Έκανα συνήθως την νυχτερινή βάρδια στον
νοσοκομείο.
Καθόμουν ανάμεσα στα κρεβάτια με τα πόδια απλωμένα σε
μια καρέκλα.
Με το αριστερό χέρι κρατούσα το
χέρι της Λίτσας και στο δεξί το
βραβευμένο μυθιστόρημα του Ίβο Άντριτς «Το Γεφύρι του Δρίνου».
Φαίνεται ότι όσο παρέλυε το σώμα
της τόσο όλη η εναπομείνασα δύναμη
μεταφερόταν στο αριστερό της χέρι.
Το χέρι μου μούδιαζε από την
πίεση.
Κάποια στιγμή της έδωσα ένα
μασούρι γάζες για να ελευθερώσω το χέρι μου.
Το κατάλαβε και τις άφησε.
Της ξανάδωσα το χέρι μου.
Θυμάμαι ένα ταξίδι μας με το αυτοκίνητο .
Περνάγαμε από την Κατάρα πηγαίνοντας προς τα Τρίκαλα.
Σε κάθε στροφή του δρόμου μου
έλεγε για τις διασταυρώσεις προς χωριά που εμείς τα γνωρίζαμε μόνον ως
ταμπέλες.
Ένα βράδυ του ΄47 πέρασαν το ποτάμι.
Χιόνιζε και το νερό ήταν παγωμένο.
Έδεσαν ένα σχοινί στις δύο όχθες και περνούσαν κρατώντας το.
Στην μέση του ποταμιού βάρυνε η χλαίνη , πάγωσε το σώμα της και έκανε
να αφεθεί. Κάποιος από πίσω φώναξε: «Πιάστε το μικρό».
Την έπιασε από τον γιακά κάποιος την ώρα που την έπαιρνε το ποτάμι.
Χορεύανε σε ένα πλάτωμα έξω από το Μέτσοβο ως το πρωί για να μην
παγώσουν.
Κάποια φορά της ρίχτηκε ένας λοχαγός του πυροβολικού.
Έβγαλε το πιστόλι από τη μέση και του το κόλλησε στο κούτελο.
Δεν ήθελε σχέσεις αν δεν τελείωνε ο πόλεμος.
Η Λίτσα πέρασε την Πίνδο με ένα
πολυβόλο Μπράουνινγκ στην πλάτη…. Χειμώνα και περπατώντας τις νύχτες.
Παντρεύτηκε τον Πέτρο στην Τασκένδη.
Όταν γύρισαν αυτή έπιασε
δουλειά σε ένα υφαντήριο και ο Πέτρος δούλευε
«μαστορούλι» στην οικοδομή.
Κάποια φορά γινόταν ο γάμος ενός από τα ανίψια της. Την κάλεσαν στον γάμο που θα
γινόταν στην Καρδίτσα αλλά της είπαν ότι δεν είχε θέση στο αυτοκίνητο για τον
Πέτρο.
-«Χωρίς τον Πέτρο δεν πάω πουθενά» τους είπε.
Δεν μίλαγε πολύ ούτε το συζήταγε πολύ.
Κάποτε που ήρθε στην Κέρκυρα πήγαμε για έναν καφέ στην πλατεία.
Ψάχναμε για τραπέζι και πέσαμε πάνω σε μια παρέα συνομηλίκους της
«συνταξιούχους της αντίστασης».
Ξέρετε… αυτούς τους αντιστασιακούς των κομμάτων που παρελαύνουν καμαρωτοί.
Καθίσαμε μαζί τους.
Συστηθήκαμε.
-«Σε ποιος τάγμα πολέμησες συναγωνιστή;» ρώτησε τον διπλανό της η
Λίτσα.
-«Εεεε! Πάω να πάρω τσιγάρα και έρχομαι.» απάντησε.
-«‘Εσύ συναγωνιστή που ήσουν;»
-«Στο εφεδρικό του ΕΛΑΣ…. Πάω στην τουαλέτα και έρχομαι».
-«Εσύ συναγωνιστή;».
-«Συγνώμη δεν ακούω καλά…. μου πέσανε οι μπαταρίες από το ακουστικό…
πάω μέχρι το σπίτι να βάλω μπαταρίες και έρχομαι».
Μείναμε μόνοι … εγώ η Λίτσα και πεντέξι καπουτσίνοι.
Κοιταχτήκαμε και χαμογελάσαμε.
Ξημέρωνε Πάσχα και δεν αισθανόμουν το αριστερό μου χέρι μου πλέον.
Κόντευα νε τελειώσω το «γεφύρι του Δρίνου».
Η δύναμη του χεριού της Λίτσας ολοένα και δυνάμωνε.
Δεν άνοιγε τα μάτια της καθόλου.
Οι ασθενείς του θαλάμου και οι
συγγενείς απορούσαν που έβλεπαν κάποιον να προσέχει την πεθερά του.
Δεν συνηθίζεται.
Θα ανέβαζα μια καλύτερη φωτογραφία της Λίτσας αλλά δεν πάει πουθενά χωρίς τον Πέτρο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου