Έχω πέσει με τα
μούτρα στο γράψιμο.
Με πείσανε ότι
έχω μεγάλο ταλέντο (και υποχρέωση ως εκ
τούτου στην ανθρωπότητα).
Πρέπει, λένε, να γράψω μια όπερα που να αναφέρεται στην
εποχή μας και στο δράμα μας.
Θα την
ανεβάσει σε παγκόσμια πρώτη το ΔΗΠΕΘΕ
Κέρκυρας.
Γράφω κάθιδρος το λιμπρέτο και τις παρτιτούρες ταυτοχρόνως.
Την ονομάζω Trabucco (Τραμπούκο) .
Για να μην μπερδευτεί
ο αναγνώστης που κατοικεί σε περιοχές της
χώρας που ήταν υπό τον Οθωμανικό ζυγό, χρειάζεται να διευκρινίσω εξ αρχής ότι ενώ αυτοί λέγοντας «Τραμπούκο» εννοούν κάποιον
που καταφεύγει διαρκώς στην χειροδικία ,
εμείς οι επτανήσιοι (που ήμασταν sotto controllo Veneziano), εννοούμε
αυτόν που δωροδοκεί για να κάνει κάποια
παρανομία., «Τρα-Μπουκώνει» δηλαδή
κάποιον για κάποια εξυπηρέτηση.
Το έργο εκτυλίσσεται
σε τέσσερις πράξεις.
Η ουβερτούρα μοιάζει
με τον Γουλιέλμο Τέλλο του Ροσίνι ως προς το ύφος. Έχουμε , δηλαδή, μια
φαινομενικά ήσυχη μουσική εξέλιξη που μας οδηγεί σε ένα ξέφρενο accelerando.
Η Υπόθεση εξελίσσεται
ως εξής:
Ο Νικόλας (
κεντρικό πρόσωπο - βαρύτονος) ζει μια συνηθισμένα ξέφρενη ζωή.
Έχει μια μικρή
διαφημιστική προσωπική επιχείρηση και πουλάει «φύκια για μεταξωτές κορδέλες».
Ταυτοχρόνως είναι και δημοτικός σύμβουλος της παράταξης που έχει την εξουσία της
πόλης .
Ανεβαίνει διαρκώς
στην υπόληψη της κοινωνίας μας εξαιτίας του δαιμόνιου τρόπου που διαχειρίζεται
δύσκολες δημόσιες υποθέσεις.
Η χάραξη , για
παράδειγμα, ενός δρόμου κατά τέτοιο
τρόπο που να εξυπηρετεί έναν διάσημο γιατρό, είναι για αυτόν παιχνιδάκι.
Τραμπουκώνει και
τον τραμπουκώνουν ασταμάτητα.
Φτάνει στο σημείο
να τροποποιήσει τα τοπογραφικά και ένα
κομμάτι του (δημόσιου) δάσους να περάσει στην ιδιοκτησία του.
Θα φτιάξει ,
λέει, μια πισίνα κάτω από τα αιωνόβια δένδρα για να έχει ίσκιο. «Αξιοποιεί την
περιοχή»…..«Αλλιώς θα είχε πνιγεί από τσι βατσουνιές».
Στην δεύτερη
πράξη η γυναίκα του η Νίνα (μέτζο
Σοπράνο) δουλεύει σε μια δημόσια υπηρεσία διορισμένη με έναν ανεξήγητο τρόπο.
Τον
ακολουθεί ταπεινά χωρίς να ανακατεύεται στις υποθέσεις του.
Η Γκόμενα του Λουτσίντα (Σοπράνο) φοράει ένα κολλητό κοντό φόρεμα που όλο
ανεβαίνει και όλο κάνει ότι το κατεβάζει και ένα αδιόρατο βρακί που αγόρασε από
γνωστό κυλοτάδικο της Γεωργίου Θεοτόκη .
Χορεύει πάνω στα τραπέζια της «Εκάτης»
τα βράδια ενώ ο Νικόλας ανοίγει
σαμπάνιες και πετάει Γαρδένιες.
Αργά την νύχτα
τραγουδούν αγκαλιά στο μικρόφωνο συγκινημένοι Πάριο και «..Μου κρατούσες το
χέρι στα λασπόνερα, βοηθά Παναγιά μου και μη χειρότερα».
Ξαφνικά ο Νικόλας
ανακαλύπτει το χρηματιστήριο και αλλάζει εντελώς η ζωή του.
Ξημεροβραδιάζεται
σε χρηματιστηριακά γραφεία που ανοίγουν
σαν τους μυκάνους (μανιτάρια) στην πόλη μας.
Αγοράζει «Κλωστήρια Ναούσης» και
οι μετοχές του ανεβαίνουν ραγδαία. Πιστεύει ακράδαντα ότι είναι πολύ έξυπνος και πετυχημένος και
ότι όσοι διαδηλώνουν στους δρόμους είναι
αποτυχημένοι και ανίκανοι να αρπάξουν την ευκαιρία.
Στην Τρίτη πράξη
το χρηματιστήριο καταρρέει, τα κλωστήρια Ναούσης μετακομίζουν στην Βουλγαρία και ο Νικόλας χάνει τα λεφτά του.
Σαν να μην έφτανε
αυτό πιάνει μια πυρκαγιά που μετατρέπει
σε κόλαση όλη την περιοχή που είναι το σπίτι του. Οι φλόγες καίνε την μερσεντές
του και μαυρίζουν την μια πλευρά του σπιτιού του.
Πηγαίνει στα
δικαστήρια για να αποζημιωθεί κρατώντας ως πειστήριο τις λιωμένες αλουμινένιες
ζάντες της Μερσεντές.
Βγάζει από έναν
αχυρώνα του πατέρα του ένα παλιό Οτομπιάνκι γεμάτο άχυρα , δένει με σύρμα στη
σχάρα μια ντουντούκα και γυρνάει στους δρόμους
καλώντας τους χωριανούς σε συνέλευση για
να διεκδικήσουν όλοι μαζί αποζημιώσεις.
Απελπισμένος κλείνει το μαγαζί , πουλάει τα έπιπλα
κοψοχρονιά , καταθέτει τα χαρτιά στην εφορία, ξενοικιάζει την μυστική γκαρσονιέρα
της Λουτσίντα και επιστρέφει στο χωριό
να κάνει τον αγρότη.
Στην τέταρτη
πράξη η επιστροφή μοιάζει με την επιστροφή των δούλων στο Nabucco (μια όπερα ενός Ιταλού που μου
διαφεύγει το όνομα του).
Μπροστά πηγαίνει
στον ανήφορο προς το χωριό ο Νικόλας , μερικά βήματα πίσω ακολουθεί η Νίνα (που
τις έχουν πετσοκόψει το μισθό) και ακολουθεί η Λουτσίντα με μπόλια . Τραγουδούν
όλοι μαζί « O! Mia patria si bella e perduta , o! Membranza si cara e fatal».
Ο Νικόλας με
τρίτσα (ψάθινο καπέλο) και ψεκαστήρα στην πλάτη γίνεται αγρότης. Βγάζει και μια
θεωρία σύμφωνα με την οποία είναι ανεξάρτητος γιατί ότι θέλει του το προσφέρει
η μάνα Γής.
Σύντομα διαπιστώνει
ότι, με το ευρώ, η καλλιέργεια της τομάτας
είναι εντελώς ασύμφορη.
Του φορολογούν
αγρίως, συν τοις άλλοις, και το κομμάτι δάσους που έκλεψε.
Στην τελευταία
σκηνή του δράματος βγάζει την καραμπίνα
να πυροβολήσει έναν Ιταλό τουρίστα που του τρώει τα σύκα.
Η Λουτσίντα τρομαγμένη
του κατεβάζει το ντουφέκι και πυροβολεί
το ποδάρι του.
Τον πάνε στο
νοσοκομείο αλλά εν τω μεταξύ το έχει κλείσει ο Άδωνις και τόνε στέλνουν με C 130 στα Γιάννενα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου