Ξυπνάω με έναν πόνο στον ώμο.
«Ο ανεμιστήρας» σκέφτομαι καθώς στύβω το τελευταίο ίχνος οδοντόκρεμας.
Μου πέφτει από τα χέρια το φλιτζάνι
με τον καφέ.
«Υπόταση» σκέφτομαι.
Σφουγγαρίζω το πάτωμα κρατώντας
την ψυχραιμία μου στην άκρη των δοντιών.
«Δες το θετικά..» σκέφτομαι «..θα μπορούσε να μην υπήρχε καφές και να
έπρεπε να πάς πρωί -πρωί στο σούπερ μάρκετ».
Ντύνομαι και βγαίνω στην είσοδο
της πολυκατοικίας.
Συναντάω τον Ανδρέα.
«Καλημέρα Αντρέα».
«Δεν γίνεται τίποτα..» μου απαντάει
με μούτρα «…Θα μας καταστρέψουν τελείως οι πούστηδες».
«Ξύπνησε στραβά» σκέφτομαι.
Πάω να ανοίξω το εργαστήριο μου
και βρίσκω απ έξω ένα γέροντα χωριάτη με ένα χασαπομάχαιρο στο χέρι.
«Τρόχισμα..» σκέφτομαι «..δύο ευρώ».
Θέλει να του βάλω ένα σιδερένιο
στειλιάρι …είναι το «καλό» του μαχαίρι ,
λέει, ..σφάζει
κότες.
Προσπαθώ υπομονετικά να του
εξηγήσω ότι δεν γίνεται, γιατί εάν κολλήσω
σίδερο πάνω στην ατσαλένια λάμα θα μαλακώσει το ατσάλι και θα καταστραφεί το
μαχαίρι .
Δεν θέλει να καταλάβει.
«Ξύπνησε στις τέσσερις και ήρθε
από το Χλωμό . Δε βαριέσαι γέρος
άνθρωπος είναι» σκέφτομαι.
Του κολλάω το στειλιάρι. Του παίρνω και πέντε ευρώ σαν εκδίκηση.
Κάποιος από το συνεργείο
μοτοποδηλάτων απέναντι ρίχνει χριστοπαναγίες.
Μια νοικοκυρά βγαίνει στο
Μπαλκόνι και του κάνει την παρατήρηση.
Κάτι προσβλητικό της λέει και
αναλαμβάνει ο άντρας της .
Απειλείται σύρραξη.
Εμφανίζεται στο βάθος ο
μάρτυρας του Ιεχωβά που έχει βάλει σκοπό της ζωής του να με στείλει στον
παράδεισο.
«Πότε θάρθει αυτή η συντέλεια
του Κόσμου;» ερωτώ κουρασμένα.
«Αντιπαρέρχεται την ειρωνεία
και μου δίνει το «Ξύπνα» .
«Μέσα θα έχει και βάλει και την «Σκοπιά» ως συνήθως » Σκέφτομαι.
Ξαφνικά εμφανίζεται ο «Στρατηγός»
με μια σιδερένια καρέκλα στο χέρι.
«Έσπασε το ποδάρι» μου λέει.
«Πέντε ευρώ» του απαντώ.
Χρόνια στη χωροφυλακή ο «στρατηγός»
.
Έχει παράπονα από την κυβέρνηση.
«Όλοι ίδιοι είναι» μου λέει.
«Είναι αλήθεια ...» του λέω
«…τα καταφέρατε να σας μοιάζουν όλοι».
Παίρνω το μαντολίνο μου και
κάθομαι στο ίσκιο.
Δεν προλαβαίνω να το κουρδίσω
και κοντοστέκεται ένα πρεζόνι του ΟΚΑΝΑ.
«Μπαγλαμάς;» με ρωτάει.
«Μπασαβιόλα» απαντώ σοβαρά.
Η ζέστη γίνεται αφόρητη.
Τρώω
μια ντοματοσαλάτα και κατεβαίνω στην
Ροβινιά να περάσει το απόγευμα.
Στρώνω την πετσέτα μου μπροστά στη Γράβα που έχει ίσκιο.
Πετάω βότσαλα στη θάλασσα.
Εδώ
αισθάνομαι ασφαλής.
Βάζω τα ακουστικά στα αυτιά μου
.
Φαμπρίτσιο ντε Αντρέ απέναντι από την Παλιοκαστρίτσα.
«Volta la carta e lui non c’e piu».
Ο Ήλιος πέφτει
προς το Ότραντο.
Τίποτα δεν φαίνεται ικανό να
ταράξει τη στιγμή.
Νοιώθω ένα χέρι να με
σκουντάει.
«Από δω είστε;»
«Μάλιστα» απαντώ ψύχραιμα.
«Αυτό το χωριό απέναντι ποιο είναι;»
«Οι Λάκωνες» απαντώ γλυκά.
«..Και γιατί το λένε έτσι;»
«Γιατί οι πρώτοι κάτοικοι του
ήρθαν πρόσφυγες από την Λακωνία.»
«Από τη Λακωνία! Πώς έτσι;»
Σηκώνομαι και πέφτω στο νερό.
Απόλυτη διαύγεια.
Θάθελα να μείνω για πάντα στο
βυθό σαν τον Κάπταιν Νέμο.
Οι Σπάροι μυρίστηκαν μια μικρή
πληγή στον αστράγαλο και μου επιτίθενται
με μανία.
Βγαίνω.
«Ήρθαμε για μερικές μέρες ….μένουμε
στην Φρεαττύδα… στον Πειραιά …ξέρετε….»
Ξέρω.
Ακολουθεί μια γλαφυρή περιγραφή
της Φρεαττύδας με πολυκατοικίες ,
απλωμένα βρακιά , κεραίες , αποξενωμένους γειτόνους και την «ξακουστή» μαρίνα της.
Ανάβουν τα πρώτα φώτα ψηλά στους
Λάκωνες.
Πέρασε και ο Ιούλιος.
Ετοιμάζομαι να φύγω.
Θα γυρίσω από το λιβάδι του
Ρόπα.
Είναι πιο ήσυχα από κει.
Αντέξαμε και σήμερα.
2 σχόλια:
Αντεχουμε...
ειναι καλοκαιρι ακομα
Καλες βουτιες.....
δεν θα πεθάνουμε ποτέ κουφάλα νεκροθάφτη!
μ΄άρεσε!
Δημοσίευση σχολίου