Παρασκευή 30 Αυγούστου 2013

ΒΑΣΙΛΗΣ


Ο Βασίλης ήταν ο μικρότερος γιός της Λόλας.

Ήταν ψηλός , λιγνός , λίγο γυρτός, πάντα χαμογελαστός , με γυαλιά μυωπίας κολλημένα με σελοτέιπ και δυό τσαπόδοντα μπροστά σαν κουνέλι.

Μου τον έφερε το αφεντικό ένα πρωί για βοηθό.

Μετά από μερικές μέρες  μου έφερε και έναν ασφαλίτη που «με ήθελε κάτι».

Σταμάτησα  τη δουλειά και τον ακολούθησα παράμερα.

«Έχε το νου σου στον Βασίλη…» μου είπε εμπιστευτικά «… είναι περίεργη περίπτωση».

Μου είπε ότι ήταν κλεφτρόνι στην Θεσσαλονίκη  και ότι μόλις πάτησε το ποδάρι του στην Κέρκυρα μπήκε στο σπίτι μιας  γριάς.

«Το παράξενο είναι ότι δεν έκλεψε τίποτα αξίας . Άνοιξε το ψυγείο , έφαγε,  και έπεσε για ύπνο στον καναπέ….»   «..ήρθε η γριά και τονε βρήκε να κοιμάται. 
Δεν έκανε μήνυση  και ο Βασίλης της ζήτησε να τον υιοθετήσει. 
Τον πήραμε στο τμήμα και τελικά μας κατάφερε να του δώσαμε λίγα λεφτά και τον αφήσαμε».

Έβαλα τα γέλια.

«Καλά του είπα θα προσέχω.»

«Τι σου έλεγε ο Μπάτσος;»  με ρώτησε ο Βασίλης.
«Και εσύ που ξέρεις  ότι  είναι μπάτσος ρε Βασίλη;»
«Έλα τώρα! …από τη μυρουδιά».

Ο Βασίλης,  η «Πεπίτο»,  ήταν το συμπαθέστερο κλεφτρόνι της Θεσσαλονίκης.
Όταν βγήκε από το ορφανοτροφείο βρήκε στο δρόμο ένα πεντακοσάρικο και αποφάσισε να γίνει «επιχειρηματίας».
Αγόρασε «Ταμπλά» και κουλούρια και βγήκε στην Αριστοτέλους.
 Έφαγε μόνος του τα κουλούρια και φαλίρισε την επιχείρηση σε ένα πρωί.

Πάλευε μια ολόκληρη νύχτα να ανοίξει κάποιο διαμέρισμα σε μια πολυκατοικία και  όταν κατάφερε να ανοίξει την πόρτα , κατά τα  ξημερώματα,  διαπίστωσε ότι έκανε λάθος πόρτα και είχε βγει στον ακάλυπτο.

Κάποια άλλη φορά πήγε να κλέψει μια αποθήκη με ηλεκτρονικά μηχανήματα  αλλά  πιάστηκε σε μια λόγχη του πορτονιού και έμεινε όλη νύχτα κρεμασμένος. «Το κακό είναι ότι άνοιξε και το πορτόνι και με πηγαινόφερνε ο αέρας όλη νύχτα».
 
Το πρωί τονε πιάσανε και τονε πήγανε «μέσα».

Μόλις  βγήκε από τη «Στενή» έπεσε να κοιμηθεί σε ένα παγκάκι. 
Τον ξύπνησε ένας αστυνομικός και του ζήτησε ταυτότητα. 
Άρπαξε ένα παλούκι από το πάρκο,  χτύπησε τον αστυνομικό και έφυγε τρέχοντας.

Την άλλη μέρα πήγε στο τμήμα «να δει πως είναι ο μπάτσος» .

Τόνε ξαναβάλανε μέσα.

Ύστερα έπιασε δουλειά με τον αδελφό του . 
Δούλευαν  σε κάποια εργολαβία στο αεροδρόμιο.
«Με χτυπήσανε είκοσι χιλιάδες βολτ»  μούλεγε.
«Ευτυχώς που φορούσα παπούτσια μονωτικά και πατούσα πάνω σε σανίδα….. γλύτωσα πάρα τρίχα…. Έκατσα είκοσι μέρες , μαύρος σαν αράπης,  στο νοσοκομείο.»

Βίος και πολιτεία ο Βασίλης.

Μια μέρα με φώναξε ο ΜαστροΓιώργης , ο  γεροντότερος  και πιο σεβαστός μάστορας.
Κάτι σημείωνε  αμήχανα πάνω σε μια λαμαρίνα με το γκέσο.
Με κοίταξε πάνω από τα γυαλιά του και μου είπε σοβαρά:
«Μου ζήτησε να τον υιοθετήσω.»
«Ποιόν»  ρώτησα.
«Το Βασίλη» μου απάντησε.
Έβαλα τα γέλια.

Δεν νομίζω να υπάρχει άνθρωπος που να μην μπορεί να συμπαθήσει τον Βασίλη.

Πολλές φορές τα βράδια σκέφτομαι ότι αν είχα  τη δύναμη. 
Αν , ας πούμε,  κέρδιζα ένα λαχείο  με πολλά λεφτά , θα έφτιαχνα μια τεράστια κατασκήνωση.

Θα έβαζα και στο κέντρο  έναν ιστό  με ασπρισμένες πέτρες γύρω-γύρω και με μια γαλάζια σημαία σαν τη θάλασσα.

Θα είχα και ένα εστιατόριο με τα καλύτερα φαγητά του κόσμου.

Τα μεγάφωνα θα έπαιζαν μουσικές του Ροσίνι.

Στην  παραλία  θα είχα ξύλινα κιόσκια και παγκάκια και μεγάλα δένδρα για να κοιμούνται τα μεσημέρια κάτω από τον ίσκιο.

Τα βράδια θα είχα θεατρικές παραστάσεις με τους καλύτερους ηθοποιούς του κόσμου .


Θα μάζευα εκεί όλα τα παιδιά του κόσμου σαν τον Βασίλη.

Δεν υπάρχουν σχόλια: