Σάββατο 21 Μαρτίου 2015

Πίπες


Ο Μικέλης στα νιάτα του έκανε πίπες.

Τα χρόνια εκείνα όλοι οι κάτοικοι των χωριών της Μέσης κάνανε πίπες.

Οι πίπες ήταν τότε μια παραδοσιακή οικονομική δραστηριότητα των κατοίκων αυτών των χωριών που ξεκίνησε σαν συμπληρωματική στο φτωχικό τους εισόδημα και έγινε κύρια.

Νέοι και γέροι, αρσενικοί και θηλυκοί , μικροί και μεγάλοι, κάνανε πίπες δίπλα στην ογνίστρα  τις ατελείωτες και βροχερές νύχτες του Κερκυραϊκού χειμώνα.

Ρώταγες τον άλλον: «τι κάνει η μάνα σου» και σουλεγε εντελώς φυσικά: «Κάνει πίπες».

Πρατούσανε στο Σαρόκο οι χωριάτες και φωνάζανε: «Πίπες! … ενανίμιση φράγκο η πίπα».

Από τσου Καστελλάνους Μέσης έως τον Γαρούνα όλοι κάνανε πίπες.

Μεγάλες περιουσίες αποχτήθηκαν τότε από της πίπες.

Τις φτιάχνανε από ξύλο Κυδωνιάς. Ήταν, λέει, το καλύτερο.
Τις πέρναγανε και ένα αυτοσχέδιο βερνίκι που το φτιάνανε στο σπίτι.

Τα χρόνια εκείνα η πίπα ήταν απαραίτητο αξεσουάρ του καπνιστή διότι όλοι για λόγους οικονομίας κόβανε το τσιγάρο στη μέση και δεν μπορούσες να το πιάσεις αν δεν είχε πίπα.

Έτσι διασκέδαζανε  και την φτώχεια γιατί έκοβε ο άλλος το τσιγάρο στην μέση με αργές κινήσεις ιεροτελεστίας και το έβαζε σε μια περίτεχνη και βερνικωμένη πίπα από τσου Καστελάνους.

Μου λέει ωραίες στόριες ο Μικέλης.

Μου μιλάει για την εποχή του πολέμου που θάβανε στο χώμα πέτρινα λαυριά και βάζανε μέσα το λάδι για να μην το βρίσκουνε οι Γερμανοί.

Τέτοια  δοχεία πήλινα φτιάχνανε και οι αρχαίοι Φαίακες και τα θάβανε στην άμμο της Γαρίτσας για να μην τα βρίσκουνε οι Βησιγότθοι του Τωτίλα.

Γιαυτό   στο μουσείο τα αρχαία πήλινα δοχεία είναι μυτερά στην βάση τους και όλοι απορούν «πως στεκόντουσαν όρθια»
Τα θυμάται όλα αυτά ο Μικέλης και μου τα αφηγείται με κάθε λεπτομέρεια.

Τώρα τελευταία μιλάει μόνο για το παρελθόν.

Σαν να μην υπάρχει μέλλον, ούτε καν παρόν.

Με φώναξε, λοιπόν, να πάω στο χωριό να του φτιάξω ένα σιδερένιο πορτόνι στο σπίτι γιατί το προηγούμενο σάπισε.

Το σπίτι το έφτιαξε τον καιρό της πίπας.

Το «είχε τριάντα χρόνια αλλά το είχε κάνει «φίντο» για οικονομία».

Φτιάχνω το πορτόνι και  είμαι απορροφημένος στην δουλειά.

Με πλησιάζει και μου λέει με ύφος σοβαρό και θλιμμένο.

«Έχω πρόβλημα με το παιδί»

«Ποιο παιδί;…»  του λέω  «…Ο Γιός σου είναι πενήντα χρονώ.»

«Αυτός!»  μου λέει

«Και τι έχει; Εγώ μια χαρά τόνε βλέπω.»

«Ετούτο δώ!..» μου λέει «..δε δουλεύει καλά.»

Μου δείχνει με το δάχτυλο το κεφάλι του.

«Τι έκανε δηλαδή ρε Μικέλη;»

«ΤΙ έκανε!!; Έλα! Τι έκανε! Μου ξερίζωσε το αμπέλι και φύτεψε …γκαζόν!....

Ακούς εκεί γκαζόν!!! Προβατίνες είμαστε;»

«Μού φερε και ένα μηχάνημα με ρόδες να του το κουρεύω, λέει.»

« Μου κουβάλησε και έναν κοπρίτη που είναι σαν αρνί με λουρί, να τονε βγάζω βόλτα για χέσιμο.»


«Τι να κάνω εγώ τώρα; Να πηγαίνω στο καφενείο με τον κοπρίτη δεμένονε από το λουρί και να τους λέω ότι είμαι ξεθεωμένος γιατί κούρευα το γκαζόν;»