Το μαγαζί της Αρετής
είναι πάνω από την Παλιοκαστρίτσα ψηλά ,σκαρφαλωμένο στα βράχια.
Είναι ένα παντοπωλείο
που δεν το πιάνει το μάτι σου . Στο πίσω μέρος , πάνω από την θάλασσα, έχει και ένα μικρό μπαλκονάκι και ένα
τραπεζάκι με δυό καρέκλες.
Ερχόμαστε καμιά
φορά εδώ με τον Παναγιώτη και καθόμαστε.
Ακριβώς εδώ, στο τραπεζάκι με τις δύο
καρέκλες.
Τίποτα δεν έχει
αλλάξει.
Μαρέσει αυτό το
μπαλκονάκι .
Η Αρετή είναι μια
ηλικιωμένη χωριάτισσα κοντή , αδύνατη και καλοσυνάτη.
Της φιλάω το χέρι
. Μοσχοβολάει σαπούνι. Γελάει.
-«Παππάς είμαι;»
-«Έχω και εγώ τους
Αγιούς μου» της απαντώ.
Μου φέρνει κρασί «από
το δικό της» , Τυράκι «από το δικό της» , και λίγες ελίτσες «από τις δικές της».
Ακουμπάει με προσοχή το ποτήρι και το πιάτο στο
τραπέζι.
Τα χέρια της είναι
κουρασμένα από την πολύχρονη δουλειά.
Μαρέσουνε τα
χέρια της Αρετής.
Ήταν γειτόνισσα
με την Νίνα.
Η Νίνα ήταν η
μεγαλύτερη αδελφή της μάνας μου με μεγάλη διαφορά.
Δεν την έχω δει
ποτέ . Έφυγε μικρή από το χωριό και παντρεύτηκε με έναν «μόρο, κοντό, από τσου Λάκωνες»
καθώς έλεγαν οι γριές του χωριού.
Ήτανε , λέει, πεντάμορφη , ψηλή , «αρχόντσα» και έκανε τα μαλλιά
της ψιλά ρίτσικα και πέφτανε στο φρόντε .
"Φόραγε μπλε
ροκέτο που τσι τόφερε η μάνα της από τη χώρα και οι αρσενικοί καρτερούσανε στο
φόρο να βγει από το σπίτι".
Η Νίνα κοιμάται εδώ
λίγο πιο κάτω από το μαγαζί της Αρετής.
Κοιτάω από το
μπαλκονάκι. Δεν φαίνεται από εδώ το νεκροταφείο.
Μια φορά πήγα και
έβαλα λίγα λουλούδια στον τάφο της.
Στο γυρισμό γλίστρησα
στον ανήφορο και ήμουνα μια βδομάδα με πρησμένο τον αστράγαλο.
Δεξιά μου προς τον
βορρά είναι το φοβερό Αγγελόκαστρο στην κορφή του βράχου , πάνω από την θάλασσα.
Λένε ότι τόχτησε
ο Μιχαήλ ο Κομνηνός στα 1214 περίπου.
Θυμάμαι είχαμε
ανεβεί με τον Παναγιώτη μια φορά.
Προχωρούσαμε στο
στενό μονοπάτι .
Εγώ πήγαινα μπροστά.
Κοίταζα
τριγύρω .
Από πίσω ο
Παναγιώτης γκρίνιαζε ως συνήθως.
-« Κοίταγε
μπροστά σου γιατί άμα πατήσει καμιά οχιά δεν σε παίρνω στο πλάτη …εδώ θα σ’άφήκω
και θα σε βρούνε σε χίλια χρόνια».
Φτάσαμε στην
κορφή αγκομαχώντας.
Πάνω στο βράχο
έχει σκαλισμένους δυό τάφους που δεν είναι ούτε ενάμισυ μέτρο.
Οι Ιστορικοί δεν
ξέρουν .
Είπαμε να φτιάξουμε μια δικιά μας Ιστορία.
Έτσι λοιπόν
καταλήξαμε ότι οι τάφοι ανήκουν στα
παιδιά του άρχοντα του κάστρου
που πέθαναν από μια φοβερή μεσαιωνική αρρώστια και διέταξε να σκαλίσουν τον
βράχο και να τα θάψουν εκεί για να είναι πιο κοντά στον ουρανό.
Πίνω το χωριάτικο
κρασί της Αρετής και κοιτάω προς το Αγγελόκαστρο.
«Πόσα χρόνια
κοιμούνται τα παιδιά του άρχοντα στην κορφή του βράχου;».
«Τι νόημα έχει;».
«Ο Χρόνος είναι
για να βασανίζει μόνον εμάς».
Απέναντι προς το νοτιά είναι το κάστρο του Γαρδικίου.
Ο Παναγιώτης όρθιος
μουδειχνε προς το Γαρδίκι και μούλεγε ότι «έπρεπε να έχουν οπτική επαφή τα δυο
κάστρα για να συνεννοούνται με φωτιές σε
περίπτωση εισβολής από την θάλασσα» …«Το ίδιο κάνανε και με όλες τσι βίγλες
στην Πυλίδα , στον Παντελέμονα και μέχρι πέρα τσι Σινιές».
Ο Παναγιώτης τώρα
πάνε τρία χρόνια που κοιμάται κάπου κει κάτω , κοντά στο Γαρδίκι.
Τι νόημα έχουν τα
«τρία χρόνια».
Ο χρόνος άλλωστε
υπάρχει για να βασανίζει εμάς.
Βγαίνει λίγος
ήλιος ανάμεσα στα σύννεφα .
Είναι ευκαιρία να
πάρω λίγη ζέστη πριν ξανακρυφτεί.
Το κρασί κοντεύει
να τελειώσει.
Ακουμπάω το χέρι
μου στην άδεια καρέκλα δίπλα και κλείνω τα μάτια.
Εκείνο που δεν
θέλω είναι αυτό που δεν μου λείπει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου