Κυριακή 13 Σεπτεμβρίου 2015

Bar Lupo di Mare



Ήταν μια εποχή που άνθιζε το λαθρεμπόριο τυριών και σαλαμιών.

Μιλάμε για τα μέσα του δέκατου ένατου αιώνα.

Έτσι και σε πιάνανε τότε με αφορολόγητο τυρί στο τραπέζι,  σου παίρνανε το πιάτο και σε χώνανε και στο μπουντρούμι (με ένα μπουκάλι ρούμι) .

Τα χρόνια εκείνα οι κοντραμπαντριέριδες του Μαντουκιού κάνανε το βιάτζο Μαντούκι – Τσιταβέκια και φέρνανε παράνομα με τα καΐκια  τυριά και σαλάμια.

Μην ψάξετε να βρείτε που είναι η Τσιταβέκια. Μόνον τυχαία μπορείς να την βρείς.

Πρόκειται για ένα ψαροχώρι μερικά χιλιόμετρα βόρεια της Αγκόνα.

Τότε είχε δυο τρείς καλύβες ψαράδων.  Τώρα έχει και μίνι Μάρκετ και πιτσαρία και σύλλογο ψαράδων  και ενοικιαζόμενα και ομπρέλες και ξαπλώστρες και στρίγκ και  τα πάντα όλα.

Δίπλα από το χωριουδάκι υπάρχει ένα ποτάμι .

Μέσα στους καλαμιώνες του ποταμιού γινότανε το νταλαβέρι ανάμεσα στους Μαντουκιώτες και στους «αδίστακτους»  Ιταλούς λαθρέμπορους που έφερναν τα τυριά και τα προσούτα από την Πάρμα με τα κάρα.

Θα αναρωτηθεί κανείς πως ήταν δυνατόν να περάσει όλη την Αδριατική ένα καΐκι μες στο χειμώνα. Η Αλήθεια είναι ότι το ταξίδι γινόταν κόστα-κόστα  όλη την ανατολική πλευρά της Ιταλίας .

Από την Αγκόνα μέχρι το φάρο του Ότραντο.

Ήξεραν οι κοντραμπαντιέρηδες κάθε  απάγκιο και από πιο καιρό σε προφυλάσσει το καθένα.

Προβλέπανε τον κάθε καιρό και την διάρκεια του με μεγάλη ακρίβεια.

Ξέρανε πως να προφυλαχτούνε από τους ελέγχους των αρχών.

Ο προορισμός ήτανε το Μαούκι  αλλά η κάθε ασήμαντη παραλία  που θα τους προστάτευε από τον καιρό ήταν αποφασιστικής σημασίας για να αριβάρουνε.

Υπήρχε ένας θρυλικός καπετάνιος εκείνα τα χρόνια που τονε λέγανε Βιτζέντζο και λέγανε ότι «αυτόνε δεν τονε πιάκανε ποτές».

Αν ήσουνα «μεγάλος θαλασσόλυκος» και οι συνεχείς και χρονοβόρες στάσεις σου φαινόταν «ρεφορμιστικές αυταπάτες», σε  πέταγε στην  πρώτη παραλία ο Βιτζέντζος και  σου έλεγε να πάρεις το κρουαζιερόπλοιο  να σε πάει ντρέτα τσου Κορφούς.

.

Κάτι τέτοια σκεφτόμουνα τις προάλλες που τα πίναμε στο μπαρ Lupo di mare (θαλασσόλυκος).

Μαζεύονται  εκεί συνήθως τα πληρώματα από τα σκάφη της μαρίνας Γουβιών   και μεθοκοπάνε μετά τη δουλειά.

Κάνουνε βιάτζα  «αναψυχής»  στην Σαγιάδα η στην Ηγουμενίτσα και μερικές φορές φτάνουν ..μέχρι την μακρινή Πάργα για ψαρομεζέδες.

 Αφηγούνται τα ταξίδια τους με γουρλωμένα μάτια λές και μόλις γλυτώσανε από το Κουροσίβο.

Να τους άκουγε ο Βιτζέντζος!

Τετάρτη 9 Σεπτεμβρίου 2015

Ο Κάβουρας


«Κάβουρα» λέω τον Σωτήρη.

Δεν πρόκειται για κάποιο παρατσούκλι. Έτσι τον λέω μόνον εγώ.

Δηλώνει «εβδομηντάρης» πράμα που σημαίνει ότι έχει περάσει τα εβδομήντα και δεν θέλει να το παραδεχτεί.

Είναι μικροκαμωμένος, αδύνατος και κοντός.

Κάνει αγωνιώδεις προσπάθειες να κρύψει την ηλικία του.

Φοράει ρούχα και παπούτσια που θα ταίριαζαν μάλλον σε πολύ νεώτερους.

Ο Σωτήρης είναι μια ξεχωριστή φυσιογνωμία της πόλης μας αν και έχει πολλά κοινά με πολλούς.

Το συναντάς σχεδόν παντού.

Κυκλοφορεί αγχωμένος με ένα τρίκυκλο Πιάτζιο από αυτά που συναντάς στους στενούς δρόμους των πόλεων της Ιταλίας.

Μεταφέρει τα πάντα και επισκευάζει τα πάντα.

Αλλάζει βρύσες , ξεβουλώνει νιπτήρες , αλλάζει λαστιχάκια σε καζανάκια, τοποθετεί ζγόρνες, ξεβρωμίζει υπόγεια, κόβει χόρτα, αλλάζει κλειδαριές.

Μια φορά τον είδα να κουβαλάει ένα ολοκαίνουργιο ψυγείο της συχωρεμένης της κυρά Ευτυχίας. Το είχε αγοράσει στα ογδόντα της σε προσφορά από ένα μαγαζί που έκλεινε για να το έχει άμα της χαλάσει το άλλο. Σε έξι μήνες πέθανε και το ψυγείο έμεινε στο υπόγειο μέσα στην συσκευασία .  

Ο Σωτήρης είναι διαρκώς σε κίνηση.

Δεν ξέρει τι είναι η κρίση και δεν συζητάει ποτέ  «πολιτικά».

Δεν τον ενδιαφέρει καν ο υποβιβασμός του ΑΟ Κέρκυρα στην Β΄ Εθνική.

Έχει μια τούφα μαλλιά στο πίσω μέρος του κεφαλιού του που τα έχει αφήσει και έχουν μακρύνει σχεδόν ένα μέτρο.

Τα τυλίγει με μαεστρία γύρω γύρω από το καραφλό επάνω μέρος του κεφαλιού του στην προσπάθειά του να καλύψει την φαλάκρα του.

Προσπάθησα πολλές φορές να του πιάσω κουβέντα αλλά ήταν , ως συνήθως, πάντα  απασχολημένος.

Τις προάλλες τον βρήκα στα κουρτελάτσα, στην Γαρίτσα να …κάθεται στο μουράγιο.

Έμοιαζε με κάβουρα που βγήκε το δειλινό στα πέτσα.

Έκατσα δίπλα του και πιάσαμε, επιτέλους , την κουβέντα.

Τον είδα κουρασμένο.

Παίρνει χίλια ευρώ σύνταξη αλλά πρέπει να δουλέψει για να πάει σπίτι το ψωμί.

Του υπενθυμίζω ότι το ψωμί κάνει ογδόντα λεπτά.

Αν τρώει τα πεντακόσια του περισσεύουν άλλα πεντακόσια.

Μπορεί να κάνει ότι έκανε και η θεία μου η  Γιανούλα που στα γεράματά της γύρισε όλη την Ευρώπη και,  αν δεν της ανέβαινε το ζάχαρο,  θα έφτανε μέχρι την Μογγολία.

Με κοίταξε μελαγχολικά.

Μου μίλησε για την ζωή του. 

Έχει κάνει δύο γάμους αυτός, και τρείς τα παιδιά του.

«Το σύνολο πέντε».

Οι γυναίκες του βγήκαν σκάρτες.

Οι γιοί του και η κόρη του παντρεμένοι με παιδιά και άνεργοι όλοι.

Όλο αυτό το σινάφι περιμένει τα χίλια ευρώ του Σωτήρη συν τα «τυχερά»  από την ολοήμερη αγωνιώδη  εργασία του στους δρόμους της μικρής μας πόλης.

Έμεινα να τον κοιτάω κατάπληκτος.

-«Για κάτσε ρε Σωτήρη… εντάξει …η μια γυναίκα  σου βγήκε έτσι …δεν ήξερες.

Η Άλλη σου βγήκε αλλιώς… πάλι δεν ήξερες .

Οι γιοί σου δεν βρίσκουνε δουλειά ... φταίει η ανεργία.

Οι νύφες σου μεγαλώνουνε παιδιά …δεν μπορούνε.

Ο Γαμπρός και αυτός άνεργος… φταίει ο Σαμαράς.

Εσύ τι ρόλο παίζεις, εβδομήντα πέντε χρονώ άνθρωπος;»

-«Εβδομήντα τρία»… μου απάντησε.

Με κοίταξε με εκείνο το θλιμμένο και μισοκακόμοιρο βλέμμα του σαν να μου έλεγε:

«Λυπήσου με!»

Εκείνη τη στιγμή γύρισε απότομα ο καιρός σε Σιροκολέβαντο , του πήρε την κόμμωση και μου την έφερε στα μούτρα.

Κυριακή 6 Σεπτεμβρίου 2015

Έκτορας

 
Η Λούλα η Κουτσή τάχε ένα φεγγάρι με τον Φλού.

Αργότερα τάφτιαξε με τον Τζίνο της πλατείας ψυχιατρείου που ήταν κατά πολύ νεότερος του φλού.

Μόλις ο Τζίνο μετακόμισε για Αιγάλεω η Λούλα έμεινε μόνη για ένα διάστημα ώσπου γνώρισε ένα τεκνό από την Πόρτα Ρεμούντα ονόματι «Έκτορας».

Ο Έκτορας την ακολουθούσε κατά πόδας μέχρι που η Λούλα απεβίωσε.

Έκτοτε ο Έκτορας «έκλεισε σαν άντρας» για ένα μεγάλο διάστημα.

Κλείστηκε στον εαυτό του.

Βρήκε έναν εγκαταλελειμμένο καλοκαιρινό σινεμά για να βγάζει τις κρύες νύχτες του χειμώνα.

Γέρος πλέον έσερνε κάθε βράδυ τα βήματα του ως εκεί.

Κοιμόταν στο δωματιάκι του μηχανικού προβολής.

Πρέπει να ήταν ο πρώτος σκύλος σινεφίλ.

Λένε ότι στα νιάτα του είχε δει μέχρι και τα «Στάχυα» του Κιαροστάμι.

Λίγο παρακάτω, κοντά στο πλατύ καντούνι, μένει ο Αχιλλέας.

Βρήκε καταφύγιο σε ένα ερειπωμένο διαμέρισμα κάποιου που μένει μονίμως στο εξωτερικό και το νοίκιασε έναντι ενός απολύτως εξευτελιστικού ποσού το οποίο και δεν πληρώνει.

Ο Αχιλλέας δεν πληρώνει ρεύμα , δεν πληρώνει νερό, δεν πληρώνει κοινόχρηστα , δεν πληρώνει τίποτα και πουθενά.

Είναι άνεργος από πολύ πριν αρχίσει η κρίση.

Όταν ακούει να μιλάνε για κρίση πλησιάζει και ρωτάει με περιέργεια «Ποια κρίση;»

Ο Αχιλλέας «τις ελεύθερες ώρες του» συγγράφει στην σοφίτα του διάφορα πονήματα γεωστρατηγικής στα οποία εμπλέκει πάντα σκοτεινούς Εβραίους τραπεζίτες και λέσχες διαβολικών καπιταλιστών που έχουν σαν στόχο την παγκόσμια κυριαρχία.

Φορτώνεται κάθε τόσο σε γνωστό φωτοτυπά και του τα τυπώνει τζάμπα.

Το χειρότερο είναι ότι όπου βρει συγκέντρωση περιμένει υπομονετικά και μόλις ο εκφωνητής ρωτήσει «θέλει κάποιος εκ των παρευρισκομένων να κάνει μια σύντομη παρέμβαση;» παίρνει το λόγο σοβαρός και διαβάζει ένα κείμενο ογδόντα σελίδων.

Έχει διαλύσει άπειρες και κάθε είδους συγκεντρώσεις κατ αυτόν τον τρόπο.

Ο Έκτορας και ο Αχιλλέας είναι οι καλύτεροι φίλοι.

Τελευταία έχουν συνεταιριστεί κιόλας.

Κατεβαίνει ο Αχιλλέας για βόλτα στη Γαρίτσα και περνώντας από το σινεμά δένει και τον Έκτορα με ένα λουρί και τον παίρνει μαζί του.

Κατ αυτόν τον απλό τρόπο ο Αχιλλέας έχει κάνει πολλές γνωριμίες με μοναχικές δεσποινίδες που σέρνουν με το ζόρι και μια δύστροπη σκυλίτσα στον απογευματινό τους περίπατο.

Ο Δε Έκτορας έχει γνωρίσει όλη την σκυλοαριστοκρατία των διαμερισμάτων του «Τένις».
Το βραδάκι ο Αχιλλέας αμολέρνει τον Έκτορα στην Ιόνιο Βουλή και παίρνει το δρόμο για την σοφίτα του.

Απόψε έχει μια παρουσίαση βιβλίου ένας γνωστός συγγραφέας στην Αναγνωστική Εταιρεία και θα χρειαστεί το σύγγραμμα του για τον εμφύλιο πόλεμο στην Συρία.