Κυριακή 15 Ιουνίου 2014

Μια μικρή στόρια για την πανσέληνο του Ιουνίου


 Η Αννούλα έβγαινε τα καλοκαίρια στην αυλή  με ένα πλαστικό μικρόφωνο στο χέρι και τραγουδούσε μόνη της παίρνοντας και διάφορες πόζες.

Σεκόντο έκανε ο Μάρκος  , ένα κοκκινοτρίχικο μεγαλόσωμο  σκυλί που αγαπούσε τις Σερενάτες  και μισούσε θανάσιμα τον υπάλληλο της ΔΕΗ που ερχόταν να μετρήσει το  ρεύμα.

Χάρις στον Μάρκο είχαμε δύο χρόνια να πληρώσουμε τη ΔΕΗ.

Η Αννούλα έβλεπε τότε και μια ελληνική σειρά που λεγόταν «Μανταμ Σουσού» και μιμούταν τέλεια τα καμώματα της και την φωνή της.

Όποτε με έβλεπε  με ρωτούσε: «Πως είσαι πτωχούλη;»

Πέρασαν τα χρόνια και η Αννούλα με το ψεύτικο πλαστικό μικρόφωνο και το ψεύτικο καλώδιο που κρεμότανε ματαίως  παντρεύτηκε και έκανε και μια κόρη.

Συνήθως όταν παντρεύεται μια κοπέλα και κάνει και  παιδί  ξεκινάει για αυτήν μια  καινούργια εποχή.

Η  Αννούλα και η μικρή Ραφαέλα βρέθηκαν μπροστά σε έναν απίστευτο Γολγοθά.

Η Ραφαέλα γεννήθηκε με μια πολύ σπάνια ασθένεια  που οι γιατροί όλου του κόσμου θεωρούσαν ότι ήταν μη αντιμετωπίσιμη.

Η Αννούλα πήρε την Ραφαέλα και πήγαν στο Παρίσι όπου  μια ομάδα γιατρών υποσχέθηκε ότι θα έκανε ότι ήταν δυνατόν.

Χρόνια  η μικρή Ραφαέλα έμεινε στο κρεβάτι του νοσοκομείου .

Η Αννούλα έπιασε δουλειά και βρήκε  ένα δωμάτιο κοντά στο νοσοκομείο.

Πως αντέχεται κάτι τέτοιο;
Πώς μπορεί ένα παιδάκι να μεγαλώσει μέσα σε ένα νοσοκομείο;
Πώς μπορεί μια κοπέλα που μέχρι προχτές τραγουδούσε με ένα πλαστικό μικρόφωνο να σηκώσει  ένα τέτοιο βάρος;

Κάποτε έγινε το θαύμα. Η Ραφαέλα έγινε τελείως καλά και γύρισαν πίσω στην Κέρκυρα.

Πριν από δυο τρεις μήνες πήγα στο Θέατρο  που είχε συναυλία η Κερκυραϊκή χορωδία.

Μερικά παιδιά ανάλαβαν να διαβάσουν λίγα λόγια για την ιστορία της χορωδίας.
Όπως είναι φυσικό είχαν τρακ.
Δεν είναι μικρό πράμα να βρεθεί ένα παιδί  μπροστά σε οχτακόσιους ανθρώπους.

Η Ραφαέλα μίλησε χωρίς να κομπιάσει καθόλου.
Τόνιζε εκεί που  έπρεπε .
Έδινε έμφαση εκεί που  έπρεπε.
Η ομιλία της είχε μουσικότητα και τέμπο.
Στο τέλος  πήρε την κιθάρα της και κάθισε δίπλα στα μαντολίνα.

Ξαναείδα την Ραφαέλα προχτές στην πλατεία , στο φεστιβάλ του εναλλακτικού εργαστηρίου.
Κοίταγε με προσοχή μια έκθεση φωτογραφίας.
Πλησίασα και πιάσαμε την κουβέντα.
Μου μιλούσε για την Τζάζ που της αρέσει πολύ και για τα μαθήματα που παρακολουθεί στο τμήμα μουσικών σπουδών του Ιονίου Πανεπιστημίου.
Θέλει να σπουδάσει μουσικοθεραπεία.
Είχα μπροστά μου έναν ώριμο άνθρωπο .
Η Αννούλα κατά την διάρκεια της κουβέντας μας με την  Ραφαέλα  είχε  πάει διακριτικά πιο πέρα  .

 Έτσι έπρεπε.

Χτες το βράδυ τα βήματα μου με φέρανε στον  κήπο του παλατιού.

Ένας εβραϊκός σύλλογος  είχε μια συναυλία για τον Κοέν και τον Μουστακί.

Θα τραγουδούσε και η Αννούλα.

Έτσι άκουσα την Αννούλα να τραγουδάει ξανά σε  αυλή μόνον που τώρα το μικρόφωνο ήταν αληθινό  και είχαμε και φωτισμούς  και ηχολήπτες και κάμερες  και πολύ κόσμο.

Μπροστά - μπροστά καθόταν η Ραφαέλα σοβαρή και  δίπλα στα κάγκελα  η Μαρία , η γιαγιά της Ραφαέλας συγκινημένη . Σίγουρα από κάπου ψηλά  παρακολουθούσε και  ο Κώστας  εξίσου σοβαρός και συγκρατημένος.

Μας είπε τραγούδια της  Έντιθ Πιάφ  και κάτωθε μας  φλέγοταν η θάλασσα.

Μας τραγούδησε  και για κάποιον που.. «ποτέ δεν είναι μοναχός  μέσα στην μοναξιά του»  και   βγήκε κατακόκκινο το φεγγάρι δίπλα από το φρούριο.

Έπειτα  ανακοινώθηκε από τα μεγάφωνα η «αφιλοκερδής συμμετοχή  του Γιώργου Νταλάρα στην αποψινή μας εκδήλωση».

Βγήκε ηλιοκαμένος με την κιθάρα του.

Ποιος ήλιος, άραγε, τον  έκαψε;

Πήγα στο  μπουφέ , πήρα μια μποτίλια κρασί  και ένα ποτήρι.
 Πήγα και έκατσα έξω , στα σκαλιά του παλατιού.

Από μακριά  ακουγόταν αγχωμένα ακομπανιαμέντα για κάποιον που «πήρε Ρετιρέ στην Κηφισιά με τραγούδια για την φτώχια και την ξενιτιά».

Όταν τελείωσε η συναυλία είδα τη Αννούλα να έρχεται.

Αγκαλιαστήκαμε.


«Πως είσαι πτωχούλη;»  μου είπε.

Τετάρτη 4 Ιουνίου 2014

Πυγολαμπίδες


Όταν γνώρισα  την οικογένεια της Θεοδώρας , πριν από μερικά χρόνια, ο πατέρας δούλευε σε μια εταιρεία αναψυκτικών . 

Είχε βγάλει επαγγελματικό δίπλωμα  και γύρναγε με ένα φορτηγό σε όλο το νησί.

Η Μάνα της  είχε αναλάβει να φροντίζει μια μοναχική  ηλικιωμένη γυναίκα.

Τότε η Θεοδώρα τελείωνε το δημοτικό.

Τέτοια εποχή ήταν που μας κάλεσαν σπίτι τους  το βράδυ για ένα ποτήρι κρασί.

Καθόμαστε στην αυλή και  η  Μάνα της τηγάνιζε λουκάνικα  στην κουζίνα.

Η Θεοδώρα  με τον μικρότερο αδελφό της  μάζευαν πυγολαμπίδες από τριγύρω και τις έβαζαν σε ένα γυάλινο βάζο.

Εμείς είχαμε σοβαρές συζητήσεις.

Κάποια στιγμή μας διέκοψαν για να μας δείξουν τις πυγολαμπίδες .

«Ζουν  πολύ λίγο πουλάκι μου…. κρίμα είναι …άφησε  το καπάκι ανοιχτό και θα φύγουν μόνες τους»

«Έχουμε και εμείς στο χωριό μας τέτοιες!» είπε και αμέσως σοβάρεψε  απότομα σαν να μετάνιωσε.

Η Θεοδώρα  προσπαθούσε πάντα να αποφύγει οποιαδήποτε κουβέντα  για το χωριό της.

Άλλαξε αμέσως κουβέντα.

Με ρώταγε για το μυστήριο  των πυγολαμπίδων .

 Ήθελε να μάθει πως γίνεται και φωτίζουν την νύχτα.

Που ζουν την ημέρα.

Πότε γεννιούνται και πότε πεθαίνουν.

Της έκανε μεγάλη εντύπωση όταν της έλεγα ορθά κοφτά: «Δεν ξέρω».

Πέρασαν τα χρόνια και χαθήκαμε.

 Η Θεοδώρα έμαθα ότι πήγε στο Πανεπιστήμιο σε κάποια άλλη πόλη.

Προχτές είχε την ετήσια Λιτανεία της Αγίας Δωρεάς.

Είδα πολλούς γείτονες και φίλους καθολικούς  να περιμένουν  στο πεζοδρόμιο.

Πολλοί από αυτούς είναι Μαλτέζοι.

Πάντα ήταν οι παρακατιανοί, οι φτωχοί , οι παραγκωνισμένοι της μικρής μας κοινωνίας.

Οι προγόνοι τους έχτισαν όλη την πόλη αλλά πάντα  έμεναν στα περίχωρα.

Σπουδαίοι  πετράδες και  αγρότες .

Γέμισε με κήπους  η πόλη τριγύρω με λαχανικά και φρούτα.

Πάντα αισθανόταν μειονεκτικά για την ταπεινή τους καταγωγή.

Κάναμε και εμείς ότι μπορούσαμε.

Πηγαίνουν με την πομπή προς τον Ντόμο.

Είδα την Θεοδώρα  στην απέναντι πλευρά του δρόμου. Παραλίγο να μην την γνωρίσω. Πιασμένη χέρι-χέρι με το αγόρι της περίμενε δίπλα στο περίπτερο.

Είπα να περάσω απέναντι να την χαιρετίσω αλλά η αστυνομία δεν επέτρεπε την διέλευση του δρόμου.

Όταν κάνω την βόλτα μου τα βράδια βλέπω από τον ΝΑΟΚ  τα φώτα της Κονίσπολης ξαπλωμένη αιώνες στην πλαγιά της απέναντι ακτής και θυμάμαι την Θεοδώρα και την οικογένεια της.

Εργατικοί , λιγομίλητοι, συγκρατημένοι και ταπεινόφρονες.

Πάντα ξένοι.

Πολλές φορές ονειρεύομαι μακρινά ταξίδια.

Τέτοιες μέρες όμως θάθελα να βρισκόμουν σε ένα θεϊκό μπαλκονάκι απέναντι στην Κονίσπολη με ένα ποτήρι κρασί.

 Να  δω την Κέρκυρα όπως την βλέπουν οι Κονισπολιάτες εδώ και χιλιάδες χρόνια.

Να νυχτώνει, λέει,  και να αρχίσουν να φέγγουν οι Πυγολαμπίδες.

Να ρεμβάζω και να περιμένω να πέσει καλά η νύχτα γιατί,  είναι γνωστό,  ότι  όσο βαθύτερο είναι το σκοτάδι τόσο περισσότερο φεγγοβολάνε  οι πυγολαμπίδες.