Πέμπτη 20 Φεβρουαρίου 2014

Για ένα καλύτερο παρελθόν


 Το περασμένο καλοκαίρι,  ένα μεσημέρι,  καθώς γύριζα  στην πόλη σταμάτησα σε ένα εστιατόριο  κάπου τσι Σινιές  για φαγητό.

Είχε ένα μικρό μπαλκονάκι στο πίσω μέρος . Απέναντί μου η θάλασσα και οι κοντινές ακτές  της νότιας Αλβανίας.

Τώρα που το σκέφτομαι αυτό το «νότιας Αλβανίας» ήταν η αφορμή για να τσακωθώ με έναν  ηλίθιο φανατικό που μου είχε κάνει την παρατήρηση (σε αυστηρό τόνο μάλιστα)  διότι  κακώς χρησιμοποιώ τον όρο αυτό . Κανονικά θα έπρεπε να λέω (σύμφωνα με την επιταγή του ηλιθίου)  «Βόρειος  Ήπειρος».

Του είπα «άντε γαμίσου ρε σκατοφασίστα» και απειλήθηκε σύρραξη.

Μας χώρισαν  ψυχραιμότεροι.

Επανέρχομαι στο μαγικό  μπαλκονάκι  του καλοκαιρινού εστιατορίου .

Ο Σερβιτόρος μου φέρνει  μια μερίδα γεμιστά , μια ντοματοσαλάτα  και μισό  κιλό κρασί  με τα μούτρα μέχρι το πάτωμα.

Σκέφτομαι ότι δεν έχει όρεξη .

Δεν μιλάω.

Γύρευε τι μπορεί να του συμβαίνει του ανθρώπου.

Αφήνει τα πιάτα και μονολογεί.
-«Μας καταστρέψανε οι πούστηδες»
-«Ποιοι;» ερωτώ αφελώς.
-«Αυτοί εδώ απέναντι»  μου λέει και μου δείχνει  τις απέναντι ακτές.
-«Οι Αλβανοί;» ερωτώ αδιάφορα.
-«Μωρέ ποιοι Αλβανοί!  Οι δικοί μας , α θέλει ο Θέος. Καταντήσανε την Κέρκυρα  ερείπιο…. είμαστε οι πρώτοι και γίναμε οι τελευταίοι… Να στείλουνε ένα καράβι οι Άγγλοι να ρίξει δυό κανονιές  να τελειώνουμε.»

«Φορτώνει»  και δεν ρίχνω λάδι στην φωτιά.

Έχουν αρχίσει να πληθαίνουν εκείνοι που θάθελαν έναν πιο πλούσιο προστάτη.

Τα παλιά χρόνια -έχω ακούσει - ψήφιζαν  το πιο πλούσιο για δήμαρχο.

Αν ήταν προβατίνες θα ήθελαν έναν  αυστηρό τσοπάνο με στριφτά μουστάκια και πολλά τσοπανόσκυλα.

Σκέφτομαι ότι μάλλον αδικώ τις προβατίνες.

Πεινάω .

Αν του φέρω αντίρρηση  δεν θα με αφήσει να φάω.

Τον βλέπω να απομακρύνεται και σκέφτομαι ότι τα παλιά χρόνια,  του τουρισμού και της εύκολης ζωής ,  μάλλον θα ήταν  ηγετικό στέλεχος στο μεγαλειώδες και ιστορικό κίνημα των  Γκρίκ Λάβερς.

Εκείνη την εποχή,  της εποποιία της κλοπής των ξένων τουριστών,
αν έμπαινα στο μαγαζί και παράγγελνα θα έκανε ότι μπορούσε για να με διώξει.

Έκτοτε  κύλισε πολύ νερό κάτω από τα γιοφύρια της «ανάπτυξης»  και οι ανέμελοι  και  καυλωμένοι σερβιτόροι  έγιναν  «αγανακτισμένοι πολίτες» .

Και όσο οι αγαναχτισμένοι δεν μπορούν να ονειρευτούν ένα  (ανύπαρκτο)  μέλλον καταφεύγουν ρακένδυτοι στα ερείπια ενός  καλύτερου (και υπαρκτού) παρελθόντος.

Έτσι  βρέθηκα στον παράδεισο της  μαλακίας.

Κάθομαι στο παγκάκι και  αμέτρητοι  τρόφιμοι του παραδείσου μαλακίζονται δημοσίως  στα διπλανά παγκάκια.

Ο Θεός  στέλνει τα χερουβίμ προκειμένου να επαναφέρουν την τάξη .

Ματαίως.

Τώρα θα ακούσω  όλες τις μαλακίες του ανθρώπινου γένους μαζεμένες .

Αν δυσανασχετήσω θα με πουν  οι δικοί μου «σεχταριστή».


Κάνω υπομονή.

Πέμπτη 13 Φεβρουαρίου 2014

Ο Άσωτος


Ο Βαγγέλης ψήφιζε πάντα κουκουέ.

Δεν ήταν ποτέ οργανωμένος σε «κόβα» αλλά μην του πεις τίποτα για το κόμμα…. σε σφάζει.

Μια φορά στην ζωή του μόνον «παρεξέκλινε» από την γραμμή του κόμματος .

Ήταν το βράδυ της μοιραίας Κυριακής του 1981   που βγήκε με ένα φίλο του νυχτιάτικα να πανηγυρίσουν την νίκη του Πασόκ .

Τράκαρε την Άλφα Ρομέο , το καμάρι του, σε μια κολόνα, στα τρία Γεφύρια, και γυρίσανε στα σπίτια τους καταματωμένοι από την ταξική πάλη.

Δεν θέλει να του το θυμίζεις.

Χτες μου μιλούσε συγκινημένος για έναν παλιό του φίλο.
Χρόνια ήταν στο Πασόκ αλλά τώρα… «σκέφτηκε ότι θα τρίζουν τα κόκκαλα του πατέρα του που έκανε και εξορία» και έτσι αποφάσισε να  γυρίσει στην βάση του στο κόμμα.

-«..και πόσω χρονώ είναι ο φίλος σου ρε βαγγέλη;»
-«Εβδομήντα οχτώ.» μου λέει.
-«..και τι θα τονε κάνετε στο κόμμα τώρα , ρε Βαγγέλη; Αυτός δεν θα μπορεί να πάρει τα πόδια του.
Ούτε αφίσες μπορεί να κολλάει, ούτε προκηρύξεις,  ούτε ψηφοδέλτια.
 Αυτός θα πέφτει για ύπνο από τις έξι με την βουλγάρα πάνω από το προσκεφάλι του.
Με τον καθετήρα θάρχεται στις διαδηλώσεις του ΠΑΜΕ ρε Βαγγέλη;
Αν τα καταφέρει να τερματίσει στις περιφερειακές εκλογές, να βρει την τρύπα και να ρίξει το ψηφοδέλτιο στη κάλπη, θα είναι θαύμα.»

Χαμογελάει ο Βαγγέλης. Δεν ήταν ποτέ «οργανωμένος» και , ως εκ τούτου,  μερικές φορές,  αντέχει τα αστεία.

-«Μετάνιωσε για τα σφάλματα του παρελθόντος …να μην τον δεχτούμε …. δεν είναι σωστό.»

-«Κάτσε ρε Βαγγέλη .. έκατσε τόσα χρόνια στο Πασόκ , έκανε την ζωή του τα χρόνια της εξουσίας και τώρα που δεν έμεινε τίποτα όρθιο γύρισε πίσω στο Κουκουέ να τονε ξεσκατίζετε;
..Σαν την Λούλα την Κουτσή που έκανε πιάτσα τσου Άγιους Πατέρες.. και αφού έφαγε δέκα τερτικά  πούτσους  μπήκε , στα γεράματα,  στην εκκλησιά και άρχήνησε  να σταυροκοπιέται μετά μανίας.»

Έτσι που λες αγαπητέ αναγνώστη γιόμισε ο κόσμος άσωτους.. και οι άσωτοι, ως γνωστόν, δεν έχουν κανένα πρόβλημα να ξαναγυρίσουν. Τι να φοβηθούν; Όλες οι εκκλησίες τους περιμένουν με διάπλατα ανοιχτές τις πόρτες.

Βλέπω υποψηφίους του σχοινιού και του παλουκιού να εμφανίζονται με ύφος  προφεσόρου,  με «όραμα»  και  όρεξη για «δουλειά».

Βλέπω διευθυντές οργανισμών στη σύνταξη να φοράνε τζίν στις διαδηλώσεις.

Ένας από δαύτους με χαιρετάει «θερμά» έξω από το εργατικό κέντρο να τονε δούνε όλοι.

Φοράει παντελόνι και μπουφάν τζίν …ασορτί.

-«Έφερες το νουβέλο;» του λέω.
-«Τι να το κάνω;» ρωτάει απορημένος.
-«Να δεις αν είναι ίσιο το εργατικό κέντρο;» του απαντάω.

Βλέπω υποψηφίους δημάρχους που επί τριάντα χρόνια κάνανε καριέρα να επιστρέφουν «στην βάση τους».

«Είναι η ώρα του αγώνα».

Την προηγούμενη Κυριακή το πρωί νάσου ένας φρέσκος και καμαρωτός  μου χτυπάει την πόρτα στο χωριό.

«Ο τόπος δεν αντέχει άλλο αυτή την κατάσταση!»

«Με ένα σωστό πρόγραμμα και  ένα «τιμ» ικανών συνεργατών-συντρόφων μπορεί να γίνουν πολλά».

Δεν απαντώ.

 -«Θα καθίσεις για φαγητό;»  ρωτάω ευγενικά.

-«Έχεις τίποτα καλό;» ρωτάει με συντροφική οικειότητα.

-«Κόκκορο παστιτσάδο» απαντώ

-«Ααα… Δεν ξέρεις …Το καλύτερο παστιτσάδο γίνεται από μούσκουλο μοσχαρίσιο.»


-«Ώπα ρε μεγάλε! … και το μόσχο τον σιτευτό;.. Στο τέλος θα μας ζητήσεις να σου στήσουμε και άγαλμα στη κοφινέττα με φυσεκλίκια χιαστί».

Τρίτη 11 Φεβρουαρίου 2014

Ο Θαυμαστός κόσμος των κατσαρίδων


Λένε αυτοί που ξέρουν ότι οι κατσαρίδες είναι  οι μόνες που θα επιβιώσουν μετά από έναν πυρηνικό πόλεμο.

Κάτι απροσδιόριστο έχουν που τις προστατεύει από τη ραδιενεργή ακτινοβολία.

Είναι δύσκολο, βέβαια, να φαντασθεί κανείς πως μπορεί να επιβιώσει μόνον ένα είδος πάνω στον πλανήτη.

Η αλήθεια, βέβαια, είναι ότι τα παλιά χρόνια έβλεπες πολλούς ανθρώπους να τριγυρνούν «ασκόπως» μέχρι αργά στους δρόμους και.. που και πού.. έβλεπες και καμιά κατσαρίδα σκαρφαλωμένη σε κανένα σκουπιδοτενεκέ.

Όσο περνούσαν τα χρόνια λιγόστευαν οι άνθρωποι στους δρόμους . 
Λίγοι περπατούσαν «ασκόπως» . 
Έλεγες : «Κλείστηκαν όλοι μέσα από τώρα;».

Ωστόσο οι κατσαρίδες αυξανόταν και τριγυρνούσαν μέρα νύχτα.

Είναι φορές (σαν και σήμερα , ας πούμε) που περνάνε από το μυαλό μου φοβερά πράματα.

Ο Κόσμος , λέει έχει καταστραφεί ολοσχερώς από έναν πυρηνικό πόλεμο και οι ελάχιστοι άνθρωποι που επέζησαν κατέφυγαν στα υπόγεια καταφύγια . Όλο το ζωικό βασίλειο εξαφανίσθηκε και στους δρόμους των άδειων πόλεων κυκλοφορούν  μόνον κατσαρίδες.

Μια ομάδα επιστημόνων (του υπογείου μου) μου αναθέτει την αποστολή να βγω στην επιφάνεια και να φέρω μια κατσαρίδα  προκειμένου να την εξετάσουν στα εργαστήρια για να μάθουν τον λόγο για τον οποίο είναι αδιαπέραστες από την ραδιενέργεια.

Κατηφορίζω την Πολυχρονίου Κωνσταντά προς το Σαρόκο.

Άδειοι δρόμοι , απόλυτη σιγή , παράθυρα που χάσκουν , μισάνοιχτες πόρτες , σκονισμένα αυτοκίνητα και παντού σμήνη κατσαρίδων που πηγαίνουν και έρχονται βιαστικές.

Αισθάνομαι σαν τον Μπρούς Γουίλις  στον «Στρατό των δώδεκα πιθήκων».

Εγώ , αδίστακτος δολοφόνος κατσαρίδων κάνω συνεχείς ελιγμούς μη τυχόν και πατήσω κατά λάθος καμιά και μου ριχτούνε όλες μαζί.

Στον Ανεμόμυλο κάθομαι στο συνηθισμένο τραπέζι .
Τριγύρω μου κατσαρίδες, στα τραπέζια,  στις καρέκλες, παντού.

Κοιτάω προς την θάλασσα .
Είναι το μόνο μέρος που δεν τις βλέπεις.

«Θα πάρετε κάτι;»

Ταράζομαι.  «Έχουν και οι κατσαρίδες σερβιτόρες;»

Είμαι έτοιμος να πω : «Παρακαλώ μια κατσαρίδα σε αποστειρωμένο βάζο.»

Κρατιέμαι… δεν ξέρω πως θα το πάρει.

Ανηφορίζω τον ΝΑΟΚ.

Κοντοστέκομαι στα μουράγια  για ένα τσιγάρο. 
Τα παταράτσα έχουν απόψε την καθιερωμένη συναυλία του Λεβάντε.

Στο πεντοφάναρο συναντάω τον «μάνατζερ» της προηγούμενης ιστορίας μας.

Είναι βιαστικός και το βλέμμα του, ως συνήθως, ανήσυχο.

Μου χαμογελάει από υποχρέωση.

Δεν τον έχω δει μια στιγμή να έχει ελεύθερο χρόνο. Να κάνει βόλτα με την κυρία στην πλατεία. Να πίνει αμέριμνος έναν καφέ.

Σπούδαζε τόσα χρόνια στην Αγγλία «οικονομικά και διοίκηση επιχειρήσεων» αλλά δεν μπόρεσε να προβλέψει την οικονομική κρίση.

Ακόμα και τώρα που τον συντρίβει δεν μπορεί να  καταλάβει από πού του ήρθε.

Διασχίζει ματαίως την Ευγενίου Βουλγάρεως προς την Ανουντσιάτα.

Τον βλέπω να απομακρύνεται και μελαγχολώ.

Τα δύο αδέλφια  του μικρού καφενείου παντρεύτηκαν και έφυγαν από την πόλη.

Η Γυναίκα του ενός είχε κληρονομήσει ένα παλιό λουτρουβιό λίγο έξω από το χωριό και σε μικρή απόσταση από την θάλασσα.

Έβαλαν προσωπική εργασία και με λίγα λεφτά το μετέτρεψαν σε έναν πολύ όμορφο κατοικήσιμο χώρο.

Δυο ευρύχωρα διαμερίσματα στις δύο άκρες και στην μέση έναν τεράστιο κοινό χώρο σαν καθιστικό και σαλόνι.


Βρισκόμαστε καμιά φορά τον χειμώνα .

Τρίτη 4 Φεβρουαρίου 2014

Ο Κατσαρίδας

Από μικρός είχα σοβαρό πρόβλημα με τις κατσαρίδες.
Δεν με ενοχλούσαν οι  αράχνες , τα φίδια η οι σκορπιοί.
Οι κατσαρίδες  με τρομοκρατούσαν και με αηδίαζαν ταυτοχρόνως.
Δεν μπορώ να το εξηγήσω με την  φτωχή μου λογική.
Τα έντομα αυτά δεν μου έχουν κάνει τίποτα και όμως ένα διάστημα  τα αντιμετώπιζα σαν να ήμουν στέλεχος  στην νεολαία του Χίτλερ.

Τώρα , νομίζω το έχω ξεπεράσει. Τουλάχιστον δεν είμαι πλέον  σήριαλ κίλερ κατσαριδών.

Έβρεχε ως συνήθως προχτές το βράδυ και με φέρανε τα πόδια μου έξω από ένα γνωστό καφέ της μικρής μας πόλης.

Ακουγόταν μέχρι έξω ένα συνεχές ντουπ-ντούπ  που νόμιζες ότι κάποιος έσκαβε στο μπετό.

Έριξα μια ματιά μέσα από τα θολωμένα τζάμια και θυμήθηκα την μικρή (και ασήμαντη) ιστορία  του.

Πριν από χρόνια  με βρήκε ένας φίλος και μου ανακοίνωσε σοβαρά ότι ετοιμάζεται να ανοίξει ένα καφέ.

Μου μιλούσε ώρα και με πάθος για το «όραμα» του.
Ποιοτική μουσική, διακόσμηση ανάλογη, ατμόσφαιρα φιλική, μικρές εκδηλώσεις που και πού , φτηνές τιμές και τα λοιπά.
Ήθελε να  κάνει ένα μικρό πολιτιστικό στέκι που να του δίνει και ένα μικρό μεροκάματο.
Θα επρόκειτο για ένα ζεστό χώρο στρατευμένο στην υπηρεσία του πολιτισμού.

Τα λεφτά θα τα έβαζε αυτός και ο αδελφός του μαζί με την γυναίκα του.

Η ιδέα  δεν ήταν τίποτα πρωτότυπο αλλά μου άρεσε, τον συμπαθούσα και ανέλαβα να κάνω τον διακοσμητή τον σχεδιαστή και τον μάστορα των κατασκευών με κέφι.

Το μαγαζί  άνοιξε επιτέλους και το κοινό ανταποκρίθηκε δεόντως.

Οι πελάτες ήταν καλλιτέχνες και άνθρωποι των γραμμάτων, φοιτητές  και λίγοι μαθητές .

Που και που γελιόταν και έμπαινε και κανένας άσχετος και κοίταζε παραξενεμένος τριγύρω.

Παρόλο που οι τιμές του ήταν χαμηλές , τόβγαζε το ψωμάκι του το μαγαζί . Δύσκολα έβρισκες τραπέζι και γρήγορα έγινε τόπος συνάντησης  ψαγμένων παρεών.

Εκεί που όλα φαινόταν να πηγαίνουν καλά  νάσου η κυρία  και ολοένα και συχνότερα έπαιρνε ένα ύφος «σαν κάτι να μην μου αρέσει ».

Η Κατάσταση της  χειροτέρευε μέρα με τη μέρα και είπαμε να  το συζητήσουμε κατ ιδίαν με τον φίλο μας.
Το μυαλό μας πήγαινε στην σεξουαλική ζωή του ζεύγους.
Είναι  γνωστό ότι όταν δεν υπάρχει ικανοποιητική σεξουαλική ζωή σου φταίνε όλα.

Μας διαβεβαίωσε ότι δεν επρόκειτο περί αυτού παρόλο που δεν έπαιρνε και όρκο.

Μετά από λίγο καιρό λύθηκε το μυστήριο.

Η Κυρία μας κουβάλησε έναν ειδικό μάνατζερ που θα μπορούσε να κάνει το μαγαζί να πετάει.

«Τέρμα οι αναχρονισμοί που κρατούν το μαγαζί καθηλωμένο στα ίδια και στα ίδια.»
«Αν δεν βγει η επιχείρηση από την στασιμότητα θα έρθει μοιραία το τέλος.»

Γνωρίσαμε τον «μάνατζερ»  μια Κυριακή πρωί.

Φρεσκοξυρισμένος , κατακάθαρος, λεπτά χέρια ελαφρώς τριχωτά , χρυσή βέρα, σακάκι με μπλουζίτσα από μέσα και ύφος συγκρατημένο.

Χαμογελούσε τυπικά και συμφωνούσε σε όλα.

Μόλις είχε έρθει από την Αγγλία όπου εσπούδασε «οικονομικά και διοίκηση επιχειρήσεων».

Έπιασε δουλειά αμέσως και σε άμεση συνεργασία με την κυρία  μετέτρεψε το μαγαζί σε αυτό που είναι σήμερα.

Μουσική -κομπρεσσέρ λόου μπάπ , ατμόσφαιρα υπηρεσιακή, καμαρωτές τριαντάρες, μισοκαραφλοί  τριαντάρηδες  με το ποτήρι στο χέρι και το μάτι άγριο για  γκόμενα και  λίγοι μεσόκοποι  δικηγόροι με τρίχες στα αυτιά  που νομίζουν ότι είναι ακόμα φοιτητές  της νομικής.

Σε λίγο καιρό  ο φίλος μου πούλησε το μερδικό του και αποχώρησε.

Δεν πέρασε ένας χρόνος και η κυρία χώρισε τον αδελφό του.

Της έμεινε το μαγαζί  και ο «μάνατζερ».

Πριν προλάβουμε να ξεχειμωνιάσουμε η «σχέση» της κυρίας με τον «μάνατζερ» επισημοποιήθηκε.

Δεν ξέρω γιατί αλλά όταν δεν βλέπω μπροστά μου κατσαρίδες, όταν απλώς σκέφτομαι το  εγκληματικό μου  παρελθόν,  νοιώθω μια συμπάθεια για τα  έντομα αυτά.

Ίσως είναι που γερνάω.

Ίσως πάλι, σκέφτομαι ότι δεν μας άξιζε  μια τέτοια τύχη.

Ούτε στις κατσαρίδες ούτε σε εμάς.

http://www.youtube.com/watch?v=UOauYxtEORA&list=UUEndHtwq5V1bsGC48O52jmA&feature=c4-overview

Πέμπτη 30 Ιανουαρίου 2014

«Ερνάνης»


Γνώρισα τον Μάστρο Σπύρο  πριν από τριάντα σχεδόν χρόνια.
Είχε ένα σιδηρουργείο στην Κέρκυρα και μια βιοτεχνία συρματοπλεγμάτων λίγο έξω από την πόλη.

Οι δουλειές πηγαίνανε καλά και η επιχείρηση είχε καμιά δεκαριά υπαλλήλους  εκτός από τους τρείς γιούς του.

Ένα μικρό διάστημα δούλεψα και εγώ εκεί.

Ο Μαστρο Σπύρος ήταν από το Πέραμα . Συνέχισε την δουλειά του πατέρα του που ήταν ένας από τους παλαιότερους σιδηρουργούς της  Κέρκυρας . Τον βοήθησε και η τύχη . Η εποχή του ήταν γεμάτη δουλειές και έτσι κατάφερε να κάνει μια μικρή περιουσία.

Παρόλα αυτά είχε μια ηθική συγκρότηση και ένα σύστημα αξιών που δεν το είχα συναντήσει  στον κόσμο των  μεγάλων εργοστασίων της Αθήνας που είχα δουλέψει τα προηγούμενα χρόνια.

Μια φορά πηγαίναμε κατά την Λευκίμμη για να τοποθετήσουμε ένα μεγάλο στέγαστρο.

Ο Μαστρο Σπύρος και τρείς τεχνίτες με τους βοηθούς . Σύνολο εφτά άτομα.

Στο δρόμο, κάπου κοντά   στο γεφύρι του Αϊ Μαθιά, γίνεται μπροστά στα μάτια μας ένα τροχαίο δυστύχημα. Ένας τύπος πάει να προσπεράσει ένα μηχανάκι με δυο τουρίστριες ,  τους κλείνει το δρόμο και τις ρίχνει.

Οι  κοπέλες βρέθηκαν ξαφνικά μέσα στα αίματα στην άκρη του δρόμου.

Ο Μαστρο Σπύρος μας έβαλε να κατεβάσουμε όλα τα πράγματα από το φορτηγό, βάλαμε επάνω τις κοπέλες και τις  έστειλε στο νοσοκομείο.

Έμεινα μαζί του να φυλάμε τα εργαλεία και τα υλικά στην άκρη του δρόμου μέχρι το μεσημέρι.

Χάσαμε την μέρα μας και το επόμενο Σαββάτο μας πλήρωσε κανονικά το μεροκάματο.

Ήταν ένας τυπικός Κερκυραίος αστός. Διατηρούσε τις αρχές των παλαιών μαστόρων μιας άλλης εποχής που η αστική τάξη είχε ακόμα πληβειακό χαραχτήρα. 
Δεν είμαι σίγουρος αν καταλάβαινε τις αλλαγές που έγιναν από τότε στον κόσμο.

Τον συναντούσα  συνήθως στο φουαγιέ του θεάτρου όποτε είχε συναυλία .

Του άρεσε η όπερα και , βεβαίως , οι μεγάλοι Ιταλοί μουσικοί του Otto cento.

Τον σεβόμουν και με σεβόταν.

Υποσυνείδητα υπήρχε το ίχνος της σχέσης ανάμεσα στην αστική και την εργατική τάξη της   ύστερης εποχής της αριστοκρατίας.

Πολλοί δεν καταλάβαιναν και αναρωτιόταν: «Μα τι  φιλική σχέση είναι ετούτη ανάμεσα σε αυτούς τους δύο με τις εκ διαμέτρου αντίθετες πολιτικές πεποιθήσεις;»

Ο Μαστρο Σπύρος χτυπήθηκε από την αρρώστια και την οικονομική κρίση .
Νομίζω ότι , τόσο η αρρώστια όσο και η οικονομική κρίση  του ήταν ακατανόητες.

Μια ακατανόητη εξέλιξη.

Μια απρόσμενη κατάληξη.

Λυπάμαι.

Ο Μαστρο Σπύρος έφυγε γεμάτος ερωτηματικά από μια ζωή που πάλεψε  όχι μόνο για να προκόψει αλλά και για να υπερασπισθεί τις ηθικές του αρχές.

Προχτές είχε συναυλία   η δημοτική χορωδία της πόλης , ο «Καποδίστριας» και η μπάντα του Σκριπερού στο δημοτικό θέατρο.

Ο Μαέστρος ανακοίνωσε τον θάνατο του μάστρο Σπύρου και είπε ότι  η τελευταία του επιθυμία  ήταν να ακούσει την εισαγωγή από τον «Ερνάνη».


Καλό ταξίδι μάστορα.

http://www.youtube.com/watch?v=1hbrXzs_Iv8

Παρασκευή 24 Ιανουαρίου 2014

Η ακέφαλη ορχήστρα



Τα χρόνια τα παλιά ο πατέρας μου με έγραψε ως μαθητευόμενο σε μια  ορχήστρα μαντολίνων.

Η «Ορχήστρα» στεγαζόταν  στο σπίτι του δασκάλου μας  σε μια μονοκατοικία δύο δωματίων ενός διαδρόμου και μιας κουζίνας στην Άνω Δάφνη. 
Μαζί στεγαζόταν η χορωδία  τα παιδιά του η γυναίκα του και μερικοί άστεγοι και περιπλανώμενοι συγχωριανοί του.

Ο Δάσκαλος ήταν από εκείνους τους ανθρώπους που τους συμπαθείς με την πρώτη ματιά.
Δεν επρόκειτο για κανέναν καλοσυνάτο καλόγερο της μουσικής. Αντιθέτως ήταν μονίμως νευρικός , μονίμως  σκυθρωπός , μονίμως αυστηρός ,μονίμως ανικανοποίητος και μονίμως αφηρημένος.
Νόμιζες  ότι κάθε στιγμή ήταν έτοιμος να εκραγεί.
Απορούσα πως δεν πάθαινε έμφραγμα.

Θυμάμαι, μια φορά , τον έστειλε η γυναίκα του να πετάξει τα σκουπίδια.
Πήρε τη σακούλα με τα σκουπίδια , μπήκε στο λεωφορείο ,κατέβηκε στην πλατεία Συντάγματος  και έκανε βόλτες προσπαθώντας να θυμηθεί τον λόγο για τον οποίο κατέβηκε στο κέντρο με μια σακούλα σκουπιδιών στο χέρι.

Όταν μεγάλωσα το πάθαινα και εγώ σε βαρύτερη μορφή.
Έπαιρνα το καρότσι για να πάω βόλτα το παιδί στο πάρκο και ξεχνούσα να βάλω το παιδί μέσα. Γύρναγα στο πάρκο σκεφτικός με ένα άδειο καροτσάκι  και με κοιτάγανε καλά καλά.

Ο Δάσκαλος , λοιπόν, αγαπητέ αναγνώστη με άφηνε στον διάδρομο σε ένα ξύλινο σκαμπό του εν λόγω ωδείου και με έβαζε να ανεβοκατεβαίνω ασταμάτητα την «φυσική του Ντό».
Κάποια στιγμή που βαριόμουνα άρχιζα να γρατζουνάω ότι μου ερχότανε.

Νόμιζα ότι δεν με άκουγε μέσα σε τόση φασαρία από το διπλανό δωμάτιο και με κλειστή την πόρτα.

Το αυτί του, όμως,  έπιανε και την τρίχα που έπεφτε και την ξεχώριζε από άπειρους ήχους.

Ερχόταν μέσα έξαλλος και με κατσάδιαζε.

Ποτέ δεν μπόρεσα να τον αντιπαθήσω. Ακόμα και όταν με έδιωξε κακήν κακώς «επειδή έκανα του κεφαλιού μου».

Αναρωτιόμουν δε, πάντοτε, αν ήταν δυνατόν να υπάρξει μια ορχήστρα που να μην έχει  μαέστρο.

Τα μικρά σχήματα φαίνεται σαν να μην έχουν αλλά πάντα κάποιος ανάμεσά τους είναι ο αόρατος  μαέστρος.

Φαίνεται ότι βασάνιζε και κάποιον άλλον το θέμα και κάποια φορά είδα μια ταινία με μια ορχήστρα που αποφάσισε να μην έχει μαέστρο.
Μαζευόταν σε μια μεγάλη αίθουσα ενός εγκαταλελειμμένου σινεμά (αν θυμάμαι καλά ) και κάνανε πρόβες χωρίς δάσκαλο.

Κάποια στιγμή, εντελώς ξαφνικά, μια τεράστια ιπτάμενη σιδερένια μπάλα σπάει τους τοίχους του σινεμά και εισέρχεται στον χώρο διαλύοντας τα πάντα και αφήνοντας την μπάντα σύξυλη. Κάποια εταιρεία κατεδαφίσεων είχε αναλάβει την κατεδάφιση του παλιού σινεμά.

Δεν καταλάβαινα τι ήθελε να πει ο ποιητής αλλά η ταινία τα κατάφερε να με κάνει να την θυμάμαι ακόμα.

Αρκέστηκα στην επίσημη εκδοχή ότι η τέχνη εκφράζεται μέσα από ένα ατομικό πάθος άλλα συμπυκνώνει πάντα γενικότερες διεργασίες.
Έτσι , ένας πίνακας ζωγραφικής θα φτιαχτεί από έναν άνθρωπο. Δεν γίνεται να κρατάνε το ίδιο πινέλο περισσότεροι.
Ούτε είναι δυνατόν να παθιαστούν ταυτοχρόνως τόσοι άνθρωποι πάνω σε ένα μουσικό μοτίβο ακριβώς με τον ίδιο τρόπο.

Γιαυτό το λόγο και οι εκτελέσεις των μεγάλων έργων έχουν διαφορές μεταξύ τους.

Ο Θρύλος βέβαια λέει ότι η καλύτερη εκτέλεση του «Va pensiero» έγινε από τους αντάρτες του Γκαριμπάλντι όταν έμπαιναν στην Βερόνα και, βεβαίως, δεν μπορώ να φαντασθώ ότι είχαν μαέστρο, ούτε ότι είχαν κάνει πρόβες.

Αυτά ,όμως , τα λένε οι θρύλοι.  Ώσπου , δυο χρόνια πριν , μεσούσης της οικονομικής κρίσης στην Ιταλία,  ανεβαίνει ξανά το «Ναμπούκο» στο Teatro dellopera στην Ρώμη.

Την ορχήστρα διευθύνει ο  Riccardo Muti  και συμβαίνει κάτι που φαίνεται σχεδόν αδύνατο.

Την στιγμή που τραγουδάει το κόρο των σκλάβων για τις «αναμνήσεις που φουντώνουν στα στήθη και κάνουν πανιά για τα περασμένα» σηκώνονται όλοι οι θεατές όρθιοι. Σχίζουν τα λιμπρέτα και ρίχνουν τις σελίδες από τους εξώστες. Τραγουδούν όλοι μαζί . Οι χορωδοί κλαίνε  και ξεσπούν όλοι μαζί σε χειροκροτήματα.

Εκείνη την ώρα κανείς δεν έδινε σημασία στον Μαέστρο.
Σαν να μην υπήρχε.
Σαν να μην υπήρχαν καν οι χορωδοί.
Σαν να είχαν γίνει όλοι ένα.

Σαν μια τεράστια ακέφαλη ορχήστρα.



Κυριακή 12 Ιανουαρίου 2014

Συνέντευξη με έναν αριστερό μαυραγορίτη


 Με είχε παρακινήσει ένας παλιός φίλος να πάρουμε «συνεντεύξεις» από τρία γεροντάκια  που γνώριζε και που η ιστορία τους είχε ενδιαφέρον.

Συμφωνήσαμε  , όταν δημοσιοποιήσουμε τις συνεντεύξεις, να το κάνουμε με τέτοιο τρόπο ώστε να μην θίξουμε κανέναν προσωπικά από τους τρείς αλλά ούτε και τους απογόνους τους.

Τα τρία γεροντάκια έχουν πεθάνει.

Ο φίλος μου μερικά χρόνια μετά τις συνεντεύξεις αρρώστησε και πέθανε.

Επειδή ποτέ δεν ξέρεις τι γίνεται και επειδή έχουν περάσει αρκετά χρόνια νομίζω ότι πρέπει να  αφηγηθώ εγώ την ιστορία των «συνεντεύξεων».


Οι τρείς φίλοι, λοιπόν, ήταν  συγχωριανοί και  τα μοναδικά παιδιά του μικρού χωριού που οι γονείς τους είχαν την δυνατότητα να τα στείλουν στο σχολείο , στην πόλη,  «να μάθουν δυό γράμματα».

Την ανεμελιά των σχολικών χρόνων σκιάσε ένα γεγονός  που εκείνη την στιγμή  φαινόταν ασήμαντο.
Όπως έβγαινε από την πόρτα του σχολείου ο Νικολάκης τον παραμόνευε ο  Αντώνης και του έβαλε τρικλοποδιά χωρίς κανένα εμφανή λόγο.
Ο Νικολάκης «μέτρησε όλα τα σκαλιά» και σηκώθηκε καταματωμένος.
Ο δάσκαλος έκανε τις δέουσες ανακρίσεις για να βρει τον ένοχο και ο  Αντώνης υπέδειξε τον Θεόφιλο που δεν είχε ιδέα για το  περιστατικό.
Ο Δάσκαλος «έσπασε» στο ξύλο τον Θεόφιλο που ορκιζόταν, βεβαίως ,  ότι δεν το έκανε αυτός.

Πέρασαν τα χρόνια , ήρθε ο πόλεμος και οι τρείς νεαροί πλέον φίλοι μπήκαν στην ίδια αντιστασιακή αριστερή οργάνωση.

Ο Νικολάκης ήταν πρωτεργάτης και ατρόμητος μαχητής.

Ο Θεόφιλος  μικροκαμωμένος και φοβισμένος παρακάλεσε τον Νικολάκη να μην του εμπιστευτούν περισσότερα μυστικά από όσα ήταν απολύτως απαραίτητα γιατί δεν θα άντεχε αν τον πιάνανε οι Γερμανοί.

Ο Αντώνης είχε ελάχιστη συμμετοχή στην οργάνωση γιατί βοηθούσε τον πατέρα του στη δουλειά και δεν είχε χρόνο. Είχαν στήσει ένα οικογενειακό παράνομο λουτρουβιό  μέσα σε ένα λόγγο  και βγάζανε λάδι.

Τέλειωσε ο πόλεμος και ο Νικολάκης έφυγε από το νησί και έγινε  αντάρτης. Μετά τον εμφύλιο βρέθηκε στην Τασκένδη πολιτικός πρόσφυγας .

Ο Θεόφιλος έφτιαξε μια μικρή ατομική εμπορική επιχείρηση  και πρόκοψε. Όχι σπουδαία πράματα αλλά «καλά πορεύτηκε» στην ζωή του. Τον βασάνιζε που ήξερε ότι ζούσε καλά από την δουλειά των άλλων και πλήρωνε τα μεροκάματα με το παραπάνω. Έκανε και συνέταιρους τους εργάτες του και «τους έγραψε» και το μερδικό του.

Ο Αντώνης  και η οικογένεια του μετά τον πόλεμο βρέθηκαν  «μυστηριωδώς» με  μια τεράστια ακίνητη περιουσία  στην πόλη .

Πρώτος πέθανε ο Νικολάκης .

Στην κηδεία του διαβάστηκαν σπουδαίοι λόγοι μπροστά σε πλήθος κόσμου για τα ανδραγαθήματα του σπουδαίου αυτού αγωνιστή.
Ο Θεόφιλος κάθονταν απαρατήρητος με σταυρωμένα τα χέρια στην τελευταία σειρά.
Ο Αντώνης «έλειπε σε ταξίδι» αλλά πήρε τηλέφωνο για τα «συλλυπητήρια».

Στην κηδεία του Θεόφιλου πήγαν μερικοί μακρινοί συγγενείς και οι  υπάλληλοι της εμπορικής επιχείρησης.

Μάθαμε για τον θάνατο του Αντώνη από μια αφισέτα  στην πλατεία Σαρόκου.

Νομίζω ότι συγκράτησα τα πάντα από τις «συνεντεύξεις».

Ο Νικολάκης μας έκανε το τραπέζι ένα βράδυ και μιλούσε με τις ώρες για τα χρόνια εκείνα.
Μου έκανε μεγάλη εντύπωση όταν μου είπε ότι… «αν σου βάλει τρικλοποδιά κάποιος στο δημοτικό ..έχε το νου σου… όσο καλός και να δείχνει σε όλη του την ζωή , θα σε μαχαιρώσει πισώπλατα στο γηροκομείο».
-«Είναι κανόνας αυτός;» ρώτησα.
-«Χωρίς εξαίρεση.» μου απάντησε.

Ο Θεόφιλος δεν περηφανευόταν για τίποτα. Ελάχιστα  μας μίλησε για την κατοχή. Ελάχιστα μας μίλησε για την μετέπειτα σταδιοδρομία του. Συγκράτησα μόνο μια  φράση του που την είπε κοιτώντας αλλού .  «Θαύμαζα πάντοτε τον Νικολάκη αλλά δεν είχα ποτέ τόσο κουράγιο. Προσπάθησα πάντως πολύ για να μην γίνω παλιάνθρωπος.»

Το Αντώνη τον βρήκαμε σε καφενείο να παίζει Τρισέτε.
Τον πήραμε παράμερα και η αλήθεια ήταν ότι μας μιλούσε πολύ ώρα για την κατοχή και τους κινδύνους που αντιμετώπισε.
Κάθε τόσο έφερνε την κουβέντα στην λαϊκή αλληλεγγύη που για αυτόν ήταν «κεφαλαιώδες ζήτημα».
-«Πάνω απ’ όλα η επιβίωση του λαού!» Έλεγε και ξανάλεγε.
«Αν δεν υπήρχαν άνθρωποι σαν αυτόν και την οικογένεια του που δούλεψαν σκληρά και με κίνδυνο της ζωής τους για να εξασφαλίσουν  λάδι στους ανθρώπους της πόλης  θα είχε πεθάνει πολύς κόσμος από την πείνα».

Μου άρεσε ο Αντάρτης.


Ποιο πολύ όμως  με συγκίνησε ο Θεόφιλος.

