Κυριακή 2 Δεκεμβρίου 2012

Ένα μποέμικο σαββατόβραδο



Το πρόγραμμα μου , σε συνδυασμό με το δελτίο καιρού, προέβλεπε ένα βροχερό σαββατόβραδο με φωτιά καλό κρασί και  ψαγμένες συζητήσεις.

Ξαφνικά ανατρέπονται όλα.

Η Μποέμικη συντροφιά την κοπάνησε για Αθήνα.

Έμεινα να κοιτάω τον τοίχο η ώρα οχτώ παρά είκοσι.

Ξαφνικά θυμάμαι ότι  σήμερα ανεβάζουν «τα τσικό»  της Εθνικής Λυρικής σκηνής  την όπερα του Giacomo Puccini, “La boheme”.
 
Η Παράσταση  είναι στις  οχτώ.

Ανεβάζω στροφές . 
Φοράω ότι βρήκα μπροστά μου και φεύγω  βιαστικά για την Ιόνιο Ακαδημία.

Δεν χρειάζεται να βρω τρόπο να μπω τζάμπα, η είσοδος είναι ελεύθερη.  Η Αίθουσα είναι ασφυκτικά γεμάτη .

Πετυχαίνω  τον Παντελή να κάνει τον ταξιθέτη. Μου έχει δύο θέσεις μπροστά. Εν τω μεταξύ έρχεται και η κόρη μου.

Καλά πως τα καταφέρνεις να έρχεσαι πάντα τελευταίος, να μην πληρώνεις και να κάθεσαι και στην καλύτερη θέση» μου λέει  ελαφρώς εκνευρισμένη.
Ξεκινάμε καλά . Ο  Τενόρος (Ροδόλφο) αρρώστησε και στη θέση του έφεραν άρον -άρον έναν Ιταλό  φέρελπι , χοντρούλη , συμπαθητικό που μου θυμίζει έντονα έναν σπασίκλα συμμαθητή μου που καθόταν στο πρώτο θρανίο .

Οι πιτσιρικάδες είναι πολύ καλοί .

Στην πρώτη σκηνή  η μποέμικη παρέα του Παρισιού του 1896 προσπαθεί να ανάψει φωτιά με ότι βρίσκει μπροστά της.
 Το ίδιο θα κάναμε και εμείς  αυτό το σαββατόβραδο του 2012 αν δεν  παραβιαζόταν το πρόγραμμα .  
«Δεν βαριέσαι…» σκέφτομαι  «…τα προγράμματα και οι παρθενικοί υμένες είναι φτιαγμένα για να παραβιάζονται».

Στην γνωστή  σκηνή της γνωριμίας της Μιμή με τον Ροδόλφο,  ο χοντρούλης Ιταλιάνος  τενόρος  φαίνεται ότι  «τόχει». Καταχειροκροτείται και φιλάει παθιασμένα στο στόμα την Μιμή.
Νομίζω ότι δεν υποκρίνεται χάριν του έργου . Του αρέσει   και δεν λέει να ξεκολλήσει από πάνω της.

Η όπερα ανέβηκε για πρώτη φορά στο Τορίνο το χειμώνα του 1896.
Εκείνο τον καιρό το μισό Τορίνο ήταν άνεργοι.
Η «μεγάλη οικονομική ύφεση» (1873/1896) βρισκόταν στο αποκορύφωμα της.

Το έργο δεν διαβάζεται ως ένα ανόητο ερωτικό δράμα.

Η ράφτρα Μιμή με τα παγωμένα χέρια που «δεν ζεστάθηκαν  ποτέ».
Με τα κεντημένα λουλούδια στα φορέματα που δεν μυρίζουν.
Με τον εύθραυστο έρωτα και την εύθραυστη υγεία ….
…και ο  απελπισμένος ποιητής  στην καρδιά ενός  άκαρδου χειμώνα  που  «είναι ολέθριο να μείνει κανείς μόνος του».

Το τραγούδι τους δεν είναι  επίδειξη φωνητικής ικανότητας  αλλά η κραυγή ενός χειμώνα προς μιαν άνοιξη που αργεί ακόμα.

Ο Φιλόσοφος πουλάει το παλτό του , η Μουζέτα πουλάει τα στολίδια της  και ο ποιητής καίει τα ποιήματα του  για να ζεστάνει τα χέρια της   αγαπημένης του.

Η ανέμελη μποέμικη παρέα πουλάει όλα της τα υπάρχοντα για να κρατήσει στη ζωή  τον  Έναν.

Ποιος ξέρει ; Μπορεί  εκείνο το χειμώνα του 1896 κάποιος άλλος αδέκαρος σιδηρουργός  να τρύπωσε τσάπα στο Βασιλικό Θέατρο του Τορίνο και κάποιος άλλος χοντρούλης τενόρος  να βρήκε την ευκαιρία  να φιλάει ασταμάτητα   στο στόμα την σοπράνο.