Κυριακή 6 Απριλίου 2014

Όχι


 Η ζωή των ανθρώπων ξεκινάει πάντα με ένα «Όχι».

Κανένας , εξ όσων γνωρίζω , δεν βγήκε από την κοιλιά της μάνα του χασκογελώντας.

Όλοι κλαίγοντας γοερά ήρθαμε στον κόσμο.

Οι  σταρ της ψυχανάλυσης λένε  ότι έτσι εξηγείται και  η αρνητικότητα των παιδιών .

‘Ώσπου να μεγαλώσουν λένε συνέχεια «όχι».

Μεσήλικες το γυρίζουν στο «ναι μεν αλλά»  και γερνώντας λένε  «ναι» σε όλα.

Δεν είναι τυχαίο ότι οι πιο λαομίσητες κυβερνήσεις   στηρίζονται  βασικά στην Τρίτη ηλικία.

Η περίπτωση μου είναι  λίγο πιο σύνθετη.

Βγαίνοντας από την κοιλιά της μάνας μου αντιστάθηκα  με κάθε τρόπο.

Γαντζώθηκα στα τοιχώματα  τόσο που  η μαμή  με τράβαγε για ώρα λυσσασμένα από το κεφάλι.

Το αποτέλεσμα ήταν να βγω τελικά  με μια λακκούβα στο κρανίο  από τον αντίχειρα της.

Αυτή η λακκούβα φαίνεται ότι κάτι πείραξε μέσα  στο (μικρό  μου το) μυαλό και ως παιδί έλεγα πάντα «ναι».

Πειράχτηκε κάποιο νεύρο του εγκεφάλου μου και δεν μπορούσα να πω «όχι».

Έφτασα στο σημείο να  τρώω με το ζόρι την πάνα  από το φρέσκο γάλα, που μου βράζε η μάνα μου,  αδιαμαρτύρητα  και με απανωτές τάσεις για εμετό.

Θυμάμαι μια φορά που ήμουν μαθητής  είχα κατέβει στην Σόλωνος  να αγοράσω κάτι εργαλεία σχεδίου.

Είχα ώρα και αποφάσισα να γυρίσω  στα πόδια.
Πέρασα την πύλη του Αδριανού και  έστριψα στην Λεωφόρο Συγγρού.

Στο πρώτο περίπτερο με σταματάει μια γυναίκα που τηλεφωνούσε.
-«Μπορείς να με βοηθήσεις να βάλω μερικές κούτες βιβλία σε ένα ταξί;»
-«Ναι» είπα χωρίς δισταγμό και την ακολούθησα.

Στο δρόμο μου είπε ότι ήταν κόρη ενός αξιωματικού του στρατού και ότι είχε σπουδάσει αγγλική φιλολογία.

Με πήγε σε ένα παλιό ακατοίκητο νεοκλασικό στου Μέτς  με κλειστά παντζούρια, μισοσκότεινο και γεμάτο βιβλία και αράχνες. Με έριξε σε έναν παλιό καναπέ στρωμένο με βιβλία Άγγλων συγγραφέων  , με ξεβράκωσε και με βίασε.

Σα ζάμπα ήτανε αλλά , λίγο που ήμουνα πρωτάρης,  λίγο που δεν θα είχα μούτρα να παρουσιαστώ στην τάξη,  έκανα την ανάγκη φιλότιμο και παραδόθηκα άνευ όρων.

Έτσι,, άλλωστε, εξηγείται και η απέχθεια μου, έκτοτε ,  για την αγγλική λογοτεχνία.

Πέρασαν τα χρόνια και  έγινα πασίγνωστος ως «ο πάντα πρόθυμος».

Ξαφνικά , εκεί που οι συνομήλικοι μου το γύρισαν στο «ναι» , κάτι μπερδεύτηκε μέσα στο μυαλό μου και άρχισα ξαφνικά να λέω «όχι».

Χαϊδεύω το κεφάλι μου στο σημείο που έχει μείνει το βαθούλωμα από το δάχτυλο της μαμής.

Λες;

Με συναντάει ο Μάντζαρος στο δρόμο.
-«Θα πάρεις ένα λαχείο;»
-«όχι» του λέω και φεύγω.
Με κοιτάει αποσβολωμένος.

Με σταματάει ο Γιάννης.
-«Έχεις ένα ευρώ;»
-«Όχι» του λέω.
-«Τι έχεις πάθει ορέ!»
-«θα σου εξηγήσω άλλη ώρα» του λέω και φεύγω.

Περνάνε κάτι  κνίτες.
-«Θα πάρετε τον Ριζοσπάστη;»
-«όχι»

Με συναντάει ένας «παράγοντας του τόπου».
-«θα μπεις στο ψηφοδέλτιο;»
-«όχι».

-«Θέλεις έναν καφέ;»
-«Όχι»

-«Πάμε μια βόλτα;»
-«Όχι».

-«Θάρθεις το βράδυ;»
-«Όχι»

Πίνω το τσιπουράκι μου μόνος σήμερα το πρωί στην Γαρίτσα.

Σταματάει μια γυναίκα με το σκυλάκι της εσχάτως χωρισμένη.

Μου λέει διάφορα αδιάφορα.

Τα μάτια της και τα χείλη της ,όμως, μου λένε: «θέλεις να παρθούμε;»

-«όχι» της λέω.
-«Τι «όχι»;»  μου λέει.
-«Όχι..» της λέω «..και πάλι «όχι».

Απομακρύνεται αμήχανα και γεμάτη ερωτηματικά.

Από ότι φαίνεται περνάω την περίοδο του «όχι».

Αργότερα , ποιος ξέρει, μπορεί να ισορροπήσω και να το γυρίσω στο «ναι μεν αλλά..».


Η καλύτερα στο «Ναι. Αλλά όμως…»

2 σχόλια:

akrat είπε...

καλησπέρα

είναι οι φάσεις περίεργες

θα στρώσεις

Il Trovatore είπε...

:)