Απόγευμα του
Σαββάτου περπατώντας στην προκυμαία της
Πρέβεζας .
«Υπάρχω.» , λες, και ύστερα δεν υπάρχεις.»
Το λεωφορείο
για Λευκάδα έχει μόνο έναν επιβάτη και αυτόν σε κακή κατάσταση.
Ο Οδηγός θέλει
κουβέντα .
Απαντώ μονολεκτικά.
Νομίζει ότι είμαι
κάποιος περίεργος ταξιδιώτης κάποιας μακρινής
χώρας που του αρέσουν τα μοναχικά χειμωνιάτικα ταξίδια.
Δεν πέφτει και
πολύ έξω.
«Ξενοδοχείον
Λευκάς».
Δωμάτιο 312 με
ανατολικό μπαλκόνι , καφετιέρα στην
πρίζα και απαλή μουσική.
Ο νυχτερινός φωτισμένος
δρόμος απέναντι στην θάλασσα σαν να περνάει πάνω από το χάος.
Λιγοστεύουν τα
αυτοκίνητα.
Λιγοστεύουν
οι παρέες του πάρκου.
Λιγοστεύουν
τα θαλασσοπούλια.
Λιγοστεύουν,
λένε, και οι μέρες του χειμώνα.
Μια βάρκα έρχεται
να δέσει μέσα στα σκοτάδια. Αναβοσβήνει το κόκκινο φωτάκι της στην πλώρη αγγέλλοντας το τέλος μιας ακόμα κουραστικής
ημέρας.
Ξυπνάω κάθιδρος
στις τρείς.
Τυλίγομαι και
βγαίνω στο μπαλκόνι να ανασάνω.
Δεν μπορώ να
θυμηθώ τι έβλεπα στον ύπνο μου.
Ο δρόμος απέναντι
άδειος σαν φωτισμένη σμέρνα πάνω στην
σκοτεινή θάλασσα.
Καπνίζω ένα
τσιγάρο και πέφτω ξανά για ύπνο με την ελπίδα ότι , δεν μπορεί, κάποτε θα
ξημερώσει.
Με ξυπνάει η
πρώτη αχτίδα του ήλιου.
Ξέχασα να κλείσω
τις κουρτίνες αποβραδίς.
Καλύτερα έτσι.
Έχω ραντεβού
με την Ευανθία στις δέκα.
Ταξίδευε όλη
νύχτα από το Μιλάνο.
Οι γλυκές Κεφαλλονίτισσες πήγαν στην «Σκάλα» για τον «Trovatore».
Την Παρασκευή
ήταν η τελευταία παράσταση.
Τραγουδάμε πρωί
πρωί … «Chi
del
gitano i giorni abbella» απέναντι από τον κόλπο του Αγίου Νικολάου και
ανοίγει η καρδιά μας.
Τα σφυριά πρέπει
να χτυπάνε κόντρα πούντο στα
τέσσερα τέταρτα. Ένα λα επάνω, μια παύση τετάρτου και ένα μπάσο λα με δεύτερη παύση τετάρτου.
Αργότερα πέρασε η επανάσταση και ο δυνάστης χρόνος έγινε ξανά πιεστικός.
Ποιος έδινε σημασία
σε τέτοια πράματα.
Που να βρεις δύο
σφυριά και αμόνι που να βγάζουν ένα ψηλό
και ένα χαμηλό λα.
Η παράσταση
έπρεπε να βγει γρήγορα.
Ποιος θα
καταλάβαινε την διαφορά και ποιος έδινε σημασία σε τέτοιες λεπτομέρειες.
Ευτυχώς δεν ζει
πλέον ο συνθέτης.
Αυτός που ανέβασε
στο σανίδι τις ερωτευμένες πόρνες ,
τους εξεγερμένους σκλάβους, τους αισιόδοξους
μπαρμπέρηδες , τους ανέμελους
τσιγγάνους, και τους ψαράδες των ασήμαντων μικρών λιμανιών.
Καλύτερα έτσι.
Αν ζούσε σήμερα
θα τον ακούγαμε στο θεωρείο να
αναφωνεί: «Che delusione!» .
Απέναντι η ανοιχτή θάλασσα.
Στο βάθος το πλοίο
της γραμμής .
«Ίσως έρχεται ο
κύριος Νομάρχης.»
Στο λεωφορείο της
επιστροφής είμαι ξανά μόνος με τον οδηγό.
Θυμάμαι μια
χειμερινή διαδρομή με το τρένο για το
Ότραντο.
Ένα μόνο άδειο βαγόνι γεμάτο γκράφιτι.
«Otranto! Stazione Terminale» μονολογεί ο οδηγός στο μικρόφωνο.
Απέναντι οι Αντίπαξοι .
Πόσες ανίερες πατούσες και πόσα αγχωμένα βήματα στην κατάλευκη γυάλινη άμμο.
Πόσα «έρημα
κορμιά του χρόνου παιχνιδάκια» με γυαλιά ηλίου, αλειμμένα με αντηλιακά,
ξαπλωμένα μπρούμυτα και ανοήτως σε αυτό
το πανέμορφο δημιούργημα.
Πιο πέρα ο
Γάης ετοιμάζεται για ύπνο, ο οδηγός με τα καψουροτράγουδα στο στικάκι , το τηλέφωνο σε ανοιχτή ακρόαση να ψάχνει για
γυαλιστικό αυτοκινήτων και «η νύχτα εναλλάσσεται με νύχτα».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου