Τετάρτη 26 Μαρτίου 2014

Απώλειες



Το μαγαζί της Αρετής είναι πάνω από την Παλιοκαστρίτσα ψηλά ,σκαρφαλωμένο στα βράχια.

Είναι ένα παντοπωλείο που δεν το πιάνει το μάτι σου . Στο πίσω μέρος , πάνω από την θάλασσα,  έχει και ένα μικρό μπαλκονάκι και ένα τραπεζάκι με δυό καρέκλες.

Ερχόμαστε καμιά φορά εδώ με τον Παναγιώτη και καθόμαστε.

 Ακριβώς εδώ, στο τραπεζάκι με τις δύο καρέκλες.

Τίποτα δεν έχει αλλάξει.

Μαρέσει αυτό το μπαλκονάκι .

Η Αρετή είναι μια ηλικιωμένη χωριάτισσα κοντή , αδύνατη  και καλοσυνάτη.
Της φιλάω το χέρι . Μοσχοβολάει σαπούνι. Γελάει.
-«Παππάς είμαι;»
-«Έχω και εγώ τους Αγιούς μου» της απαντώ.

Μου φέρνει κρασί «από το δικό της» , Τυράκι «από το δικό της» , και λίγες ελίτσες «από τις δικές της».

Ακουμπάει  με προσοχή το ποτήρι και το πιάτο στο τραπέζι.

Τα χέρια της είναι κουρασμένα από την πολύχρονη δουλειά.

Μαρέσουνε τα χέρια της Αρετής.

Ήταν γειτόνισσα με την Νίνα.

Η Νίνα ήταν η μεγαλύτερη αδελφή της μάνας μου με μεγάλη διαφορά.

Δεν την έχω δει ποτέ . Έφυγε μικρή από το χωριό και παντρεύτηκε με έναν «μόρο, κοντό,  από τσου Λάκωνες» καθώς έλεγαν οι γριές του χωριού.

Ήτανε , λέει,  πεντάμορφη , ψηλή , «αρχόντσα» και έκανε τα μαλλιά της ψιλά ρίτσικα  και  πέφτανε στο φρόντε .

"Φόραγε μπλε ροκέτο που τσι τόφερε η μάνα της από τη χώρα και οι αρσενικοί καρτερούσανε στο φόρο να βγει από το σπίτι".

Η Νίνα κοιμάται εδώ λίγο πιο κάτω από το μαγαζί της Αρετής.

Κοιτάω από το μπαλκονάκι. Δεν φαίνεται από εδώ το νεκροταφείο.

Μια φορά πήγα και έβαλα λίγα λουλούδια στον τάφο της.

Στο γυρισμό γλίστρησα στον ανήφορο και ήμουνα μια βδομάδα με πρησμένο τον αστράγαλο.

Δεξιά μου προς τον βορρά είναι το φοβερό  Αγγελόκαστρο  στην κορφή του βράχου , πάνω από την θάλασσα.

Λένε ότι τόχτησε ο Μιχαήλ ο Κομνηνός στα 1214 περίπου.

Θυμάμαι είχαμε ανεβεί  με τον Παναγιώτη  μια φορά.

Προχωρούσαμε στο στενό μονοπάτι . 
Εγώ πήγαινα μπροστά.  
Κοίταζα τριγύρω .
Από πίσω ο Παναγιώτης  γκρίνιαζε  ως συνήθως.

-« Κοίταγε μπροστά σου γιατί άμα πατήσει καμιά οχιά δεν σε παίρνω στο πλάτη …εδώ θα σ’άφήκω  και θα σε βρούνε σε χίλια χρόνια».

Φτάσαμε στην κορφή αγκομαχώντας.

Πάνω στο βράχο έχει σκαλισμένους δυό τάφους που δεν είναι ούτε ενάμισυ μέτρο.

Οι Ιστορικοί δεν ξέρουν . 
Είπαμε να φτιάξουμε μια δικιά μας Ιστορία.

Έτσι λοιπόν καταλήξαμε ότι οι τάφοι ανήκουν στα  παιδιά  του άρχοντα του κάστρου που πέθαναν από μια φοβερή μεσαιωνική αρρώστια και διέταξε να σκαλίσουν τον βράχο και να τα θάψουν εκεί για να είναι πιο κοντά στον ουρανό.

Πίνω το χωριάτικο κρασί της Αρετής και κοιτάω προς  το   Αγγελόκαστρο.

«Πόσα χρόνια κοιμούνται τα παιδιά του άρχοντα στην κορφή του βράχου;».

«Τι νόημα έχει;».

«Ο Χρόνος είναι για να βασανίζει μόνον εμάς».

Απέναντι  προς το νοτιά  είναι το κάστρο του Γαρδικίου.

Ο Παναγιώτης όρθιος μουδειχνε προς το Γαρδίκι και μούλεγε ότι «έπρεπε να έχουν οπτική επαφή τα δυο κάστρα για να  συνεννοούνται με φωτιές σε περίπτωση εισβολής από την θάλασσα» …«Το ίδιο κάνανε και με όλες τσι  βίγλες  στην Πυλίδα , στον Παντελέμονα και μέχρι πέρα τσι Σινιές».

Ο Παναγιώτης τώρα πάνε τρία χρόνια που κοιμάται κάπου κει κάτω , κοντά στο Γαρδίκι.

Τι νόημα έχουν τα  «τρία χρόνια».

Ο χρόνος άλλωστε υπάρχει για να βασανίζει εμάς.

Βγαίνει λίγος ήλιος ανάμεσα στα σύννεφα .

Είναι ευκαιρία να πάρω λίγη ζέστη πριν ξανακρυφτεί.

Το κρασί κοντεύει να τελειώσει.

Ακουμπάω το χέρι μου στην άδεια καρέκλα δίπλα και κλείνω τα μάτια.


Εκείνο που δεν θέλω είναι αυτό που δεν μου λείπει.

Κυριακή 23 Μαρτίου 2014

Ο Βρυχηθμός των Λεόντων

Σταμάτης Κυριάκης 

(δημοσιευθηκε στην εφημεριδα ΠΡΙΝ)

Στην Βενετία «άνοιξαν οι κάλπες» από την προηγούμενη Κυριακή  για ένα δημοψήφισμα με το ερώτημα . «Θέλετε το Βένετο να γίνει μια ανεξάρτητη και κυρίαρχη δημοκρατία;» .
Το δημοψήφισμα γίνεται κατά βάση διαδικτυακά και το   διοργανώνει η οργάνωση «Ανεξάρτητη Βενετία» (Indipendenza Veneta).

Την υποστηρίζουν  οικονομικά επιχειρηματίες της περιοχής και  γίνεται στις πόλεις και τα χωριά της επαρχίας  (Βενετία , Βερόνα, Βιτσέντζα , Πάδοβα , Τρεβίζο κλπ).
Η Οργάνωση κρατάει αποστάσεις από την ακροδεξιά Λέγκα του βορρά  παρόλο που η Λέγκα   παροτρύνει τον κόσμο να πάρει μέρος στο δημοψήφισμα.
Επικαλείται την διαφθορά,  την αναποτελεσματικότητα του κεντρικού κράτους  και τις πολιτισμικές διαφορές με τους υπόλοιπους Ιταλούς.
Απειλεί δε ότι σε περίπτωση που αγνοηθεί το δημοψήφισμα οι κάτοικοι της εν λόγω  περιοχής , καθώς και οι επιχειρηματίες,  θα  αρνηθούν να πληρώνουν τους φόρους τους στο Ιταλικό κράτος και θα τους καταθέτουν στους Δήμους.

Οι διοργανωτές υπολογίζουν σε τρία εκατομμύρια ψήφους τουλάχιστον υπέρ της ανεξαρτησίας . Αν υπολογίσει κανείς ότι στα, σχεδόν,  πέντε εκατομμύρια πληθυσμό αυτής της επαρχίας τα τρία εκατομμύρια ψηφοφόρων αντιστοιχούν σχεδόν στο 90% των ψηφοφόρων,  καταλαβαίνει κανείς  ότι υπάρχει σοβαρό ενδεχόμενο να ψηφίσουν υπέρ της ανεξαρτησίας πάνω από το 60-70%.

Ο Τύπος και τα επίσημα Ιταλικά ΜΜΕ  κρατούν αποστάσεις  και προβάλουν συγκρατημένα το θέμα.
Θα μπορούσε κανείς να θεωρήσει την εμμονή αυτή σαν μια γραφική συμπεριφορά των Βενετσιάνων  αν δεν είχαμε την Σκωτία (με επίσης ένα δημοψήφισμα να ζητάει την ανεξαρτησία της από την Αγγλία) , την Καταλονία (με νέο δημοψήφισμα στις 25 Νοεμβρίου)  , την Κριμαία κλπ.

Ακόμα και στα …Επτάνησα πληθαίνουν οι φωνές ,οι ανεπίσημες οργανώσεις και οι Ιστοσελίδες που ζητούν την αυτονόμησή τους από την Ελλάδα.
Το BBC , μάλιστα, πρόβαλε προ καιρού, μέσω μιας συνέντευξης ενός Κερκυραίου,  το θέμα της αθέτησης από την μεριά του Ελληνικού κράτους των όρων της συμφωνίας για την Ένωση της Επτανήσου με την Ελλάδα  ενώ ο Γερμανός ΥΠΕΞ  συνομιλούσε με τον… περιφερειάρχη στην Κέρκυρα «για θέματα Τουρισμού».

Θα έλεγε κανείς ότι η οικονομική κρίση υποδαυλίζει διαρκώς παρόμοιες συμπεριφορές ωστόσο το περίεργο είναι ότι  ενώ παλαιότερα οποιαδήποτε αναφορά σε μια αποσχιστική κίνηση θα αντιμετωπίζονταν από το επίσημο κράτος ως έσχατο παράπτωμα , σήμερα αντιμετωπίζεται μάλλον χλιαρά.
Αυτό δεν σημαίνει ότι τα εθνικά κράτη, ως σχετικά αυτονομημένοι μηχανισμοί,  θα παραμείνουν απαθείς θεατές σε αυτή την διαδικασία αποσχίσεων.  Αντιθέτως θα πρέπει να περιμένουμε αντιδράσεις όταν μάλιστα οι αποσχιστικές τάσεις αρχίσουν να  αποκτούν πραγματική υπόσταση.

Ας μην ξεχνάμε ότι  παλαιότερα (Τέλη του ’70 και αρχές του ’80) παραδοσιακά αυτονομιστικά κινήματα με λαϊκή αριστερή ιδεολογική βάση (Βάσκοι, Ιρλανδοί, Κορσικανοί) αντιμετωπίσθηκαν με την ένοπλη βία από την πλευρά των εθνικών κρατών.

Η σχετικά χλιαρή  στάση τους  σήμερα οφείλεται , εκτός των άλλων,  και στο ότι  στις σημερινές αποσχιστικές τάσεις ηγεμονεύουν τμήματα της μικρής και μεσαίας αστικής τάξης  και παροτρύνονται η γίνονται συνομιλητές με πολιτικούς και οικονομικούς παράγοντες των μεγάλων δυνάμεων.

Προφανώς συμβαίνει να βρισκόμαστε στην αρχή της διαδικασίας  όπου οι κυρίαρχες τάξεις ανέχονται και  σε μερικές περιπτώσεις επιδιώκουν την  μεταβίβαση εξουσιών του εθνικού κράτους (που αντιστοιχούσε σε μια κατώτερη βαθμίδα της οικονομικής εξέλιξης )  σε ένα μεταμοντέρνο  μωσαϊκό κρατιδίων ενταγμένων στις αυτοκρατορίες του  ολοκληρωτικού καπιταλισμού.

Οι Βενετοί , εν προκειμένω, κρύβονται πίσω από έναν μικροαστικό ψευτοπαλληκαρισμό και μια υπεροψία.
Φωνάζουν ότι πληρώνουν φόρους στο κράτος χωρίς καμιά ανταποδοτικότητα  και κάνουν ότι δεν καταλαβαίνουν ότι οι φόροι (όλων) των Ιταλών πηγαίνουν εκεί που τους χρειάζεται το κεφάλαιο και η Ευρωπαϊκή Ένωση.
Αυτοί οι φόροι, έτσι και αλλιώς , θα εισπραχθούν η από το Ιταλικό κράτος η από το οποιοδήποτε «ανεξάρτητο» κρατίδιο, δια πυρός και σιδήρου.

Το πρόβλημα δεν είναι οι φτωχοί συγγενείς του νότου, η «διαφθορά» και η «αναποτελεσματικότητα της κεντρικής διοίκησης»  αλλά το ότι η αποβιομηχάνιση της βόρειας Ιταλίας είναι προ των πυλών.

Ήδη βρίσκεται υπό κατασκευή εδώ και δέκα χρόνια  ένα δίκτυο σιδηροδρόμων που ενώνει το Κίεβο(!) με την Λισαβόνα, με κάθετες γραμμές προς την βόρεια Ευρώπη και τα βορειοδυτικά της λιμάνια,  με τεράστιες δυνατότητες μεταφοράς εμπορευμάτων.
Το «Τραίνο υψηλών ταχυτήτων»  (TAV - Treno Alta Velocita)  μαγνητικής τροχιάς, ασύγκριτα ανώτερο από τα Γιαπωνέζικα,  θα έχει την δυνατότητα να μεταφέρει χιλιάδες τόνους εμπορευμάτων σε βαγόνια-κοντέινερ με ταχύτητες μεγαλύτερες του αεροπλάνου.
Ήδη το κίνημα «No TAV» στην βόρεια Ιταλία   καταγγέλλει ότι δεκάδες μεγάλες  βιομηχανίες που ασφυκτιούν από το υψηλό εργατικό κόστος , την ακριβή ενέργεια  και την μεγάλη φορολόγηση θα μπορούν πλέον πολύ εύκολα να μεταναστεύσουν σε φτηνές χώρες της ανατολικής Ευρώπης εγκαταλείποντας στην μοίρα τους εκατομμύρια ειδικευμένους εργάτες βιομηχανίας του Ιταλικού βορρά.

Ο κατακερματισμός  των εθνικών κρατών είναι στην ουσία επιδίωξη των κυρίαρχων τάξεων για να εστιάσουν την υπερεκμετάλλευση, να  επανακτήσουν την ανταγωνιστικότητά τους και να αυξήσουν το μέσο ποσοστό κέρδους.

Ο «Λέων»  της πάλαι ποτέ «Γαληνοτάτης Δημοκρατίας της Βενετίας» δεν είναι πλέον πάρα ένα γέρικο, κοκαλιάρικο, ξεδοντιασμένο και βραχνιασμένο λιοντάρι του τσίρκου που βρυχάται βαριεστημένα στα μικρά παιδιά.

Ο Τρομερός Βρυχηθμός που ακούμε είναι ο  βρυχηθμός των Λεόντων του ολοκληρωτικού καπιταλισμού στα βάθη της πιο σκοτεινής ζούγκλας στην Ιστορία της ανθρωπότητας.

Κυριακή 16 Μαρτίου 2014

«Πρότυπον Παρθεναγωγείον Βόλου»


 Ο Δημητράκης , τα χρόνια εκείνα , ήταν  ένας συνεσταλμένος φοιτητής , με πάντα χαμογελαστό πρόσωπο ,σοβαρός και συγκρατημένος  στην συμπεριφορά του.

Το ντύσιμο του και η εν γένει συμπεριφορά του ήταν αρκετή για να τον κατατάξεις στους αφοσιωμένους  και  επιμελείς σπουδαστές.

Είχε εμφάνιση και συμπεριφορά που αν δεν τον ήξερες θα τον κατέτασσες αμέσως στην συντηρητική νεολαία του κυβερνώντος κόμματος.

Τον καιρό εκείνο εδίδετο η μάχη τους ποσοστού του κρατικού προϋπολογισμού για την παιδεία.

Η «Αριστεροσύνη»   μετριόταν με το ποσοστό  που διεκδικούσες.

Εάν ήθελες 15% για την παιδεία ήσουν απλώς «αριστερός».
Εάν ζητούσες 18% ήσουν «αριστεριστής»
Εάν ζητούσες πάνω από 20% . τότε πια , ήσουν «εξτρεμιστής».

Αργότερα  οι φοιτητές γίναν καθηγητές και  συνέχισαν να ζητάνε μεγαλύτερο ποσοστό από την «πίτα» του προϋπολογισμού  για τον μισθό τους.

Έτσι  τώρα το μέγεθος της «αριστεροσύνης» καθοριζόταν από το ποσοστό του προϋπολογισμού που θα διατίθετο  για το «μεροκάματο» το χαμηλά αμειβόμενου εκπαιδευτικού.

Το αστείο είναι  ότι εάν πρόσθετες τα ποσοστά για την παιδεία , την  υγεία και τα υπόλοιπα (που είχαν βάλει στις ανακοινώσεις τους)  σούβγαινε 150%.

Ο Δημητράκης ήταν ο μόνος που  ονειρευόταν   το σύστημα του Δελμούζου και του Πρότυπου Παρθεναγωγείου Βόλου.

Μου μίλαγε, τότε,  με πάθος για την «αποτελεσματικότητα ενός εκπαιδευτικού συστήματος  τελείως διαφορετικού από αυτά που ξέρουμε». Μιας εκπαίδευσης που «δεν θα χωρούσε στον κόσμο μας».

Οι  ατημέλητοι «επαναστάτες» φοιτητές  τον είχαν ήδη κατατάξει στους «ρεφορμιστές».

Πέρασαν τα χρόνια και ο Δημητράκης χάθηκε για ένα μεγάλο διάστημα.

Κάποια φορά τον συνάντησα στον δρόμο.

Φορούσε σκούρο κουστούμι , καλοσιδερωμένο πουκάμισο και γυαλισμένα παπούτσια σε κλασική γραμμή.

Φρεσκοξυρισμένος  και πάντα χαμογελαστός.

Δεν μου έκανε εντύπωση γιατί από μικρός του άρεσε το συμβατικό ντύσιμο.

Ανταλλάξαμε τις βασικές κουβέντες που είναι απαραίτητες για τις πρώτες στιγμές της αμηχανίας μιας συνάντησης κάποιων που είχαν καιρό να συναντηθούν.

-«Πώς είσαι;» τον ρωτάω

Με κοιτάει ίσια στα μάτια όπως πάντα και μου λέει:

-«Συμβιβάστηκα…»

Τον κοιτάω και περιμένω να συνεχίσει.

-«… Δεν πιστεύω πλέον ότι μπορεί να αλλάξει ο κόσμος … το χειρότερο είναι ότι φοβάμαι ότι και αν ακόμα αλλάξει θα είναι χειρότερος από τώρα…. Έτσι λοιπόν αποφάσισα να ζήσω σε αυτόν με όλα του τα στραβά…. Συμβιβάστηκα…. Τέλος».

Χωρίσαμε χωρίς να συνεχίσουμε την κουβέντα στο πως και στο γιατί.

Έχω συναντήσεις στην ζωή μου πολλούς «βαριούς επαναστάτες» που είχαν «ιδεολογικές διαφωνίες» , τα βάζανε με ξεπερασμένες «ιστορικές ηγεσίες» , έβγαζαν  στομφώδεις και ασυνάρτητους λόγους και κατήγγειλαν ανύπαρκτες «καθοδηγήσεις» που τους καταδυνάστευαν.

Κατά βάθος προετοίμαζαν το έδαφος για τον δικό του προαναγγελθέντα συμβιβασμό.

Απευθυνόταν ως παθιασμένοι κατήγοροι σε αίθουσες δικαστηρίων και κοίταζαν προς το ακροατήριο για να μην κοιτάξουν κατάματα τον εαυτό τους.

Έπεισαν τον εαυτό τους ότι ήταν θύματα ενός «μηχανισμού»  που τους κατατρέχει.

Πολύ φασαρία για το τίποτα.

Η Ευθύτητα είναι το δυσκολότερο πράγμα στον κόσμο.

Όχι τόσο όταν απευθύνεσαι στο άλλον όσο όταν αντιμετωπίζεις τον εαυτό σου.


Αλλιώς γίνεσαι ένας τούβλινος άνθρωπος που προσπαθείς να γκρεμίσεις έναν τούβλινο τοίχο.

Τετάρτη 12 Μαρτίου 2014

«Ξενοδοχείον Λευκάς»


Απόγευμα του Σαββάτου περπατώντας στην προκυμαία της  Πρέβεζας .

 «Υπάρχω.» , λες,   και ύστερα δεν υπάρχεις.»

Το λεωφορείο για  Λευκάδα έχει μόνο έναν επιβάτη   και αυτόν σε κακή κατάσταση.

Ο Οδηγός θέλει κουβέντα .

Απαντώ μονολεκτικά.

Νομίζει ότι είμαι κάποιος περίεργος ταξιδιώτης  κάποιας μακρινής χώρας  που του αρέσουν τα μοναχικά χειμωνιάτικα  ταξίδια.

Δεν πέφτει και πολύ έξω.

«Ξενοδοχείον Λευκάς».

Δωμάτιο 312 με ανατολικό μπαλκόνι , καφετιέρα  στην πρίζα και απαλή μουσική.

Ο νυχτερινός φωτισμένος δρόμος απέναντι στην θάλασσα σαν να περνάει πάνω από το χάος.

Λιγοστεύουν τα αυτοκίνητα.

Λιγοστεύουν οι  παρέες του πάρκου.

Λιγοστεύουν τα  θαλασσοπούλια.

Λιγοστεύουν, λένε, και οι μέρες του χειμώνα.

Μια βάρκα έρχεται να δέσει μέσα στα σκοτάδια. Αναβοσβήνει το κόκκινο φωτάκι της στην πλώρη  αγγέλλοντας το τέλος μιας ακόμα κουραστικής ημέρας.

Ξυπνάω κάθιδρος στις τρείς.

Τυλίγομαι και βγαίνω στο μπαλκόνι να ανασάνω.

Δεν μπορώ να θυμηθώ τι έβλεπα στον ύπνο μου.

Ο δρόμος απέναντι άδειος σαν φωτισμένη σμέρνα  πάνω στην σκοτεινή θάλασσα.

Καπνίζω ένα τσιγάρο και πέφτω ξανά για ύπνο με την ελπίδα ότι , δεν μπορεί, κάποτε θα ξημερώσει.

Με ξυπνάει η πρώτη  αχτίδα του ήλιου.

Ξέχασα να κλείσω τις κουρτίνες αποβραδίς.

Καλύτερα έτσι.

Έχω ραντεβού με  την Ευανθία στις δέκα.

Ταξίδευε όλη νύχτα από το Μιλάνο.

Οι  γλυκές Κεφαλλονίτισσες πήγαν στην «Σκάλα»  για τον «Trovatore».

Την Παρασκευή ήταν η τελευταία παράσταση.

Τραγουδάμε πρωί πρωί … «Chi del  gitano  i giorni abbella»  απέναντι από τον κόλπο του Αγίου Νικολάου και ανοίγει η καρδιά μας.

Τα σφυριά πρέπει να χτυπάνε κόντρα πούντο  στα τέσσερα  τέταρτα. Ένα λα επάνω,  μια παύση τετάρτου και ένα μπάσο  λα με δεύτερη παύση τετάρτου.

Αργότερα  πέρασε η επανάσταση και ο δυνάστης  χρόνος έγινε ξανά πιεστικός.

Ποιος έδινε σημασία σε τέτοια πράματα.

Που να βρεις δύο σφυριά και αμόνι που να βγάζουν  ένα ψηλό και ένα χαμηλό λα.

Η παράσταση έπρεπε να βγει γρήγορα.

Ποιος θα καταλάβαινε την διαφορά και ποιος έδινε σημασία σε τέτοιες λεπτομέρειες.

Ευτυχώς δεν ζει πλέον ο συνθέτης.

Αυτός που ανέβασε στο σανίδι  τις ερωτευμένες πόρνες , τους εξεγερμένους  σκλάβους, τους  αισιόδοξους  μπαρμπέρηδες , τους  ανέμελους τσιγγάνους, και τους  ψαράδες  των ασήμαντων  μικρών λιμανιών.

Καλύτερα έτσι.

Αν ζούσε σήμερα θα τον ακούγαμε στο θεωρείο   να αναφωνεί:  «Che delusione!» .

Απέναντι  η ανοιχτή θάλασσα.

Στο βάθος το πλοίο της γραμμής .

«Ίσως έρχεται ο κύριος Νομάρχης.»

Στο λεωφορείο της επιστροφής είμαι ξανά  μόνος με τον οδηγό.

Θυμάμαι μια χειμερινή  διαδρομή με το τρένο για το Ότραντο.

Ένα μόνο  άδειο βαγόνι γεμάτο γκράφιτι.

«OtrantoStazione Terminale»    μονολογεί ο οδηγός  στο μικρόφωνο.

Απέναντι  οι Αντίπαξοι .

Πόσες  ανίερες πατούσες και πόσα  αγχωμένα βήματα στην κατάλευκη γυάλινη άμμο.

Πόσα «έρημα κορμιά  του χρόνου παιχνιδάκια»  με γυαλιά ηλίου, αλειμμένα με αντηλιακά, ξαπλωμένα μπρούμυτα και ανοήτως σε  αυτό το πανέμορφο δημιούργημα.


Πιο πέρα ο Γάης  ετοιμάζεται για ύπνο,  ο οδηγός με τα καψουροτράγουδα στο στικάκι ,  το τηλέφωνο σε ανοιχτή ακρόαση να ψάχνει για γυαλιστικό αυτοκινήτων και «η νύχτα εναλλάσσεται με νύχτα».

Πέμπτη 6 Μαρτίου 2014

8 Μαρτίου

8 Μαρτίου
………………..


Για  κάποιους η  ογδόη Μαρτίου  είναι η ημέρα της αγωνιζόμενης  γυναίκας του συνδικάτου κλωστοϋφαντουργών.

«Ο Καπιταλισμός και όχι οι άνδρες είναι ο εχθρός των γυναικών»   έλεγαν οι πολιτικά καταρτισμένοι.

Για κάποιους η ισότιμη συμμετοχή της γυναίκας στην εργασία  ήταν η  ασφαλέστερη  οδός για την απελευθέρωσή της .

Υπάρχουν (ακόμα) γυναικείες οργανώσεις κομμάτων που πιστεύουν ότι η ημέρα αυτή είναι  κατάλληλη  για εκδηλώσεις συσπείρωσης των γυναικών ενόψει των ευρωεκλογών.

Υπήρξαν και  οργανώσεις που ήθελαν την απελευθέρωση της γυναίκας από τα δεσμά του σουτιέν   του Πρίτι Μπρά  του Στρίγκ  και  του ψηλού τακουνιού.

Εμένα μου έκανε  μεγάλη εντύπωση  μια φράση ενός μεγάλου  διανοητή που διάβασα σε ένα σπουδαίο βιβλίο του.

Έλεγε λοιπόν ότι  «Ένας μελλοντικός υπερπολιτισμός , αν υπάρξει,  θα είναι αταξικός και άφυλος».

Επειδή η κουβέντα είναι βαριά και κάπως αινιγματική θα ήθελα εδώ να  πω ότι  στην διάρκεια της ζωής μου έχω κατηγορηθεί ως Λικβινταριστής , Αριστεριστής, Οπορτουνιστής , Ρεβιζιονιστής , Ιρασιοναλιστής , Σεχταριστής  και πολλά άλλα.

 Ας μην κατηγορηθώ τώρα και ως Πούστης. Δεν θα το αντέξω.

Δεν είμαι σίγουρος αν είναι όντως προφητικές οι κουβέντες του σπουδαίου αυτού ανδρός τον οποίο θαυμάζω για το έργο του.

Τις παραθέτω απλώς  διότι με έβαλαν σε σκέψεις που θα μπορούσαν να βάλουν τον καθένα νομίζω.

Προς το παρόν τάσσομαι ανεπιφύλακτα υπέρ της κυρίας Ελευθερίας την οποία είχα την τιμή να την γνωρίσω και να την ερωτευτώ.

Πριν  από τέσσερα χρόνια, μάλιστα,  είχα γράψει ένα μικρό αναμνησιακό  αφήγημα  για αυτής και το αναδημοσιεύω για όσους και όσες δεν το διάβασαν τότε. Το συνοδεύω δε και με ένα αγαπημένο τραγούδι του Φαμπρίτσιο Ντε Αντρέ  για την  «Σινιόρα Λιμπερτά».




Η κυρία Ελευθερία έμενε στην διπλανή μας αυλή.

Εκείνον τον καιρό τα σπίτια στην Αθήνα είχαν ακόμα αυλές .
Με το ένα μάτι διάβαζα και με το άλλο περίμενα να βγει η κυρία Ελευθερία να απλώσει τα ρούχα της.
Εξαιτίας κάποιας σκοτεινής συνωμοσίας των δυνάμεων της φύσης, ουδέποτε ο άνεμος σήκωνε το φουστάνι της κυρίας Ελευθερίας πέραν ενός κρίσιμου ορίου.

Για κάποιο ανεξήγητο λόγο , επίσης, η μάνα μου, «βρώμα» την ανέβαζε , «του σχοινιού και του παλουκιού» την κατέβαζε.
Κάποια φορά, δε, την αποκάλεσε και «καραπουτανάρα».
Παρά ταύτα ανάμεσα σε μένα και στην κυρία Ελευθερία υπήρχε μια μυστική γλυκιά ροζ ατμόσφαιρα.
Θυμάμαι (ως τώρα να ήτανε) που μια φορά έπεσα ,εκεί που παίζαμε στο δρόμο , σηκώθηκα κλαίγοντας να πάω σπίτι μου και έπεσα πάνω στην κυρία Ελευθερία .
Μου έβγαλε με προσοχή ένα πετραδάκι που είχε σφηνωθεί στο ματωμένο μου γόνατο , μου χάιδεψε το πόδι , μου χαμογέλασε και μου είπε να πάω σπίτι μου να μου βάλει η μάνα μου ιώδιο.
Εν τω μεταξύ εγώ είχα βυθιστεί ανάμεσα στα στήθη της που για έναν επίσης ανεξήγητο λόγο ουδέποτε μπορούσες να δεις πέραν ενός ορισμένου βάθους.

Η κυρία Ελευθερία έμεινε για πάντα κάτι το μυστηριώδες και απλησίαστο.
 Δεν θυμάμαι πλέον το πρόσωπο της .

Τα υπόλοιπα τα θυμάμαι, νομίζω .

http://www.youtube.com/watch?v=aBYzMUgzbT0

Κυριακή 2 Μαρτίου 2014

Ο Φωταγωγός


 Το χειρότερο πράγμα που πρέπει να συμβαίνει σε  έναν εξόριστο θα πρέπει να είναι η ομοιογένεια με τους συν-εξόριστους  του.

Δεν αντέχεται.

Στην περίπτωσή μας , ευτυχώς,  ζούμε σε μια κατάσταση εξορίας, μεν, αλλά με  την  φοβερή πολυτέλεια  της βιοποικιλότητας.

Έτσι λοιπόν στην δική μου εξορία  ένας τρόπος για να έρχομαι σε επαφή με τους συνεξόριστους μου είναι και ο φωταγωγός της πολυκατοικίας μας.

Καθώς το λέει και η λέξη , οι φωταγωγοί επινοήθηκαν για να  άγουν το φως  μέσα στα σπίτια.

Στις σημερινές πολυκατοικίες χρησιμεύουν κυρίως για να αερίζονται οι κουζίνες και οι  καμπινέδες.

Στην περίπτωσή μου ο φωταγωγός χρησιμεύει και για να ακούω  (άθελα μου) τα τεκταινόμενα του μικρόκοσμου της πολυκατοικίας.

Δεν υπάρχει απολαυστικότερο χέσιμο από το να ακούς  λαιβ τον χρυσαυγήτη  του τρίτου να «σκοτώνεται» με την γυναίκα του , την κόρη του, την πεθερά του και την εγγονή του  ταυτοχρόνως.

Αισθάνομαι την ανάγκη υπογραμμίσω εδώ  ότι δεν υπάρχει κανένας υπαινιγμός  σε σχέση με το γυναικείο φύλο.
Θα μπορούσε να μου τύχει να έχω μια γειτόνισσα του κουκουέ  μου- λού που να της ρίχνονται ταυτοχρόνως ο άντρας της , ο γιός της , ο εγγονός της, και ο πεθερός της.

Ένι  γουέη.

Είναι στιγμές, κυρίως όταν ο χρυσαυγήτης βρίσκεται στο καναβάτσο , ψευδίζει και λέει διάφορα ακατάληπτα,  που νοιώθω μια απέραντη τρυφερότητα για αυτόν.

Ανακατεύω στο φούρνο δυο χταποδάκια  γκιουβέτσι και ακούω συγκινημένος σε συνέχειες να ξετυλίγεται το δράμα μιας οικογένειας που τα μέλη της δεν έχουν απολύτως τίποτα κοινό.

Ο Φωταγωγός μου λειτουργεί σαν ραδιόφωνο του εξήντα με τις  δημοφιλείς και συγκινητικές σαπουνόπερες που τις παρακολουθούσαν με κομμένη την ανάσα εκατομμύρια ακροατές.

Εκείνη την εποχή δεν ήταν ακόμη της μοδός η «προσωπική άποψη».

Βλέπεις πολλούς σήμερα να λένε ότι «..κατά την προσωπική μου γνώμη..» και να αισθάνεται λες και την γνώμη του την διαμόρφωσε μόνος στην απεραντοσύνη του διαστήματος  και, όταν επιτέλους, έφτασε στην Γή,   «ένοιωσε την ανάγκη να μας την πει».

Σφίγγεις τα δόντια και τον ακούς υπομονετικά να παπαγαλίζει ακριβώς ότι άκουσε την προηγούμενη βραδιά στις ειδήσεις.

Γέμισε ο κόσμος από «ανεπηρέαστους», «ανεξάρτητους» , «ανένταχτους» και « αυτόνομους» που αναμεταδίδουν την «προσωπική» τους  άποψη.

Είναι της μοδός   να «είσαι  ο εαυτός σου».

Ο καθένας έχει από μια γνώμη και από μια κωλοτρυπίδα καθώς έλεγε και ο  Κλίντ Ήσγουντ.

Ο Φωταγωγός μου σε αντίθεση με το ραδιόφωνο, έχει το μειονέκτημα ότι δεν έχει κουμπί να τόνε κλείσεις.

Θα τα ακούσει όλα θές δε  θές.

Είναι  στιγμές που αισθάνομαι σαν τον Τζόν Αμιέλ στην ταινία «..και ο Θεός έπλασε την θεία Τζούλια».

Ο Πρωταγωνιστής ήταν ένας παραγωγός ραδιοφωνικών εκπομπών.
Παρακολουθούσε τις καθημερινές συμπεριφορές και έφτιαχνε ράδιο σαπουνόπερες από αληθινές καθημερινές ιστορίες.

Έφτασε στο σημείο , ο αθεόφοβος,  να κάνει  σίριαλ τον κρυφό  έρωτα ενός νεαρού με την θειά του τη Τζούλια.

Συνήθιζε, δε, να βάζει εμβόλιμα και ατάκες που προσέβαλαν ειδικά τους …Αλβανούς.

Έλεγε , δηλαδή,  σε κάθε ευκαιρία:
- « Είναι νύχτα …βρέχει και κάνει κρύο… ο Τζόν  Μαλευ περνάει από ένα σκοτεινό σοκάκι που είναι γεμάτο σκουπίδια, λάσπες, ποντικούς και Αλβανούς».

Στην Νέα Ορλεάνη του πενήντα κανείς δεν ήξερε ούτε κατά που έπεφτε η Αλβανία ούτε καν  ότι υπήρχε μια κοινότητα Αλβανών στην πόλη.

Μόλις κατάλαβε ο ανιψιός ότι η μελοδραματική  σαπουνόπερα αφορούσε το ίδιο και τον κρυφό έρωτα του  με την θεία Τζούλια έγινε έξαλλος εναντίον του.

Σαν να μην έφτανε αυτό έρχονται και οι Αλβανοί και του καίνε το σταθμό.

Δραπετεύει από την πόλη ντυμένος πυροσβέστης απάνω στο πυροσβεστικό που πήγε  να σβήσει τη φωτιά.

-«Καλά γιατί τάβαλες με τους Αλβανούς;» τον ρωτάει ο οδηγός του πυροσβεστικού.


-«Δεν υπάρχει κανένας λόγος ,φίλε μου,  στον προηγούμενο ραδιοφωνικό σταθμό που δούλευα τάχα βάλει με τους Νορβηγούς».