Δευτέρα 3 Δεκεμβρίου 2012

Οι τελευταίες ημέρες του Σουλίου.



 Υπάρχει μια μικρή μαρμάρινη εντοιχισμένη επιγραφή στον τοίχο του «Μαύρου Γάτου»  στο παλιό λιμάνι της Κέρκυρας που λίγοι  έχουν προσέξει.
Γράφει:  «Ενταύθα εδολοφονήθη υπό Τουρκαλβανών ο Φώτιος Τζαβέλλας και εξέπνευσε εις τας χείρας  του Νότη Μπότσαρη μετά του οποίου συνεκάθητο. Ο τάφος αυτού ευρίσκεται εις την ενταύθα μονήν της  Πλατυτέρας.»

Δεν  είναι ώρα τώρα να αναφερθώ στις  μυστικές και φανερές διαβουλεύσεις που γινόταν τα χρόνια εκείνα  ανάμεσα στις Σουλιώτικες φάρες   και στους  Ρώσους του Ουζάκωφ, τους Γάλλους αυτοκρατορικούς και τους Άγγλους αργότερα.  Βαριέμαι να τσακώνομαι με  ανορθόγραφους πατριδολάγνους.

Υπάρχει και μια χαμένη όπερα του Giovanni Batista Ferrari  με τίτλο «Οι τελευταίες μέρες του Σουλίου»  (Ultimi giorni di Suli).
Το 1856 ανέβηκε στο μεγάλο θέατρο «Φοίνικας» της Βενετίας. Μάθαμε ότι ανέβηκε και στην Κέρκυρα στο Σαν Τζιάκομο.
Συγγραφέας του έργου ήταν ο Giovanni Peruzzini (1815-1869).
Το λιμπρέτο και οι παρτιτούρες της όπερας έχουν χαθεί.
Δεν καταφέραμε να βρούμε κάποιο ίχνος.

Όλα αυτά μου έφεραν στο μυαλό την ετήσια αναπαράσταση της μάχης του Σουλίου.

Έλαβα μέρος ως Τούρκος.

Μας πήραν , φαντάρους,  με καμιόνια από τα Γιάννενα και μας ανέβασαν στο Σούλι.
Εκεί στα ερείπια της μονής του Κιουγκίου θα γινόταν η αναπαράσταση.
Μας χώρισαν σε «Τούρκους» και «Σουλιώτες». Μας έντυσαν ανάλογα και άρχισε το σώου.

Σύμφωνα με το σενάριο που μας ανέπτυξε ο λοχαγός, εμείς οι «Τούρκοι»  θα ανεβαίναμε τρέχοντας προς το Κούγκι έναν κακοτράχαλο ανήφορο τριακοσίων μέτρων ουρλιάζοντας και πυροβολώντας με άσφαιρα πυρά.
Από πάνω οι «Σουλιώτες» θα ανταπέδιδαν τα «πυρά» και θα προέβαλλαν σθεναρή αντίσταση.
Μερικοί από εμάς θα  έπεφταν  στο δρόμο για να φαίνεται η ηρωική αντίσταση των «Σουλιωτών».
Όταν εμείς (οι Τούρκοι) θα φτάναμε επάνω, ο Σαμουήλ (ο σιτιστής του λόχου) θα ανατίναζε το Κούγκι.
Από κάτω θα παρακολουθούσαν έκθαμβοι και με ρίγη εθνικής συγκίνησης οι χωριάτες από τα γύρω χωριά.

Δόθηκε το σύνθημα και ξεκίνησε η μεγαλειώδης μάχη.

Στα πρώτα μέτρα και με τον πρώτο πυροβολισμό που έπεσε από το Κούγκι, πέσαμε όλοι νεκροί.
Ποιος ανέβαινε όλο αυτό τον ανήφορο;
Συνέχισε μονάχα ένας «Τούρκος» νεοσύλλεκτος που δεν είχε πιάσει ακόμα το νόημα της ζωής.
Ανέβαινε τρέχοντας και ουρλιάζοντας υπό τα πυκνά «πυρά»  των Σουλιωτών.
Στο δρόμο τούπεσε το ντουφέκι, έχασε το κόκκινο σκούφο και τούφυγε και το παπούτσι με τη φούντα.
Γδαρμένος από τα πουρνάρια έφτασε μπροστά στο Κούγκι.
Μόλις είδε μπροστά του τον «Τούρκο»  ο σιτιστής Σαμουήλ  ανατίναξε το Κούγκι με μία στρακαστρούκα που του είχαν δώσει.

Φάγαμε είκοσι μέρες φυλακή ο κάθε νεκρός.

Στην επιστροφή γελάγαμε μέσα στα καμιόνια μετά δακρύων.

Ένας Πρεβεζιάνος που υποδυόταν τέλεια την «αδελφή» (η ήταν …δεν έχει σημασία)  σκέφτηκε να κάνουμε και την αναπαράσταση του χορού του Ζαλόγγου.

 Να είμαστε, λέει, ντυμένοι Σουλιωτοπούλες στην άκρη του γκρεμού. Από κάτω να περιμένουν οι χωριάτες με κομμένη την ανάσα να μας δουν να πέφτουμε και τη στιγμή που φτάσουν οι Τούρκοι να πέσουμε στην αγκαλιά τους, να τους «δοθούμε» και να μην τους «σηκώνεται».

Δεν υπάρχουν σχόλια: