Το
χειρότερο πράγμα που πρέπει να συμβαίνει σε έναν εξόριστο θα πρέπει να είναι η ομοιογένεια
με τους συν-εξόριστους του.
Δεν
αντέχεται.
Στην
περίπτωσή μας , ευτυχώς, ζούμε σε μια
κατάσταση εξορίας, μεν, αλλά με την φοβερή πολυτέλεια της βιοποικιλότητας.
Έτσι
λοιπόν στην δική μου εξορία ένας τρόπος
για να έρχομαι σε επαφή με τους συνεξόριστους μου είναι και ο φωταγωγός της πολυκατοικίας
μας.
Καθώς
το λέει και η λέξη , οι φωταγωγοί επινοήθηκαν για να άγουν το φως
μέσα στα σπίτια.
Στις
σημερινές πολυκατοικίες χρησιμεύουν κυρίως για να αερίζονται οι κουζίνες και
οι καμπινέδες.
Στην
περίπτωσή μου ο φωταγωγός χρησιμεύει και για να ακούω (άθελα μου) τα τεκταινόμενα του μικρόκοσμου
της πολυκατοικίας.
Δεν
υπάρχει απολαυστικότερο χέσιμο από το να ακούς
λαιβ τον χρυσαυγήτη του τρίτου να
«σκοτώνεται» με την γυναίκα του , την κόρη του, την πεθερά του και την εγγονή
του ταυτοχρόνως.
Αισθάνομαι
την ανάγκη υπογραμμίσω εδώ ότι δεν
υπάρχει κανένας υπαινιγμός σε σχέση με
το γυναικείο φύλο.
Θα
μπορούσε να μου τύχει να έχω μια γειτόνισσα του κουκουέ μου- λού που να της ρίχνονται ταυτοχρόνως ο
άντρας της , ο γιός της , ο εγγονός της, και ο πεθερός της.
Ένι γουέη.
Είναι
στιγμές, κυρίως όταν ο χρυσαυγήτης βρίσκεται στο καναβάτσο , ψευδίζει και λέει
διάφορα ακατάληπτα, που νοιώθω μια
απέραντη τρυφερότητα για αυτόν.
Ανακατεύω
στο φούρνο δυο χταποδάκια γκιουβέτσι και
ακούω συγκινημένος σε συνέχειες να ξετυλίγεται το δράμα μιας οικογένειας που τα
μέλη της δεν έχουν απολύτως τίποτα κοινό.
Ο
Φωταγωγός μου λειτουργεί σαν ραδιόφωνο του εξήντα με τις δημοφιλείς και συγκινητικές σαπουνόπερες που τις
παρακολουθούσαν με κομμένη την ανάσα εκατομμύρια ακροατές.
Εκείνη
την εποχή δεν ήταν ακόμη της μοδός η «προσωπική άποψη».
Βλέπεις
πολλούς σήμερα να λένε ότι «..κατά την προσωπική μου γνώμη..» και να αισθάνεται
λες και την γνώμη του την διαμόρφωσε μόνος στην απεραντοσύνη του διαστήματος και, όταν επιτέλους, έφτασε στην Γή, «ένοιωσε
την ανάγκη να μας την πει».
Σφίγγεις
τα δόντια και τον ακούς υπομονετικά να παπαγαλίζει ακριβώς ότι άκουσε την
προηγούμενη βραδιά στις ειδήσεις.
Γέμισε
ο κόσμος από «ανεπηρέαστους», «ανεξάρτητους» , «ανένταχτους» και « αυτόνομους»
που αναμεταδίδουν την «προσωπική» τους άποψη.
Είναι
της μοδός να «είσαι ο εαυτός σου».
Ο
καθένας έχει από μια γνώμη και από μια κωλοτρυπίδα καθώς έλεγε και ο Κλίντ Ήσγουντ.
Ο
Φωταγωγός μου σε αντίθεση με το ραδιόφωνο, έχει το μειονέκτημα ότι δεν έχει
κουμπί να τόνε κλείσεις.
Θα
τα ακούσει όλα θές δε θές.
Είναι στιγμές που αισθάνομαι σαν τον Τζόν Αμιέλ
στην ταινία «..και ο Θεός έπλασε την θεία Τζούλια».
Ο
Πρωταγωνιστής ήταν ένας παραγωγός ραδιοφωνικών εκπομπών.
Παρακολουθούσε
τις καθημερινές συμπεριφορές και έφτιαχνε ράδιο σαπουνόπερες από αληθινές
καθημερινές ιστορίες.
Έφτασε
στο σημείο , ο αθεόφοβος, να κάνει σίριαλ τον κρυφό έρωτα ενός νεαρού με την θειά του τη Τζούλια.
Συνήθιζε,
δε, να βάζει εμβόλιμα και ατάκες που προσέβαλαν ειδικά τους …Αλβανούς.
Έλεγε
, δηλαδή, σε κάθε ευκαιρία:
-
« Είναι νύχτα …βρέχει και κάνει κρύο… ο Τζόν Μαλευ περνάει από ένα σκοτεινό σοκάκι που
είναι γεμάτο σκουπίδια, λάσπες, ποντικούς και Αλβανούς».
Στην
Νέα Ορλεάνη του πενήντα κανείς δεν ήξερε ούτε κατά που έπεφτε η Αλβανία ούτε
καν ότι υπήρχε μια κοινότητα Αλβανών
στην πόλη.
Μόλις
κατάλαβε ο ανιψιός ότι η μελοδραματική σαπουνόπερα αφορούσε το ίδιο και τον κρυφό
έρωτα του με την θεία Τζούλια έγινε έξαλλος
εναντίον του.
Σαν
να μην έφτανε αυτό έρχονται και οι Αλβανοί και του καίνε το σταθμό.
Δραπετεύει
από την πόλη ντυμένος πυροσβέστης απάνω στο πυροσβεστικό που πήγε να σβήσει τη φωτιά.
-«Καλά
γιατί τάβαλες με τους Αλβανούς;» τον ρωτάει ο οδηγός του πυροσβεστικού.
-«Δεν
υπάρχει κανένας λόγος ,φίλε μου, στον
προηγούμενο ραδιοφωνικό σταθμό που δούλευα τάχα βάλει με τους Νορβηγούς».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου