Κυριακή 28 Απριλίου 2013

Ρίπ Βάν Ουίνκλ



Όταν όλοι πηγαίνουν στη θάλασσα εσύ πήγαινε στο βουνό.
Όταν όλοι πηγαίνουν στο χωριό, εσύ πήγαινε στην πόλη.
Όταν όλοι  έρχονται εδώ , εσύ πήγαινε αλλού.

Η συνταγή είναι δοκιμασμένη,  «μην την ψάχνετε».

Έτσι , λοιπόν την ώρα που όλοι πήγαιναν στην εκκλησιά για την πρωινή λειτουργία της Κυριακής των Βαΐων ,  εγώ ανέβαινα ολομόναχος στον Μέγα Κάμπο για την ανοιξιάτικη  λειτουργία της φύσης.

Εκεί στην κορυφή,  στην άκρη  των υψωμάτων,   ξάπλωσα στα χόρτα .
Απέναντί μου  τα χωριά και η  θάλασσα  και πάνωθε μου  ο ζεστός  ανοιξιάτικος ήλιος.

Αισθανόμουν ενοχές που συνέθλιψα το χορτάρι .
Αισθανόμουν σαν να λέρωνα το τοπίο με την παρουσία μου.
Καθόμουν ακίνητος για να μην ταράξω την πρωινή βόλτα του μυρμηγκιού επάνω στο χέρι μου.

Μασουλάω  τρυφερά φύλλα  παπαρούνας. «Όπου νάναι  θα ανθίσουν και αυτές» σκέφτομαι.

Νυστάζω και μισοκλείνω τα μάτια. Μπορεί και να κοιμάμαι. Μπορεί και όχι.
Κάπως έτσι θα πρέπει να την πάτησε και ο Ρίπ Βάν Ουίνκλ.

Ξυπνάω, λέει , και κατηφορίζω προς το χωριό.

Μόλις φτάνω στα πρώτα σπίτια τα χάνω.
Αυτό δεν είναι το χωριό μου!
Τα σπίτια είναι όλα καλοφτιαγμένα και με όμορφα  χρώματα βαμμένα.
Δεν υπάρχουν  καλώδια της ΔΕΗ.
Δεν υπάρχουν αυτοκίνητα στους  λιθόστρωτους  και κατακάθαρους δρόμους. Έχουν αντικατασταθεί από κάτι παράξενα οχήματα που αιωρούνται  σταματημένα λίγο πάνω από το έδαφος.
Δεν υπάρχει καν  ο δρόμος που οδηγεί στην Πόλη.

Μια παρέα  νεαρών μιλάει μια γλώσσα που ελάχιστα μοιάζει με την δική μου. Μπαίνουν  σε ένα τέτοιο ιπτάμενο όχημα και φεύγουν στον ουρανό  προς την μεριά της Πόλης.

Δεν γνωρίζω κανέναν.

Δεν υπάρχουν οι δικοί μου.

Στο σπίτι μου μένουν άγνωστοι.

Μια  ανακοίνωση έξω από ένα  κτήριο που βρίσκεται εκεί που ήταν το σχολείο μιλάει μάλλον για κάποιο φεστιβάλ . Κοιτάω την ημερομηνία στο κάτω μέρος και ταράζομαι «Βαλανειό  28/4/ 2213».

Θεέ μου!! Πήρα έναν ύπνο στον Μέγα Κάμπο και ξύπνησα διακόσια χρόνια μετά!!!!

Κοιτάω γύρω μου ανήσυχος . Αν μιλήσω σε κανέναν θα καταλήξω σε κανένα ψυχιατρείο . Ίσως με πάνε σε εργαστήρια για πειράματα. Μπορεί και να με βάλουν σε κανένα Τσίρκο , να περνάνε τις Κυριακές τα παιδιά να με βλέπουν.

Κλείνω σφιχτά τα μάτια να μην βλέπω.

Νοιώθω να με τυλίγει το άγχος και ανοίγω τα μάτια μου.

Πάνω μου τα πολύχρωμα λουλούδια  και στο φόντο το άπειρο του ουρανού.

Δεν κουνιέμαι.

Το μυρμήγκι έχει φύγει.

Λίγα μέτρα από πάνω  μου περνάει  ένα ανυποψίαστο χαλκόνι με ένα υπέροχο βολ  πλανέ. 

Σηκώνομαι και παίρνω το  μονοπάτι για το χωριό ταραγμένος.

Ένας  καλοθρεμμένος  μαύρος κοτσυφός  κερομύτης σηκώνεται  κράζοντας τρομαγμένος.

Λίγα μέτρα πριν την κρίσιμη στροφή για το χωριό ανεβαίνουν οι σφυγμοί μου.

Αντικρίζω τα πρώτα σπίτια του χωριού και ανασαίνω με ανακούφιση.

Όλα είναι στη θέση τους.

Τα σπίτια και τα κακοφτιαγμένα καλύβια.

Το σκουριασμένο πτώμα του Τσιγκουετσέντο ,  άταφο στην άκρη  του νεκροταφείου.

Τα καλώδια της ΔΕΗ που δεν μπορούσα να βλέπω.

Ακόμα και το σπίτι του Αθηναίου που το έβαψε πορτοκαλί στη μέση του χωριού.
Ο Κόσμος μόλις γυρνάει από την εκκλησία.

Η Γυναίκα μου διαβάζει στην πολυθρόνα χωρίς να μου δίνει σημασία.

Κοιτάω με τρόπο το ημερολόγιο της χορωδίας στον τοίχο να βεβαιωθώ.

Κοιτάω και το ρολόι πάνω από την πόρτα.

Ναι! Στο μέλλον γύρισα αλλά μόνο  τρείς ώρες  μετά .

Παρασκευή 26 Απριλίου 2013

ΩΔΗ ΣΤΟΝ ΚΟΡΑΚΑ



Τελείωσαν και τα σχολεία για λίγες μέρες και γέμισε η πλατεία παιδιά.

Δίπλα μου κάθεται ένα νέο ζευγάρι με ένα πιτσιρίκι που μόλις άρχισε να περπατάει σχετικά σταθερά.

Ο μικρός ξεφεύγει για μια στιγμή από το άγρυπνο βλέμμα της μαμάς  και τρέχει ξέφρενα στην ανοιχτή πλατεία .

Σηκώνεται η μαμά και τρέχει ανήσυχη να τον μαζέψει. Τον φέρνει πίσω αλλά σε λίγο δραπετεύει ξανά και ξανά.

Ωραία εικόνα.

Μαρέσει να βλέπω το πιτσιρίκι να τρέχει σαν τρελό προς το άγνωστο.

Μου φέρνει στο μυαλό τον Γεράσιμο Σπαταλά.

Καταγόταν από τους Σιναράδες, γόνος εύπορης οικογένειας.

Γεννήθηκε το1877 και πέθανε μόνος σε μια γκαρσονιέρα το 1971.
Μέλος του Σοσιαλιστικού ομίλου Κέρκυρας και σπουδαίος συγγραφέας πολλών θεατρικών έργων και ποιημάτων.

Ίδρυσε στην Αθήνα τον «Μαύρο Γάτο» που ήταν το στέκι των σοσιαλιστών και των επαναστατών λογοτεχνών των αρχών του εικοστού αιώνα.

Έδωσε όλη την περιουσία του και την ζωή του στον αγώνα για το εργατικό κίνημα.

Πήγαμε και ένα βράδυ βρέχοντας με ένα φίλο στους Σιναράδες  και βιδώσαμε μες στα σκοτάδια  μια  μικρή μαρμάρινη επιγραφή στον τοίχο του σπιτιού του που έγραφε «Στο σπίτι αυτό γεννήθηκε ο Γεράσιμος Σπαταλάς ….καιταλοιπά».

Όταν ήταν πλέον πολύ γέρος στείλανε ένα νέο δημοσιογράφο να του πάρει μια τελευταία συνέντευξη.

Το δωμάτιο στους Αμπελόκηπους είχε μόνο ένα κρεβάτι και ένα τραπέζι μπροστά.

Ο Νεαρός δημοσιογράφος έκατσε στην άκρη του κρεβατιού και  τον ρώταγε διάφορα.

Σε μια στιγμή του λέει: «Καλά όλα αυτά κύριε Σπαταλά αλλά γιατί γράψατε το ποίημα «Ωδή στον Κόρακα», ένα  πουλί που εκτός από αντιπαθητικό  συνδέεται και με κάθε είδους δεισιδαιμονίες».

« Ξέρεις νεαρέ…» απαντάει ο Σπαταλάς «…όταν έγινε ο κατακλυσμός , λέει η Παλαιά  Διαθήκη,   ότι ο Νώε , πριν στείλει το περιστέρι για να δει αν τελείωσε ο κατακλυσμός, έστειλε έναν Κόρακα. Ο Κόρακας όμως δεν γύρισε πίσω και πολύ μου άρεσε αυτό. Η «Ωδή στον Κόρακα»  είναι η δική μου  ωδή προς την Ελευθερία».

Αυτά, που λέτε,  σκεφτόμουν καθώς έβλεπα τον πιτσιρίκο να τρέχει στην ανοιχτή πλατεία γεμάτος χαρά  και πολύ ήθελα να σηκωθώ και να τρέχω δίπλα του. 



Κυριακή 21 Απριλίου 2013

Η νήσος του Πάσχα


Κατηφορίζω προς το ΝΑΟΚ.

Τα πλοιάρια του Ναυτικού ομίλου Κέρκυρας λιάζονται στον πρωινό ανοιξιάτικο τσιμεντένιο μουράγιο.

Στην άκρη στα πέτσα δεν υπάρχει ψυχή.

Κάθομαι και αφήνω τα πόδια μου να αιωρούνται στο κενό.

Ένα ερωτευμένο ζεύγος  κοκοβιών κάνει τον πρωινό του περίπατο στον βυθό.

Ένα τσούρμο νεαρών κεφαλόπουλων παρελαύνουν αδιαφορώντας για την αύξηση του  πρωτογενούς  πλεονάσματος.

Τίποτα δεν φαίνεται ικανό να διαταράξει την γαλήνη του κυριακάτικου ανοιξιάτικου πρωινού.

Κοιτάω στο βάθος την πάχνη πάνω από την Σαγιάδα και σκέφτομαι ότι το μόνο που μπορεί να συμβεί αυτή την ιερή στιγμή είναι να ξεπροβάλουν πίσω από τα βουνά της ηπείρου ένα σμήνος F16 και να βομβαρδίσουν την Κέρκυρα με βόμβες απεμπλουτισμένου ουρανίου.

Αν καταφέρουν να ξαναπετύχουν και αυτή τη φορά το δημοτικό θέατρο, αυτό το κρύο τσιμεντένιο μαυσωλείο που έφτιαξε η χούντα με αισθητική Πατακού, θα τους είμαστε για πάντα υποχρεωμένοι.

Δεν συμβαίνουν, όμως,  τέτοια πράγματα πάρα μόνο στην αρρωστημένη φαντασία ενός χρεωκοπημένου σιδηρουργού.

Εκεί που όλα πάνε καλά,  ξαφνικά αισθάνομαι ένα μυρμήγκιασμα στο αριστερό μου πόδι.

Το μυρμήγκιασμα δυναμώνει και γίνεται ανυπόφορο κουδούνισμα.

Σηκώνω το τηλέφωνο.

Έρχονται Λέει!

Ο Χριστός και η Παναγία!

Έρχονται το Πάσχα για δύο εικοσιτετράωρα!

Αδειάζει  το αίμα μου , μυρμηγκιάζει όλο μου το σώμα και αμέσως μετά δυνατή ταχυπαλμία.

Σηκώνομαι και παίρνω τον ανήφορο ανήσυχος.

Θυμάμαι πέρσι τέτοιες μέρες τους περίμενα στο λιμάνι.

Κατεβήκαν τσαλακωμένοι και ιδρωμένοι.

Ξεφόρτωσαν παιδιά , καρότσια, πατίνια, καλάμια ψαρέματος, βραστήρες, καφετιέρες, κλουβιά, σκυλιά με πτυσσόμενα λουριά και κιβώτια με ζωοτροφές.

Πήγα να χαϊδέψω ένα μαύρο ροτβαιλερ, να μην νομίσουν ότι δεν αγαπώ τα ζώα,  και παραλίγο να χάσω το χέρι μου σαν τον Μιγκέλ Θερβάντες στην ναυμαχία της Ναυπάκτου.

Θελαν να ξεκουραστούν, 
να πάνε για ποτό, 
να παρακολουθήσουν και την συναυλία με έργα Μπαχ στον Ντόμο γιατί είναι «μάστ», 
να προλάβουν και τους σαράντα πέντε επιτάφιους πατείς με πατώ σε, 
να ξαναπάνε για ποτό, 
να χάσουν το έναν σκύλο, 
να τον βρουν αλλά να χάσουν το κινητό, 
να το βρουν αλλά να μην θυμούνται που παρκάρισαν, 
να βρουν το αυτοκίνητο αλλά να τους έχουν «κλείσει», 
να τσακωθούν με κάποιον εξίσου αγχωμένο Αθηναίο και να πάνε γρήγορα για ύπνο, 
να ξυπνήσουν και να τρέχουν αλλόφρονες στους δρόμους γιατί από στιγμή σε στιγμή θα πέσουν τα κανάτια, 
να γυρίσουν πίσω νηστικοί , αγχωμένοι και τσαλαπατημένοι, 
το βράδυ ξανά πατείς με  πατώ σε στην ανάσταση, 
δεν προλάβαμε να κάνουμε μαγειρίτσα , 
ψάχνουν για μεταμεσονύκτιο εστιατόριο , 
να πάνε και για ποτό, 
να ξυπνήσουν και πρωί-πρωί να σουβλίζουν αρνιά και άντερα, 
να μην ψηθεί καλά το αρνί και να αρχίσει η γκρίνια, 
να μου πάρει το παϊδάκι από το χέρι μαζί με το δάχτυλο το ροτβάιλερ και να μην πω και κουβέντα.

Ακολουθούσα το ξέφρενο ατσελεράντο και αισθανόμουν σαν ακούσιος επιβάτης στο «τραίνο της μεγάλης φυγής».

Έφυγαν την Δευτέρα.

Ανασάναμε.

Φτάνω στο άγαλμα του Καποδίστρια και σκέφτομαι να μαζέψω όλα τα αγάλματα πάνω από το ΝΑΟΚ . 

Το Καποδίστρια , τον Σχούλεμπουργκ, τον Διονύσιο Σολωμό .

Να τα παρατάξω απέναντι από την θάλασσα.

Η Νήσος του Πάσχα.

Παρασκευή 19 Απριλίου 2013

"Σαν πολύ δεν όργωσες ?"

ΕΝΑ ΑΦΉΓΗΜΑ ΤΟΥ ΣΥΝΤΡΌΦΟΥ  ΤΑΣΟΥ ΚΑΤΙΝΤΣΑΡΟΥ

Μόλις γύρισα, με κοίταξε αυστηρά η μάνα μου και μου είπε: “Καλά, γιατί είχατε αγκαλιαστεί με τον Γιώργο και κλαίγατε;”

Δίστασα, αλλά έσφιξα τα χείλια μου. Δεν ήθελα να απαντήσω. Ντράπηκα;… 

“Να μη σε νοιάζει”, είπα τελικά.

Δεν επέμεινε. Δεν το ξέχασε όμως. Έχουν τον τρόπο τους οι μανάδες…

Ούτε εγώ το ξέχασα!

Ο Γιώργος, γειτονόπουλο και φίλος στα… ήσυχα παιχνίδια, συνεσταλμένο παιδί της Πέμπτης Δημοτικού. Της Έκτης εγώ…

Κάθε μέρα σχεδόν, τις απογευματινές κυρίως ώρες, μιλάγαμε πολύ: για το σχολείο, για τη γειτονιά, για τον κόσμο! 

Στον πόλεμο που έπαιζαν οι δρόμοι μας (Θερμοπυλών εμείς, Επιδαύρου αυτοί), σαν να μη συμμετείχαμε.

 “ Ήταν παντελώς άστοχο να μαλώσουμε έστω και για πλάκα; Ακόμα δεν ξέρω…

Όταν όμως τον είδα με το κεφάλι κατεβασμένο, εκείνο το μεσημέρι, απ” την αρχή κατάλαβα ότι κάτι σοβαρό συμβαίνει. 

Δεν είχαμε βρεθεί την προηγουμένη, γιατί ήταν “περίεργη” μέρα, 21 Απριλίου του ’67…

Δεν μίλαγε. Τον κοίταζα. Σφίγγα με κατεβασμένο το κεφάλι. Δεν μίλησα καθόλου κι εγώ. Μόνο μετά από ώρα: “Γιώργο, θα μου πεις;”

“Ξέρεις, άλλαξαν τα πράγματα…”

“Τι εννοείς;”

“Δεν ξέρω ακριβώς, αλλά αλλάζουν πολλά στο σπίτι… Πιάσανε τον πατέρα μου!”

Δεν είχαμε μιλήσει ποτέ για τις οικογένειές μας. Δεν χρειαζόταν…

“Πώς; Τι έγινε;”

“Χτες, προτού ξημερώσει, ήρθανε πολλοί αστυνομικοί και τον πήρανε. Το μόνο που του είπανε, όταν τους ρώτησε τι θέλουνε, ήταν “σαν πολύ δεν όργωσες;””

Δεν ήξερα τι άλλο να κάνω απ” το να τον αγκαλιάσω και να κλάψω μαζί του…

Μάλλον ήταν κι ένας απ” τους σημαντικότερους λόγους που μ” έκαναν να μισήσω τόσο πολύ τη δικτατορία. 

Συν τοις άλλοις, έπρεπε ν” αγωνιστούμε για να ελευθερωθεί κι ο πατέρας του φίλου μου. Όχι τίποτ” άλλο, αλλά για να μην κλαίμε και σαν μικρά παιδιά!…


Τρίτη 16 Απριλίου 2013

Σχόλια για μια ερωτευμένη πυγολαμπίδα.


Πέρσι τέτοιο καιρό είχα γνωρίσει μια ερωτευμένη πυγολαμπίδα.

Οι Πυγολαμπίδες ως γνωστόν, ερωτεύονται  «για πάντα» καθώς λένε.

Αργότερα έμαθα ότι στο βασίλειο των πυγολαμπίδων όταν λένε «για πάντα»  εννοούν ακριβώς αυτό .

Εμείς  , οι υπήκοοι του βασιλείου των ανθρώπων, ερωτευόμαστε και εμείς «για πάντα» αλλά εννοούμε κάτι άλλο.

Αυτό με μπέρδευε συνεχώς στην συνομιλία μου με την ερωτευμένη πυγολαμπίδα.

Ως γνωστόν μια χημική διεργασία κάνει την ουρά της πυγολαμπίδας να λάμπει στο σκοτάδι.

Εκείνες τις νύχτες του Μάη δεν είναι να χάνει κανείς τον  φωτεινό ερωτικό  χορό των πυγολαμπίδων .

Πολλοί λένε ότι δεν πρόκειται για αρμονικό χορό αλλά για μια άναρχη και άνευ νοήματος κίνηση μικρών διακοπτόμενων φωτεινών σημαδιών  στο σκοτάδι.

Δεν ξέρουν διότι ουδέποτε υπήρξαν «για πάντα» ερωτευμένες πυγολαμπίδες.

Ένα τέτοιο βράδυ χαζεύαμε στο σκοτάδι τον χορό αμίλητοι.

Δεν θυμάμαι το πώς αλλά, καθώς συνηθίζεται στα μέρη μας , κάποιος άρχισε το τραγούδι.

Αν δεν κάνω λάθος τραγουδούσε το τραγούδι «Ο Εν Κανά Γάμος», αλλά δεν έχει σημασία.

Τραγουδούσαμε και νοιώθαμε σαν να είχαν εναρμονισθεί τα πάντα.

Η κίνηση των πυγολαμπίδων , το τρεμόσβησμα των αστεριών , όλοι οι ήχοι της νύχτας …. ακόμα και νυχτερινός αέρας.

Κοιταχτήκαμε και …ναι! Ήταν έτσι!

Σαν να ελάφρυναν τα πόδια μας και να μην ακουμπούσαν κάτω.

Στροβιλιζόμαστε μαζί με τις πυγολαμπίδες στο ίδιο τέμπο.

Μπήκαμε στο βασίλειο τους και τότε καταλάβαμε  πως μετράνε οι πυγολαμπίδες το «για πάντα».

Τότε την γνώρισα και μου τα εξήγησε όλα.

Στο κενό.

Αναμαλλιασμένη από όλους τους ανέμους της νύχτας.

Παρασκευή 12 Απριλίου 2013

Και όμως ….οι κοκκυκιές ανθίζουν και φέτος.



Όταν οι  Ενετοί επιδότησαν την δενδροφύτευση της Κέρκυρας με Ελιές, επέβαλαν μια καταπράσινη ομοιομορφία απ’ άκρου εις άκρο  του νησιού.

Αιωνόβια άγρια δένδρα εκριζώθηκαν  προκειμένου να γίνει η Κέρκυρα , εκτός των άλλων , και παραγωγός λαδιού.

Η κύρια χρησιμότητα του λαδιού ήταν η παραγωγή σαπουνιού ,ως του μόνου βιομηχανικού απορρυπαντικού της εποχής , καθώς και η βάση  για την παραγωγή ενός εύφλεκτου υλικού  κατάλληλου για τον φωτισμό των πόλεων.

Ελάχιστα άγρια δένδρα  επέζησαν από αυτήν την   γενοκτονία.
Ανάμεσά τους και οι κοκκυκιές.

Μια φορά το χρόνο τέτοιες μέρες το καταπράσινο τοπίο στολίζεται με μωβ πινελιές  για λίγες  βδομάδες.

Κάθομαι στην πλατεία και πίνω το τσάι μου.

Απέναντί μου η κοκκυκιά ανθίζει και φέτος.

Σκέφτομαι ότι η κοκκυκιά διαφοροποιείται τόσο αργά  που μάλλον δεν θα αντιλαμβάνεται το τόσο γρήγορο πέρασμα των ανθρώπων από μπροστά της.

 Ίσως και να αγνοεί την ύπαρξή μας.

Το χειρότερο όμως είναι ότι οι άνθρωποι περνούν τόσο βιαστικά  από δίπλα της που μάλλον , και αυτοί αγνοούν την ύπαρξη της .

Κρίμα.

Μπροστά μου μια παρέα μαθητών από κάποια άλλη πόλη  χαλάει τον κόσμο ,αστειεύονται κυνηγιούνται και βγάζουν φωτογραφίες.

Ωραία εικόνα.

Οι Καθηγητές συνοδοί με πλησιάζουν και κάθονται στο διπλανό τραπέζι.
-«Από εδώ είστε;» μου λέει μια καθηγήτρια.

Φοράει γκρίζο ανοιξιάτικο ταγέρ και ψηλά τακούνια . 
Δεν μου φαίνεται για φιλόλογος.

-«Μάλιστα κυρία μου» απαντώ.

-«Και ..δε μου λέτε … αυτό το δέντρο απέναντι , τι είναι;»

-«Κοκκυκιά» απαντώ.

-«Και τι κάνει;»

-«Καλά είναι υποθέτω… βλέπετε κάτι ανησυχητικό;»

Χαμογελάει συγκρατημένα.

-«Όχι.. εννοώ  τι καρπούς κάνει»

«Δεν κάνει καρπούς … αλλά είναι απολύτως απαραίτητη». Απαντώ.

-«Σε τι πράγμα;» ξαναρωτά.

-«Είναι πολύ όμορφη κάθε τέτοια εποχή και μόνο  για  λίγες  βδομάδες »

Με κοιτάει  μάλλον ανήσυχη . Τραβιέται ελαφρά πίσω. Παίρνει θέση άμυνας.

-«Μπορείτε κυρία μου να φαντασθείτε τον κόσμο μας χωρίς κοκκυκιές;» 
.
Ο Καθηγητής δίπλα της  μειδιά.

Είπα να συνεχίσω το ανηλεές σφυροκόπημα αλλά την έσωσε από τα νύχια μου  ο σερβιτόρος.

Δευτέρα 8 Απριλίου 2013

Το Κουμπάστακο



Στα μέρη μας λέμε «Αστάκι» το καλαμπόκι.

Η Λέξη Α-στάκι  προέκυψε από το αραβικό στάχυ, τον αραβόσιτο,  όπως το λέμε και αλλιώς.

Το εσωτερικό κοτσάνι του, όταν φύγουν τα σπόρια,  χρησιμεύει μόνο για να το τρώνε οι γάιδαροι.

Υπάρχει , δε, και  μια ράτσα ανθρώπων που βρίσκεται παντού ανάμεσα μας και που το κοινό τους γνώρισμα είναι ότι είναι «μέσα στα πράγματα».

Είναι αριστεροί, είναι δεξιοί,  είναι συνδικαλιστές, είναι μαστόροι, είναι λογιστές,  είναι τοπικοί πολιτευτές  …τους βρίσκεις παντού.

Μερικοί από αυτούς γεννήθηκαν «μέσα στα πράματα».

Τελευταία εξετάζω με περιέργεια αυτούς που στην πορεία της ζωής τους άρχισαν σιγά σιγά , ανεπαισθήτως θα έλεγα,  να «γλιστρούν μέσα στα πράματα».

Στην αρχή, λένε, δεν τους αρέσει να «χάνουν το χρόνο τους».

Μετά , λένε, δεν τους αρέσουν οι «αερολογίες».

Αργότερα θέλουν «σοβαρότητα».

Δεν είναι αυτοί για να φτυαρίζουν, να σκάβουν , να κολλάνε αφίσες , να μοιράζουν προκηρύξεις , να διαβάζουν ποιήματα, να τραγουδάνε, να περιφέρονται ασκόπως και να ερωτεύονται αναιτίως.

Αυτά είναι για τους άλλους.

Αυτοί είναι γεννημένοι για μικρόφωνα , για πάνελ, για διοικητικά συμβούλια, για επιτελικούς σχεδιασμούς, για σημαντικές διαπλοκές , για μεγάλα πράματα.

Αποκήρυξαν το αμαρτωλό τους παρελθόν και  σοβαρεύτηκαν.

Αν τους ρωτήσεις θα σου πουν ότι όλα αυτά τα κάνουν «για την οικογένεια», «για την επανάσταση», «για τα παιδιά» , «για το κίνημα».

Έχουν κάνει τόσες πρόβες που κινδυνεύεις να σε πείσουν.

Θυσιάζονται , λέει, και αποφασίζουν να ασχοληθούν «σοβαρά» για να έχουν «αποτέλεσμα».

Έτσι λοιπόν «μπαίνουν μέσα στα πράματα».

Γίνονται ολοένα και πιο «ανεξάρτητοι και αυτόνομοι». Δεν δέχονται αυτοί «ελέγχους».

Μερικούς από αυτούς του ξαναβλέπεις μετά από χρόνια (που έχουν μπει για τα καλά «μέσα στα πράματα»)  και τότε καταλαβαίνεις.

Έχει μείνει μόνο το κουμπάστακο.

Το πιο ενοχλητικό είναι ότι έχουν την απαίτηση να θαφτούν σε μια λαμπρή τελετή ως ατρόμητοι, ως ανιδιοτελείς , ως ευεργέτες των παιδιών, της επανάστασης και της ανθρωπότητας.

Ακόμα και τότε, θέλουν σώνει και καλά να  στερήσουν και από τον γάιδαρο το κουμπάστακο.

Πέμπτη 4 Απριλίου 2013

Μια ιστορία θα σας πω ….




Εμφανίστηκε ξαφνικά έξω από το εργαστήριο μου μια μέρα πριν από χρόνια.

Κάποιος το  εγκατέλειψε.

Τότε ήταν κουτάβι  ακόμα.

Με κοίταγε στα μάτια ακίνητος.

Τούδωσα λίγα μπισκότα που είχα στο χέρι μου και τα καταβρόχθισε.

Από τότε  δεν έφυγε.

Δέκα εφτά χρόνια ήταν μαζί μου.

Ο Φλού του σιδηρουργείου μου.

Τον ονόμασα έτσι γιατί μου θύμιζε τον σκύλο του Μπάμπη του Φλού.

Ο Μπάμπης ο φλού ήταν ένα «βαποράκι»  στην Αθήνα της δεκαετίας του εβδομήντα.
Ήταν ψηλόλιγνος , ξανθός με μακριά μαλλιά  και  τριγύρναγε με ένα φορτηγάκι όπου στο κάθισμα του συνοδηγού καθόταν  καμαρωτό ένα κοκκινοτρίχικο  αλητόσκυλο.

Για χάρη του έγραψε ο Παύλος ο Σιδηρόπουλος  το γνωστό τραγούδι «Ο Μπάμπης Ο Φλού».

Ο Φλού δεν ήταν ποτέ δεμένος . Κοιμόταν τα βράδια μέσα στο σιδηρουργείο.

Ήταν μέλος της γνωστής συμμορίας της «Λούλας της Κουτσής».

Αυτός,  ο Τζίνο, ο Μπούμπης , η Ρόζα και ,μπροστά πάντα , η Λούλα η Κουτσή με τόνομα.

Ένα βράδυ στήσαμε σκηνές πάνω στην Πυλίδα  . 
Αργά τη νύχτα μας πλησίασε μια αγέλη τσακαλιών.
Ρίξαμε δυο τρείς τουφεκιές στον αέρα να τα τρομάξουμε . 
Ο Φλου  τα κυνηγούσε  μόνος του μέχρι που ξημέρωσε.

Όταν γέρασε δεν μπορούσε να  κουμαντάρει τα πίσω πόδια του.
 Έτσι συμβαίνει πάντα με τα σκυλιά.
Ένα βράδυ κατάφερε και ανέβηκε στο γραφείο μου. Έσπρωξε τα  χαρτιά στην άκρη και άφησε εκεί την τελευταία του πνοή.

Τον έθαψα στη ρίζα ενός δένδρου. 
Φύτεψα από πάνω και ένα βολβό από ένα λουλούδι που μου έδωσε η κυρία Λισάβετ.
Κάποια φίλη έγραψε και ένα χρονογράφημα για τον φλου σε μια μεγάλης κυκλοφορίας εφημερίδα.

Δεκαεφτά χρόνια μαζί.

Τον θυμάμαι συνέχεια.

Πριν από λίγο τον   θυμήθηκα ξανά καθώς διάβαζα για τον θάνατο μιας αρκούδας στον ζωολογικό κήπο της Θεσσαλονίκης.

Ο Μίσα  (έτσι λεγόταν η αρκούδα),  έζησε όλη την ζωή του κλεισμένος σε ένα κλουβί.

Δεν αντέχεται.

Θα μου πείτε: «Εδώ ο κόσμος χάνεται..»

Ακριβώς για αυτό τα γράφω αυτά.

Θυμάμαι  κάποτε που διάβασα ένα γράμμα της Ρόζα Λούξεμπουργκ όταν ήταν  στην φυλακή.

Έγραφε σε μια φίλη της  ότι,  όταν άρχισε ο πόλεμος , αυτό που την συγκλόνισε περισσότερο ήταν τα τρομαγμένα μάτια μια αγελάδας  που την έσερναν  στο πλακόστρωτο.

VURLIGANS! ΨΗΛΑ ΤΟ ΚΕΦΑΛΙ!!


Ήταν αναμενόμενο να πέσουμε στη β Εθνική.

Οι  φίλοι του ΑΟ Κέρκυρα και η θρυλική εξέδρα των Vurligans δεν έπεσαν ποτέ.

Ήταν πάντα οι καλύτεροι σε όλη την Ελλάδα.

Δεν έβρισαν και δεν επιτέθηκαν ποτέ ενάντια σε κανέναν φιλοξενούμενο.

Ο κάθε αγώνας ήταν ένα πανηγύρι φίλων  και συμπολιτών.

Όταν η ομάδα μας έχανε η τραυματιζόταν  ένας παίκτης μας ,  η μπάντα των Vurligans  έπαιζε το Ρέκβιεμ του Μότζαρτ.

Όταν  η ομάδα βρισκόταν στην επίθεση η μπάντα έπαιζε τον Γουλιέλμο Τέλλο του Ροσσίνι.

Όταν μας έβριζαν οι οπαδοί της φιλοξενούμενης ομάδας τους  ,η μπάντα των Vurligans τους έπαιζε Χατζιδάκι για να τους καλμάρει.

Τα πιτσιρίκια του δημοτικού έφτιαχναν τη δική τους εξέδρα και φώναζαν ασταμάτητα «ΑΟ Κέρκυρα».

Ήταν αναμενόμενο να πέσουμε στη Β Εθνική.

Δεν μας σηκώνει το κλίμα.

Ποτέ δεν μας άρεσαν οι Ανώνυμες Εταιρίες , οι ξένοι παίκτες, οι στημένοι αγώνες, τα λαμόγια, οι γκάγκστερ και οι μαφίες.

Το ποδόσφαιρο μας ξεκίνησε στην πλατεία της Λεμονιάς από ξυπόλητα παιδιά της πόλης.

Ευκαιρία είναι να ξανακάνουμε το  ΑΟ Κέρκυρα αυτό που ήταν πάντα.

Οι παίκτες μας να είναι ξανά τα παιδιά της πόλης μας.

Ο Πρόεδρος και το Διοικητικό συμβούλιο  να είναι  ξανά οι γείτονες μας και οι συμπολίτες μας.

Ο προπονητής μας να είναι ξανά ο γείτονάς μας.

Ο Τραυματιοφορέας μας να είναι ξανά ο Πουτσαντσίνι .

Ας μην ξαναπαίξουμε με Ανώνυμες εταιρείες .

Ας γίνουμε τώρα το πρότυπο για κάθε πόλη της Ελλάδας.

Να πηγαίνουμε την Κυριακή στον Αγώνα για να δούμε τους φίλους μας  και να γλεντήσουμε.

Να πηγαίνουμε για την ψυχή μας και την αγάπη μας για το νησί μας.

Να μπορούμε να πούμε σε όλους: «Φτιάξτε ομάδα από την πόλη σας και ελάτε  να σας φιλοξενήσουμε  με όλη μας την καρδιά».

Ας αρχίσουμε από τώρα!