Σάββατο 27 Μαΐου 2023

Ο Άρχοντας της γκρίνιας

Του έφταιγαν όλα.

Τριγύρναγε στο λιμάνι και κατήγγειλε τα πάντα.

Πολλοί είχαν παράπονα .

Το λιμάνι είχε τα χάλια του.

Αυτός όμως  δεν έκανε άλλη δουλειά.

Έμπαινε στο κουρείο τάχαμου να κουρευτεί και εξαπέλυε  κατάρες για τα κακώς κείμενα του λιμανιού.

Έμπαινε στα καφενεία και  κατήγγειλε ασταμάτητα τους πάντες.

«Τα δέντρα στους δρόμους ήταν ακούρευτα από πέρσι και κανένας δεν ενδιαφέρεται».

«Τα σιντριβάνια ήταν γεμάτα αποτσίγαρα και σκουπίδια».

«Τα αγάλματα στις πλατείες ήταν μαύρα από τα καυσαέρια».

«Τα πεζοδρόμια ξηλωμένα ».

«Οι σκουπιδοτενεκέδες γεμάτοι».

«Τα καντούνια σκοτεινά ».

Αλλοίμονο αν τον συναντούσες . Σου μαύριζε την καρδιά.

Του φταίγανε οι πάντες και τα πάντα .

Αν τολμούσες να μιλήσεις για ένα καλοκαιρινό δειλινό , μια πανσέληνο του Αυγούστου, ένα παρτέρι με πανσέδες, δύο παιδιά που φιλιούνται στο παγκάκι,  τα χελιδόνια στον ανοιξιάτικο ουρανό,  σε κοίταζε με καχυποψία.

Η ομορφιά για αυτόν ήταν πλέον σημάδι συμβιβασμού.

Περισσότερο, όμως,  του φταίγανε  τα παιδιά του σχολείου  που παίζανε στην πλατεία και φλέρταραν . « Η νεολαία είναι αναίσθητη  και αδιάφορη για την κατάντια του λιμανιού».  

Όλοι, πλέον,  ήταν σίγουροι ότι αυτός  (και μόνον αυτός)   μισούσε περισσότερο από όλους το καταραμένο λιμάνι.

Αλλοίμονο σου αν τολμούσες  να ασβεστώσεις τον τοίχο σου η να κοντοσταθείς σε μια βιτρίνα.

Σε κατήγγειλε αμέσως ως «Ρεφορμιστή».

Μια Κυριακή πήγαν, μια ομάδα παιδιών, με μικρές απόχες και μάζεψαν τα αποτσίγαρα και τα σκουπίδια από το σιντριβάνι.

Κόντεψε να πάθει έμφραγμα. «Αυτή ήταν δουλειά του Λιμενάρχη» …. «Γιαυτό  τόνε πληρώνουμε».

Το χειρότερο, όμως, που μπορούσες να του κάνεις ήταν να του προτείνεις  ένα σχέδιο για τον απόπλου από το λιμάνι της συμφοράς.

«Αφού δεν γίνεται να δούμε  τον ωκεανό εάν δεν εγκαταλείψουμε  το λιμάνι, ας αποπλεύσουμε λοιπόν!».

Σαν έτοιμος από καιρό σου αράδιαζε όλα τα επιχειρήματα σύμφωνα με τα οποία ο απόπλους  ήταν υπόθεση  μιας «κατάλληλης στιγμής  που δεν είχε έρθει ακόμα».

Αυτός θα καθόριζε  το χρόνο και τον τρόπο του απόπλου ως ο πλέον έμπειρος σε ζητήματα  αποπλεύσεων.

«Είδες τι έπαθαν όσοι δοκίμασαν να αποπλεύσουν ;»

«Ο απόπλους  είναι  πολύ σοβαρή υπόθεση για να την αφήσουμε στα χέρια του κάθε μικροαστού τυχοδιώκτη και του κάθε βολονταριστή».

«Αν το καράβι δεν είναι ανθεκτικό και πλήρως εξοπλισμένο  ποιος σου εγγυάται ότι θα καταφέρεις να  βγεις στο πέλαγο».

«Ποιος σου εγγυάται ότι θα φτάσεις στον προορισμό;»

 ..και … «ποιος καθόρισε τον προορισμό;»

…και …  «αναλογίστηκες τι θα γίνει στην πρώτη κακοκαιρία;»

…και …  «Είναι αρκετά έμπειροι οι ναύτες;»

…και … «Θα φτάσουν τα τρόφιμα;»

Χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια έκανε τον καθένα να νοιώθει τουλάχιστον σαν τυχοδιώκτη η  σαν  αφελή ερασιτέχνη της ναυσιπλοΐας.

Με τούτα και με κείνα κατάφερε, μετά από χρόνια ασταμάτητης γκρίνιας και ανακηρύχτηκε ο επίσημος γκρινιάρης της αθλιότητας του  Λιμανιού.

Άνοιξε και γραφεία στην παραλιακή λεωφόρο .

Έστησε τον δερμάτινο θρόνο του πίσω από το δρύινο γραφείο και    μπροστά στην τεράστια τζαμαρία που έβλεπε στην θάλασσα.

 Προσέλαβε και προσωπικό και ξεκίνησε την αρχειοθέτηση της γκρίνιας κατά θέματα.

«Ύδρευση - αποχέτευση»

«Σιντριβάνια»

«Δημόσια ουρητήρια»

«Πεζοδρόμια»

«Σκουπιδοτενεκέδες».

Κρέμασε και ένα τεράστιο κάδρο πάνω από το γραφείο του  με την φωτογραφία ενός φημισμένου θαλασσοπόρου ενός παλαιού απόπλου.

Έτσι, για να μην έχει κανένας καμιά αμφιβολία περί της ιδιοκτησίας του επί της γκρίνιας και επί των οραμάτων των μεγάλων θαλασσοπόρων .

Τρείς πλέον ήταν οι πυλώνες της κοινωνίας του λιμανιού.

Ο Λιμενάρχης, ο Μητροπολίτης και ο Άρχοντας της γκρίνιας.

Δεν ήταν και μικρό πράγμα.


Σάββατο 20 Μαΐου 2023

Ο υποψήφιος

 Τον υποψήφιο τον γνώρισα στην πρώτη γυμνασίου.

Είχε μανία να βάζει τρικλοποδιές.

Κόσμος και κοσμάκης είχε σακατευτεί από τρικλοποδιά του υποψήφιου. Προτιμούσε τα κεφαλόσκαλα για να γίνεται θεαματικότερη η πτώση.

Είχε βάλει τρικλοποδιά και στον μαθηματικό , κάτι που θεωρούταν  εξαιρετικά μεγάλο τόλμημα.

Ο μαθηματικός   (που δεν μπορούσες ούτε να τον κοιτάξεις στα μάτια)  βρήκε πολύ αστεία την τρικλοποδιά του υποψήφιου.

Ο υποψήφιος κέρδισε και στοίχημα όταν έπιασε τον κώλο της «Γαλλικούς».

Η «Γαλλικού» ήταν στρουμπουλή και φορούσε μια κολλητή και κοντή φούστα ( μη φαντασθείτε τίποτα ακραίο, ένα ελάχιστο πάνω από το γόνατο)  που προκαλούσε  ρίγη  στην μαθητιώσα νεολαία της εποχής.

Έκανε ότι δεν κατάλαβε και ο υποψήφιος κέρδισε τέσσερα σάντουιτς από το κυλικείο με μορταδέλα και  κίτρινο τυρί.

Εκεί που τα βρήκε σκούρα ήταν όταν με έβαλε στο μάτι εξαιτίας του ότι ήμουν από τους λίγους που δεν γελούσα με τα κατορθώματά του.

Μούβαλε τρικλοποδιά και κόντεψα να τσακιστώ στα σκαλιά.

Τον περίμενα στην γωνία και τον σάπισα στο ξύλο.

Μετά την πρώτη μπουνιά στα μούτρα, που δεν την περίμενε , τον άρπαξα  από το λαιμό και τον έριξα κάτω.

Τούτριψα τα μούτρα στο χώμα.

 Έφαγε πολλές.

Τρομάξανε να τον πάρουνε από τα χέρια μου.

Περίμενα την άλλη μέρα να έρθει να με συλλάβει η ΕΣΑ αλλά τίποτα.

Πήγαμε στο σχολείο σαν να μην είχε συμβεί τίποτα.

Έκτοτε , μάλιστα, έκανε ότι μπορούσε για να γίνουμε φίλοι.

Ματαίως διότι τον έβλεπα και μου γυρίζανε τα άντερα.

Ο πατέρας του υποψήφιου ήταν λογιστής σε ένα εργοστάσιο  επίπλων  και αργότερα άνοιξε μαζί με την μάνα του δικό τους λογιστικό γραφείο με πολλές διασυνδέσεις.

Από λογιστής έγινε  «οικονομικός σύμβουλος».

Ανέβηκαν ψηλά.

Φορολογική στρατηγική, δάνεια, ασφαλιστικά, ευρύτερη διαχείριση χρήματος.

Ήταν καλύτερα να γνώριζες τον πατέρα του υποψήφιου παρά τον πρωθυπουργό.

Ακόμα περισσότερο την μάνα του.

Αστυνομικοί , δικαστές , στρατηγοί, υπουργοί, βουλευτές, γραμματείς υπουργείων , κλητήρες , δημόσιοι υπάλληλοι, οι πάντες ήταν γνωστοί του ζεύγους.

Ο υποψήφιος μεγάλωσε σε συνθήκες πλήρους ασυλίας .

Δεν παρακολούθησα όλη την πορεία του αλλά νομίζω ότι μάλλον είχα την τιμή να είμαι ο μόνος που τον έδειρε.

Αργότερα που πήγε στην Πάντειο  έμαθα ότι έγινε και αριστερός παρόλο που οι οικογένειά του ήταν όλοι δεξιοί.

Εκείνη την εποχή αν ήσουνα  φοιτητής και δεν ήσουνα αριστερός , σίγουρα θα ήσουνα λεπρός.

Ο υποψήφιος διέπρεψε ως αριστερός φοιτητής και μάλιστα πήρε και διάκριση στην «οικονομική δουλειά» στο συνέδριο του κόμματος λόγω του ότι έδινε την μεγαλύτερη συνδρομή από όλους και είχε και ένα ξεχωριστό ταλέντο να «κόβει κουπόνια»  στις οικονομικές εξορμήσεις.

Εν τω μεταξύ εγώ ήμουν φαντάρος και σπούδαζα την Αγία Γραφή.

Είχα βρει μια Αγία Γραφή στην σκοπιά  και , μην έχοντας τι άλλο να διαβάζω για να περνάει η ώρα, είχα αποστηθίσει τα ευαγγέλια.

Έτσι, άλλωστε,  εξηγείται και η υψηλή εξειδίκευση μου στην αντιμετώπιση Μορμόνων , Παυλικιανών, Μενονιτών , Προτεσταντών , Πεντηκοστιανών , Μαρτύρων του Ιεχωβά και άλλων αιρετικών της ορθοδόξου εκκλησίας μας .

Πέρασα όλα τα σύνορα της πατρίδος μας από σκοπιά σε σκοπιά και από φυλάκιο σε φυλάκιο.

Ούτε ο Διγενής Ακρίτας δεν φύλαξε  τόση σκοπιά όση εγώ.

Όταν γύρισα από ακρίτας στην Κακαβιά  , ο υποψήφιος ήταν ακόμα αριστερός φοιτητής.

Αλλοίμονο σου αν σου ξέφευγε καμιά κουβέντα που δεν ήταν σύμφωνη ακριβώς με τα «διδάγματα του Μαρξισμού» . Ήταν ικανός να σε σφάξει στο γόνατο σαν προβατίνα.

Αργότερα πήγε φαντάρος ως γραφέας στο Σώμα Εφοδιασμού Μεταφορών.

Όταν λέμε «Γραφέας στο ΣΕΜ»  εννοούμε  «Τα ξύνω σε  ένα γραφείο και μετράω μέρες μέχρι να απολυθώ» χώρια τα "τυχερά".

Φρόντισε για αυτό ο  πατέρας του και η μάνα του που ήταν μεγάλοι πατριώτες  και ήθελαν να πάρουμε την Βόρειο Ήπειρο , την Μακεδονία, την Πόλη, την Αλεξάνδρεια  και τις Συρακούσες.

Αργότερα που γύρισε από την κόλαση του πολέμου ανέλαβε το γραφείο του πατέρα του και ειδικεύτηκε σε χρηματιστηριακά και επιδοτήσεις ΕΣΠΑ.

Ας μην ανοίξω το στόμα μου.

Έκτοτε πέρασαν πολλά χρόνια και δεν τον ξαναείδα (ευτυχώς)  μέχρι που χαζεύοντας στο φέιςμπούκ  προχτές τον είδα σε προεκλογική αφίσα.

Φαλακρός με πουκάμισο σιδερωμένο, χωρίς γραβάτα μεν αλλά  με βλέμμα στραμμένο στο μέλλον.

 «Μπορούμε!» λέει.

Ποιος; Αυτός! Που άμα του δώσεις να καρφώσει μια πρόκα στον τοίχο θα τσακίσει το δάχτυλο του.

Δεν μιλάμε για έναν υποψήφιο καταδικασμένο να χάσει. Μιλάμε για έναν υποψήφιο σίγουρο ότι θα κερδίσει.

Το «ανεξάρτητο ψηφοδέλτιο» έχει ως έμβλημα έναν ήλιο που από πάνω έχει μια ρίγα γαλάζια προς το Τυρκουάζ , παρακάτω μια ρίγα ρόζ Κιλοτί ,  και πιο κάτω μια ρίγα πράσινη  προς το   Βεραμάν.

Προσαρμόστηκε.

Αυτό το είδος κατσαρίδας προσαρμόζεται κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες.

Όλα τα είδη ζώων να εκλείψουν από τον πλανήτη αυτό το είδος θα συνεχίσει σαν να μην συμβαίνει τίποτα.

Θερμοπυρηνικός πόλεμος να γίνει και να εξαφανιστεί η ζωή από την Γή αυτοί θα συνεχίζουν ατάραχοι .  

Ακόμα και να ξαναγίνει η μεγάλη Οκτωβριανή  Σοσιαλιστική Επανάσταση  θα τον βρεις Πολιτικό Επίτροπο στην επιτροπή ήθους και διαφάνειας.

Κυριακή 7 Μαΐου 2023

Η Οδύσσεια ενός ασφαλισμένου

 Η συλλογή ενσήμων μου , ύστερα από σαράντα δύο χρόνια  εργασιακού βίου,  χαρακτηρίστηκε  από τους ειδικούς ως μια από τις πιο πλήρεις συλλογές στον σύγχρονο κόσμο.

Το πρώτο μου βιβλιάριο (ανηλίκου) το έχω χάσει. Έχω χάσει και αρκετά ακόμα και άλλα μου τα κλέψανε.

Το ασφαλιστικό μου ταμείο δεν διατηρούσε αντίγραφα των ενσήμων που πλήρωνα.

Το κράτος εκείνης της εποχής διατηρούσε με μεγάλη επιμέλεια ενημερωμένο τον φάκελο των κοινωνικών μου φρονημάτων αλλά δεν ημπορούσε να κρατήσει φάκελο των ενσήμων μου.

Σήμερα  έχουμε προχωρήσει πολύ. Δεν ασχολούνται  μόνο με τα κοινωνικά μου φρονήματα  αλλά  ακόμα και εάν μου τρυπήσει η κάλτσα το μαθαίνουν αμέσως και μου στέλνουν διαφημίσεις στο face book  με προσφορές  σε κάλτσες.

Είχα στην συλλογή μου σπάνια ένσημα διαφόρων κοινωφελών ιδρυμάτων της βαριάς βιομηχανίας.

Τα ένσημα ήταν κάτι μικρά πολύχρωμα χαρτάκια σαν γραμματόσημα  αναγραφόμενης αξίας που στα κολλούσαν σε ένα βιβλιάριο που το είχες μόνον εσύ.

Αν το έχανες δεν έπαιρνες σύνταξη ούτε είχες ιατροφαρμακευτική περίθαλψη.

Τα βιβλιάρια αυτά , εκτός των άλλων  απέκτησαν ,συν τω χρόνω, και  μεγάλη συναισθηματική αξία διότι κατά καιρούς τα άνοιγα και έκανα άσκοπες (και οδυνηρές)  περιπλανήσεις στο εργασιακό μου παρελθόν.

Πλέοντας προς το τέλος του εργασιακού μου βίου ετοίμαζα τις επόμενες κρίσιμες και καθοριστικές για το (όποιο)  μέλλον μου κινήσεις.


Βρίσκω λογίστρια.

Φουλάρω το Fore Peak.

Συντάσσω αιτήσεις.

Ασφαλίζω τα αμπάρια.

Βεβαιώνω το γνήσιο της υπογραφής.

Ελέγχω τα παταράτσα για το   ενδεχόμενο  απρόσμενης καταιγίδας. 


Δυόμιση χρόνια κράτησε η περιπλάνηση μου.


Αντιμετώπισα θηρία που δεν είχε δει το μάτι ανθρώπου.


Λαιστρυγόνες της διαδοχικής ασφάλισης και τέρατα του πρωτοκόλλου με βαμμένα κόκκινα τα  φοβερά  τους νύχια που έσταζαν αίμα και μανό.


Με ακούμπησαν με το μαγικό τους ραβδί και με μεταμόρφωσαν σε χοίρο για να με κρατήσουν για πάντα αιχμάλωτο στο βασίλειο του πρωτοκόλλου.


Με καταδίκασαν σε τελετή παγανιστική να εξαγοράσω μέχρι τα ένσημα του στρατού .


Δεν φτάνει που δεν άφησα σκοπιά για σκοπιά στα σύνορα.

Δεν φτάνει που αναρχοκομουνιστή με ανεβάζανε, ληστοσυμμορίτη με κατεβάζανε, στο τέλος πλήρωσα και κάθε μέρα που υπηρέτησα .

 

Κλήθηκα να απαντήσω σε μυστήρια της κβαντικής μηχανικής.

 

Πως  ένα έγγραφο ταξιδεύοντας σχεδόν με την ταχύτητα του φωτός δια μέσω των οπτικών ινών κάνει ένα εξακοσιοστό του δευτερολέπτου να έρθει από την Αθήνα και «υπηρεσιακώς» κάνει έξι μήνες;

 

Γιατί δεν ταιριάζουν οι νόμοι του μικρόκοσμου με τους νόμους του μακρόκοσμου.

 
Ακριβώς τότε ξεσπάει με πρωτοφανή σφοδρότητα η καπιταλιστική κρίση. 


Έβαλα να με δέσουμε στο κατάρτι μαζί με την συλλογή  ενσήμων μου κλεισμένη σε αδιάβροχο φάκελο από τα τζάμπο.

Μη αντέχοντας ο σύντροφος Κατρούγκαλος να με βλέπει να θαλασσοπνίγομαι στα μανιασμένα κύματα της κοινωνικής ασφάλισης αποφασίζει να πέσει στο νερό και να με σώσει.


Έχει εντολή από τον Δία .

 

Θα συγκρουστεί ο ίδιος με το κεφάλαιο και θα βάλει τις αγορές να χορεύουν τσάρλεστον .


Επειδή όμως το προλεταριάτο (δηλαδή εγώ) δεν είμαι ακόμα έτοιμος για καμπάνιες ,αποφασίζει να τροποποιήσει τα σχέδια του.


Θα  κάνει μια ευφυή  τακτική κίνηση . Θα καταργήσει τα βαρέα και ανθυγιεινά  και θα συμβιβαστεί με τον ταξικό εχθρό προσωρινά για να τον ξεγελάσει .

 

Η τακτική κίνηση Κατρούγκαλου μας στοίχησε (ως οικογένεια)  τριάντα χιλιάδες ψωροευρώ που τάχαμε πληρώσει και συνεχίζουμε να πληρώνουμε ακόμα.

 

Νωρίτερα με είχε διαγράψει και το κόμμα της εργατικής τάξης ως ρεβιζιονιστή επειδή με πιάσανε να ακούω παρανόμως το νέγρικο άσμα «Think Twice Before You Go».


Συνεχίζω το ταξίδι - δίχως πανιά και άρμενα Αϊ Νικόλα βόηθα.


Αντιμετωπίζω ψύχραιμα , τη Σκύλα και την Χάρυβδη, το φοβερό τμήμα απονομής συντάξεων της  Κίρκη, την γραμματεία της Καλυψώ.


Μετά από πολλές περιπέτειες ο φάκελος μου βρέθηκε στα Γιάννενα στη σπηλιά του Κύκλωπα.

 

Τον ακολουθώ αλλά άργησα να φτάσω και η σπηλιά είχε κλείσει.

 

Ψάχνω ματαίως να βρω φτηνό ξενοδοχείο .

 

Τελικά «..έπεσα να αποκοιμηθώ στης πικροδάφνης τον ανθό.»

 

Στις τρείς το πρωί με ξυπνάει η αστυνομία.

 

Τους εξηγώ ότι το πρωί θα συναντήσω τον Κύκλωπα και δεν εύρισκα ξενοδοχείο.

