Ο Δημητράκης , τα
χρόνια εκείνα , ήταν ένας συνεσταλμένος
φοιτητής , με πάντα χαμογελαστό πρόσωπο ,σοβαρός και συγκρατημένος στην συμπεριφορά του.
Το ντύσιμο του
και η εν γένει συμπεριφορά του ήταν αρκετή για να τον κατατάξεις στους
αφοσιωμένους και επιμελείς σπουδαστές.
Είχε εμφάνιση και
συμπεριφορά που αν δεν τον ήξερες θα τον κατέτασσες αμέσως στην συντηρητική
νεολαία του κυβερνώντος κόμματος.
Τον καιρό εκείνο
εδίδετο η μάχη τους ποσοστού του κρατικού προϋπολογισμού για την παιδεία.
Η
«Αριστεροσύνη» μετριόταν με το
ποσοστό που διεκδικούσες.
Εάν ήθελες 15%
για την παιδεία ήσουν απλώς «αριστερός».
Εάν ζητούσες 18%
ήσουν «αριστεριστής»
Εάν ζητούσες πάνω
από 20% . τότε πια , ήσουν «εξτρεμιστής».
Αργότερα οι φοιτητές γίναν καθηγητές και συνέχισαν να ζητάνε μεγαλύτερο ποσοστό από
την «πίτα» του προϋπολογισμού για τον
μισθό τους.
Έτσι τώρα το μέγεθος της «αριστεροσύνης»
καθοριζόταν από το ποσοστό του προϋπολογισμού που θα διατίθετο για το «μεροκάματο» το χαμηλά αμειβόμενου εκπαιδευτικού.
Το αστείο
είναι ότι εάν πρόσθετες τα ποσοστά για
την παιδεία , την υγεία και τα υπόλοιπα (που
είχαν βάλει στις ανακοινώσεις τους) σούβγαινε
150%.
Ο Δημητράκης ήταν
ο μόνος που ονειρευόταν το σύστημα του Δελμούζου και του Πρότυπου
Παρθεναγωγείου Βόλου.
Μου μίλαγε, τότε,
με πάθος για την «αποτελεσματικότητα ενός
εκπαιδευτικού συστήματος τελείως
διαφορετικού από αυτά που ξέρουμε». Μιας εκπαίδευσης που «δεν θα χωρούσε στον
κόσμο μας».
Οι ατημέλητοι «επαναστάτες» φοιτητές τον είχαν ήδη κατατάξει στους «ρεφορμιστές».
Πέρασαν τα χρόνια
και ο Δημητράκης χάθηκε για ένα μεγάλο διάστημα.
Κάποια φορά τον
συνάντησα στον δρόμο.
Φορούσε σκούρο κουστούμι
, καλοσιδερωμένο πουκάμισο και γυαλισμένα παπούτσια σε κλασική γραμμή.
Φρεσκοξυρισμένος και πάντα χαμογελαστός.
Δεν μου έκανε
εντύπωση γιατί από μικρός του άρεσε το συμβατικό ντύσιμο.
Ανταλλάξαμε τις βασικές
κουβέντες που είναι απαραίτητες για τις πρώτες στιγμές της αμηχανίας μιας
συνάντησης κάποιων που είχαν καιρό να συναντηθούν.
-«Πώς είσαι;» τον
ρωτάω
Με κοιτάει ίσια
στα μάτια όπως πάντα και μου λέει:
-«Συμβιβάστηκα…»
Τον κοιτάω και
περιμένω να συνεχίσει.
-«… Δεν πιστεύω
πλέον ότι μπορεί να αλλάξει ο κόσμος … το χειρότερο είναι ότι φοβάμαι ότι και
αν ακόμα αλλάξει θα είναι χειρότερος από τώρα…. Έτσι λοιπόν αποφάσισα να ζήσω
σε αυτόν με όλα του τα στραβά…. Συμβιβάστηκα…. Τέλος».
Χωρίσαμε χωρίς να
συνεχίσουμε την κουβέντα στο πως και στο γιατί.
Έχω συναντήσεις στην
ζωή μου πολλούς «βαριούς επαναστάτες» που είχαν «ιδεολογικές διαφωνίες» , τα
βάζανε με ξεπερασμένες «ιστορικές ηγεσίες» , έβγαζαν στομφώδεις και ασυνάρτητους λόγους και
κατήγγειλαν ανύπαρκτες «καθοδηγήσεις» που τους καταδυνάστευαν.
Κατά βάθος προετοίμαζαν
το έδαφος για τον δικό του προαναγγελθέντα συμβιβασμό.
Απευθυνόταν ως παθιασμένοι
κατήγοροι σε αίθουσες δικαστηρίων και κοίταζαν προς το ακροατήριο για να μην
κοιτάξουν κατάματα τον εαυτό τους.
Έπεισαν τον εαυτό
τους ότι ήταν θύματα ενός «μηχανισμού» που τους κατατρέχει.
Πολύ φασαρία για
το τίποτα.
Η Ευθύτητα είναι
το δυσκολότερο πράγμα στον κόσμο.
Όχι τόσο όταν απευθύνεσαι
στο άλλον όσο όταν αντιμετωπίζεις τον εαυτό σου.
Αλλιώς γίνεσαι ένας
τούβλινος άνθρωπος που προσπαθείς να γκρεμίσεις έναν τούβλινο τοίχο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου