Με την Λουτσίντα γνωριστήκαμε σε μια στιγμή ιδιαίτερα κρίσιμη και δραματική για αυτήν.
Πριν είκοσι τρία χρόνια ήρθε σέρνοντας ‘έξω από εργαστήριο μου.
Την είχε πατήσει κάποιο τροχοφόρο στην μέση.
Από την μέση και πίσω ήταν σε απελπιστική κατάσταση.
Σερνόταν με τα μπροστινά της πόδια και νιαούριζε σπαρακτικά.
Ο κτηνίατρος απεφάνθη
ότι «μάλλον δεν την βγάζει».
-«Βάλε της νερό και γάλα και αν ενεργηθεί σε κάνα δύο μέρες
μπορεί να την γλυτώσει.»
Σε δύο βδομάδες η Λουτσίντα έβγαινε από την αποθήκη ,
πιανόταν από το παντελόνι μου και σκαρφάλωνε μέχρι τον ώμο μου όπου και καθόταν
μέχρι να την κατεβάσω.
Μόλις ξεθάρρεψε ανέβαινε στο κεφάλι μου.
Είχε βάλει σκοπό να ανέβει όσο ψηλότερα γινόταν.
Δεν με ενδιέφερε να
ασχοληθώ με την ματαιοδοξία της και
αγόρασα σκούφο για να μην μου γδέρνει το κεφάλι.
Την βάφτισα «Λουτσίντα» όχι τυχαία.
Τα χρόνια τα παλιά έκανε δρομολόγια στο Ιόνιο πέλαγος
ένα πλοίο που το έλεγαν «Λουτσίντα».
Οι παλαιοί Κερκυραίοι όταν έβλεπαν κάποια γυναίκα να
«κουνιέται» στο δρόμο προκλητικά έλεγαν : «Αυτή κουνιέται σαν την Λουτσίντα».
Πολύ αργότερα εμφανίστηκε στην πόλη μας μια συμπαθέστατη , περίεργη και μοναχική γυναίκα.
Βαφόταν πολύ έντονα , φορούσε πολύχρωμα ρούχα και περπατούσε κουτσαίνοντας εξαιτίας ενός
προβλήματος του ποδιού της.
Την ονόμασαν «Λουτσίντα» και έτσι την ήξεραν όλοι.
Η γατούλα μου ταίριαζε απολύτως σε όλα αυτά.
Δεν κούτσαινε πλέον,
μεν, αλλά είχε ένα πολύχρωμο
τρίχωμα .
Ακριβώς όπως η Λουτσίντα,
έτσι η δική μου Λουτσίντα έγινε γνωστή και αγαπητή παντού.
Νεαρή ακόμα «εγκαστρώθηκε με κάποιο μούλο της περιοχής ψυχιατρείου» καθώς μου αποκάλυψε η Λισάβω.
Ακόμα και εκεί ήταν ξεχωριστή.
Είχε στην κοιλιά την μόνο ένα γατί , πράγμα εξαιρετικά σπάνιο για γάτες.
Δεν έφτανε αυτό, το
γατί πέθανε στην κοιλιά της και υπήρχε κίνδυνος να πάθει σηψαιμία.
Η κλινική μικρών ζώων ήθελε εκατό ευρώ.
Δεν είχα εκείνη την στιγμή και έκανα έρανο στην γειτονιά.
Έβαλαν όλοι από πέντε ευρώ και συγκεντρώθηκε το ποσόν.
Καισαρική τομή και στείρωση.
Η Λουτσίντα το πρωί ήταν μαζί μου στο εργαστήριο και το
μεσημέρι που πήγαινα σπίτι και
ξάπλωνα στον καναπέ κοιμόταν επάνω μου.
Έτσι περνούσαν τα χρόνια.
Δεν γύρναγα πλευρό για να μην την ξυπνήσω.
Θυμάμαι κάποια φορά την ξαναπάτησε κάποιος στο ένα πόδι αλλά δεν ήταν πολύ σοβαρό και
συνήρθε σχετικά γρήγορα.
Η Λουτσίντα λόγω της συμβίωσης της με το προλεταριάτο απέκτησε μια πολύπλευρη μόρφωση.
Λίγο με τις
φιλοσοφικές συζητήσεις που άκουγε
, λίγο που συνήθιζε να κοιμάται πάνω σε
μαρξιστικά βιβλία που είχα σε μια
πρόχειρη βιβλιοθήκη στην αποθήκη, ήρθε
σε επαφή με ανατρεπτικές ιδέες.
Ήταν τότε που μου έφερνε κάθε τόσο ποντίκια.
Είχε επηρεαστεί από την «Σκέψη του Μάο» όπου σε κάποιο
απόφθεγμα του είπε : «Δεν μας ενδιαφέρει τι χρώμα έχει η γάτα, αρκεί να πιάνει
ποντίκια.»
Μου είχε κουβαληθεί και παλιότερα ένα σκυλάκι που το ονόμασα
«Φλού».
Έζησε δεκαεπτά χρόνια και πέθανε επάνω στον πάγκο μου.
Τον βρήκα ένα χειμωνιάτικο πρωινό.
Τον έθαψα δίπλα, στο
παρκινγκ του ψυχιατρείου.
Ήταν στην συμμορία της «Λούλας της κουτσής» και ήταν
κολλητός με τον «Τζίνο του ψυχιατρείου».
Δεν ήταν όμως το ίδιο.
Ο Φλού με κοίταζε σαν να έλεγε: «Με ταΐζει …είναι ο Θεός!».
Η Λουτσίντα με κοίταζε σαν να έλεγε: « Με ταΐζει… είμαι
Θεά».
Ο Φλου σε κοίταγε με ένα βλέμμα γεμάτο ευγνωμοσύνη και αφοσίωση.
Η Λουτσίντα με κοίταζε με ένα βλέμμα άλλοτε χαδιάρικο, άλλοτε θυμωμένο και άλλοτε τόσο διαπεραστικό
που ανατρίχιαζα.
Τον μεσαίωνα του χριστιανισμού ο Πάπας έβγαλε το πόρισμα ότι
οι γάτες είναι όργανα του σατανά και διέταξε την εξόντωση τους.
Εν συνεχεία αυξήθηκε ο πληθυσμός των ποντικών και σε
συνδυασμό με την βρώμα και την έλλειψη απορρυπαντικών, εξαπλώθηκε η πανώλη και
εξόντωσε τον μισό πληθυσμό της Ευρώπης.
Μαζί εξοντώθηκε από την πανώλη και ο μισός πληθυσμός της Κέρκυρας.
Η πανώλη υποχώρησε κάποια στιγμή παντού αλλά στην Κέρκυρα τα
λαμόγια της αριστοκρατίας διέδωσαν ότι έκανε το θαύμα του ο Άγιος Σπυρίδωνας .
Έτσι , που λέτε, πλούτισαν ακόμα περισσότερο μερικές
οικογένειες εις βάρος των πιστών.
Δε βαριέσε!
Όταν βγήκα στην σύνταξη έκανα τελετή λήξης.
Έβαλα ένα τραπεζάκι στο πεζοδρόμιο, δυο μπουκάλια κονιάκ , μερικά σοκολατάκια,
ξηρούς καρπούς και τα λοιπά.
Στην κορύφωση της τελετής λήξης έριξα το κλειδί του
εργαστηρίου στο καναλέτο υπό τα ενθουσιώδη χειροκροτήματα των γειτόνων.
Εν συνεχεία πήρα παραμάσχαλα την Λουτσίντα και πήγα σπίτι
μου.
Η Λουτσίντα έμεινε στο σπίτι μία μέρα.
Την επομένη έφυγε και γύρισε στο εργαστήριο.
Μπήκε μέσα από ένα σπασμένο τζάμι και θρονιάστηκε σε μια
λουδοβίκεια πολυθρόνα που είχε ξεμείνει του Μιχάλη του ταπετσιέρη.
Έκτοτε επί πέντε χρόνια , κάθε μέρα , της πήγαινα δύο φορές
την ημέρα το φαί της.
Η Λουτσίντα έζησε είκοσι τρία χρόνια.
Έκανα τον υπολογισμό ως εξής.
Ο Σπύρος , ο μπάτσος της γειτονιάς, πέθανε πριν δεκαέξι χρόνια (σύμφωνα με την
χήρα).
Συν πέντε χρόνια που ήταν κατάκοιτος.
Συν δύο χρόνια που τον θυμάμαι να παίζει με την
Λουτσίντα στην αυλή του, μας κάνουν είκοσι τρία.
Η γηραιότερη γάτα της Κέρκυρας, κατά την διεύθυνση προστασίας ζώων . Αν ζούσε και ένα
χρόνο ακόμα θα ήταν μάλλον η γηραιότερη γάτα της Ελλάδας.
Λίγες μέρες πριν την πρωτοχρονιά του 2025 κατέπεσε.
Σταμάτησε σχεδόν να τρώει.
Έπεσε από το τοιχίο και χτύπησε το πόδι της.
Δεν έβλεπε σχεδόν καθόλου.
Συμφωνήσαμε με τον γιατρό ότι δεν είχε νόημα να υποφέρει για
μερικές μέρες ακόμα.
Έτσι που λέτε.
Γράφω σήμερα λίγα λόγια για την Λουτσίντα όχι γιατί είμαι κανένας από τους συνήθεις «φιλόζωους» των μικροαστικών σαλονιών.
Γράφω διότι εξαιτίας
της Λουτσίντα κατάλαβα ότι η
ύπαρξη μας είναι απολύτως συνδεδεμένη με όλα ανεξαιρέτως τα ζωντανά του
πλανήτη.
Θα δημοσίευα μια νουβέλα μια νουβέλα με τίτλο «Καφέ Μιμόζα»
αλλά η απώλεια της Λουτσίντα με ανάγκασε να γράψω κάτι σαν επικήδειο και να δημοσιεύσω , κατ εξαίρεση, μια φωτογραφία της από τότε που μου είχε αποκαλύψει τα πρώτα υπαρξιακά της ερωτήματα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου