Καμιά δεκαριά μέρες μένουν για
να τελειώσει ο Αύγουστος .
Έχω την αίσθηση ότι φέτος
μετράει μια-μια τις στιγμές του.
Μοιάζει με εκείνους που
μελετούν σε όλη την ζωή τους το βέβαιο χαμό
τους.
Κάνει σαν να βιάζεται να δώσει
τη θέση του σε έναν επερχόμενο και θυμωμένο Σεπτέμβρη.
Η Συναυλία στο Σωκράκι ήταν από
τις ξεχωριστές.
Μάλλον δεν έμοιαζε ακριβώς με
συναυλία.
Περισσότερο ήταν μια
σύναξη δυό χωριών που για κάποιο λόγο είχαν
πάντα στενούς δεσμούς .
Δεν βρισκόσουν ανάμεσα στο
ανώνυμο πλήθος των συνηθισμένων
συναυλιών αλλά ανάμεσα σε φίλους και αδελφούς
που επιτέλους συναντήθηκαν στο προκαθορισμένο ραντεβού.
Ήταν εκεί οι Χοντρογιάνηδες ,
οι Χαρτοφύλακες και οι Κρασάκηδες, με τα
παιδιά τους και τα εγγόνια τους.
Γνώριζες τα παιδιά γιατί
έμοιαζαν με την μάνα τους η τον πατέρα τους.
Τα παιδιά από το κόρο του
Βαλανειού καθόταν στα τραπέζια όπως όλοι.
Τραγουδούσαν για τον μακρινό Βόλγα και για μια βαρκούλα που αργό κυλούσε μαζί με αυτόν … «μα
κανείς δεν ήταν μέσα».
Όλοι κρατούσαν την ανάσα τους .
Δεν ακουγόταν πάρα μόνο το τραγούδι.
Αν έκλεινες τα μάτια για μια στιγμή θα
νόμιζες ότι είσαι μόνος στην μέση της όμορφης πλατείας του ορεινού χωριού.
Μονάχα ένα παιδάκι σηκώθηκε και
ήρθε να ρωτήσει τη μάνα του «τι απόγινε η βάρκα;» και «γιατί τελειώνει έτσι το
τραγούδι;» και «γιατί δεν το λένε όλο;» .
Η μαμά προσπαθούσε να του απαντήσει και τουλεγε ότι υπάρχουν ιστορίες και τραγούδια που είναι φτιαγμένα
για να μην τελειώνουν ποτέ αλλά ο μικρός δεν την πίστευε.
Ενώ ο Αύγουστος μέτραγε τις στιγμές
του
κατηφορίζαμε αργά τη νύχτα προς τον Ζυγό .
Ξάφνου ένα μεγάλο γκριζόασπρο
πουλί μας τρόμαξε περνώντας πάνω από τα
κεφάλια μας.
Έκανε μερικές βόλτες μέσα στο
σκοτάδι και ξαναγύρισε .
Κατέβηκε και στάθηκε στην μέση του δρόμου.
Σταματήσαμε την μοτοσυκλέτα και
σταθήκαμε και εμείς ακίνητοι απέναντι σε
μια πανέμορφη γκριζόασπρη κουκουβάγια.
Μας κοίταγε ακίνητη και σοβαρή.
Περιμέναμε
να φύγει μόνη της.
Μπορούσαμε
να προχωρήσουμε κατά πάνω της , και να σηκωθεί τρομαγμένη .
Δεν θέλαμε να πληγώσουμε την υπερηφάνεια μιας αρχόντισσας
της νύχτας που περνάει πάνω από τις κορφές των δένδρων και δεν χρειάζεται τον δρόμο
, ούτε την μοτοσυκλέτα, ούτε βενζίνα, , ούτε αντιανεμικό μπουφάν.
Και
ενώ ο φετινός Αύγουστος μετρούσε μια-μια τις στιγμές του βρεθήκαμε χτές μπροστά στον Αϊ Γιώργη , στο φρούριο, στην συναυλία της πανσελήνου.
Ο
Ουρανός και η Γής είχαν χωριστεί στα
δύο.
Πάνω
από τη θάλασσα γεννιούνταν τα βαριά σύννεφα του Σεπτέμβρη . Αστραπές χαράζανε τον ορίζοντα και ο
αέρας σήκωνε την καλοκαιρινή σκόνη και μαζί με αυτήν έφερνε τους θυμωμένους ήχους μιας γειτονικής ροκ συναυλίας και τους σκόρπιζε
ανάμεσά μας .
Πάνω
από την Γαρίτσα αντιστεκόταν σθεναρά ο
Αύγουστος .
Το φεγγάρι του στεκόταν αγέρωχο
και χαμογελαστό απέναντι στην φοβερή πρόκληση.
Στη
μέση η Αλίκη Καγιαλόγλου σαν ιέρεια ανάμεσα από τις κολόνες του ναού με
τα χέρια απλωμένα προσπαθούσε να
εξευμενίσει τους θεούς και τα στοιχεία της
φύσεως .
Ώσπου
, κάποια στιγμή , ο Σεπτέμβρης έκανε
πίσω.
Σαν
να παραδέχτηκε ότι δικαιούται άλλες δέκα
μέρες ο Αύγουστος.
Γέμισε
η πλατεία του φρουρίου φως και ησύχασε η
φύση .
Συνεχίσαμε
την βραδιά σαν να μην είχε συμβεί
τίποτα.
Τραγουδούσαμε
όλοι μαζί σαν μια τεράστια πανέμορφη και
ιντονάδα χορωδία πως «…αν με πίστευες λιγάκι θάταν όλα
αληθινά».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου