Τετάρτη 1 Μαΐου 2013

Φρέσκα κρεμμύδια



 Σήκωσα το τηλέφωνο .

Μια βαριά , βραχνή ανδρική φωνή  στην  άκρη της γραμμής.

-«Παρακαλώ κύριε..τι θέλετε» ερωτώ.
-« …Κυρία..παρακαλώ!» μου απαντάει κοφτά  η βραχνή φωνή.
-«Συγνώμη» απαντώ απολογητικά ,κρατώντας το γέλιο μου.

Έτσι βρέθηκα στο σπίτι μιας πλούσιας  μοναχικής και υπέργηρης κυρίας.

Ήθελε , λέει, να βρω  και να κατασκευάσω μια «πατέντα» ώστε να μην μπορούν τα περιστέρια να κάθονται επάνω στα κλιματιστικά μηχανήματα.
Μετά έπρεπε να  κατασκευάσω αμπάρες για τις πόρτες . Οι κλειδαριές ασφαλείας δεν επαρκούσαν.
Αργότερα μου ανέθεσε να σηκώσω πιο ψηλά τα κάγκελα γιατί  φοβόταν μην ζαλιστεί και πέσει .
Ύστερα με έβαλε να βάλω  στα μπαλκόνια σιδερένιο πλέγμα διότι τα χελιδόνια  έχτιζαν φωλιές.

Είχε εγκαταστήσει μια υπηρέτρια με την κόρη της στο διπλανό δυάρι . 
Τους το παραχώρησε με την προϋπόθεση ότι θα την εξυπηρετούσαν μέχρι να πεθάνει.

Είχε, παλιά στην Αθήνα με τον άνδρα της ,  ένα εργοστάσιο ρούχων την  χρυσή εποχή των «Ετοίμων ενδυμάτων».

Ήταν σκληρή εργοδότης και λένε ότι αυτή οδήγησε στον θάνατο μια ηλικιωμένη  εργάτρια που αυτοκτόνησε  λίγο καιρό μετά την απόλυση της .

Επισήμως ο θάνατος της εργάτριας απεδόθη  σε παθολογικά αίτια.

Την ίδια εποχή αγόρασε και ανακαίνισε ένα ξενοδοχείο στην Κέρκυρα .

Ο άνδρας της πέθανε από κύρωση του ήπατος .

Στα τελευταία του ήταν μονίμως μεθυσμένος.

Επισήμως ο θάνατος του απεδόθη σε παθολογικά αίτια.

Τα τελευταία χρόνια δεν πήγαινε καλά και το ξενοδοχείο.

Το νοίκιασε σε κάποιους ξένους.

Κλείστηκε στο μεγάλο διαμέρισμα με τα τεράστια μπαλκόνια απέναντι από την θάλασσα και δεν μίλαγε σε κανέναν. 

Μην έχοντας με ποιόν να τα βάλει  ξεκίνησε μια δικαστική διαμάχη με έναν γέροντα που έμενε στην πίσω αυλή που είχε δύο τρεις κυψέλες με μελίσσια.

Οι δικηγόροι της ανακάλυψαν κάποια παράγραφο κάποιου νόμου που απαγόρευε τις κυψέλες σε  κάποια απόσταση από σπίτια.

Το δικαστήριο ανάγκασε το γέροντα να αποχωριστεί τα μελίσσια.

Μετά από ένα μήνα πέθανε ο γέροντας.

Επισήμως ο θάνατός του απεδόθη  σε παθολογικά αίτια.

Τις προάλλες   είδα σε ένα μπαράκι την  κόρη της υπηρέτριας.

Μου είπε ότι η «κωλόγρια»  πέθανε πριν από καιρό και ησυχάσανε.
Την «ξεσκατίζανε» δύο μήνες στο νοσοκομείο για να μπορέσουν να κρατήσουν το δυάρι.

Επισήμως ο θάνατος της απεδόθη σε παθολογικά αίτια.

Η μάνα της  άνοιξε ένα μικρό μανάβικο στη γειτονιά.

Μου μιλούσε και κουνιόταν .

Στα ηχεία Green onions .

 «Πάει με το μανάβικο» της λέω .

«Θα το βάζω  στο μαγαζί και θα χορεύω πάνω στον πάγκο να μαζεύουμε πελάτες» μου απάντησε γελώντας.

Έτσι, αγαπητέ,  φτάσαμε  ως εδώ, αφουγκραζόμενοι μέσα σε ερειπιώνες, παρατηρώντας σε σκοτεινά ξωκλήσια αγιογραφίες  που τους άξιζαν  οι λαμπρότερες εκκλησιές  και ανάβοντας κεριά  σε αγίους που ουδέποτε πίστεψαν ότι είναι ικανοί για θαύματα. 

2 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Δυστυχώς ετσι,αγαπητέ,φτάσαμε ως εδώ....
Καλή Ανάσταση και...να γράφεις..
Libero

Il Trovatore είπε...

Επίσης αγαπητέ