Τετάρτη 8 Ιανουαρίου 2014

Οι Γενίτσαροι

Ο Πρωταγωνιστής  του δημοφιλούς σήριαλ είναι νέος ,όμορφος, σοβαρός ,  αριβίστας , αδίστακτος  και εργάζεται ως διευθυντικό στέλεχος  μιας πολυεθνικής που στήσει το μαγαζί της σε ένα γυάλινο πολυώροφο κτήριο της Ισταμπούλ.

Η Γκόμενα του είναι μια πανέμορφη κοπέλα ταπεινής αγροτικής  καταγωγής.
Οι γονείς της την έφεραν στην Κωνσταντινούπολη , μαζί με τα τέσσερα μικρότερα αδέλφια της,  σε αναζήτηση μιας καλύτερης μοίρας.

Ο μπαμπάς της κοπέλας  δουλεύει σε ένα εργοστάσιο ξυλείας και η μάνα της   κάνει το νοικοκυριό της  παράγκας που ζει η πολυμελής οικογένεια.

Η κοπέλα όταν πηγαίνει να συναντήσει κρυφά τον γιάπη βγάζει την μαντίλα.
Αλίμονο της αν την δει ο πατέρα της.

Ο Αδίστακτος (και αξούριστος) γιάπης μαλακώνει στα χέρια της φτωχής , τίμιας και όμορφης τουρκάλας. Μαζί της του βγαίνει ο καλός του εαυτός. Μεταμορφώνεται. Γίνεται ανθρωπινότερος.

Κάποια στιγμή η κακιά και ζηλιάρα μαντηλοφορούσα  συμμαθήτρια της την καρφώνει στον μπαμπά της και ο μπαμπάς  την σπάει στο ξύλο.

Το μαθαίνει ο γιάπης και ξαναγίνεται «Τούρκος».

Τον συγκρατεί η καλή κοπέλα και αρχίζουν οι διαπραγματεύσεις.

Ο γιάπης γίνεται ανθρωπινότερος και δείχνει κατανόηση στις απηρχαιωμένες αντιλήψεις του μπαμπά.

Ο μπαμπάς εκμοντερνίζεται λίγο και αποδέχεται την κατάσταση.

Οι δυό νέοι παντρεύονται. Ο γιάπης  φιλάει το χέρι του «μπαμπά» και όλοι μαζί ξεκινούν από το δημαρχείο για να ένα φωτεινό μέλλον.

Κλείνω την τηλεόραση του δωματίου μου στο ξενοδοχείο «Seminal» και κατεβαίνω στην πλατεία Ταξίμ.
Κάνει κρύο. 
Έχουν ανάψει τα φώτα. 
Το Mp3 player του τζαμιού παίζει για πολλοστή φορά ριπλέι στοίχους του κορανίου από τα πανίσχυρα μεγάφωνα.
Μικρά παιδιά σκαρφαλώνουν στο τραμ και μια διαδήλωση φωνάζει συνθήματα κατά της «διαφθοράς»  υπό το άγρυπνο βλέμμα των πάνοπλων αστυνομικών.
Η φωτεινή επιγραφή Τσέιντς όφις  της γωνίας διαφημίζει τις νέες ισοτιμίες  της  τούρκικης λίρας. Μόλις ξεπέρασε το τρία προς ένα σε σχέση με το ευρώ.
Μια  «ροκ» μπάντα περνάει κάνοντας απίστευτη φασαρία πάνω σε μια τροχήλατη πλατφόρμα σκεπάζοντας τα λόγια του μουεζίνη.
Δεν καταλαβαίνω τι λένε. Τα λόγια τους μπερδεύονται με τους στοίχους του κορανίου. Κατάφερα να ξεχωρίσω μόνον την κατάληξη  «..ο Αλλάχ είναι μεγάλος».

Παραγγέλνω ένα «Γιουνεφέ» στο καλύτερο γλυκάδικο της πλατείας.

Τα καλύτερα Γιουνεφέ , λένε, γίνονται στην Προύσα. Αυτοί έχουν την καλύτερη συνταγή.

Δεν είναι ακριβώς γλυκό. Τουλάχιστον δεν είναι αυτό που εμείς έχουμε συνηθίσει να λέμε «γλυκό». Η γεύση του είναι λίγο γλυκιά και στην μέση έχει μια φέτα λιωμένο τυρί που δεν είναι αλμυρό.

Οι γεύσεις μοιάζουν να ισορροπούν στην κόψη του σπαθιού.

Η Τουρκία μοιάζει σαν μια πανέμορφη γυναίκα  με τέλειο μακιγιάζ , μαντήλι και σοβαρό σκούρο  φόρεμα που στέκεται  αναποφάσιστη μπροστά στην βιτρίνα του «Ζάρα».

Απέναντι ο κινηματογράφος  παίζει την δημοφιλή ταινία «Απαγορεύεται η αναστροφή» συνοδευόμενη από μια τεράστια αφίσα με το γνωστό τροχαίο σήμα.

Ο Γενναίος και όμορφος Γενίτσαρος Μαλκοτσόγλου Μπαλί μπέης (Μπουράτ Οζτσιβιτ),  της γνωστής σειράς «Σουλειμάν ο μεγαλοπρεπής» από την απέναντι τηλεόραση  διαφημίζει  την πιστωτική κάρτα   γνωστής τράπεζας με λάγνο βλέμμα γεμάτο υποσχέσεις και καίει τις καρδιές των κοριτσιών.

Οι Γενίτσαροι της Οθωμανικής αυτοκρατορίας ήταν εξισλαμισμένοι άλλων θρησκειών.

Ήταν οι φοβεροί και ανίκητοι  πολεμιστές της αυτοκρατορίας .

Προσπαθούσαν κάθε στιγμή να αποδείξουν την  πίστη τους και την προσήλωση τους .

Σύντομα η Τουρκία θα βρεθεί αντιμέτωπη με τους τρομερότερους γενίτσαρους όλων των εποχών .


Ακονίζουν τα σπαθιά τους οι γενίτσαροι της αυτοκρατορίας των πολυεθνικών.