 

Με λυπήθηκαν. Μου συνέστησαν να μην κοιμηθώ ξαπλωμένος στο παγκάκι γιατί θα αρρωστήσω.

 

Ο Κύκλωπας εμφανίστηκε στη σπηλιά του στις  εννιά και τέταρτο.

 

Σε αντίθεση με όσα ψευδώς λέει ο Όμηρος  είχε δύο μάτια απλώς αλλού κοιτάει το ένα και αλλού το άλλο.

 

Πίνει καφέ και τρώει κρακεράκια  απλωμένα πάνω στο γραφείο.

 

Όσο του εξηγώ το δράμα μου προσπαθώ  εναγωνίως να καταλάβω με πιο μάτι με βλέπει.

 

Όλα κρίνονται  από το εάν τον κοιτάω στο  σωστό μάτι.

 

Αν εκνευριστεί  μπορεί να χαθούν όλα.

 

Τα καταφέρνω να βγω από την σπηλιά ζωντανός.

 

Σκέφτομαι ότι , στην επόμενη φάση , ο εικονικός Κύκλωπας  της τεχνητής νοημοσύνης  θα έχει κανονικά ένα μάτι στο κούτελο.

Θα σε ακούει προσεχτικά και αν νομίσει ότι τον στραβοκοίταξες  θα σε καταβροχθίζει σαν το κρακεράκι  χωρίς δεύτερη κουβέντα.

 

Στην  επιστροφή μου προς την Ιθάκη , κάποιος ανόητος άνοιξε από περιέργεια τους ασκούς του Αιόλου και μέχρι να φτάσω στο νησί των Φαιάκων είχα βγάλει τα άντερά μου.

 

Στο λιμάνι με περιμένει η Ναυσικά.

 

Πέφτω στην αγκαλιά της και αποκοιμιέμαι κατάκοπος, άπλυτος και αξούριστος .

 

Καταφέρνω να επιστρέψω στην Ιθάκη μου και βρίσκομαι ξαπλωμένος στο πάτωμα .

Βλέπω στο λάπτοπ για πολλοστή φορά την  αγαπημένη μου ταινία «Ο Θάνατος ενός γραφειοκράτη».

 

Σύμφωνα με το σενάριο, στην Κούβα του Φιντέλ Κάστρο πεθαίνει ένας συνηθισμένος εργάτης και οι συνάδελφοι του,  επειδή είχαν καιρό να δουν πεθαμένο ήρωα,  τον ανακηρύσσουν "ήρωα της εργατικής τάξης" και τον κηδεύουν μαζί με το κομματικό του βιβλιάριο.

 

Πάει η χήρα του ηρωικού εργάτη να πάρει την σύνταξη και της ζητάνε το κομματικό βιβλιάριο.

 

Ανήσυχη η χήρα στέλνει τον ανιψιό της να λύσει το πρόβλημα.

 

Ο αφελής ανιψιός νομίζει ότι πρόκειται για μια αντιμετωπίσιμη  κατάσταση.

 

Πάει στο νεκροταφείο και ζητάει από τον διευθυντή άδεια εκταφής του μπάρμπα του για να πάρει το βιβλιάριο από την κάσα.

 

Ο διευθυντής του λέει ότι η άδεια εκταφής «βάσει νόμου» μπορεί να δοθεί σε έξι μήνες.

 

Σε έξι μήνες, όμως, θα έχει λιώσει ο ήρωας μαζί με το κομματικό βιβλιάριο και ο ανιψιός καταφεύγει σε υπουργούς, σε βουλευτές, σε διευθυντές, σε στρατηγούς, στην κόρη του Τσε Γκεβάρα, στην γκόμενα του Αιμιλιάνο Ζαπάτα στο Μεξικό   και τέλος , γυρνάει άπραχτος.

 

Απελπισμένος πάει νύχτα στο νεκροταφείο και ξεθάβει τον μπάρμπα του αλλά τον παίρνει είδηση ο φύλακας και φεύγει τρέχοντας με το καροτσάκι και την κάσα επάνω.

 

Πάει στην χήρα , ανοίγουν την κάσα , παίρνουν το βιβλιάριο και ρίχνουν πάγο μέσα για να μη βρωμέψει ο ήρωας της εργατικής τάξης.

 

Την επομένη πάει στο νεκροταφείο και ζητάει να ξαναβάλει τον μπάρμπα του στον τάφο.

 

Ο Διευθυντής του λέει ότι ο κανονισμός δεν προβλέπει ότι μπορεί να θαφτή για δεύτερη φορά το ίδιο πτώμα.

 

Εκεί σπάει το νήμα.

 

Ο ανιψιός πιάνει τον διευθυντή από το λαιμό και τόνε πνίγει.

 

Η ταινία τελειώνει με την κηδεία του διευθυντή και τον εγκλεισμό του ανιψιού στο ψυχιατρείο .

 

Στη δική μου  περίπτωση γλύτωσα το ψυχιατρείο μεν άλλα μου μείνανε διάφορα «τικ»  καθώς και ένα αντιμετωπίσιμο   σύνδρομο νευροφυτικών διαταραχών.

Δευτέρα 1 Μαΐου 2023

Ο ήσυχος θάνατος της σιόρα Βερόνικα Δαλιέτου

Η Βερόνικα γεννήθηκε, μεγάλωσε και πέθανε στο ίδιο δωμάτιο.

Το παράθυρο της στα μουράγια «έβλεπε» από μια γωνία λίγη θάλασσα και ένα κομμάτι από το Βίδο.
Το όνειρό της πάντα ήταν ένα σύγχρονο διαμέρισμα που να καθαρίζεται εύκολα.
Με γυαλιστερά πατώματα , κάτασπρους τοίχους και μπετονένιο ταβάνι.
Το σπίτι ήταν σχετικά μεγάλο αλλά χωρίστηκε με μοροφίντα για να έχει το δωμάτιο του κάθε παιδί.
Εκεί παντρεύτηκε και εκεί μεγάλωσε «τρία κεφάλια παιδιά».
Η διαρρύθμιση του σπιτιού άλλαξε τρείς φορές.
Την μία όταν παντρεύτηκε.
Την άλλη όταν ήταν γκαστρωμένη στο τρίτο παιδί και την τρίτη στο τέλος που έμεινε μόνη της.
Με φώναξε στην τελευταία ανακαίνιση να βάλουμε τρία σιδερένια δοκάρια γιατί είχε λάντζο το πάτωμα.
Θυμάμαι που μου έδειχνε τα σημάδια από τα χωρίσματα και μου εξηγούσε λεπτομερώς την διαρρύθμιση του σπιτιού ανά εποχή.
Η Βερόνικα Δαλιέτου αισθανόταν πάντα ενοχές διότι παντρεύτηκε «έναν τιποτένιο».
Κυρίως τα είχε με τον εαυτό της και απορούσε για την ανοησία της να τον παντρευτεί.
Δεν ξέρω αν ο «τιποτένιος» ζει ακόμα. Έχω καιρό να τονε δώ. Όταν όμως τον έβλεπα να σουλατσάρει στην πιάτσα με ύφος καρδινάλιου μου γυρίζανε τα άντερα.
Στο καφενείο παρουσιαζόταν άλλοτε ως «Manager» , άλλοτε ως «shef» , άλλοτε ως «Responsabile» και άλλοτε ως μέτοχος εταιρείας ενοικιαζομένων αυτοκινήτων στην Μπενίτσα.
Ένας κλασικός κερκυραίος νιοράντες που ζούσε με δανεικά , με μικροαπάτες και με δουλειές του ποδαριού.
Όταν ετέθει το ζήτημα επί τάπητος η να μεγαλώσει τα παιδιά με το μισθό της η να θρέφει τον νιοράντε αποφάσισε να τον χωρίσει.
Αυτός , βέβαια έλεγε στα καφενεία ότι την παράτησε αυτός διότι δεν άντεχε την μιζέρια της.
Η Βερόνικα Δαλιέτου κράτησε το πατρικό της όνομα και το πατρικό της σπίτι και συνέχισε την ζωή της.
Δούλευε χρόνια δημοτικός υπάλληλος μέχρι που πήρε την σύνταξή της.
Με ένα μισθό κατάφερε και μεγάλωσε τα παιδιά της με απίστευτες στερήσεις.
Σε μια εποχή που η Κέρκυρα έβγαζε πολλά λεφτά , η Βερόνικα μετρούσε δεκάρες για να τα βγάλει πέρα αξιοπρεπώς. Μιλάμε για απίστευτους οικογενειακούς προϋπολογισμούς που ακόμα και εγώ που είμαι πάμφτωχος δεν θα τους είχα διανοηθεί.
Η Βερόνικα Δαλιέτου πέρασε την ζωή της δίπλα σε ένα παράθυρο που έβλεπε από μια γωνία την θάλασσα.
Δεν χρειαζόταν να κοιτάει το ρολόι στον τοίχο. Καταλάβαινε την ώρα από τα φέρυ που περνούσαν.
Την ρώταγες «τι ώρα είναι» και σου απαντούσε αμέσως χωρίς να κοιτάξει ρολόι.
Κάποια φορά πήγε και στην αδελφή της που ήταν παντρεμένη στην Αγγλία και όλο έλεγε για αυτό το ταξίδι.
Όποια συζήτηση και να είχατε θα στο γύριζε στο ταξίδι στην Αγγλία.
Κάποια στιγμή τα παιδιά έφυγαν και ακολούθησε το καθένα τον δρόμο του.
Η Βερόνικα Δαλιέτου έμεινε μόνη στο πατρικό της σπίτι στα μουράγια για πρώτη φορά στην ζωή της.
Ήταν τότε που την γνώρισα και άλλαξε για τρίτη φορά τα μοροφίντα.
Τώρα το σπίτι είχε μια μονοκόμματη και ευρύχωρη κουζίνα-τραπεζαρία με το δωμάτιο προς την θάλασσα, ένα μικρό υπνοδωμάτιο πίσω και ένα ευρύχωρο μπάνιο.
Όταν αρρώστησε μαζεύτηκαν παιδιά και αγγόνια στο νοσοκομείο.
Μπροστά της ήταν όλο λόγια παρηγοριάς.
Στο διάδρομο όμως τα βλέμματα σκοτείνιαζαν και γινόταν ανήσυχα.
Αγαπούσαν την μάνα τους αλλά τώρα άρχιζαν τα δύσκολα.
Τα συναισθήματα ήταν αντικρουόμενα και τα διλλήματα ασήκωτα .
Το κάθε παιδί είχε πλέον δική του οικογένεια και τα βάρη ήταν μεγάλα.
Αν αργήσει να πεθάνει ποιος θα την αναλάβει και έναντι ποίου ανταλλάγματος.
Δεν το λέγανε έτσι αλλά αυτό ήταν.
Η Βερόνικα Δαλιέτου ήξερε καλά τι γινόταν στους διαδρόμους του νοσοκομείου . Καταλάβαινε και δικαιολογούσε.
Σε λίγες μέρες ήρθε το εξιτήριο και η «Μάμα» ξαναγύρισε στο σπίτι.
Το πρώτο πράμα που έκανε ήταν να καθίσει λαχανιασμένη στην ψάθινη καρέκλα δίπλα στο παράθυρο και να τους ζητήσει ένα ποτήρι νερό.
Κοιτάχτηκαν ανήσυχοι.
«Αυτή δεν ζήταγε ποτέ τίποτα».
«Τι συμβαίνει;»
Τις επόμενες μέρες κατέληξαν σε συμφωνία.
Θα την αναλάμβανε ο μικρότερος και όταν θα πέθαινε θα έπαιρνε το σπίτι.
Της ανακοίνωσαν την απόφαση και επειδή «οι καλοί λογαριασμοί κάνουν τους καλούς φίλους» έμενε να γραφτεί η διαθήκη για να είναι εξασφαλισμένος ο «μικρός» και να υπογράψουν και δήλωση στον συμβολαιογράφο οι υπόλοιποι ότι «ουδεμίαν απαίτησιν έχουν».
Αρνήθηκε. «Δεν έχω ανάγκη από νοσοκόμο». Είπε γελώντας και για να μην βαρύνει το κλίμα τους είπε και ένα ανέκδοτο και γέλασαν όλοι.
Αναρωτήθηκε και «Τι να μαγειρέψω για αύριο;» και τους καληνύχτισε.
Η Βερόνικα Δαλιέτου πέθανε μετά από δύο χρόνια καθώς ανέβαινε την σκάλα.
Είχε κατέβει στην πιάτσα να πάρει την σύνταξη και στο γυρισμό πήρε και μια τυρόπιτα.
Την βρήκαν οι γειτόνοι του παραπάνω ορόφου καθισμένη στο πλατύσκαλο με το κεφάλι της ακουμπημένο στον τοίχο και την τυρόπιτα στο χέρι.
Νόμιζαν ότι στάθηκε να ξεκουραστεί και αποκοιμήθηκε.