Στις διαδηλώσεις ο Θοδωρής φώναζε στην πρώτη γραμμή.
Ένα συνηθισμένο αυτί δεν μπορούσε να διακρίνει κάποια διαφορά
ανάμεσα σε τόσες φωνές.
Συνήθως όποιος φώναζε πιο δυνατά ήταν σαν να έλεγε: «Εγώ είμαι ο
κυρίαρχος εδώ».
Μπορεί να μιλούσαν για «συνεργασία»,
για «συντονισμό» , για «συνύπαρξη», για «συμμαχία» αλλά ήταν έτοιμοι να
συμπληρώσουν … «με την προϋπόθεση, βεβαίως ,
ότι εγώ θα είμαι ο κυρίαρχος».
Η «συλλογικότητα» καταντούσε το
άλλοθι του πιο ανόητου εγωκεντρισμού.
Αλλά και αυτοί που την ξόρκιζαν
δικαιολογούσαν την ανικανότητα τους να συμ-βιώσουν.
Μου έλεγε ένας παλιό μαέστρος στο χωριό μου ότι :
«είναι πιο εύκολο να μάθεις βιολί από το να μάθεις να ζεις με τον άλλο».
Στις διαδηλώσεις ο Θοδωρής
φώναζε μαζί με τους άλλους αλλά η φωνή
του ξεχώριζε. Είχε παράπονο, είχε αγωνία
, είχε πόνο.
Άκουγα και με το μυαλό μου
αφαιρούσα τους ανθρώπους , τα αδέσποτα
σκυλιά, τα αυτοκίνητα και τα πουλιά.
Έμενε μόνο ο Θοδωρής να φωνάζει
στην μέση της ερημιάς.
Και όπως λένε αυτοί που
κατέχουν τα μυστικά της ψυχής , η ερημιά είναι
ανίκητη. Έχει συντρίψει τόσους και τόσους.
Αρκετά
χρόνια αργότερα γνώρισα την Χριστίνα.
Σπούδαζε
και αυτή στην ίδια σχολή που πριν μερικά χρόνια ήταν φοιτητής και ο Θοδωρής.
Ήταν μια μικροκαμωμένη και αδύνατη κοπέλα από τα Γιάννενα που περνούσε πάντα
απαρατήρητη.
Παρόλο
που ήταν κοντή φορούσε ίσια παπούτσια .
Δεν
βαφόταν σχεδόν καθόλου.
Φορούσε
κάτι φορέματα μέχρι το γόνατο που θεωρούταν παλιομοδίτικα.
Κανείς
δεν τις έδινε ιδιαίτερη σημασία.
Την
θυμόταν όλοι στις φοιτητικές εκλογές .
Ελάχιστες
φορές είχε έρθει σε διαδηλώσεις.
Αγαπούσε
τον τόπο της και ανυπομονούσε να τελειώσει την σχολή και να γυρίσει πίσω.
Ένα
βράδυ βρεθήκαμε με μια παρέα συμφοιτητών της στην πάνω πλατεία.
Οι
συνήθεις φωνακλάδες συναγωνιζόταν στην δημιουργία θορύβων.
Οι
συνήθεις «ατημέλητες φοιτήτριες» προσπαθούσαν να καταχτήσουν την καρδιά του
καλύτερου θορυβοποιού.
Η
Χριστίνα καθόταν στο τελευταίο σκαλί μόνη και αμίλητη.
Κάποια
στιγμή , αργά τη νύχτα, έφυγαν οι φωνασκούντες για κάποιο μπαρ.
Μείναμε
με την Χριστίνα στα σκαλιά.
Μου
μιλούσε με πάθος για τα Γιάννενα και για την βαθιά ψυχή της Ηπείρου.
Τραγουδούσε
στην χορωδία κάποιου συλλόγου
τα πολυφωνικά τραγούδια του τόπου της.
Εκεί
έμαθα τα περισσότερα από όσα ξέρω για το πολυφωνικό τραγούδι.
Της
είπα να τραγουδήσει ένα κομμάτι για να
καταλάβω περί τίνος επρόκειτο.
Στάθηκε
απέναντί μου , κοντά στο πάρκο, σε απόσταση αρκετών βημάτων (είχε , έλεγε ,
σημασία).
Άπλωσε
τα χέρια της και γύρισε τις παλάμες προς τα πάνω.
Κοιτούσε
ψηλά και τραγουδούσε:
«Την
ημέρα δεν κοιμούμαι
Και
το βράδυ περπατώ…»
Έμοιαζε
με Δερβίση η με Ιέρεια κάποιας
πανάρχαιας και ακατανόητης τελετής.
Ανατρίχιασα.
Τραγουδούσε
στην ερημιά .
Μάλλον
δεν υπολόγιζε ούτε την δική μου παρουσία.
Και όπως λένε αυτοί που
κατέχουν τα μυστικά της ψυχής , η ερημιά είναι
ανίκητη. Έχει συντρίψει τόσους και τόσους.
Θάθελα , λέει νάμουνα ένας
παράξενος θεός.
Να δούλευα ασταμάτητα της
νύχτες πάνω στον πάγκο μου με μεγεθυντικούς φακούς και με παράξενα μικροσκοπικά
εργαλεία.
Να έκανα λεπτές , μικρές
αδιόρατες συνδέσεις.
Να συνδέω Θοδωρήδες και Χριστίνες .
Δεν μπορεί! Κάποιος τρόπος πρέπει να υπάρχει για να
νικήσουμε την ερημιά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου