαίνουμε στην στεριά ως ξένοι πάνω σε σανίδες..»

..και αυτό δεν είναι «san»  αλλά «σαν»… Ελληνικό ….»

…¨ούτε αυτό είναι «Se» αλλά «Σε» … επίσης Ελληνικό…»

..  «Σαν uno foreste σε tavolare….»

 

Τον ευχαρίστησα ανακουφισμένος.

Νόμιζα ότι και αυτή η απόπειρα θα ήταν άκαρπη.

Ο Γέροντας  με συνόδευσε  μέχρι την πόρτα του μοναστηριού.

Κρατούσα στο χέρι μου ένα τραγούδι αιώνων.

Ένα τραγούδι που αφού περιπλανήθηκε σε θάλασσες , σε λιμάνια και σε ωκεανούς , βγήκε  στην στεριά πάνω σε σχεδία και συνέχισε το ταξίδι του ανά τους αιώνες.

Σε  αποπνιχτικές ταβέρνες του χειμώνα.

Σε χωράφια του καλοκαιριού.

Σε  προαύλια εκκλησιών.

Σε καντάδες των ερωτευμένων  και σε συναυλίες χορωδιών.

Βγήκα στον δρόμο.

Αυτοκίνητα , νταλίκες, ασθενοφόρα , και σειρήνες περιπολικών.

Μόλις έχει τελειώσει και η γιουροβίζιον.

Το Αρμολίνο αδιαφορεί και συνεχίζει το ταξίδι του ως ξένος πάνω σε σχεδία.

Σε μια εποχή που είναι της μόδας  τραγούδια για το τίποτα γραμμένα.

 

Σάββατο 9 Μαρτίου 2024

Μία ερωτευμένη πυγολαμπίδα.

 Παλιά της πυγολαμπίδες τις λέγαμε «Κωλοφωτιές» .

Ακόμα παλαιότερα  λατρευόταν η  «Αφροδίτη Καλλίπυγος».

Σαν να λέμε σήμερα «η Θεά με τον ωραίο κώλο».

Σήμερα , στην εποχή της προελαυνούσης Woke Κουλτούρας  εάν  τολμήσεις να  ξεστομίσεις κάτι τέτοιο θα καταγγελθείς τουλάχιστον ως «σεξιστής» και θα καταλήξεις στην ιερά εξέταση του λεγόμενου δικαιωματισμού.

Άσε που μπορεί να σε αφορίσει και κανένας Δεσπότης.

Τέτοιες μέρες λοιπόν , όπως κάθε χρόνο, ετοιμάζονται οι πυγολαμπίδες για τον ξέφρενο χορό τους στα σκοτεινά δάση.

Κουνάνε ασταμάτητα την φωτισμένη τους  «πυγή»  και τα δάση μετατρέπονται σε κλαμπ  αλλοφρόνων χορευτριών και χορευτών.

Παλαιότερα είχα γράψει ένα παιδικό παραμύθι  για μια ερωτευμένη πυγολαμπίδα.

Το  έχασα σε κάποιο update και δεν το θυμάμαι ακριβώς.

Είναι αδύνατον,  νομίζω,  να ξαναγράψεις το ίδιο παραμύθι δύο φορές διότι, ως γνωστόν,  άλλος το έγραψε την πρώτη φορά και άλλος την δεύτερη.

Η ερωτευμένη πυγολαμπίδα, λοιπόν,  ένοιωθε μια γοητεία  για την φωτισμένη τρύπα στην μέση του σκοτεινού δάσους που οι άνθρωποι την λέγανε χωριό.

Την ίδια γοητεία νοιώθουν και οι άνθρωποι για τις μαύρες τρύπες του διαστήματος  όπου εκεί, καθώς λένε,  δεν ισχύουν οι φυσικοί νόμοι που ξέρουμε και δεν υπάρχει  ο χώρος και ο χρόνος.

Ακριβώς όπως εμάς μας βασανίζει η περιέργεια  για το τι συμβαίνει σε μια μαύρη τρύπα  έτσι και η μαγεμένη ( και ερωτευμένη)  πυγολαμπίδα ήθελε να πάει στην φωτισμένη τρύπα που οι άνθρωποι την λέγανε χωριό.

Ματαίως προσπαθούσαν να την αποτρέψουν οι υπόλοιπες λέγοντάς της ότι αυτό το μέρος είναι καταραμένο και ότι  εκεί   μέσα χάνεται το φώς σου και, ως εκ τούτου,  χάνεις και όλες σου τις δυνάμεις .

Η μαγεμένη (και ερωτευμένη)  πυγολαμπίδα  δεν άκουγε τίποτα.

Διέσχισε μοναχή της το δάσος και έφτασε στην φωτισμένη τρύπα που οι άνθρωποι την λέγανε χωριό.

Μόλις μπήκε μέσα τάχασε.

Ξαφνικά βρέθηκε μέσα  σε μια ατελείωτη θάλασσα φωτός .

Ακόμα και στον ουρανό υπήρχαν τεράστιες μπάλες που έριχναν ασταμάτητα κύματα  φωτός  και που οι άνθρωποι τις έλεγαν «λάμπες δημοτικού φωτισμού».

Τριγύρναγε χαμένη στον ωκεανό του φωτός.  

Κατάκοπη  και τρομαγμένη  γαντζώθηκε από τα βράχια μιας  κάτασπρης έρημου που δεν υπήρχαν καθόλου δένδρα  και που οι άνθρωποι την λέγανε «τοίχος σαγρέ».

Περίμενε εκεί μην ξέροντας τι να κάνει.

Ξάφνου πέρασαν τρείς άνθρωποι και τους άκουσε που λέγανε ότι θα πάνε βόλτα  στο σκοτεινό δάσος.

Τους ακολούθησε και μετά από λίγο ξαναβρέθηκε επιτέλους έξω  από την φωτισμένη τρύπα.

Οι άλλες πυγολαμπίδες τρέξανε να την υποδεχτούν  και να μάθουν τα όσα είδε.

Την άκουγαν με ανοιχτό το στόμα.

Ύστερα από όλα αυτά και όπως πως συμβαίνει πάντα,  συνέχισαν τον ασταμάτητο ανοιξιάτικο χορός τους.

‘Έμοιαζε με έναν χορό χωρίς αρμονία.

Τυχαίες φωτεινές διαδρομές μέσα στα σκοτάδια του δάσους.

Ήταν τότε που οι τρείς φίλοι μαγευτήκαν από τον φαινομενικά ακατανόητο χορό   των πυγολαμπίδων και άρχισαν το δικό τους τραγούδι.

Αμέσως συνέβη το αναπάντεχο . 

Σαν μια μάγισσα να άγγιξε το σύμπαν με το ραβδί της , ο στροβιλισμός των φωτισμένων πυγολαμπίδων εναρμονίστηκε με το τραγούδι.

Ήταν ένα θέαμα που όμοιο του δεν είχαν ξαναδεί τα μάτια των ανθρώπων.

Στην κορυφή του χορού  η μαγεμένη (και ερωτευμένη) πυγολαμπίδα  του παραμυθιού μας ως πρίμα μπαλαρίνα.

Υπάρχουν και στις φωτισμένες τρύπες ανάλογα  κλαμπ ερωτικών χορών με φωτισμένες πυγολαμπίδες αλλά δεν είναι το ίδιο.

Όσο ο χορός των πυγολαμπίδων εναρμονιζόταν με το τραγούδι των τριών φίλων τόσο και το τραγούδι γινόταν περισσότερο μαγικό από ποτέ.

Αυτό συνέβαινε , λένε οι μάγισσες , διότι  ο  χορός των πυγολαμπίδων δεν είναι μόνο ένας χορός του έρωτα.

Είναι κάτι ακόμα περισσότερο.

Ετούτο έμοιαζε περισσότερο με ταγκό.

Ήταν  ο χορός των σχέσεων στην ζωή .

Λίγοι μπορούν να τον  χορέψουν.

Δεν ακούν τα μαθήματα του χορού στην σχολή.

Δεν αρκεί η μαθηματική αρμονική κίνηση των μετρημένων  βημάτων .

Χρειάζεται  ακόμα περισσότερο η διαίσθηση.

Πριν κάνει την κίνηση του ο ένας πρέπει να μπορεί να το διαισθανθεί ο άλλος και να ανταποκριθεί ανάλογα.

Αλλιώς θα ποδοπατηθούν.

Καθώς φαίνεται μέσα στο σκοτάδι,  η μαγεμένη (και ερωτευμένη)  πυγολαμπίδα,   το ξέρει.

Γιαυτό λάμπει περισσότερο από όλες.

Δευτέρα 4 Μαρτίου 2024

Η Ιστορία της Ροντινέλας

 Είχα την τύχη να γνωρίσω την μάνα της Ροντινέλα καθώς και τον πατέρα της.

Έφτιαξαν πρώτοι φωλιά στην ξεχυτή του σπιτιού μου.

Λέω: «Του δικού μου σπιτιού»  ενώ κανονικά θα έπρεπε να λέω: «Του σπιτιού μας» μιας και  τα χελιδόνια θεωρούν δικό τους σπίτι την φωλιά που φτιάχνουν οι πρόγονοι τους.

Γυρίζουν δε πάντα  κάθε άνοιξη σε αυτήν ακριβώς την φωλιά.

Κάθε χρόνο στο ίδιο σημείο μετά από ένα ταξίδι χιλιάδων χιλιομέτρων.

Η Ροντινέλα, η κόρη τους ,  γέννησε  τέσσερα  χελιδόνια  και τα μεγάλωσε μαζί με τον συνοδό της.

Λέω «συνοδό» διότι ως γνωστόν, στο κόσμο των χελιδονιών  δεν υπάρχει η έννοια του πατέρα.

Συμμετέχει μεν αλλά ερασιτεχνικά ως συνοδός .

Καθόμουν , λοιπόν ,  στον μπότζο μου και παρακολουθούσα το ασταμάτητο πήγαινε- έλα για το καθημερινό τάισμα.

Εκείνες τις μέρες διάβαζα , θυμάμαι,  τις «Ανοιχτές φλέβες της Λατινικής Αμερικής».

Η Ροντινέλα συνέχιζε το αγωνιώδες πήγαινε έλα για το τάισμα των παιδιών.

Όταν μεγαλώσανε αρκετά τα άφησε νηστικά για δύο-τρείς μέρες και μετά φτερούγιζε έξω από την φωλιά καλώντας τα να πετάξουν.

Διστάζανε διότι δεν είχαν ξαναπετάξει και το ύψος ήταν μεγάλο.

Τα τρία πρώτα τα καταφέρανε.

Το τέταρτο έπεσε κάτω.

Του ρίχτηκε ένας γάτος της γειτονιάς.

Του πετάω το βιβλίο και τον πετυχαίνω στο κεφάλι.

Ο γάτος , βέβαια, δεν έπαθε τίποτα και το χελιδονάκι τοποθετήθηκε ξανά στην φωλιά για το επόμενο άλμα του προς την ζωή.

Έτσι εξηγείται από τότε και  το μίσος των γάτων της περιοχής για την λατινοαμερικάνικη λογοτεχνία .

Τον Σεπτέμβρη έφυγε και η Ροντινέλα μαζί με την οικογένεια.

Πριν φύγει συνηθίζει να κάνει ατελείωτους κύκλους στον αέρα .

Είναι σημάδι ότι ετοιμάζεται για το ταξίδι.

Ξαφνικά ένα πρωί βγαίνεις έξω και δεν υπάρχει ψυχή .

Κάτι σε σφίγγει στο πέτο.

Σαν να μην έφτανε η μελαγχολία του Φθινοπώρου φεύγουν και οι συγκάτοικοι.

Του χρόνου τέτοιο καιρό ξανάρθε.

Έτσι γνωριστήκαμε καλύτερα.

Της  έλεγα  διάφορα της καθημερινότητας όπως για παράδειγμα ότι «με πονάει ο αγκώνας μου με την όστρια»  , «τι να κάνω για φαγητό το μεσημέρι»  η για «αυτόν το αναίσθητο που παρκάρει όπου βρει».

Με άκουγε  με επιφύλαξη χωρίς να απαντάει.

Περνάει  ένας φίλος γιατρός.

-«Καλημέρα …μιλάς στο κινητό;»

-«Όχι γιατρέ μου … μιλάω στα χελιδόνια.»

-«Δεν είναι σοβαρό. Θα ανησυχήσουμε όταν θα αρχίσουν να σου μιλάνε αυτά.»

Η Ροντινέλα όταν ξεθάρρεψε άρχισε να μου λέει και αυτή για τα δικά της .

Μου μιλούσε για τα ταξίδια της από το Αλγέρι.

Για τους συναγωνισμούς με τα δελφίνια στην θάλασσα.

Για  εκείνο τον ξερότοπο, την Μάλτα, που δεν υπάρχει που να ακουμπήσεις  γιατί βάζουν παντού σιδερένια καρφιά.

Για τις απέραντες αμμουδιές του Βούα και τα βουνά του Ασπρομόντε.

Ύστερα στο  Ότραντο για ξεκούραση μερικές μέρες και μετά απέναντι στους Οθωνούς και την Κέρκυρα.

-«Αλήθεια εσείς τον χειμώνα τι κάνετε;»

-«Μένουμε εδώ.»

-«Γιατί δεν ταξιδεύετε σε πιο ζεστά μέρη;»

-«Δεν μπορούμε να συνεννοηθούμε.  Άλλοι λένε ότι σημασία έχει ο προορισμός και όχι το ταξίδι με αποτέλεσμα να μην κουνιούνται και άλλοι λένε ότι σημασία έχει το ταξίδι και όχι ο προορισμός με αποτέλεσμα  να μην φτάνουν ποτέ πουθενά.»

Δεν με κρίνει από ευγένεια αλλά το αισθάνομαι ότι από μέσα της θα σκέφτεται: «Βρέ που μπλέξαμε!».

Πέρσι η Ροντινέλα δεν ήρθε.

Μακάρι να μην πέθανε στο ταξίδι από την κούραση.

Μάλλον θα πέθανε κάπου στο Αλγέρι την ώρα του ύπνου.

Νομίζω ότι  τα χελιδόνια θα πρέπει να νομίζουν ότι είμαι αιώνιος γιατί κάθε άνοιξη με βλέπουν εδώ.

Πέρσι ήρθανε τα παιδιά της .

Έφτιαξαν  φωλιές στα γύρω σπίτια.

Πιθανόν να μην αντέχουνε την πολυλογία μου.

Μπορεί ακόμα να είναι και εκείνη η τραυματική παιδική εμπειρία  τότε που γλύτωσαν από του γάτου τα δόντια.

Μπορεί ακόμα να ήθελαν να κάνουν μια δική τους αρχή.

 

Έτσι λοιπόν το πατρικό τους ερήμωσε.

Μπορεί φέτος να ρθούνε τα εγγόνια της και να συμμαζέψουν την φωλιά.

Συμβαίνει καμιά φορά.