Τετάρτη 26 Δεκεμβρίου 2012

….και άλλες Χριστουγεννιάτικες Ιστορίες.



 Η Πυτζάμα δεν είναι η μόνη  Χριστουγεννιάτικη Ιστορία.

Αγόρασα και ένα πακέτο σλιπάκια «από γύφτο».
Πέντε ευρώ τα δέκα.
Σε συσκευασία σελοφάν.

Σκέφτηκα…. ότι και νάναι … και δυο τρεις φορές να τα φορούσα, πάλι κερδισμένος θα ήμουν.

Το προηγούμενο Σάββατο μετά το μπάνιο φόρεσα το πρώτο.

Καλό φαινόταν.

Στο δρόμο , όμως, κάτι δεν μου πήγαινε καλά. Το αισθανόμουν να με «τραβάει» κατά την αριστερή πλευρά.

Ώσπου να φτάσω  στο Σαρόκο είχε πάει όλο από την μία μεριά.

Δεν θέλω να γίνω περισσότερο περιγραφικός γιατί μας διαβάζουν και μικρές ηλικίες αλλά …πώς να το πω…. Τα πάντα  πλέον, μπρός και πίσω ,  ήταν εκτός σλιπ.

Γύρισα σπίτι να λύσω το μυστήριο.

Το μέτρησα από δω,  το μέτρησα από κει.

 Ήταν  στραβοκομμένα από το εργοστάσιο. Τάχανε πετάξει ,τα πήρε ο γύφτος και τα πουλούσε.

Μονολογώντας και καθυβρίζοντας ,τον συμπαθή κατά τα άλλα, μικροαπατεώνα πήγα στον  κάδο να τα πετάξω.

Με άκουσε ο Κώστας από το μπαλκόνι του πρώτου (συνταξιούχος ναυτικός)και με ρωτάει:
-«Τι έγινε ρε  φίλε;»
-«Το και το» του εξηγώ.
-«Αυτό δεν είναι τίποτα . Μια φορά πηγαίναμε με ένα γκαζάδικο στον περσικό κόλπο. Στην διώρυγα του Σουέζ ανέβηκαν πάνω στο καράβι μικροπωλητές  Αιγύπτιοι και πουλούσαν φανέλες σε πακέτα. Αγοράσαμε όλοι γιατί παρακάτω που έκανε πενήντα βαθμούς ζέστη  αλλάζαμε φανέλες κάθε μια ώρα.
Πήρα πενήντα  φανέλες  με πέντε δολάρια.

-«..και τι έγινε …ήταν στραβοκομμένες;»
-«Ακόμα χειρότερα… Μόλις άνοιξα το σελοφάν και έβγαλα την πρώτη …τι να δω  Δεν είχε πίσω μέρος. Ήταν μόνο το μπροστά».

Θυμήθηκα το πάθημα μου με τις πατάτες.
Είχα αγοράσει  «από γύφτο» ένα σακί πατάτες. Φαινόντουσαν καλές. «Εδώ είπα δεν μπορεί να με κοροϊδέψει …φαίνονται   εντάξει.
Πάω σπίτι και ανοίγω το σακί.
Γύρω-γύρω είχε μεγάλες και στην μέση μικρές.
Έσπαγα το κεφάλι μου να φαντασθώ   πώς κατάφερε να βάλει εξωτερικά τις μεγάλες και στην μέση τις μικρές.

Μου το εξήγησε ο Κώστας που ήτανε «παθός».

Γυρνάνε ένα χαρτόνι κυλινδρικά και το κολλάνε με ταινία.
Τον χαρτονένιο κύλινδρο τόνε βάζουνε στο άδειο σακί.
Γύρω από τον χαρτονένιο κύλινδρο βάζουνε μεγάλες πατάτες και στην μέση του κυλίνδρου βάζουν τις μικρές.
Τραβάνε το χαρτόνι και έτοιμο το σακί για ράψιμο .

Είναι μπροστά οι άνθρωποι!

Τρίτη 25 Δεκεμβρίου 2012

Η Πυτζάμα των Χριστουγέννων



Είπα να πάω και εγώ για ψώνια μέρες που είναι.

Περπατάω στους δρόμους της πόλης. Τα φώτα είναι στη θέση τους.
Πίστεψα για μια στιγμή ότι, λόγω κρίσης,  δεν θα στολίζανε τα δέντρα της  Γεωργίου Θεοτόκη.
Δεν θα το άντεχα . Τα έχω συνηθίσει.
Τα έριξαν απελητά την τελευταία στιγμή.

Μου ζητάει ο Γιάννης ένα ευρώ.
Είναι ντυμένος κάτι μεταξύ τάρανδου με κόκκινα κέρατα και αϊ Βασίλη.
Στο πέτο έχει καρφιτσωμένη μια τεράστια κόκκινη καρδιά με παραμάνα.
Πρόκειται μάλλον για μαξιλαράκι σαλονιού σε σχήμα καρδιάς .
Την 21 Απριλίου ντύνεται χουντικός.
Στις 25 Μαρτίου τσολιάς.
Στις 28 Οκτωβρίου ανθυπολοχαγός του αλβανικού μετώπου.
Το καλοκαίρι  τουρίστας.

Μου εύχεται  «να χαίρομαι την οικογένεια μου».
Λίγο παρακάτω δίνει το ευρώ που του έδωσα σε μια γυναίκα που ζητιανεύει έξω από το Σούπερ Μάρκετ.

Από το βάθος έρχεται η Μπαντίνα του Μάντζαρου μαζί με ένα τεράστιο πλήθος πιτσιρίκια. Μοιάζουν με  πορεία διαμαρτυρίας.  Κόκκινα καπελάκια.  Παίζουν τα κάλαντα.

Η Κυρία Λισάβετ ψάχνει για χωριάτικα αυγά. Αύριο θα φτιάξει αυγολέμονο. Τα αυγά του Σούπερ Μάρκετ της μυρίζουν ψαρίλας.

Ο Σπύρος ο πιτσικαμόρτης περνάει αγχωμένος με ένα αρνί στην πλάτη.

Ο Θόδωρος μοιράζει λαχνούς του εμπορικού συλλόγου έξω από του «Γερμανού» ντυμένος άι Βασίλης. Τρόμαξα να τον γνωρίσω.

Χαιρετώ  γνωστούς και φίλους.

Ελάχιστα ψώνια.

Σκυθρωπά πρόσωπα.

Μπαίνω στο Σούπερ Μάρκετ.

Στο  ράφι με τα ρούχα έχει μείνει μόνο ένα ζευγάρι πυτζάμες .
Είναι διαφορετικού χρώματος .
Έχουν περισσέψει.

Ρωτάω την ταμία πόσο θα μου τις αφήσει.
-« Τρία ευρώ … αλλά είστε σίγουρος ότι την θέλετε ;»
-«Στο σπίτι θα την φοράω ποιος θα  ασχοληθεί με την διαφορά του χρώματος;» απαντώ.
-«Δεν καταλάβατε – μου λέει- δεν έχουν μόνο διαφορετικό χρώμα ….  Είναι και διαφορετικού μεγέθους.»

Τις πήρα.

Αυτή τη στιγμή που σας μιλάω τις έχω φορέσει.

Από πάνω είμαι σαν τον Μπάτμαν και από κάτω σαν τον Λάμπρο Κωνσταντάρα.

Κυριακή 23 Δεκεμβρίου 2012

Το τσαπί…



…αυτή είναι η μεγαλύτερη ανακάλυψη όλων των εποχών.
Ουδέποτε , μέχρι τώρα υπήρξε μια ανακάλυψη που να πλησιάζει έστω και κατ’ ελάχιστον  την ανακάλυψη του τσαπιού.
Ματαίως  θα γίνουν οι συγκρίσεις με την ανάγνωση του DNA, με το ταξίδι στην σελήνη η με τις ανακαλύψεις στην βιοτεχνολογία.

Η ανακάλυψη του τσαπιού άλλαξε άρδην  την  φύση  του ανθρώπου.

Δεκάδες τάφοι γυναικών της νεολιθικής εποχής ανακαλύφθηκαν στην κοιλάδα του Ιορδάνη και στην Μεσοποταμία. Όλοι είχαν μέσα και τα γεωργικά εργαλεία τους.

Τότε, λοιπόν,   έγινε και το μεγαλύτερο πραξικόπημα όλων των εποχών.

Μέχρι τότε ο κόσμος ήταν τελείως διαφορετικός από ότι φανταζόμαστε η μάλλον, θέλουν να μας κάνουν να φανταζόμαστε.

 Οι ουτοπίες των αρχαίων μύθων και των θρησκειών , της Περσικής Paraidaezza, του χριστιανικού Παράδεισου, των λιβαδιών του μεγάλου Μανιτού, του κήπου των Εσπερίδων, της χώρας των Υπερβορείων, των νησιών των Μακάρων,  ίσως να μην είναι “ένας κόσμος όπως θα τον θέλαμε”, αλλά να είναι η συλλογική νοσταλγία και ανάμνηση από έναν κόσμο ο οποίος υπήρξε.

Όπως αναφέρει στο βιβλίο του «Η Πατριαρχία» ο Ernest Borneman  “Δεν ήταν ένας  ευτυχισμένος κόσμος  γιατί η ευτυχία μπορεί να νοηθεί μόνο ως αντίθεση της δυστυχίας, και η δυστυχία δεν είχε  διεισδύσει ακόμα στη συνείδηση αυτής της  σχεδόν ολότελα αδιαφοροποίητης κοινότητας. Γι’ αυτό δεν υπήρχε ούτε εξουσία ούτε αρχομανία, ούτε τάξη, ούτε υποταγή, ούτε διαταγές, ούτε υπακοή.
Ήταν ένας αδιαίρετος κόσμος, χωρίς φτωχούς και πλούσιους, πιστωτές και οφειλέτες, εκμεταλλευτές και εκμεταλλευομένους. Ένας κόσμος που δεν γνώριζε την τσιγκουνιά, αλλά ούτε και την σπατάλη, όπου δεν υπήρχε ούτε δίνω ούτε παίρνω, όπου δεν υπήρχε φθόνος αλλά ούτε λόγος να φθονεί κανείς .”

Η ανακάλυψη από την γυναίκα της γεωργίας και η δημιουργία των πρώτων αποθεμάτων τροφής.

Η συνειδητοποίηση από την κοινότητα  της συμβολής του αρσενικού στην γονιμοποίηση του θηλυκού και η εμφάνισης, ως εκ τούτου, του πατέρα (που η έννοια του ως τότε ήταν άγνωστη).

Η διεκδίκηση από τον πατέρα της αναγνώρισης της θέσης του και των δικαιωμάτων του επί των αποθεμάτων και των παιδιών.

Ακόμα και η ανακάλυψη από τον άνδρα της συζυγικής αγάπης, της αγάπης δηλαδή που συνδέεται αυτοδικαίως με τη σεξουαλική πράξη, δεν ήταν τίποτα περισσότερο παρά ένα από τα μέσα που χρησιμοποίησε ο άνδρας για να εισχωρήσει στο “βασίλειο” της γυναίκας και να γίνει ο αποκλειστικός και “νόμιμος   συνέταιρος-συνιδιοκτήτης».

Η ζήλια εμφανίζεται και εισχωρεί στην ζωή της οικογένειας όχι ως ένα ανεξήγητο και μυστηριώδες  “ανθρώπινο” συναίσθημα αλλά ως αποτέλεσμα της κοινωνίας της ατομικής ιδιοκτησίας όπου ακόμα και ο ένας πλέον ανήκει του άλλου.

Η  Ιστορία  δεν είναι μόνον «η Ιστορία της πάλης των τάξεων» .
Η Ιστορία είναι «Η Ιστορία της πάλης των τάξεων και  της πάλης των φύλων».

-Γιατί η γυναίκες (κατά κανόνα) οδηγούν με το τιμόνι αγκαλιά;

-Γιατί οι γυναίκες (κατά κανόνα) δεν μπορούν να προσανατολισθούν;

-Γιατί οι γυναίκες (κατά κανόνα) κουτσομπολεύουν και δολοπλοκούν;

 «Η Πατριαρχία» του   Ernest  Borneman  (Έκδοση του Μορφωτικού Ιδρύματος Εθνικής Τραπέζης) είναι ένα έργο που απαντάει σε ερωτήματα αναπάντητα και μυστηριώδη μέχρι σήμερα.
Ο Έγκελς στο βιβλίο του «Η Καταγωγή της οικογένειας, της ατομικής ιδιοκτησίας και του κράτους» έκανε ένα πρώτο και σημαντικό βήμα. Παρόλο που δεν είχε την  δυνατότητα της επιστημονικής τεκμηρίωσης που υπάρχει σήμερα , δεν έπεσε έξω. Για λόγους σκοπιμότητας, όμως, φαντάζομαι,  έβαλε τον τόνο μόνον στην μια πλευρά.

«Η Πατριαρχία» , νομίζω ότι είναι η  πιο ολοκληρωμένη συνέχεια.

Είναι αρκετά μεγάλο βιβλίο αλλά διαβάζεται εύκολα.

Οι πιο απαιτητικοί μπορούν να διαβάσουν παράλληλα και το βιβλίο του  Jacque Cauvin «Η Γέννηση των Θεοτήτων. Η Γέννηση της Γεωργίας  και η Επανάσταση των Συμβόλων  στην νεολιθική εποχή».

Τετάρτη 19 Δεκεμβρίου 2012

Το βράδυ της 21/12/2012



 Τρείς μήνες πριν.

Ο  Il Τrovatore , ένας  ιστορικός  ερευνητής και σεσημασμένος μυθομανής  τα πίνει με έναν παράξενο γέροντα  σε ένα καπηλειό στην Καζαμπλάνκα.
Ο γέρος του παραδίδει το κώδικα για την ανάγνωση ενός εξαιρετικά σημαντικού   εγγράφου των Μάγια.
Αμέσως μετά  πέφτει ο σιδερένιος ανεμιστήρας της οροφής και αποκεφαλίζει τον γέροντα.
 Είχανε να τον αλλάξουνε από την εποχή του Χάμφρευ Μπόγκαρτ.

Ο Τροβατόρε φεύγει από την Καζαμπλάνκα με ένα παλιό δικινητήριο αεροπλάνο του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου με κατεύθυνση την Δρέσδη της Γερμανίας.

Στην βιβλιοθήκη της Δρέσδης, μέσα στα σκονισμένα ράφια φυλάσσεται το έγγραφο των Μάγια.

Σε  μια μπυραρία της Δρέσδη γνωρίζει μια όμορφη γκαρσόνα ντυμένη κουνέλι. Είναι βιβλιοθηκάριος στην δημοτική βιβλιοθήκη αλλά κάνει και δεύτερη δουλειά για να τα βγάλει πέρα.

Κουβέντα στην κουβέντα μαθαίνει ότι η γκαρσόνα-βιβλιοθηκάριος είναι η τελευταία απόγονος του Τσαλάμ Μπαλάμ , του μάγου των Μάγια και συγγραφέα του εν λόγω εγγράφου.
Μόλις κλείνει η μπυραρία πάνε κρυφά στην βιβλιοθήκη και  διαβάζουν το μυστηριώδες έγγραφο.
Σύμφωνα με τον Τσαλάμ Μπαλάμ , η καταστροφή του κόσμου θα συμβεί  το βράδυ στις 21/12/2012.
Εκείνο το βράδυ θα ευθυγραμμιστεί πλήρως  ο Σαμαράς με την Μαύρη Τρύπα στο κέντρο της Γερμανικής οικονομικής  πολιτικής ( που ως γνωστόν ρουφάει τα πάντα).
  
Η Ελλάδα θα πτωχεύσει επισήμως και θα συμπαρασύρει τον νότο, την Ευρώπη, την Κίνα, την Αμερική, τον Άλφα του Κενταύρου και την Ανδρομέδα.

Ο  Στουρνάρας ,σε μια απέλπιδα προσπάθεια να αποτρέψει την καταστροφή του κόσμου,  συγκροτεί άγημα της Υπηρεσίας Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος και  γυρνάει τις νύχτες με πυρσούς από πολυκατοικία σε πολυκατοικία .

Εισβάλει στα σπίτια των συνταξιούχων και τους παίρνει από το κομοδίνο τα τρακόσια ευρώ δώρο,  ως προκαταβολή για το χαράτσι της ΔΕΗ.
Ξαπλώνει  τον συνταξιούχο σε ένα πτυσσόμενο φορμάικα τραπεζάκι , του κάνει μια επώδυνη τομή με ένα πέτρινο μαχαίρι  των Μάγια και ξεριζώνει με τα χέρια του τον διογκωμένο προστάτη.


Εγκαταλείπει απροστάτευτο τον συνταξιούχο και συνεχίζει στο επόμενο διαμέρισμα.

Εν τω μεταξύ ο Κατσιδιάρης ,με ένα παλούκι στο χέρι,  καταδιώκει τον Παπαδημούλη γύρω από το χριστουγεννιάτικο δέντρο της πλατείας συντάγματος

  Η Νύχτα απόψε θα είναι πολύ μεγάλη.

Ο Τροβατόρε διαβάζει και ένα ρίγος τον διαπερνά.
Η δισέγγονη του Τσαλάμ Μπαλάμ έχει ακουμπήσει το λεμονάτο στήθος της στον ώμο του.
Την φιλάει με πάθος.
Γδύνονται και κάνουν έρωτα πάνω στον πάγκο της Δημοτικής βιβλιοθήκης της Δρέσδης.

Ακούει τα βογγητά τους ο φύλακας και  ξυπνάει.

Με προσωπική εντολή της Μέρκελ ξεκινάει μια άγρια καταδίωξη του Τροβατόρε.

Φτάνει , καταδιωκόμενος μέσα από τα δάση , στα σύνορα Γερμανίας Γαλλίας……..

Την συνέχεια θα την δείτε στο βιντεάκι που ετοίμασα.

Μην το χάσετε. 


Σάββατο 15 Δεκεμβρίου 2012

Το ταξίδι της Ροντινέλα


Η Ροντινέλα έμεινε για πάντα στην Τυνησία.

 Ένοιωθε ότι δεν θα προλάβαινε να κάνει ένα τέτοιο ταξίδι.

Έτσι συμβαίνει με τα χελιδόνια εδώ και εκατομμύρια χρόνια.

Ήρθε όμως η θυγατέρα της μαζί με  έναν ανεπρόκοπο νεαρό που πετούσε άτσαλα  όλο το καλοκαίρι και κινδυνεύαμε να μας βγάλει τα μάτια.

Ευτυχώς, για κάποιο λόγο , χτίσανε τη φωλιά τους στον  απέναντι  μπότζο και γλύτωσα από τις κουτσουλιές.

Προσπάθησα να της πιάσω την κουβέντα. Της είπα ότι όταν ήταν μικρή και έκανε την πρώτη απόπειρα να πετάξει, έπεσε και την γλύτωσα την τελευταία στιγμή  από του γάτου τα δόντια.

Δεν είχε την ευγένεια της μάνας της.

Μου είπε απότομα : «..και τι θέλεις τώρα, να σούχουμε υποχρέωση;»

Έκανα πως δεν άκουσα και συνέχισα.

Την ρώτησα για το ταξίδι .

Μου έλεγε ότι περάσανε απέναντι στο Σαλέντο και κατέβηκαν άκρη- άκρη τις ακτές μέχρι τον  Ασπρομόντε .
 Δεν πήγαν προς τα βουνά  της Καλαβρίας γιατί κάνει κρύο το φθινόπωρο και  είναι  κουραστικό να ανέβουν σε τέτοιο υψόμετρο.

 Έμειναν μερικές μέρες στον Βούα  να πάρουν δυνάμεις και συνέχισαν  μέχρι την  Σικελία όπου έμειναν λίγες μέρες , άλλοι στην Άβολα και άλλοι στο  Λίντο ντι Νότο.

Μου είπε ότι από την Μάλτα και μετά ,που ήτανε τα δύσκολα,  την κουβαλούσανε στην πλάτη. Είχε χαμηλό αιματοκρίτη και κουραζότανε εύκολα.

Την άκουγα με ενδιαφέρον.

«Φαντάζομαι  ότι  θα είναι  πολύ ωραίο ένα τέτοιο ταξίδι .»  της είπα.

«Δεν ταξιδεύουμε για λόγους αναψυχής…. αν μείνουμε εδώ το χειμώνα με τους κοτσυφούς θα μας θερίσει το κρύο…. για μας το ταξίδι είναι μια μεγάλη δοκιμασία και πρέπει να ακολουθήσουμε μια  αυστηρά καθορισμένη τακτική για να φτάσουμε ζωντανοί  στον προορισμό μας ..» μου είπε εκνευρισμένη και συνέχισε «… το ξέρεις ότι στη Μάλτα μείναμε είκοσι μέρες μέχρι να γυρίσει σιροκολέβαντο για να περάσουμε απέναντι ;».

Την άκουγα σιωπηλός.

Όταν ζεστάθηκε κάπως η ατμόσφαιρα με ρώτησε:
-«Εσείς  που ταξιδεύετε όταν χειμωνιάσει;»

-«Πουθενά δεν πάμε. Μένουμε εδώ και καίμε ξύλα για να ζεσταθούμε.» της λέω.

-«Και γιατί έτσι;» ερωτά η αφελής και εκνευρισμένη  χελιδόνα.

-«Δεν μπορούμε να συνεννοηθούμε..» απαντώ

-«Δηλαδή;»  μου λέει απορημένη.

-«Να… άλλοι λένε ότι ο προορισμός δεν έχει σημασία, σημασία έχει το ταξίδι.
Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα ,ακόμα και αν ξεκινήσουμε,  να μην ξέρουμε που πάμε.
‘Άλλοι πάλι  λένε ότι δεν έχει σημασία το ταξίδι αλλά ο προορισμός.
 Αυτό πάλι έχει σαν αποτέλεσμα να μην ξεκινάμε ποτέ.»

Με ακούει με ανοιχτό το στόμα.

-«Δηλαδή , είχε δίκιο η μάνα μου!» μου λέει έκπληκτη.

-«Τι σου λέγε  η μάνα σου;» ρωτάω

-«Απορούσε και έλεγε: «Μας πως καταφέρανε αυτοί οι μαλάκες και γίνανε τα αφεντικά του πλανήτη;».


Παρασκευή 7 Δεκεμβρίου 2012

ΨΙΛΟΒΡΕΧΕΙ ΣΤΗ ΛΕΜΟΝΙΑ


Κάνει κρύο και ψιλοβρέχει τη νύχτα στη Λεμονιά.

Δεν υπάρχει ψυχή στην μικρή πλατεία.
Ερημιά.
Στέκομαι στη μέση .

Απέναντι θα πρέπει να ήταν  οι «ρετσίνες του Θύμη» και από πάνω το Μπορντέλο της Πολυξένης.
Δίπλα , το γραφείο κηδειών του Μακροπόδη  «η μετανάστευσις» και από πάνω το Μπορντέλο της Βαγγελιώς της Κουλοχέρως .
Στη γωνία το καφενείο της κυρίας Κούλας  και δίπλα το τσαγκάρικο του κυρ Βασίλη.
Απέναντι η Παναγία η ευαγγελίστρια και πιο δίπλα η ταβέρνα του «Μαύρου».

Υπήρχε τότε άλλο ένα Μπορντέλο …  κοντά στους Άγιους Πατέρες … της Σταμάτως.

Φαίνεται ότι η χωροταξία δεν ήταν τυχαία. Ο  τόπος της αμαρτίας , ο τόπος της λησμονιάς , ο τόπος της εξιλέωσης και αμέσως μετά ο «Μακροπόδης» με το «ταξιδιωτικό του γραφείο».

Κάνει κρύο και ψιλοβρέχει τη νύχτα στη Λεμονιά.

Θυμάμαι  τον κύριο Πατούνη. Μου μίλαγε  με υπερηφάνεια για τον φίλο του  Νίκο Καββαδία. Συναντιόταν εδώ , σε αυτήν την μικρή , αόρατη και κακόφημη πλατειούλα όταν το καράβι του ποιητή έδενε στην Κέρκυρα.
Ακολουθούσε μια δαιδαλώδη διαδρομή για να φτάσει στην πλατεία .
 Ο Κύριος Πατούνης ήταν ένας  αξιοσέβαστος  αστός  και  ιδιοκτήτης  του γνωστού εργοστασίου παραδοσιακού σαπουνιού.
Δεν έπρεπε να τον σχολιάσουν βλέποντάς τον να κατευθύνεται στην κακόφημη πλατειούλα.
Με ρωτούσε τι να σημαίνει «Νερό καλάρει το  Fore Peak, νερό και τα πανιόλα».

Κάνει κρύο και ψιλοβρέχει τη νύχτα στη Λεμονιά.

Δίπλα στον Άγιο Φραγκίσκο , εκεί πουν τώρα είναι το Πέμπτο δημοτικό, ήταν  το Αρσάκειο. 
Λίγοι ξέρουν ότι εκεί ,στον Άγιο Φραγκίσκο , λειτούργησε  το  1798 το πρώτο δημόσιο και δωρεάν σχολείο των Βαλκανίων . 
Το έφτιαξαν οι Γάλλοι Δημοκρατικοί με χρήματα  από την δημευμένη εκκλησιαστική περιουσία.
«Άθεους»  τους  ανέβαζαν, «άθεους»  τους κατέβαζαν  οι αρχόντοι και  οι παπάδες.
Για πρώτη φορά τα παιδιά των φτωχών μπορούσαν να μαθαίνουν  γράμματα και επί πλέον να τρώνε  πρωί και μεσημέρι στο συσσίτιο του σχολείου.
Ανήκουστα πράματα!

Κάνει κρύο και ψιλοβρέχει τη νύχτα στη Λεμονιά.

Δεξιά μου θα πρέπει να ήταν ο φούρνος του Μαρτζούκου  και πιο κάτω οι τζιτζιμπίρες του Σαγιαδινού.
Αριστερά μου η ταβέρνα του κυρ Αλέκου του Κουτσού  και παρακάτω οι «κατουρίστρες του  Σγούμπου».

Αυτή η πλατειούλα έβγαλε μεγάλα  και ιστορικά ονόματα του ποδοσφαίρου μας . Εδώ πρωτόπαιξαν ο Μιχάλης Ψάιλας , ο Βίκυς ο Παργινός και ο Σπύρος ο Μπόρτζ.

Προσπαθώ να μαντέψω που θα είχαν βάλει τα «τέρματα»  οι  πιτσιρικάδες που έπαιζαν μπάλα στην πιατσέτα της Λεμονιάς.

Όταν ερχόταν οι  Αμερικάνοι ναύτες  και ψάχνανε τα Μπορντέλα ,  οι πιτσιρικάδες τους έστελναν στα σπίτια των πιο μισητών γειτόνων . 
Περιμένανε οι ναύτες στη σειρά στη σκάλα και χτυπούσαν την πόρτα.

Κάνει κρύο και  ψιλοβρέχει τη νύχτα στη Λεμονιά.

Θα θελα , λέει, να μπορούσα να ταξιδέψω  ένα βράδυ με μια χρονομηχανή  και να κοιτάξω μέσα από τα θολά τζάμια  της ταβέρνας του «Μαύρου» , να μπω στο μπακάλικο του Πολυχρόνη, και να μου κάνει ένα ζεστό τσάι η Βαγγελιώ η Κουλοχέρω.

Θα θελα να περιπλανηθώ στην «άλλη»  Κέρκυρα. Πίσω  «..από τους λερούς και ασήμαντους δρόμους , με τα λαμπρά μεγάλα ονόματά τους .» 

Δευτέρα 3 Δεκεμβρίου 2012

Οι τελευταίες ημέρες του Σουλίου.



 Υπάρχει μια μικρή μαρμάρινη εντοιχισμένη επιγραφή στον τοίχο του «Μαύρου Γάτου»  στο παλιό λιμάνι της Κέρκυρας που λίγοι  έχουν προσέξει.
Γράφει:  «Ενταύθα εδολοφονήθη υπό Τουρκαλβανών ο Φώτιος Τζαβέλλας και εξέπνευσε εις τας χείρας  του Νότη Μπότσαρη μετά του οποίου συνεκάθητο. Ο τάφος αυτού ευρίσκεται εις την ενταύθα μονήν της  Πλατυτέρας.»

Δεν  είναι ώρα τώρα να αναφερθώ στις  μυστικές και φανερές διαβουλεύσεις που γινόταν τα χρόνια εκείνα  ανάμεσα στις Σουλιώτικες φάρες   και στους  Ρώσους του Ουζάκωφ, τους Γάλλους αυτοκρατορικούς και τους Άγγλους αργότερα.  Βαριέμαι να τσακώνομαι με  ανορθόγραφους πατριδολάγνους.

Υπάρχει και μια χαμένη όπερα του Giovanni Batista Ferrari  με τίτλο «Οι τελευταίες μέρες του Σουλίου»  (Ultimi giorni di Suli).
Το 1856 ανέβηκε στο μεγάλο θέατρο «Φοίνικας» της Βενετίας. Μάθαμε ότι ανέβηκε και στην Κέρκυρα στο Σαν Τζιάκομο.
Συγγραφέας του έργου ήταν ο Giovanni Peruzzini (1815-1869).
Το λιμπρέτο και οι παρτιτούρες της όπερας έχουν χαθεί.
Δεν καταφέραμε να βρούμε κάποιο ίχνος.

Όλα αυτά μου έφεραν στο μυαλό την ετήσια αναπαράσταση της μάχης του Σουλίου.

Έλαβα μέρος ως Τούρκος.

Μας πήραν , φαντάρους,  με καμιόνια από τα Γιάννενα και μας ανέβασαν στο Σούλι.
Εκεί στα ερείπια της μονής του Κιουγκίου θα γινόταν η αναπαράσταση.
Μας χώρισαν σε «Τούρκους» και «Σουλιώτες». Μας έντυσαν ανάλογα και άρχισε το σώου.

Σύμφωνα με το σενάριο που μας ανέπτυξε ο λοχαγός, εμείς οι «Τούρκοι»  θα ανεβαίναμε τρέχοντας προς το Κούγκι έναν κακοτράχαλο ανήφορο τριακοσίων μέτρων ουρλιάζοντας και πυροβολώντας με άσφαιρα πυρά.
Από πάνω οι «Σουλιώτες» θα ανταπέδιδαν τα «πυρά» και θα προέβαλλαν σθεναρή αντίσταση.
Μερικοί από εμάς θα  έπεφταν  στο δρόμο για να φαίνεται η ηρωική αντίσταση των «Σουλιωτών».
Όταν εμείς (οι Τούρκοι) θα φτάναμε επάνω, ο Σαμουήλ (ο σιτιστής του λόχου) θα ανατίναζε το Κούγκι.
Από κάτω θα παρακολουθούσαν έκθαμβοι και με ρίγη εθνικής συγκίνησης οι χωριάτες από τα γύρω χωριά.

Δόθηκε το σύνθημα και ξεκίνησε η μεγαλειώδης μάχη.

Στα πρώτα μέτρα και με τον πρώτο πυροβολισμό που έπεσε από το Κούγκι, πέσαμε όλοι νεκροί.
Ποιος ανέβαινε όλο αυτό τον ανήφορο;
Συνέχισε μονάχα ένας «Τούρκος» νεοσύλλεκτος που δεν είχε πιάσει ακόμα το νόημα της ζωής.
Ανέβαινε τρέχοντας και ουρλιάζοντας υπό τα πυκνά «πυρά»  των Σουλιωτών.
Στο δρόμο τούπεσε το ντουφέκι, έχασε το κόκκινο σκούφο και τούφυγε και το παπούτσι με τη φούντα.
Γδαρμένος από τα πουρνάρια έφτασε μπροστά στο Κούγκι.
Μόλις είδε μπροστά του τον «Τούρκο»  ο σιτιστής Σαμουήλ  ανατίναξε το Κούγκι με μία στρακαστρούκα που του είχαν δώσει.

Φάγαμε είκοσι μέρες φυλακή ο κάθε νεκρός.

Στην επιστροφή γελάγαμε μέσα στα καμιόνια μετά δακρύων.

Ένας Πρεβεζιάνος που υποδυόταν τέλεια την «αδελφή» (η ήταν …δεν έχει σημασία)  σκέφτηκε να κάνουμε και την αναπαράσταση του χορού του Ζαλόγγου.

 Να είμαστε, λέει, ντυμένοι Σουλιωτοπούλες στην άκρη του γκρεμού. Από κάτω να περιμένουν οι χωριάτες με κομμένη την ανάσα να μας δουν να πέφτουμε και τη στιγμή που φτάσουν οι Τούρκοι να πέσουμε στην αγκαλιά τους, να τους «δοθούμε» και να μην τους «σηκώνεται».

Κυριακή 2 Δεκεμβρίου 2012

Ένα μποέμικο σαββατόβραδο



Το πρόγραμμα μου , σε συνδυασμό με το δελτίο καιρού, προέβλεπε ένα βροχερό σαββατόβραδο με φωτιά καλό κρασί και  ψαγμένες συζητήσεις.

Ξαφνικά ανατρέπονται όλα.

Η Μποέμικη συντροφιά την κοπάνησε για Αθήνα.

Έμεινα να κοιτάω τον τοίχο η ώρα οχτώ παρά είκοσι.

Ξαφνικά θυμάμαι ότι  σήμερα ανεβάζουν «τα τσικό»  της Εθνικής Λυρικής σκηνής  την όπερα του Giacomo Puccini, “La boheme”.
 
Η Παράσταση  είναι στις  οχτώ.

Ανεβάζω στροφές . 
Φοράω ότι βρήκα μπροστά μου και φεύγω  βιαστικά για την Ιόνιο Ακαδημία.

Δεν χρειάζεται να βρω τρόπο να μπω τζάμπα, η είσοδος είναι ελεύθερη.  Η Αίθουσα είναι ασφυκτικά γεμάτη .

Πετυχαίνω  τον Παντελή να κάνει τον ταξιθέτη. Μου έχει δύο θέσεις μπροστά. Εν τω μεταξύ έρχεται και η κόρη μου.

Καλά πως τα καταφέρνεις να έρχεσαι πάντα τελευταίος, να μην πληρώνεις και να κάθεσαι και στην καλύτερη θέση» μου λέει  ελαφρώς εκνευρισμένη.
Ξεκινάμε καλά . Ο  Τενόρος (Ροδόλφο) αρρώστησε και στη θέση του έφεραν άρον -άρον έναν Ιταλό  φέρελπι , χοντρούλη , συμπαθητικό που μου θυμίζει έντονα έναν σπασίκλα συμμαθητή μου που καθόταν στο πρώτο θρανίο .

Οι πιτσιρικάδες είναι πολύ καλοί .

Στην πρώτη σκηνή  η μποέμικη παρέα του Παρισιού του 1896 προσπαθεί να ανάψει φωτιά με ότι βρίσκει μπροστά της.
 Το ίδιο θα κάναμε και εμείς  αυτό το σαββατόβραδο του 2012 αν δεν  παραβιαζόταν το πρόγραμμα .  
«Δεν βαριέσαι…» σκέφτομαι  «…τα προγράμματα και οι παρθενικοί υμένες είναι φτιαγμένα για να παραβιάζονται».

Στην γνωστή  σκηνή της γνωριμίας της Μιμή με τον Ροδόλφο,  ο χοντρούλης Ιταλιάνος  τενόρος  φαίνεται ότι  «τόχει». Καταχειροκροτείται και φιλάει παθιασμένα στο στόμα την Μιμή.
Νομίζω ότι δεν υποκρίνεται χάριν του έργου . Του αρέσει   και δεν λέει να ξεκολλήσει από πάνω της.

Η όπερα ανέβηκε για πρώτη φορά στο Τορίνο το χειμώνα του 1896.
Εκείνο τον καιρό το μισό Τορίνο ήταν άνεργοι.
Η «μεγάλη οικονομική ύφεση» (1873/1896) βρισκόταν στο αποκορύφωμα της.

Το έργο δεν διαβάζεται ως ένα ανόητο ερωτικό δράμα.

Η ράφτρα Μιμή με τα παγωμένα χέρια που «δεν ζεστάθηκαν  ποτέ».
Με τα κεντημένα λουλούδια στα φορέματα που δεν μυρίζουν.
Με τον εύθραυστο έρωτα και την εύθραυστη υγεία ….
…και ο  απελπισμένος ποιητής  στην καρδιά ενός  άκαρδου χειμώνα  που  «είναι ολέθριο να μείνει κανείς μόνος του».

Το τραγούδι τους δεν είναι  επίδειξη φωνητικής ικανότητας  αλλά η κραυγή ενός χειμώνα προς μιαν άνοιξη που αργεί ακόμα.

Ο Φιλόσοφος πουλάει το παλτό του , η Μουζέτα πουλάει τα στολίδια της  και ο ποιητής καίει τα ποιήματα του  για να ζεστάνει τα χέρια της   αγαπημένης του.

Η ανέμελη μποέμικη παρέα πουλάει όλα της τα υπάρχοντα για να κρατήσει στη ζωή  τον  Έναν.

Ποιος ξέρει ; Μπορεί  εκείνο το χειμώνα του 1896 κάποιος άλλος αδέκαρος σιδηρουργός  να τρύπωσε τσάπα στο Βασιλικό Θέατρο του Τορίνο και κάποιος άλλος χοντρούλης τενόρος  να βρήκε την ευκαιρία  να φιλάει ασταμάτητα   στο στόμα την σοπράνο.