Κυριακή 12 Οκτωβρίου 2014

Το Λουκέτο


Βρέθηκε στα χέρια μου  καθώς έψαχνα στο ερείπιο του πατρικού της μάνας μου.

Το βρήκα ανάμεσα σε παλιά  σκουριασμένα αγροτικά εργαλεία και  χειροποίητα ξύλινα βαρέλια μιας άλλης εποχής που κάποτε  μέσα είχαν πολύτιμο λάδι και κρασί.

Το πήρα χωρίς να ξέρω τι θα το κάνω. 

Μου έκανε εντύπωση που ήταν χειροποίητο.

Η Μάνα μου είχε πει ότι  ήταν του πατέρα της .

Το είχε παραγγείλει στον Τάτση τον Χάβρο* και έκανε τότε πολλά λεφτά.

Σε μια εποχή που πολλά χωριάτικα σπίτια δεν είχαν καν πόρτα  και άλλα που είχαν ήταν μια πρόχειρη κατασκευή από τάβλες, να έχεις λουκέτο ήταν μεγάλη πολυτέλεια.

Αποφάσισα κάποια μέρα να το  ανοίξω , να το καθαρίσω και να δώ αν μπορεί να ξαναδουλέψει.

Λιμάρισα με προσοχή τα πριτσίνια και  το άνοιξα με προσοχή.

Σίγουρα τα προηγούμενα μάτια που  είχαν δει τον μηχανισμό θα ήταν του Τάτση του Χάβρου.

Ο Τάτσης  έλεγαν οι παλιοί ήταν μονίμως μεθυσμένος .  Γύρναγε στους δρόμους και τραγουδούσε με μια παλιά κιθάρα. Τον περιγελούσαν τα παιδιά και του σκάρωναν φάρσες.

Δεν θύμωνε ποτέ.

Λέγανε ότι ήταν πολύ καλός  μάστορας και καλός άνθρωπος  παρόλο που ήταν σχεδόν πάντα μεθυσμένος.

Κοίταγα το ξεκοιλιασμένο λουκέτο και μου φαινόταν απίστευτο το πώς έφτιαξε κάποιος έναν τέτοιο μηχανισμό με το χέρι. Πόσο μάλλον που ήταν αλκοολικός.

Σκεφτόμουν  ότι θα χρειάστηκε τουλάχιστον είκοσι μέρες για να το τελειώσει.
Πόσο να έπρεπε να πληρωθεί , άραγε, εκείνη την εποχή ένας άνθρωπος για είκοσι μέρες δουλειάς.

Τo καθάρισα κομμάτι-κομμάτι από την σκουριά , του έβαλα και ένα ειδικό λάδι , δοκίμασα και το κλειδί και  επιτέλους  όλα δούλευαν κανονικά.

Χτύπησα και με ένα μικρό σφυρί προσεχτικά τα κεφάλια από τα λιμαρισμένα  πριτσίνια και το λουκέτο ήταν σαν καινούργιο.

Πέρασε καιρός και το λουκέτο παρέμενε κρεμασμένο σε ένα καρφί στο εργαστήριο μου.

Σχεδόν το  είχα ξεχάσει.

Κάποια μέρα το είδε κάποιος  και έδειξε μεγάλο ενδιαφέρον.

Ήταν λέει , συλλέκτης  παλιών κλειδαριών και είχε μια μεγάλη συλλογή στο υπόγειο του σπιτιού του.

Το ήθελε.

Του είπα ότι δεν το πουλάω.

Επέμενε.

Αρνήθηκα δεύτερη φορά  σχεδόν απότομα.

Προσπάθησε να μου προτείνει ένα ποσό.

Φαίνεται ότι αγρίεψα πολύ .

Έφυγε κοιτώντας με περίεργα.

Νόμιζε ότι τάχα βάλει με αυτόν.

Το λουκέτο τώρα είναι κρεμασμένο δίπλα στην πόρτα .

Αναρωτήθηκα πολλές φορές  γιατί αρνήθηκα να το πουλήσω.

Δεν είναι δα και κανένα  αριστούργημα.

Ο Παππούς  έχει περάσει προ πολλού στον κόσμο της ανυπαρξίας και μάλλον δεν ενδιαφέρεται για την τύχη ενός λουκέτου.

Άλλωστε, αν είχε τόση ευαισθησία θα ερχόταν στον ύπνο μου να μου ζητήσει το λόγο που πέταξα τα βαρέλια  που μου πιάνανε τον τόπο.

Δεν είχα καμιά δέσμευση  απέναντι σε κανέναν και όμως δεν το πούλησα.

Περιέργως  μετράμε πολύ τις  μικρές καθημερινές ήττες μας και  αφήνουμε στην άκρη τις μικρές καθημερινές νίκες.

Σαν να μην καταλαβαίνουμε ότι οι  πόλεμοι  αποτελούνται από μικρές , ασήμαντες και ανάξιες λόγου μάχες.

Έτσι πρέπει διαρκώς  να κάνουμε έναν λογαριασμό ανάμεσα στις αδιόρατες ήττες και στις εξίσου αδιόρατες νίκες.
 
Οι πιο αιματηρές  από αυτές τις μάχες είναι εκείνες που δεν έχεις να δώσεις λογαριασμό σε κανέναν και που ο εχθρός βρίσκεται μέσα σου.

Όποτε  κοιτάω το λουκέτο νοιώθω μια ικανοποίηση.

Σαν να είναι το τρόπαιο από μια φοβερή αναμέτρηση.


*Χάβρος  λεγόταν ο παλιό σιδεράς στα Επτάνησα.  

Στην Ενετική διάλεκτο  λέγεται  Fabbro.