Δευτέρα 5 Αυγούστου 2013

Το Σκυλοπινάκι

Όσοι έρχονται στην Κέρκυρα θα πάνε στο Λιστόν.

Θα πάνε και στη Γλυφάδα για μπάνιο σε μια θάλασσα γεμάτη αντηλιακά,  κάτουρα και ηλιοκαμένους κώλους με κορδέλα ενδιάμεσα.

Κανείς δεν ξέρει το Σκυλοπινάκι και καλύτερα να μείνει για πάντα άγνωστο.

Κανείς δεν ξέρει ούτε  και γιατί το λένε έτσι.

Ακόμα και οι πολύ ψαγμένοι σηκώνουν τα χέρια.

Η Διαδρομή αρχίζει από την Μάκενα. Πρόκειται για έναν εγκαταλελειμμένο νερόμυλο δίπλα στο ποτάμι.

Τα παλιά χρόνια ο μυλωνάς είχε και πάπιες.

Ο Πατέρας μου, έδενε ένα πιρούνι σε ένα καλάμι ,καμάκωνε βατράχια και μου τα έψηνε στην άκρη στο ποτάμι.

Φοβερός μεζές.

Μού ψήνε και ποταμίσια χέλια και την μυθική ποταμίσια μαρίδα.

Τώρα η Μάκενα έκλεισε. Δεν άντεξε τον ανταγωνισμό του Βασιλόπουλου.

Το ψωμί πλέον είναι από κατεψυγμένο ζυμάρι αγνώστου ταυτότητος και το ψήνουν στα σούπερ μάρκετ σε φούρνους μικροκυμάτων ενώ οι καταναλωτές σιχαίνονται τα βατραχοπόδαρα.

Λίγο πάρα κάτω από την Μάκενα αφήνω τον δήθεν ασφαλτοστρωμένο δρόμο και παίρνω τον κανονικό χωματόδρομο του Σκυλοπινακίου.

Αν συνεχίσω όλο ευθεία για δύο ώρες θα φτάσω στο ορεινό Σωκράκι.

Στο επόμενο γεφύρι δεν ξεχνάω να πάρω το ραβδί μου. Το έχω κρύψει πίσω από μια συκιά μη μου το πάρει κανένας χωριάτης.

Όλοι νομίζουν ότι το ραβδί είναι μόνο για να σε στηρίζει στο περπάτημα.
Γιαυτό και ο Βασιλόπουλος (κόλλησα με τον Βασιλόπουλο) πουλάει κάτι μεταλλικά πτυσσόμενα ραβδιά Ολλανδών περιπατητών, πολύχρωμα και με λουράκι.

Το μπαστούνι κάνει και πολλές άλλες δουλειές.

Διώχνεις τις οχιές από το πέρασμά σου.
Στηρίζεσαι.
Το κατεβάζεις στο κεφάλι κανενός σκύλου που θα σου επιτεθεί και το κυριότερο , με την γυριστή του άκρη κατεβάζεις κανένα κλαρί και τρως και κανένα σύκο.

Αν το μπαστούνι είναι ίσιο στην άκρη μένεις  να κοιτάς τα σύκα από κάτω σαν να σου άνοιξε η μύτη.

Συναντάω μια χωριάτισσα ηλικιωμένη στεγνή και αδύνατη σα στακοφίσι.
Με πλησιάζει γελώντας.
_ «Σαν τον Μωυσή είσαι μ’ αυτό το παλούκι.»
Γελάω .
Τι συνειρμός! Ακούς εκεί «Σαν τον Μωυσή!» ..και τι ηγέτης αυτός ο Μωυσής! Έσερνε τους Εβραίους σαράντα χρόνια στην έρημο για να του εγκαταστήσει τελικά στο μοναδικό σημείο που δεν είχε πετρέλαιο.

Συνεχίζω την πορεία μου. Σε κάποιο σημείο θα βγω από το δρόμο για λίγο. Έχω εντοπίσει μια αόρατη μανταρινιά που βγάζει κάτι πλακέ καλοκαιρινά μανταρίνια. Θα κόψω κάνα δύο. Δεν τρώγονται το κατακαλόκαιρο. Είναι σαν να τρως καρπούζι τα Χριστούγεννα.

Συνεχίζω με σύκα και λίγες ρόγες σταφύλι που έχουν σχεδόν ωριμάσει.

Σε λίγες μέρες θα περισσεύουν όλα.

«Ωραίος που είναι ο Τρύγος μας με κόκκινο σταφύλι
  Που έχει το χαμόγελο και το γλυκό στα χείλι»

Ένας σκαντζόχοιρος παλεύει να περάσει απέναντι προς το ποτάμι.

Σταματάω και περιμένω.

Έχει προτεραιότητα.

Επάνω σε κείνα τα υψώματα είχανε, λέει,  μια βίγλα οι Βυζαντινοί και πριν την καταστρέψουν τα πειρατικά ρίξανε οι φρουροί τις καμπάνες της εκκλησιάς και τα χρυσάφια σε μια βαθιά τρύπα στο βουνό. Έκτοτε όταν ρίξεις μια πέτρα στην τρύπα μετά από ώρα ακούς, λένε,  από τα έγκατα της Γής τον ήχο της καμπάνας.

Όσο προχωράω αλλάζει το τοπίο. Λιγοστεύουν οι ελαιώνες και περισσεύουν οι τεράστιες βαλανιδιές.
Λένε ότι αυτά τα άγρια δένδρα κυριαρχούσαν πριν την δενδροφύτευση του νησιού με ελιές.

Συναντάω μια συκιά με τεράστια γινωμένα σύκα.

Είναι ψηλά.

Δεν φτάνει ούτε το ραβδί.

Ακολουθώ πιο περίπλοκες και παραδοσιακές μεθόδους.

Κόβω με το σουγιά μου ένα καλάμι. Το χαράζω σταυρωτά. Βάζω μέσα ένα χαλίκι να μείνει ανοιχτό. Το σηκώνω ψηλά πιάνω το σύκο. Γυρνάω απαλά το καλάμι, το κόβω και το κατεβάζω.

Να μην ξεχάσω το άλλο Σάββατο το βράδυ να ανηφορίσω στο Σωκράκι ξανά.

Έχει συναυλία στην πλατεία το Κόρο του Βαλανειού.

Μυσταγωγία.


2 σχόλια:

Μαρίτσα είπε...

ωραίο!

akrat είπε...

μούρλια ανάρτηση

μούρλια