Κυριακή 12 Ιανουαρίου 2014

Συνέντευξη με έναν αριστερό μαυραγορίτη


 Με είχε παρακινήσει ένας παλιός φίλος να πάρουμε «συνεντεύξεις» από τρία γεροντάκια  που γνώριζε και που η ιστορία τους είχε ενδιαφέρον.

Συμφωνήσαμε  , όταν δημοσιοποιήσουμε τις συνεντεύξεις, να το κάνουμε με τέτοιο τρόπο ώστε να μην θίξουμε κανέναν προσωπικά από τους τρείς αλλά ούτε και τους απογόνους τους.

Τα τρία γεροντάκια έχουν πεθάνει.

Ο φίλος μου μερικά χρόνια μετά τις συνεντεύξεις αρρώστησε και πέθανε.

Επειδή ποτέ δεν ξέρεις τι γίνεται και επειδή έχουν περάσει αρκετά χρόνια νομίζω ότι πρέπει να  αφηγηθώ εγώ την ιστορία των «συνεντεύξεων».


Οι τρείς φίλοι, λοιπόν, ήταν  συγχωριανοί και  τα μοναδικά παιδιά του μικρού χωριού που οι γονείς τους είχαν την δυνατότητα να τα στείλουν στο σχολείο , στην πόλη,  «να μάθουν δυό γράμματα».

Την ανεμελιά των σχολικών χρόνων σκιάσε ένα γεγονός  που εκείνη την στιγμή  φαινόταν ασήμαντο.
Όπως έβγαινε από την πόρτα του σχολείου ο Νικολάκης τον παραμόνευε ο  Αντώνης και του έβαλε τρικλοποδιά χωρίς κανένα εμφανή λόγο.
Ο Νικολάκης «μέτρησε όλα τα σκαλιά» και σηκώθηκε καταματωμένος.
Ο δάσκαλος έκανε τις δέουσες ανακρίσεις για να βρει τον ένοχο και ο  Αντώνης υπέδειξε τον Θεόφιλο που δεν είχε ιδέα για το  περιστατικό.
Ο Δάσκαλος «έσπασε» στο ξύλο τον Θεόφιλο που ορκιζόταν, βεβαίως ,  ότι δεν το έκανε αυτός.

Πέρασαν τα χρόνια , ήρθε ο πόλεμος και οι τρείς νεαροί πλέον φίλοι μπήκαν στην ίδια αντιστασιακή αριστερή οργάνωση.

Ο Νικολάκης ήταν πρωτεργάτης και ατρόμητος μαχητής.

Ο Θεόφιλος  μικροκαμωμένος και φοβισμένος παρακάλεσε τον Νικολάκη να μην του εμπιστευτούν περισσότερα μυστικά από όσα ήταν απολύτως απαραίτητα γιατί δεν θα άντεχε αν τον πιάνανε οι Γερμανοί.

Ο Αντώνης είχε ελάχιστη συμμετοχή στην οργάνωση γιατί βοηθούσε τον πατέρα του στη δουλειά και δεν είχε χρόνο. Είχαν στήσει ένα οικογενειακό παράνομο λουτρουβιό  μέσα σε ένα λόγγο  και βγάζανε λάδι.

Τέλειωσε ο πόλεμος και ο Νικολάκης έφυγε από το νησί και έγινε  αντάρτης. Μετά τον εμφύλιο βρέθηκε στην Τασκένδη πολιτικός πρόσφυγας .

Ο Θεόφιλος έφτιαξε μια μικρή ατομική εμπορική επιχείρηση  και πρόκοψε. Όχι σπουδαία πράματα αλλά «καλά πορεύτηκε» στην ζωή του. Τον βασάνιζε που ήξερε ότι ζούσε καλά από την δουλειά των άλλων και πλήρωνε τα μεροκάματα με το παραπάνω. Έκανε και συνέταιρους τους εργάτες του και «τους έγραψε» και το μερδικό του.

Ο Αντώνης  και η οικογένεια του μετά τον πόλεμο βρέθηκαν  «μυστηριωδώς» με  μια τεράστια ακίνητη περιουσία  στην πόλη .

Πρώτος πέθανε ο Νικολάκης .

Στην κηδεία του διαβάστηκαν σπουδαίοι λόγοι μπροστά σε πλήθος κόσμου για τα ανδραγαθήματα του σπουδαίου αυτού αγωνιστή.
Ο Θεόφιλος κάθονταν απαρατήρητος με σταυρωμένα τα χέρια στην τελευταία σειρά.
Ο Αντώνης «έλειπε σε ταξίδι» αλλά πήρε τηλέφωνο για τα «συλλυπητήρια».

Στην κηδεία του Θεόφιλου πήγαν μερικοί μακρινοί συγγενείς και οι  υπάλληλοι της εμπορικής επιχείρησης.

Μάθαμε για τον θάνατο του Αντώνη από μια αφισέτα  στην πλατεία Σαρόκου.

Νομίζω ότι συγκράτησα τα πάντα από τις «συνεντεύξεις».

Ο Νικολάκης μας έκανε το τραπέζι ένα βράδυ και μιλούσε με τις ώρες για τα χρόνια εκείνα.
Μου έκανε μεγάλη εντύπωση όταν μου είπε ότι… «αν σου βάλει τρικλοποδιά κάποιος στο δημοτικό ..έχε το νου σου… όσο καλός και να δείχνει σε όλη του την ζωή , θα σε μαχαιρώσει πισώπλατα στο γηροκομείο».
-«Είναι κανόνας αυτός;» ρώτησα.
-«Χωρίς εξαίρεση.» μου απάντησε.

Ο Θεόφιλος δεν περηφανευόταν για τίποτα. Ελάχιστα  μας μίλησε για την κατοχή. Ελάχιστα μας μίλησε για την μετέπειτα σταδιοδρομία του. Συγκράτησα μόνο μια  φράση του που την είπε κοιτώντας αλλού .  «Θαύμαζα πάντοτε τον Νικολάκη αλλά δεν είχα ποτέ τόσο κουράγιο. Προσπάθησα πάντως πολύ για να μην γίνω παλιάνθρωπος.»

Το Αντώνη τον βρήκαμε σε καφενείο να παίζει Τρισέτε.
Τον πήραμε παράμερα και η αλήθεια ήταν ότι μας μιλούσε πολύ ώρα για την κατοχή και τους κινδύνους που αντιμετώπισε.
Κάθε τόσο έφερνε την κουβέντα στην λαϊκή αλληλεγγύη που για αυτόν ήταν «κεφαλαιώδες ζήτημα».
-«Πάνω απ’ όλα η επιβίωση του λαού!» Έλεγε και ξανάλεγε.
«Αν δεν υπήρχαν άνθρωποι σαν αυτόν και την οικογένεια του που δούλεψαν σκληρά και με κίνδυνο της ζωής τους για να εξασφαλίσουν  λάδι στους ανθρώπους της πόλης  θα είχε πεθάνει πολύς κόσμος από την πείνα».

Μου άρεσε ο Αντάρτης.


Ποιο πολύ όμως  με συγκίνησε ο Θεόφιλος.

1 σχόλιο:

mk είπε...

Αυτη ειναι η ιστορια της χωρας αυτης συμπηκνωμενη σε τρεις ιστοριες