Σάββατο 15 Ιουλίου 2023

Για ένα Μπαλότο* σανό

 Ο Μπούλης συνταξιοδοτήθηκε πριν κλείσει τριακονταπενταετία.

Ήταν από τους τυχερούς .

Κανονικά έπρεπε να βγει στα 25 χρόνια εργασίας λόγω βαρέων και ανθυγιεινών αλλά καταργήθηκαν πάνω στην πιο κρίσιμη στιγμή του εργασιακού του βίου.

Τον Μπούλη τον είχε στην δούλεψή της η κουμπάρα μας  η Κατίνα.

Όταν τον αγόρασε ήταν πράγματι «Μπούλης» .

Ως νεαρός γάιδαρος είχε επακριβώς  καθορισμένη υπηρεσία.

Το πρωί κατέβαινε με την Κατίνα τον κατήφορο προς το χτήμα.

Εκεί έμενε δεμένος από την ελιά μέχρι το απόγιομα.

Το βραδάκι  ανέβαιναν και οι δύο φορτωμένοι τον ανήφορο.

Η Κατίνα με τα εργαλεία της και ο Μπούλης με τα ξύλα  η με κανένα σακί ελιές.

Ουδέποτε η Κατίνα ανέβαινε στο σαμάρι.

Εκείνη την εποχή οι Μαρξιστές φιλόσοφοι ασχολούταν αποκλειστικά με το φαινόμενο της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο.

Επειδή στην ιστορία του πλανήτη μας δεν έχουμε συναντήσει ακόμα το φαινόμενο της εκμετάλλευσης γαιδάρου από γάιδαρο  θα είχε ενδιαφέρον να γραφτεί  και ένα τρίτομο  μαρξιστικό έργο ( σαν το «Κεφάλαιο» ας πούμε)  με θέμα   την εκμετάλλευση γαιδάρου από άνθρωπο.

Παρόλα αυτά η Κατίνα ήταν μια εξαίρεση . Τον αγαπούσε τον Μπούλη και  αυτό φαινόταν  στο τρόπο που τον φρόντιζε και του μιλούσε.

Τα πράγματα που έφερνε από το μικρό της κτήμα ήταν ασήμαντου βάρους.

Περισσότερο τον είχε για συντροφιά , άλλωστε Θα μπορούσε να κάνει τις δουλειές και χωρίς αυτόν.

Αν τον συγκρίνουμε, δε,  με τους γαιδάρους της Σαντορίνης , με τα εκατομμύρια σκυλιά που ζουν σε διαμερίσματα η τα πουλιά που ζουν σε κλουβιά, ο Μπούλης έκανε ζωή χαρισάμενη.  Έβοσκε όλη μέρα στο κτήμα της Κατίνας και έπαιρνε και τον υπνάκο του κάτω από τις ελιές.

Βεβαίως δεν γίνεται ουδεμία σύγκριση  με τα ζώα των «βιομηχανιών κρέατος» που θανατώνονται ύστερα από  αδιανόητα βασανιστήρια πάχυνσης προκειμένου να μπορούμε εμείς  οι  αθώοι προλετάριοι καταναλωτές  να λέμε στον εξίσου αθώο  και εκμεταλλευόμενο  χασάπη του σούπερ μάρκετ : «Βάλε δύο μπριζόλες λαιμού ,  δυο κιλά παιδάκια  και μια σκωτοπλεμοναριά».

Τα ζώα στην εποχή μας υπάρχουν μόνο για εμάς .

Η υποδούλωση του βασιλείου των ζώων είναι  σχεδόν ολοκληρωτική.

Τα χρειαζόμαστε ως μπριζόλες.

Σαν υποκατάστατα θρυμματισμένων σχέσεων.

Σαν  παυσίπονα της αβάστακτης μοναξιάς.

Σαν διασκεδαστές τσίρκων.

Σαν μεταφορείς υπέρβαρων τουριστών.

Η σαν πρεσβευτές της  διαταραγμένης σχέσης μας με την (υπόλοιπη) φύση.

Ο Μπούλης έζησε τριάντα χρόνια μαζί με την κουμπάρα μας  την Κατίνα μια ήσυχη ζωή.  

Τα βράδια κοιμόταν σε ένα  πρόχειρο κατάλυμα κάτω από μια σκάλα που  είχε κλείσει η Κατίνα με καλάμια  ώστε να μην κρυώνει.

Το λέγε και το ξανάλεγε ότι όταν μπορέσει θα του κάνει έναν καθώς πρέπει σταύλο.

Περάσανε τα χρόνια και η Κατίνα γέρασε μαζί με τον Μπούλη.

Λίγο που ήτανε θρήσκα και τηρούσε επακριβώς τις νηστείες  , λίγο που έτσι ήτανε το σκαρί της , ζούσε με ελάχιστα και  έφτασε  ενενήντα πέντε  χρονών.

Ήτανε αδύνατη και ξερακιανή «σα στακοφίσι»* , καθώς  έλεγε και ο πατέρας μου.

Κάποια στιγμή ο  ΟΓΑ έβγαλε της Κατίνας μια υποτυπώδη σύνταξη  που της περίσσευε κιόλας.  

Έτρωγε συνήθως αγριολάχανα  με λίγο λάδι, λίγο τυρί , κανένα κομιντόρο*  και βουτηχτό το ψωμί. Σπέζα*  μόνο ρύζι , μακαρόνια  και λίγο κρέας στις μεγάλες γιορτές του χρόνου. 

Μόλις  πήρε τα «αναδρομικά»  δήλωσε  σε όλο το χωριό ότι θα βγάλει σύνταξη και του Μπούλη.

Έτσι λοιπόν φώναξε μάστορα  και έχτισε δίπλα στην κουζίνα της  έναν σταυλο που ήταν καλύτερος από την κουζίνα της.  

Έβαλε μέσα και στρωσίδια . Τούφτιαξε ξύλινο παχνί ,  σανό βρώμης και του άλλαζε το νερό  τρείς φορές την ημέρα. 

Ως γνωστόν , ο Μπούλης , όπως και όλοι οι γάιδαροι και τα άλογα, αν έβλεπε ένα φυλλαράκι μέσα στο νερό δεν το πίνε. Έπρεπε το νερό να ήταν πεντακάθαρο.

Όλα πήγαινα καλά και η ζωή τους κυλούσε προς το τέλος της ώσπου μπήκε της Κατίνας η ιδέα ότι ο Μπούλης φοβάται το σκοτάδι.

Φώναξε λοιπόν την ΔΕΗ , βάλανε έναν μετρητή στον σταυλο  και έφερε και τον ηλεκτρολόγο να βάλει μια λάμπα του Μπούλη.

Αυτό ήταν.

Μετά από λίγο καιρό την ειδοποίησαν ότι ήρθε ο ΕΝΦΙΑ του σταύλου.

Η Κατίνα δεν είχε να τον πληρώσει. Οι γειτόνοι της είπαν ότι ο ΕΝΦΙΑ είναι ένα πράμα που αν δεν το πλερώσεις  «θα μπει στην εφορία» και δεν γλυτώνεις με τίποτα.

Η Κατίνα πήγε στον Παπά.

«Μη πλερώνεις  Κατίνα μου, έτσι και αλλιώς δεν  προλαβαίνουνε να μας κάνουν τίποτα.».

Έτσι και έγινε.

Πρώτα  απεβίωσε ο θρυλικός Μπούλης  και  λίγο καιρό αργότερα απεβίωσε και η κουμπάρα μας η Κατίνα αφήνοντας  απλήρωτο ένα δυσβάστακτο χρέος  στο υπουργείο οικονομικών.

Γράφω αυτά τα λίγα στην μνήμη δύο αγαπημένων και μοναχικών γειτόνων και με αφορμή  την αντιπαράθεση ανάμεσα στους δικαιολογούντες τα πάντα   και στους οργισμένους  υστερικούς.  

Είναι πλέον προφανές και στους πλέον δύσπιστους.

Μαζί με το βασίλειο των ανθρώπων έχει σοβαρό πρόβλημα και το βασίλειο των ζώων.

Ο Αυτοκράτορας είναι διαταραγμένος.  

Ας ελπίσουμε ότι θα τον προλάβουμε πριν βάλει φωτιά και κάψει την Ρώμη.

 

*Μπαλότο (Baloto) λέμε το δεμάτι σανού  η λέξη έχει προέλευση από  την Ενετική διάλεκτο.

*Στακοφίσι  (stock Fish) Λέμε τον αποξηραμένο μπακαλιάρο. Προέρχεται από την Αγγλική γλώσσα.

*Σπέζα ( Spesa) λέμε τα τρόφιμα που δεν παράγουμε εμείς και πρέπει να τα αγοράσουμε.  Η Λέξη προέρχεται από την ενετική διάλεκτο.

*Κομιντόρο ( Comi doro  o  Pomo doro) λέμε την ντομάτα.  Ενετικό και αυτό.

Σάββατο 8 Ιουλίου 2023

Προϋποθέσεις

 Στην πρώτη δημοτικού ήθελε να πετάξει.

Θα πήδαγε δοκιμαστικά από τον μαντρότοιχο με μια ομπρέλα.

Φοβήθηκε όμως μην χτυπήσει.

Μάζεψε την ομπρέλα και γύρισε σπίτι.

Δεν υπήρχαν οι προϋποθέσεις.

 

Στο πάρτι της δευτέρας γυμνασίου ήθελε να φιλήσει την Κατερίνα.

Τοφέρε από δώ , τόφερε από κει , τελικά εγκατέλειψε την προσπάθεια.

Δεν υπήρχαν οι προϋποθέσεις.

 

Πάντα του άρεσε το πιάνο.

Γράφτηκε και στο ωδείο.

Για να κάνει , όμως, εξάσκηση έπρεπε να αγοράσει πιάνο.

Τελικά  εγκατέλειψε την προσπάθεια διότι…

Δεν υπήρχαν οι προϋποθέσεις.

 

Όταν ήταν ακόμα νέος πίστευε ότι μπορεί να αλλάξει τον κόσμο.

Τον έπεισαν τελικά οι σοφότεροι ότι πρέπει να κάνει υπομονή διότι…

Δεν είχαν ωριμάσει οι προϋποθέσεις.

 

Αργότερα αποφάσισε να γίνει αγρότης.

Θα φύτευε μια έκταση με κερασιές .

Πάντα του αρέσανε τα κεράσια.

Η   τοποθεσία, όμως,   ήταν ακατάλληλη.

Προφανώς δεν υπήρχαν οι προϋποθέσεις.

 

Ήθελε πάντα να κάνει ένα ταξίδι με τρένο   στις στέπες της Μογγολίας.

Έκανες τους υπολογισμούς  του. 

Έκοψε από δω, έκοψε από κει, αλλά  τίποτα.

Τελικά το ταξίδι αναβλήθηκε επ αόριστον .

Εκείνη  τη στιγμή δεν υπήρχαν οι προϋποθέσεις.

 

Ήθελε να παντρευτεί και να κάνει παιδιά.

Δίσταζε όμως διότι το εισόδημά του  δεν το επέτρεπε.

Στα πενήντα πέντε το εισόδημά του είχε ανέβει αρκετά άλλα τότε…

Δεν  υπήρχαν οι προϋποθέσεις.

 

Σκέφτηκε να κάνει ένα εκτροφείο πέστροφας.

Το νερό του ποταμιού όμως ήταν λίγο και η επιχείρηση δεν ήταν σίγουρο ότι θα πετύχει.

Ασφαλώς δεν υπήρχαν οι προϋποθέσεις.

 

Ερωτεύτηκε  μια γειτόνισσα .

Μια φορά βρέθηκαν μόνοι  στο ασανσέρ.

Στο ισόγειο κατέβηκαν αμίλητοι.

Ήταν παντρεμένη.

Δεν υπήρχαν οι προϋποθέσεις.

 

Πάντα ήθελε πολύ να διαολοστείλει το αφεντικό του και  να φύγει.

Δεν το έκανε όμως ποτέ διότι…

Δεν υπήρχαν οι προϋποθέσεις.

 

Δεν μπόρεσε  να χαρεί ούτε μια φορά την πανσέληνο του Αυγούστου .

Είχε δουλειές .

Δεν προλάβαινε.

Δεν υπήρχαν οι προϋποθέσεις.

 

Είναι δέκα η ώρα.

 

Μετράει τις σταγόνες του ορού.

 

Σε λίγο θα περάσουν οι γιατροί.

 

Γυρνάει το κεφάλι του προς  το παράθυρο.

 

Δύο δεκαοχτούρες κάθονται στην κουπαστή του μπαλκονιού και κουτσομπολεύουν.

 

Θέλει να σηκωθεί,  να βγει έξω  και να  πάρει μέρος στην κουβέντα.

 

Πρέπει να πάρει την άδεια του Γιατρού .

 

Είναι σίγουρος ότι θα του πει: 

 

«Λυπάμαι , δεν υπάρχουν οι  προϋποθέσεις».